Νικόλαος
Γύζης, «Μετά την καταστροφή των Ψαρών»
Η
καταστροφή των Ψαρών
Κατά το τέταρτο έτος της
Εθνικής Παλιγγενεσίας, ο σουλτάνος Μαχμούτ βρισκόταν σε αδυναμία να καταστείλει
την Επανάσταση και ζήτησε τη βοήθεια του υποτελούς του Μεχμέτ Αλή Πασά της
Αιγύπτου. Τον Μάρτιο του 1824 συνήφθη μεταξύ των δύο ανδρών συμφωνία, με την
οποία ο Μεχμέτ Αλή δεχόταν να συμπράξει, υπό τον όρο να του παραχωρηθούν η
Κρήτη και η Κύπρος, και να διοριστεί ο θετός γιος του, Ιμπραήμ, διοικητής της
Πελοποννήσου.
Την ίδια ώρα οι ελληνικές
δυνάμεις, ευρισκόμενες στη δίνη του Εμφύλιου Πολέμου, είχαν φθαρεί και
αποσυντονιστεί.
Οι Τουρκοαιγύπτιοι έδιδαν
πρωταρχική σημασία στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις, γιατί αν δεν καταστρεφόταν ο
ελληνικός στόλος και δεν εξουδετερώνονταν οι ναυτικές βάσεις των Ελλήνων, δεν
θα ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν οι κατά ξηρά προσπάθειές τους. Αποφασίστηκε,
λοιπόν, ο αιγυπτιακός στόλος υπό τον περιβόητο Χουσεΐν να προσβάλει την Κάσο
και ο τουρκικός υπό τον Χοσρέφ Πασά τα Ψαρά.
Τα Ψαρά, ένα μικρό νησί στα
βορειοδυτικά της Χίου, είχε σπουδαία θαλασσινή παράδοση και ήταν η τρίτη
ναυτική δύναμη της Ελλάδας, μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες, με ονομαστούς
πυρπολητές όπως ο Παπανικολής, ο Κανάρης και ο Πιπίνος. Ο Χοσρέφ είχε εντολή
από τον σουλτάνο να εξαφανίσει από προσώπου γης τα Ψαρά, που τόσα προβλήματα
δημιουργούσαν στον δυσκίνητο τουρκικό στόλο.
Οι κάτοικοι του νησιού
ανέρχονταν σε 30.000, οι 7.000 ντόπιοι και οι υπόλοιποι πρόσφυγες από τη Χίο
και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Το υπερασπίζονταν 1.300 Ψαριανοί, 700 πάροικοι
και 1.027 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Λαϊκού Ζωγράφου: "Η καταστροφή των Ψαρών"
Η ολοσχερής καταστροφή των
Ψαρών
Το πρωί της 20ής Ιουνίου ο
οθωμανικός στόλος ξεκίνησε από τη Μυτιλήνη και έπλεε με ελαφριά βόρεια αύρα
προς το βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Ο στόλος αυτός περιλάμβανε τότε 140
σκάφη, ανάμεσα στα οποία δύο κατάφρακτα, πέντε φρεγάτες και 45 δρόμωνες,
πάρωνες, ημιολίες και κανονιοφόρα. Επίσης, μετέφερε αποβατικό στρατό 14.000
ανδρών. Προχωρούσε σε πολύ μακρύ στίχο. Η κεφαλή και η ουρά του αποτελούνταν
κυρίως από κωπήλατα πλοία, τα οποία ρυμουλκούσαν κάποιες φρεγάτες. Στο μέσον
αυτής της φάλαγγας διακρινόταν η ναυαρχίδα. Αν έφταναν εγκαίρως όλες οι
ελληνικές ναυτικές δυνάμεις, ο Χοσρέφ δεν θα αποβιβαζόταν ποτέ στα Ψαρά. Αν οι
ίδιοι οι Ψαριανοί έστελναν έστω και τα λίγα πυρπολικά τους εναντίον των
πολεμικών του, πιθανώς να καθυστερούσαν την απόβαση ώσπου να συγκεντρωθεί όλος
ο ελληνικός στόλος, που όντως έφτασε έπειτα από λίγες μέρες.
Ωστόσο, οι Ψαριανοί δεν
ήταν οι μόνοι υπερασπιστές του νησιού. Είχαν προσλάβει επίσης 1.027 μισθωτούς
Θεσσαλούς και Μακεδόνες, οι οποίοι, φοβούμενοι μήπως τους εγκαταλείψουν στο
νησί σε περίπτωση αποτυχίας της ναυμαχίας, απαίτησαν τα πλοία να μείνουν
αγκυροβολημένα στο λιμάνι, και μάλιστα τα πηδάλια τους να αφαιρεθούν και να
μεταφερθούν στην ξηρά. Έτσι, τα πυρπολικά και τα πολεμικά πλοία καταδικάστηκαν
σε απραξία. Ο αγώνας περιορίστηκε στην άμυνα του νησιού.
Εξίσου άτοπο ήταν το ότι
οι λίγες δυνάμεις του νησιού σκορπίστηκαν σε διάφορους ασθενείς προμαχώνες,
αντί να συγκεντρωθούν σε ασφαλώς οχυρωμένο σημείο. Αυτόπτη μάρτυρα της επίθεσης
του Χοσρέφ και της άμυνας των δικών μας έχουμε τον κυβερνήτη του γαλλικού
δρόμωνα Ίσις, τον Βιλλενέφ. Αυτός παρευρέθηκε στη φοβερή αυτή σκηνή, έχοντας
μαζί του και την ημιολία Αμάραντος. Από την έκθεση εκείνου του κυβερνήτη
συνάγεται επίσημα το εξής: Αφού στις 18 Ιουνίου έστειλε στα Ψαρά έναν
αξιωματικό του για να τους αναγγείλει την επικείμενη επίθεση και άκουσε ότι θα
έμεναν μέχρι τέλους πιστοί στην Ελλάδα, παρέμεινε κοντά στο νησί ώστε, σε
περίπτωση συμφοράς, να πράξει ό,τι επέτρεπε και υπαγόρευε η φιλανθρωπία. Είναι
ανάγκη να παραδεχτούμε αυτή την έκθεση, διότι δεν συγχωρείται να υποθέσουμε ότι
Γάλλοι αξιωματικοί άλλα έπρατταν και άλλα ανέφεραν στην κυβέρνηση τους.
Μετά το μεσημέρι, λοιπόν,
της 20ής, μόλις ο άνεμος ενισχύθηκε, ο τουρκικός στόλος πλησίασε προς το βόρειο
μικρό λιμάνι του νησιού. Η τουρκική αρμάδα έφθασε στον αβαθή ορμίσκο Κάναλος,
στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού, το απόγευμα της ίδιας μέρας. Τη στιγμή
εκείνη άρχισε μία εκ των πλέον δραματικών δοκιμασιών του Αγώνα της
Ανεξαρτησίας. Κατά τις 7 το απόγευμα οι πάρωνες και τα κανονιοφόρα του τουρκικού
στόλου άρχισαν να πυροβολούν ενάντια στα κανονιοστάσια αυτού του μέρους της
παραλίας. Οι Έλληνες απάντησαν: Όλη τη νύχτα εξακολούθησε ο κανονιοβολισμός,
που διεξαγόταν «κάπως τυχαία». Το άλλο πρωί, ενώ επικρατούσε γαλήνη, τα κωπήρη
αποβίβασαν σε διάφορα σημεία κοντά στο λιμανάκι πολυάριθμο στρατό, ο οποίος
καθώς τον κάλυπταν τα πυκνά πυρά των πλοίων απώθησε εύκολα τους λίγους
πολεμιστές. Σ’ αυτούς επιτράπηκε η
επιτήρηση μάλλον, παρά η άμυνα των περικείμενων βράχων.
Επιτιθέμενοι και
αμυνόμενοι υποχώρησαν σε μικρό πυροβολοστάσιο, όπου άρχισε πεισματική μάχη.
«Επί ένα τέταρτο» λέει ο Γάλλος κυβερνήτης «βλέπαμε συγχρόνως την ελληνική και
την τουρκική σημαία να κυματίζουν στους προμαχώνες. Στο τέλος εξαφανίστηκε η
ελληνική και κυμάτιζε μόνο η τουρκική». Τότε οι Έλληνες υποχώρησαν στα νότια
του νησιού, πυρπολώντας τα πάντα στο πέρασμα τους.
Στο μεταξύ, έπνευσε
βορειοδυτικός άνεμος. Επωφελούμενος από την αλλαγή του ανέμου, ο καπετάν -
πασάς διέταξε τις φρεγάτες και τους πλησιέστερους δρόμωνες να μπουν στον πορθμό
των Αντιψάρων, περνώντας το βόρειο άκρο του νησιού. Εκείνη τη στιγμή το αμήχανο
πλήθος συμπαρέσυρε στο λιμάνι τους άνδρες που μπορούσαν ακόμη να το
υπερασπιστούν. Μόνο δεκαπέντε έως είκοσι πάρωνες είχαν διασώσει τα πηδάλια
τους: Γεμάτοι με φυγάδες σαλπάρισαν, ενώ τους καταδίωκαν στενά και τους
κανονιοβολούσαν οι φρεγάτες και οι δρόμωνες της πρώτης πορείας. Ένας πάρωνας,
κινδυνεύοντας από δύο φρεγάτες, άναψε πάνω στο κατάστρωμα διάφορες καυστικές
ύλες και καλύφθηκε έτσι από καπνό. Οι κυβερνήτες των δύο φρεγατών, νομίζοντας
πως πρόκειται για πυρπολικό, σταμάτησαν αμέσως την καταδίωξη - τόσο τρόμο τους
ενέπνεε η απλή υπόνοια ότι αντιμετώπιζαν εμπρηστικό σκάφος.
Σχετικά λίγοι κάτοικοι
διέφυγαν με αυτά τα πλοία. Σε όλους τους άλλους η θάλασσα αποκλείστηκε, διότι
από το βορρά ο στόλος του Χοσρέφ κατέλαβε τον πορθμό των Αντιψάρων ή
περικύκλωνε το νησί. Πολυάριθμα πλοιάρια και ακάτια αναζητούσαν διέξοδο από
παντού, αλλά τα τουρκικά πλοία πυροβολούσαν ανελέητα εναντίον τους και τα
καταδίωκαν με λέμβους. Σιγά σιγά τα νερά του λιμανιού κοκκίνιζαν. Σε 180 μέτρα
ο κυβερνήτης της Ισίδος μέτρησε κοντά στο δρόμωνά του 30 πτώματα γυναικών και
παιδιών.
Μόνη εστία αντίστασης
παρέμεινε το Παλαιόκαστρο, η οχυρή θέση που δεσπόζει της Χώρας. Οι υπερασπιστές
του, ανάμεσά τους και πολλά γυναικόπαιδα, αμύνθηκαν σθεναρά εναντίον 6.000
Τούρκων που τους πολιορκούσαν. Αυτό το ανίσχυρο οχυρό ανταπέδιδε με θαυμαστή
ζωηρότητα τους πυροβολισμούς των φρεγατών και των επιτιθεμένων από την ξηρά.
Μέσα σε αυτόν τον άθλιο περίβολο αμύνονταν λιγοστοί Έλληνες, πολεμώντας τους
Τούρκους. Ο κυβερνήτης της Ίσιδος δεν μπόρεσε να αντέξει το θέαμα. Στις 22 του
μήνα, περίπου στις 9 το πρωί, πλησίασε τον καπουδάν πασά. «Έρχομαι» του είπε
«να σας προσφέρω τη μεσολάβηση μου». Μόλις ο Χοσρέφ συναίνεσε, ένας Γάλλος
αξιωματικός αποβιβάστηκε συνοδεία του ταμία του καπουδάν πασά ως διερμηνέα,
μεταφέροντας προτάσεις ανακωχής. Τα οθωμανικά όμως στρατεύματα είχαν καταληφθεί
από μανία και δεν ήθελαν να ακούσουν ούτε λόγο για συμβιβασμό. Παρ’ ότι είχαν
πάθει σοβαρές ζημίες, είχαν προσεγγίσει το οχύρωμα τόσο πολύ, ώστε περίπου στις
έξι το απόγευμα πολιορκούμενοι και πολιορκητές αντάλλασσαν μύριες ύβρεις. Γύρω
στις εξίμισι αντήχησε φοβερή κραυγή. Οι Τούρκοι, έχοντας περικυκλώσει από
παντού το λόφο, ξεχύθηκαν από την κορυφή του στα εξωτερικά οχυρώματα.
Από το κατάστρωμα της Ίσιδος η συμπλοκή ήταν ορατή. Οι Γάλλοι αξιωματικοί εξακολουθούσαν να διακρίνουν με το τηλεσκόπιο την ελληνική σημαία και έλεγαν ότι, όσο αυτό το άγιο ράκος κυμάτιζε στο πυροβολείο, υπήρχε ακόμη ελπίδα. Εκείνη τη στιγμή ένας Τούρκος στρατιώτης όρμησε καταπάνω του. Ωστόσο, δεν πρόφτασε να αγγίξει το ξυστό όπου κυμάτιζε με απαλή αύρα η σημαία. Όταν η αμυντική γραμμή τους έσπασε και το φρούριο πλέον πλημμύρισε από Τούρκους, ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη για να μην πέσει στα χέρια των εισβολέων και μια φρικιαστική έκρηξη έσεισε και έσκισε τον αέρα. Το φρούριο, οι ηρωικοί υπερασπιστές του, οι εχθροί που είχαν εισβάλει σε αυτό, τα πάντα έγιναν θρύμματα. Αυτοί οι πολεμιστές τήρησαν το λόγο τους: Έμειναν πιστοί στην Ελλάδα.
Μόλις νύχτωσε, ο
κυβερνήτης της Ίσιδος πλησίασε το βράχο στον οποίο βρισκόταν το οχυρό με την
ελπίδα να διασώσει κάποιον που είχε επιζήσει από θαύμα. Οι έρευνες του απέβησαν
μάταιες, γιατί από τη μανία των Τούρκων δεν είχε γλιτώσει κανένας. Το άλλο πρωί
οι λέμβοι του, ελέγχοντας όλες τις απόκρημνες ακτές της βόρειας παραλίας, είχαν
περισσότερη τύχη: Πήραν υπό την προστάτιδα σκέπη της γαλλικής σημαίας 156
γυναικόπαιδα και στρατιώτες βαριά τραυματισμένους.
Ο απολογισμός της
καταστροφής ήταν φοβερός. Από την αρχή της Επανάστασης είχαν καταφύγει στα Ψαρά
αλληλοδιαδοχικά από τη Χίο, τις Κυδωνιές και τη Σμύρνη τόσο πολλοί άνθρωποι,
ώστε το 1824 ο πληθυσμός του νησιού ανερχόταν σε 30.000 ψυχές. Από τους 7.000 Ψαριανούς
μόνο 3.000 γλίτωσαν τη σφαγή. Από τον συνολικό πληθυσμό 18.000 ή θανατώθηκαν ή
πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Επίσης, 100 μικρά και μεγάλα πλοία έπεσαν στα χέρια του
καπουδάν πασά.
Η Πύλη, που δεν αρκέστηκε
στον ανόσιο αυτό θρίαμβο, παραπονέθηκε στη γαλλική πρεσβεία για τη μεσολάβηση
του κυβερνήτη της Ίσιδος, αξιώνοντας ότι κανένας δεν επιτρεπόταν να αναχαιτίσει
την εκδίκηση της και να απαλλάξει τους ενόχους από την αρμόζουσα τιμωρία. «Συγχαρείτε
εκ μέρους μου ειλικρινέστατα τον κύριο Βιλλενέφ για την άριστη διαγωγή του στα
Ψαρά» έγραψε ο κόμης Γκιγεμινώ στον αρχηγό της γαλλικής μοίρας. Ήταν η μόνη
απάντηση που ο πρέσβης αυτός έδωσε στις κατηγορίες της Υψηλής Πύλης
Νικηφόρος
Λύτρας, «Ψαριανό μοιρολόι»
Συνοπτικά
Οι μαχητές των Ψαρών
υπέπεσαν σε ένα σοβαρό λάθος, καθώς αποφάσισαν να περιοριστεί ο αγώνας στην
άμυνα της νήσου. Έτσι, έθεσαν σε απραξία τον στόλο και δεν χρησιμοποίησαν
καθόλου τα πυρπολικά. Μάλιστα, αφαίρεσαν τα πηδάλια των πλοίων. Ακόμη,
διασκόρπισαν τις δυνάμεις τους στην ξηρά και δεν έδιωξαν τα γυναικόπαιδα.
Οι αποβιβασθέντες Τούρκοι
του Χοσρέφ κατέβαλαν με σχετική ευκολία τους αμυνομένους, και μέσα σε δύο μέρες
είχαν καταλάβει το νησί. Επακολούθησε η φοβερή καταστροφή. Την εικόνα της
καταστροφής δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο εθνικός ποιητής Διονύσιος
Σολωμός στο περίφημο επίγραμμά του:
Στων
Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας
η Δόξα μονάχη
μελετά
τα λαμπρά παλληκάρια
και
στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο
από λίγα χορτάρια
που
είχαν μείνει στην έρημη γη.
Από τα περίπου 100 πλοία
των Ψαριανών μόνο 16 διασώθηκαν, καθώς και 7 πυρπολικά με τον Κανάρη. Όσοι από
τους κατοίκους των Ψαρών γλίτωσαν από το γιαταγάνι των Οθωμανών εγκαταστάθηκαν
στη Μονεμβασιά, και μετά την απελευθέρωση στην Αρχαία Ερέτρια, που πήρε την
ονομασία Νέα Ψαρά.
Η Καταστροφή των Ψαρών
υπήρξε δεινό πλήγμα για την Επανάσταση. Χάθηκε μία από τις σημαντικές βάσεις
του ελληνικού ναυτικού, ενώ διέτρεξαν άμεσο κίνδυνο οι υπόλοιποι.
Η άμεση κινητοποίηση και η
αντίδραση των υπόλοιπων δυνάμεων της μαχόμενης Ελλάδας έσωσε την κατάσταση.
Προσπάθεια
ανακατάληψης
Το ολοκαύτωμα των Ψαρών
συγκλόνισε την επαναστατημένη Ελλάδα και ιδιαίτερα τα νησιά, που απειλούνταν
πλέον άμεσα από τον οθωμανικό στόλο. Όμως ο Χοσρέφ Πασάς αντί να επιτεθεί στη
Σάμο, όπως ήταν σχεδιασμένο, προτίμησε να επιστρέψει στη Λέσβο για να γιορτάσει
το μπαϊράμι. Με πρωτοβουλία τότε του Υδραίου Λάζαρου Κουντουριώτη συγκροτήθηκε
στόλος υπό τους Σαχτούρη και Μιαούλη, προκειμένου να ανακαταλάβει το μαρτυρικό
νησί και να εκδικηθεί τους Οθωμανούς για τη μεγάλη σφαγή.
Οι ναυτικές μοίρες των δύο
ναυάρχων συναντήθηκαν στο ακρωτήρι Λιμνιονάρι των Ψαρών τα ξημερώματα της 3ης
Ιουλίου 1824. Σε σύσκεψη, που ακολούθησε, αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί άμεση
απόβαση στο νησί. Το ελληνικό αποβατικό σώμα αριθμούσε 1.500 άνδρες, ενώ τα
Ψαρά τα υπερασπίζονταν 600 Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες κατέβαλαν διά περιπάτου
τους υπερασπιστές του νησιού, οι περισσότεροι από τους οποίους κατέφυγαν στα
τουρκικά πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι των Ψαρών. Γύρω στους 150 δεν
μπόρεσαν να φθάσουν στα πλοία και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια των Ψαρών,
προσπαθώντας να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους Έλληνες, που είχαν καταλάβει
όλες τις οχυρωματικές θέσεις, μεταξύ αυτών και το Παλαιόκαστρο.
Τα πληρώματα των 25
εχθρικών πλοίων προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όταν πληροφορήθηκαν από τους
πανικόβλητους Τουρκαλβανούς ότι οι Έλληνες ήταν κύριοι σχεδόν όλου του νησιού,
έλυσαν τους κάβους και προσπάθησαν να διαφύγουν στη Λέσβο. Ο Μιαούλης τους
κατεδίωξε και στ’ ανοιχτά της Χίου συνήφθη ναυμαχία που κράτησε σχεδόν πέντε
ώρες, με νικηφόρο αποτέλεσμα για τους Έλληνες.
Μόνο 5 από τα 20 τουρκικά
σκάφη έφθασαν σώα στον προορισμό τους, ενώ σύμφωνα με τις αναφορές του Μιαούλη
οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 1.000 άνδρες. Οι Έλληνες είχαν μόνο έναν νεκρό
και έξι τραυματίες.
Μετά τη νικηφόρα ναυμαχία,
ο Μιαούλης και τα πλοία του επέστρεψαν στα Ψαρά. Αντί όμως οι ελληνικές
δυνάμεις να φροντίσουν να διώξουν τους λίγους Τουρκαλβανούς που παρέμειναν
οχυρωμένοι στα σπίτια και να γίνουν κύριοι του νησιού, άρχισαν το πλιάτσικο.
Ναύτες και πλοίαρχοι επιδόθηκαν σε αρπαγή κανονιών, τροφίμων και εμπορευμάτων,
όσων είχαν απομείνει στο νησί, για να τα μεταφέρουν ο καθένας στα πλοία του. Τα
περισσότερα κανόνια ήταν λάφυρα των Οθωμανών από την καταστροφή του ψαριανού
στόλου, ενώ τα τρόφιμα και τα εμπορεύματα τα είχαν αρπάξει οι Τουρκαλβανοί από
τα σπίτια πλουσίων Ψαριανών μετά το ολοκαύτωμα.
Η διαταγή του ναυάρχου
Μιαούλη να θεωρηθούν τα κανόνια περιουσία του ελληνικού κράτους δεν εκτελέσθηκε
ποτέ. Η διαμάχη για τη μοιρασιά της λείας παρέλυσε την πειθαρχία του στόλου. Με
επιστολή του στους προκρίτους της Ύδρας, στις 6 Ιουλίου, ο Μιαούλης
διεκτραγωδούσε την κατάσταση: «…Σας αφήνω να στοχασθήτε οποία ακαταστασία,
ασυμφωνία και ιδιοτέλεια βασιλεύει εις τον στόλο μας και αν εις τοιαύτην
κατάστασιν ευρισκομένου του στόλου εμπορούμεν να βάλωμεν βάσιν και να ελπίζομεν
εις αυτόν…».
Προφητική διαπίστωση, που
θα επαληθευθεί μια μέρα αργότερα. Στις 7 Ιουλίου η γολέτα του Τομπάζη, που
έπλεε μεταξύ Χίου και Ψαρών, ειδοποίησε ότι μοίρα του οθωμανικού στόλου
κατευθυνόταν προς τα Ψαρά. Ο Μιαούλης διέταξε το στόλο να τεθεί σε πολεμική
ετοιμότητα. Από τα 51 ελληνικά πλοία μόνο τα 14 πειθάρχησαν. Ο τουρκικός στόλος
κατόρθωσε να αποβιβάσει ενισχύσεις στο νησί, που ενώθηκαν με τους ολίγους
πολιορκούμενους Τουρκαλβανούς. Στις 10 Ιουλίου 1824 ο Μιαούλης βλέποντας την
κακή κατάσταση του στόλου έλυσε την πολιορκία και εγκατέλειψε την περιοχή με τα
πλοία του. Κατέφυγε στο Σούνιο, όπου περίμενε διαταγές από την Ύδρα, ενώ τα
υπόλοιπα ελληνικά πλοία κατευθύνθηκαν προς το Κάβο Ντόρο.
Έτσι, η εκστρατεία του
ελληνικού στόλου για την ανακατάληψη των Ψαρών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα,
εκτός από την καταστροφή της τουρκικής ναυτικής μοίρας. Το νησί παρέμεινε υπό
οθωμανική κυριαρχία ως το 1912, οπότε ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό κατά τη
διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Πηγές
sansimera.gr.
Κ.
ΠΑΠΑΡΗΓΌΠΟΥΛΟΥ : Ιστορία του Ελληνικού Εθνους
http://www.pontos-news.gr/article/165822/i-katastrofi-ton-psaron
http://www.pontos-news.gr/article/165822/i-katastrofi-ton-psaron
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου