Είπε
ο Γιάννης Τσαρούχης…
«Θα πρέπει να ήμουν έξι ετών όταν, πηγαίνοντας
με τη μητέρα μου στο σπίτι μιας φίλης της, της κυρίας Παπαλεονάρδου, έβλεπα
κάτι πίνακες του Μαθιόπουλου. Σε ηλικία επτά ετών είδα το Δαφνί(. . .) Η αγάπη
μου για το θέατρο και ο πόθος μου να δουλέψω σαν σκηνογράφος ξεκινά επίσης απ’ την
παιδική μου ηλικία, από μια παράσταση θεατρική πού είχα δει όταν ήμουν έξι
περίπου ετών. Σ’ αυτή τη παράσταση, μιας επιθεωρήσεως με τίτλο «Ξιφίρ-Φαλέρ»,
μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση τα σκηνικά του Αραβαντινού και μου αποκάλυψαν
για πρώτη φορά τη μαγεία του θεάτρου.
Η πρώτη μου έκθεση έγινε το
1938, σ' ένα άδειο μαγαζί της οδού Νίκης. Οι μισοί απ’ τους κριτικούς με
χτύπησαν, τονίζοντας ότι «δεν επιτρέπεται να εκθέτει ένας ζωγράφος πού δεν
γνωρίζει να ζωγραφίζει» —το είχε γράψει ό Δ. Καλλονάς. Από κοντά ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος
αποφαινόταν ότι «κάθε έργο του Τσαρούχη είναι και ένας παλιάνθρωπος»! Οι άλλοι
μισοί ήταν ενθουσιώδεις. Ο Δ. Καπετανάκης στα «Νέα Γράμματα» του Κατσίμπαλη με
χαρακτήριζε ως «ένα τερατώδη έφηβο και ως τον Ρεμπώ της ζωγραφικής». Μέση οδό
κράτησε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στο «Βήμα»: αναγνώριζε το ταλέντο μου, αλλά
καταδίκαζε την υπερβολή των νεωτεριστικών μου τάσεων. Και ο ποιητής Δρίβας στην
«Καθημερινή» τόνιζε πώς «είδε στην τέχνη του Τσαρούχη μια οργάνωση κι ένα
εξευγενισμό της λαϊκής τέχνης». Η έκθεση παρουσίαζε γυμνά ή ντυμένα σε
τεχνοτροπία επηρεασμένη από τις ρεκλάμες του Καραγκιόζη αλλά και από τον
Ματίς».
«Οι Έλληνες; Τελευταία
έχουν μια τάση να με λατρεύουν σα
θαυματουργό εικόνα. Θα αντιταχθώ μ’ όλη μου τη δύναμη σ’ αυτή την
ανατολίτικη τάση. Όλοι αυτοί βλέπουν τα έργα μου όχι σαν έκφραση ψυχής, αλλά σαν
τσεκ ή σίγουρη επένδυση (...) Από την αδικία και την κακή κρίση, πού με
καταδίκασαν σε φτώχεια τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, φτάσανε στο σημερινό
θαυμασμό και τη λατρεία πού 'ναι στο βάθος λατρεία της δόξας και του χρήματος».
«Αυτά τα εφόδια —πρώτες
ιδέες για μελλοντικούς πίνακες πού θα είχαν ως θέμα αυτούς πού χορεύουν
ζεϊμπέκικο ή τσάμικο— έχουν γίνει με πόθο ελευθερίας να υπακούσουν τους πολλούς
και παράταιρους χρησμούς πού ακούει ή ψυχή μου. Μακριά από μένα οι
τυποποιημένες ελευθερίες της ρουτίνας.
Κοπίασα στη ζωή μου και
ψάχνω ακόμα να βρω ένα στέρεο έδαφος να χτίσω όχι το λαμπρό παλάτι μου, αλλά το
απαραίτητο μικρό καλύβι μου. Συχνά αισθάνθηκα την ανάγκη να ελέγξω τη φαντασία
και τη μνήμη μου, κάνοντας σχέδια απ’ το φυσικό. Τι ανεκλάλητη χαρά όταν η
πραγματικότητα συμπίπτει με τη φαντασία και τη μνήμη».
«Είμαστε μια φυλή
προικισμένη, είμαστε ικανοί να φτάσουμε στο καλύτερο, αλλά κατά μιαν ανεξήγητη
διαστροφή δυσκολευόμαστε να φτάσουμε στο καλό. Μεγάλη και δικαιολογημένη
ανασφάλεια κάνει να έχουμε και δυο και τρία και τέσσερα επαγγέλματα συγχρόνως ή
να θέλουμε να κρατήσουμε μια θέση ως τα βαθιά γεράματα μας. Τρώμε όσα δεν έφαγαν οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου κι
όχι για όσο πεινάμε. Θέλουμε να κερδίσουμε όσα χάσανε εκατομμύρια ελλήνων
προσφύγων. Είμαστε για πάντα φοβισμένα ζώα. Και επειδή όπως λένε δεν υπάρχουν
σταθερές κοινωνικές δομές, καταφεύγουμε στην κλοπή και την απάτη!(...) Η
προσπάθεια να μη χάσουμε και να εξασφαλιστούμε, μας καταστρέφει· κάθε προοπτική
στη ζωή. Είναι ή περίπτωση πού το βάρος της ασπίδας πληγώνει
περισσότερο από το
βέλος.
Ο φόβος μας οδηγεί σε
άχρηστες κακίες και σίγα σιγά σε άχρηστους ηρωισμούς (...) Το ιδανικό του πλαίυ
μπόυ αντικατέστησε άλλο ιδανικό. Είμαστε στο «ή φτώχεια θέλει καλοπέραση !)».
Μόνο αν απαλλαγούμε από τις μεγάλες και απάνθρωπες ιδέες και σκεφτούμε ότι
είμαστε λιγόζωα πλάσματα, υπάρχει ελπίς να ζήσουμε καλύτερα, με προϋπόθεση
απαραίτητη να θυσιάσουμε τα «διαφυγόντα κέρδη».
«Αρχίζω πάντοτε από το
μηδέν και προσπαθώ να μάθω. Και ξηλώνω τις βάτες πού με μεγαλώνουν επειδή ξέρω
πώς ό,τι σημαντικό κάνουμε στη ζωή μας, από τους δικούς μας μυς το κάνουμε
(...) Εργαζόμενος επί πενήντα και πλέον συναπτά έτη για να ζήσω, κατάλαβα ότι τα
περισσότερα υλικά κέρδη έρχονται από την προσδοκία της πίστεως μας και του
εαυτού μας. 'Αφ' ότου τα έργα μου έχουν ζήτηση και πληρώνονται ακριβά σ’ όλο
τον κόσμο, μ' έπιασε φοβερός πανικός και δεν θέλω να πουλάω πλέον τη ζωγραφική
μου. Κάτω απ’ το βάρος αυτής της οδυνηρής πείρας πού απέκτησα όλα αυτά τα
χρόνια, ένα μόνο έχω να συμβουλεύσω τους νεότερους: να πειθαρχούνε στην πίστη
τους αφού προηγουμένως τη βρούνε».
...«Έχω γράψει πολλά και
γράφω ακόμα. Πολλά έχω πετάξει και σχίσει. Γράφω πολλούς λόγους. Κυρίως, γιατί
ή ζωγραφική απ’ τη φύση της είναι ακατανόητη στους περισσότερους, ενώ τα λόγια τα
καταλαβαίνουν πιο εύκολα. Έχω γράψει διάφορα πράγματα, σκέψεις, αισθητικές
μελέτες, ή τεχνικές για τη ζωγραφική και για κάθε τι. Έχω μεταφράσει τη
«Μήδεια» του Ευριπίδη, τις «Τρωάδες» και τον «Ορέστη» στα νέα ελληνικά και τις
«Βάκχες» στα γαλλικά.
.. . «Μέσα στον ένα μήνα
πού ουσιαστικά δίδαξα τους ηθοποιούς (στις Τρωάδες το 1977), μεταχειρίστηκα ένα
πολύ απλό μέσο. Προσπάθησα να ελευθερώσω και να φέρω στην επιφάνεια τα
απωθημένα αισθήματα των ηθοποιών και «δι’ αυτών» των θεατών. Αυτό νομίζω είναι
το θέατρο. Είναι μια ένωση ηλεκτρική, πού ενώνει πολλούς ανθρώπους «επί τω αυτώ»
για να μεθύσουν όλοι μαζί με την ελευθερία πού δίνει ή αλήθεια».
Από το άρθρο «Γ. Τσαρούχης»
του Στέφανου Απέργη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου