1880: Πορτρέτο του Βικτόρ Ουγκό σε προχωρημένη ηλικία.
Ο συγγραφέας αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ζωής του και
του έργου του στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Η
γκιλοτίνα τραυμάτισε τον Ουγκό
Από τα παιδικά του χρόνια
ο Ουγκό θα πληγωθεί βαθύτατα από τη θέα δημοσίων εκτελέσεων. Τις εμπειρίες του
αυτές οι μελετητές του θα τις χαρακτηρίσουν τραυματικές. Εικόνες τρόμου και
φωνές πόνου θα τον συνοδεύουν χωρίς έλεος
Ο Βικτόρ Ουγκό γεννήθηκε
στην Μπεζανσόν στις 26 Φεβρουαρίου 1802 και αφιέρωσε
σημαντικό μέρος της ζωής του και του έργου του στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων και αγωνίστηκε με πάθος για τον εκσυγχρονισμό του Κοινοβουλίου, την
εξυγίανση της Δικαιοσύνης, την κατάργηση της θανατικής ποινής, τη δωρεάν
εκπαίδευση, τα δικαιώματα των γυναικών, είτε αναφερόμενος σε γενικές θεωρήσεις
είτε σε ιδιαίτερες και συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αγωνίστηκε δηλαδή για όλα τα
καίρια ζητήματα του 19ου αιώνα που εξακολουθούν να είναι και σήμερα επίκαιρα.
Σχετικά με την κατάργηση
της θανατικής ποινής, πρόκειται για μια επίμονη στράτευση σε όλη τη μακρά
διάρκεια του βίου του που απέρρευσε από προσωπικά βιώματα και εμπειρίες που
έχουν σχέση με τις δημόσιες εκτελέσεις και τη φρίκη που αυτές προκαλούν.
Προσωπικές
μαρτυρίες
Είναι πολλές οι προσωπικές
μαρτυρίες που θα καθορίσουν την εσωτερική του διαδρομή σχετικά με το θέμα αυτό.
Η κόρη του Adele Hugo στο βιβλίο της “Ο Βικτόρ Ουγκό, όπως τον παρουσιάζει ένας
μάρτυρας της ζωής του” μας θυμίζει όλες τις δημόσιες εκτελέσεις στις οποίες
παρευρέθη και τη μεγάλη επίδραση που αυτές είχαν επάνω του.
Από τα παιδικά ακόμη και
τα εφηβικά του χρόνια θα πληγωθεί βαθύτατα από τέτοιες εμπειρίες τις οποίες οι
μελετητές του θα χαρακτηρίσουν τραυματικές. Εικόνες τρόμου και φωνές πόνου θα
τον συνοδεύουν χωρίς έλεος. Το 1811 διασχίζοντας τα Πυρηναία με τη μητέρα του
και τον αδελφό του, πηγαίνοντας στη Μαδρίτη για να συναντήσουν τον πατέρα του,
στρατηγό της Στρατιάς του Μ. Ναπολέοντα, στο Burgos, θα δει την εκτέλεση ενός
καταδίκου και η φρίκη της σκηνής θα τον διαποτίσει. Το 1828 - είναι δεν είναι
16 χρόνων - θα παρακολουθήσει στην πλατεία του μεγάρου των Δικαστηρίων, του
Palais de Justice, τον στιγματισμό με πυρωμένο σίδερο μιας κοπέλας που είχε
κατηγορηθεί για κλοπή. Εκείνη τη μέρα πήρε όρκο να αγωνιστεί χωρίς δισταγμό.
Η γκιλοτίνα, η μηχανή που
επινόησε ο Γκιγιοτέν, «είναι για τον Ουγκό πρώτα πρώτα ισχυρή συγκίνηση και
οπτική φαντασία». Αργότερα θα αναπτύξει μια στέρεη επιχειρηματολογία που
βασίζεται στην κοινή λογική για το απόλυτο αγαθό, που είναι η ανθρώπινη ζωή.
Από τη θέση του δημοσίου
ανδρός, φορτωμένος τιμές και διακρίσεις από την πολιτεία (βουλευτής,
γερουσιαστής, μέλος της Βουλής των Ομοτίμων, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας), δεν
θα πάψει να στηλιτεύει την κοινωνική αδικία και να διεκδικεί για τον άνθρωπο τη
θέση που του αρνείται η κοινωνία. Η επανάσταση του 1830 και ο νέος «βασιλιάς -
πολίτης» Λουδοβίκος Φίλιππος θέτουν επί τάπητος τα κοινωνικά ζητήματα που θα
έχουν προτεραιότητα έναντι των πολιτικών. Μεταξύ αυτών και τη θανατική ποινή. Η
επανάσταση αυτή, καθώς και του 1848, επιταχύνει την προσχώρησή του στις
φιλελεύθερες δυνάμεις, που μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής
χαρακτηρίζονται προοδευτικές.
Η
πολιτική του δράση
Ως βουλευτής της Δεξιάς
στη Συντακτική Συνέλευση τον Ιούνιο του 1848 καταφέρεται εναντίον της εξέγερσης
των εργατών και στις 15 Σεπτεμβρίου θα εκφωνήσει λόγο στην ίδια Συνέλευση και
θα ψηφίσει «την καθαρή, απλή και οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής» υπό
τις επευφημίες της Αριστεράς και τις διαμαρτυρίες της δεξιάς παράταξης. Την ίδια
χρονιά, τον Δεκέμβριο, υποστηρίζει τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα-Βοναπάρτη για
Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά έναν χρόνο αργότερα συγκαταλέγεται στους εχθρούς
του. Καταλυτικό στάθηκε το εξής περιστατικό: Στις 9 Ιουνίου 1849 εκφωνεί
«συγκλονιστικό λόγο» για την «εξαθλίωση του λαού και την εξάλειψη της
φτώχειας», που προκαλεί τη χλεύη των δεξιών ομοϊδεατών του. Ο Ουγκό θα αλλάξει
παράταξη οριστικά πλέον. Το 1851 γίνεται η δίκη του γιου του Σαρλ,
δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Evenement», ο οποίος είχε καταγγείλει μια δημόσια
εκτέλεση στο Πουατιέ. Συνήγορός του, μεταξύ άλλων, ήταν και ο Βικτόρ Ουγκό. Στο
δικαστήριο θα καυτηριάσει «τον ειδεχθή νόμο της θανατικής ποινής που το
Κοινοβούλιο είχε καταδικάσει ήδη από το 1830». Ο Σαρλ θα καταδικαστεί σε έξι
μήνες φυλακή.
Με το πραξικόπημα του
Ναπολέοντα, στις 11 Δεκεμβρίου 1851, εγκαταλείπει τη Γαλλία με ψεύτικο όνομα.
Εξόριστος πλέον στα νησιά Jersey και Guernesey της Αγγλίας θα συνεχίσει την
πολεμική του θέτοντάς την στο επίκεντρο των πολιτικών του στόχων. Το 1854 στο
Guernesey παίρνει θέση στην υπόθεση Tapner, ληστή δολοφόνου και εμπρηστή. Ο
Ουγκό μάζεψε υπογραφές των κατοίκων για τη σωτηρία του και μετά την εκτέλεση
έστειλε επιστολή στον λόρδο Πάλμερστον, υφυπουργό Εσωτερικών, καταγγέλλοντας τα
κοινά συμφέροντα της Γαλλίας και της Αγγλίας, που εμπόδισαν να ακουστεί η φωνή
ενός προγραμμένου. Γράφει στην επιστολή του: «Πρόκειται για κοινωνικό ζήτημα
πιο σημαντικό από το πολιτικό... Εμείς οι αναρχικοί, εμείς οι δημαγωγοί, εμείς
που ρουφάμε το αίμα δηλώνουμε σ' εσάς τους συντηρητικούς και σωτήρες ότι η
ελευθερία του ανθρώπου είναι σεβαστή, η ανθρώπινη νοημοσύνη άγια, η ανθρώπινη
ζωή ιερή, η ανθρώπινη ψυχή θεία. Τώρα κρεμάστε! Όταν προφέρουμε τις λέξεις
πρόοδος, επανάσταση, ελευθερία, ανθρωπιά, εσείς, δύστυχοι άνθρωποι, χαμογελάτε
και μας δείχνετε το σκοτάδι, όπου ζούμε και ζείτε. Μάθετε όμως τούτο: Σε λίγο
οι ιδέες θα γιγαντωθούν και θα λάμψουν. Χθες η Γαλλία ήταν η Δημοκρατία, αύριο
θα είναι η Ευρώπη».
Να προσθέσουμε εδώ μια
λεπτομέρεια που μας αφορά άμεσα: Στις 26 Οκτωβρίου 1846 παρατηρεί: «Πολιτισμός
της Ελλάδας. Η γκιλοτίνα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ο λαός την αποστρεφόταν, η
κυβέρνηση νίκησε την αποστροφή του λαού. Κατάφεραν, τελικά, μετά από δεκαέξι
χρόνια δισταγμού να καρατομήσουν πέντε άντρες στον Πειραιά. Τις πρώτες μέρες
του Οκτωβρίου 1846 ο ήλιος της Ελλάδας φώτισε δύο πράγματα, το ένα αντίκρυ στο
άλλο: τον Παρθενώνα και την γκιλοτίνα».
Επιστολές
διαμαρτυρίας
Ο απόλυτος τρόπος με τον
οποίο ο Ουγκό αντιλαμβανόταν την κατάργηση της θανατικής ποινής φαίνεται από
την επιστολή του (1867) στον Μπενίτο Χουαρέζ, πρόεδρο του Μεξικού και σύμβολο
της Ελευθερίας, για να υπερασπιστεί αφενός τον Μπερεζόφσκι και τους άλλους
ρώσους αναρχικούς, τους επαναστάτες Ιρλανδούς και τους αγωνιστές της Κρήτης και
αφετέρου τον πρώην αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό: «Δείξτε σ' αυτούς τους βασιλιάδες
που γεμίζουν τις φυλακές και εξαιτίας τους βάφονται με αίμα τα ικριώματα, στους
βασιλιάδες της κρεμάλας, της εξορίας, των φρουρίων και των Σιβηριών, σ' αυτούς
που κατέχουν την Πολωνία, την Ιρλανδία, την Αβάνα και την Κρήτη, σ' αυτούς τους
πρίγκιπες που οι δικαστές τούς υπακούουν, τους δικαστές που τους υπακούουν οι
δήμιοι, στους δημίους που τους υπακούει ο θάνατος, σ' αυτούς τους αυτοκράτορες
που τόσο εύκολα κόβουν το κεφάλι ενός ανθρώπου, δείξτε τους πώς σώζουμε το
κεφάλι ενός αυτοκράτορα... Ο Μαξιμιλιανός θα ζήσει χάρη στη Δημοκρατία».
Η στράτευση αυτή του Ουγκό
διατρέχει όλο του το έργο: Ποιήματα, πεζά, προλόγους - μανιφέστα, επιστολές,
σημειώσεις, λόγους κτλ. Ανατρέχοντας στα κείμενα αυτά, από το 1820 και μετά,
από το Μπουγκ-Ζαργκάλ, τον Χαν της Ισλανδίας, την Παναγία των Παρισίων, ως την
Τελευταία μέρα ενός καταδίκου και τον Κλοντ Γκε, που προαναγγέλλουν το
θεμελιώδες έργο του Οι Αθλιοι, διαπιστώνουμε ότι όλες οι πλευρές της ζωής του
σφραγίζονται από την αρχή ότι «η ανθρώπινη ζωή δεν βιάζεται» («L' inviolabilite
de la vie humaine»). Ο ποιητής έχει την πεποίθηση ότι οι αρχές της επανάστασης
πρέπει να βρουν τον τρόπο να συνδυαστούν με τις αιώνιες αξίες του ανθρώπου και
η κοινωνία οφείλει να κάνει για τον άνθρωπο όσα κάνει η φύση, διαφορετικά,
ανάλγητη και εκδικητική, θα επιβεβαιώνει την ισχύ της μέσω της θανατικής
ποινής.
Από τον Βολταίρο και την
πραγματεία του Περί ανεξιθρησκίας, τα έργα και τους αγώνες του Ουγκό, τον Εμίλ
Ζολά και το Κατηγορώ, μέσα από τον Σαρτρ και τους αγώνες του κατά των
βασανιστηρίων στην Αλγερία, τη δράση και τον στοχασμό του Αλμπέρ Καμύ για τη
θανατική ποινή, ήταν μακρύς ο δρόμος ώσπου η Ευρώπη να οδηγηθεί στην κατάργησή
της και να εκπληρωθεί ένα μέρος των οραμάτων του ποιητή. Η θανατική ποινή
καταργήθηκε στη Γαλλία στις 17 Σεπτεμβρίου 1981 με την άνοδο του Φρανσουά
Μιτεράν στην Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εισηγητής ήταν ο υπουργός
Δικαιοσύνης Ρομπέρ Μπαντεντέρ που «έβαλε την γκιλοτίνα στο μουσείο της
Ιστορίας». Το 1985 ο ίδιος θα εκφωνήσει στη Σορβόννη εγκώμιο για τον Εθνικό
Ποιητή.
Η κυρία Τατιάνα
Τσαλίκη-Μηλιώνη είναι καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=146939
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=146939
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου