Translate -TRANSLATE -

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ : Η Δεξιά…




ΜΕ ΤΟΝ ΦΑΚΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η Δεξιά…


Γράφει ο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ

Για την Αριστερά έχουμε πει πάρα πολλά. Σήμερα θα μας απασχολήσει η Δεξιά και η πολιτική της. Θα επιχειρήσουμε μια «ανατομία» στον χώρο της, προκειμένου να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα εάν ο σημερινός εκφραστής της, η Νέα Δημοκρατία, ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κόσμου που την ψηφίζει. Επειδή –δυστυχώς– γενικά οι πολίτες έχουν απογοητευτεί από ΟΛΟ το ιδεολογικό φάσμα. Διότι τα κόμματα έχουν αποξενωθεί από τις αξίες και τις αρχές που κάποτε εκπροσωπούσαν οι πολιτικές παρατάξεις. Και το θλιβερό αυτό φαινόμενο παρουσιάζεται σε μια εποχή κατά την οποία ο κόσμος έχει ανάγκη από ηγέτες που θα έπρεπε να καθοδηγήσουν τους ανθρώπους, ώστε να βρουν την έξοδο από το σκοτεινό τούνελ της γερμανοευρωπαϊκής ένωσης. Σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη, ο καθηγητής κ. Χρήστος Γιανναράς, όταν του εζήτησαν να προσδιορίσει τις διαφορές μεταξύ του παλαιού πολιτικού κόσμου και του σημερινού, πολύ ορθά επεσήμανε, με τρόπο λακωνικό, το υφιστάμενο αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ των δύο γενεών. Είπε: «Οι παλαιοί πολιτικοί, ασχέτως σε ποιες παρατάξεις ανήκαν, ήσαν ΣΟΒΑΡΟΙ άνθρωποι». Και αυτό τα λέει όλα.
Η Νέα Δημοκρατία τώρα έχει επαναπαυθεί στο σαφές προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ που της δίνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Αλλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και τα στελέχη του δεν έχουν αντιληφθεί το νόημα των γεγονότων, παρότι τα πράγματα κραυγάζουν. Διότι το προβάδισμα αυτό δεν αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης προς τη Νέα Δημοκρατία αλλά έκφραση ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ. Οι πολίτες, εξαθλιωμένοι και ζαλισμένοι από τη λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθούν από κάπου να γαντζωθούν, μήπως και πάρουν μιαν ανάσα. Τόσο, όμως, το παρελθόν όσο και το παρόν της Νέας Δημοκρατίας δεν παρέχουν εγγυήσεις για κάποια αλλαγή του όλου σκηνικού. Ο κ. Μητσοτάκης αυταπατάται εάν πιστεύει ότι εκφράζει τις προσδοκίες των απλών οπαδών του κόμματός του. Σήμερα οι πολίτες, ασχέτως από ποια ιδεολογική όχθη ξεκινούν, έχουν τα ίδια προβλήματα, βρίσκονται στην ίδια εξαθλίωση, υφίστανται τον ίδιο κατατρεγμό από τα κοράκια των «θεσμών». Για παράδειγμα: Οι απάνθρωποι πλειστηριασμοί δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ αριστερών, δεξιών ή κεντρώων. Και όλοι υφίστανται τις ίδιες περικοπές μισθών και συντάξεων, ενώ καλούνται άπαντες να υποστούν αφαίμαξη από τις παρανοϊκές φορολογίες.
Ο Κυριάκος θα διαπράξει ολέθριο σφάλμα εάν νομίσει πως, ανερχόμενος στην εξουσία, θα μπορέσει με κάποια μπαλώματα να εξευμενίσει τη λαϊκή αγανάκτηση.
Τον καιρό που ο Τσίπρας ήταν αντιπολιτευόμενος και έδινε μεγαλόστομες υποσχέσεις ότι θα «σκίσει τα Μνημόνια», όταν υποδυόταν τον «λαϊκό αγωνιστή» και υπερασπιστή των αδυνάτων, η απελπισία οδήγησε πολλούς ανθρώπους από τον χώρο της Δεξιάς να τον ψηφίσουν. Η απογοήτευση ήλθε τόσο σύντομα, που προκάλεσε σοκ και απέχθεια για όλο το πολιτικό σύστημα. Ο Μητσοτάκης θα πάθει τα ίδια, διότι αρνείται να αντιμετωπίσει την ΟΥΣΙΑ του προβλήματος, που έχει αφετηρία την υποταγή μας στη δικτατορία των Βρυξελλών. Και δεν υποψιάζεται ότι με τη γραμμή που ακολουθεί δεν ανταποκρίνεται στους πόθους του κόσμου που θέλει να εκφράζει. Δεν συνειδητοποιεί, παράλληλα, ότι δεν διαθέτει τα «πλεονεκτήματα» που διέθετε η Δεξιά τα παλιά χρόνια. Είναι απαραίτητη, λοιπόν, μια αναδρομή στο παρελθόν.
Η Δεξιά ανέκαθεν εκπροσωπούσε τους «συντηρητικούς» ανθρώπους (κι αυτό δεν το αναφέρουμε υποτιμητικά). Ούτε μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι διαχρονικά αυτός ο ιδεολογικός χώρος –ανεξαρτήτως ποιες ταμπέλες χρησιμοποιούσε (Λαϊκόν Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ)– είχε τη στήριξη μεγάλων μαζών. Μεταπολεμικά, με τον ψυχρό πόλεμο, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από την αμερικανική επιρροή. Η γεωγραφική μας θέση ενδιέφερε απόλυτα την Ουάσινγκτον, η οποία για την εξασφάλιση της πολιτικής της εστήριζε χωρίς προσχήματα δεξιές κυβερνήσεις και πρόσωπα. Ο αντικομμουνισμός είχε πάρει διαστάσεις πολιτικής υστερίας. Με τα λάθη των δύο άκρων, η πατρίδα μας εγνώρισε δεινά. Όμως, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι δεξιές κυβερνήσεις είχαν αντιληφθεί ότι, για να αντιμετωπισθεί ο κομμουνιστικός «κίνδυνος» και για να ελαχιστοποιηθεί η προσέλκυση ψηφοφόρων προς τα «αριστερά», έπρεπε να εφαρμοσθούν και κάποια οικονομικά μέτρα, μια οικονομική πολιτική που θα εξυπηρετούσε τα «ταξικά συμφέροντα του ελληνικού αστισμού», τα οποία θα εμπλουτίζονταν με τη στρατηγική της ανάπτυξης.
Για τις αστικές δυνάμεις ήταν πλέον σαφές ότι για τη σταθεροποίηση της εξουσίας τους δεν αρκούσαν τα μέτρα των αστυνομικών διώξεων και της διατήρησης του εμφυλιοπολεμικού οπλοστασίου. Χρειάζονταν θετικά μέτρα, για τη συσσωμάτωση των υποτελών κοινωνικών τάξεων στον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό, μέσα από τη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου –κυρίως της μεσαίας τάξης– αποτελούσε το μεγάλο «ατού» των δεξιών κομμάτων, που έβγαινε μέσα από τους αριθμούς. Η οκταετία του Κων. Καραμανλή (1955-1963) εστήριξε την επιχειρηματολογία της αποκλειστικά στον τομέα της οικονομίας. Διεκήρυσσε ο Καραμανλής ότι επέτυχε την ανάπτυξη με παραγωγικές επενδύσεις και άνοδο του βιοτικού επιπέδου, ότι εδιπλασίασε τη βιομηχανική παραγωγή της χώρας, με ετήσια αύξηση 8%, και της προσέφερε ιλιγγιώδεις επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, ύψους 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Γι’ αυτό και στις εκλογές του 1964, όταν το ρεύμα ήταν φανερά υπέρ της Ενώσεως Κέντρου, η ΕΡΕ (με αρχηγό τον Παν. Κανελλόπουλο) τη σταθερότητα του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ νομίσματος επικαλέσθηκε, με το σλόγκαν: «Αυτή η δραχμή είναι δική σου. Μην αφήσεις τον Παπανδρέου να σου την πάρει…»! Τώρα, μας τα πήραν όλα, χωρίς να μας ρωτήσουν.
Αλλά και το στρατιωτικό καθεστώς των Απριλιανών –παρακλάδι κι αυτό της Δεξιάς– μπορεί να είχε όλα τα αρνητικά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, αλλά επέτυχε μόνο σε έναν τομέα: Στην οικονομία. Η δραχμή τότε κατέστη το σκληρότερο νόμισμα του κόσμου, ο τιμάριθμος υπήρξε ο μικρότερος παγκοσμίως, το δημόσιο χρέος διετηρήθη στο 22% του ΑΕΠ μόνον. Και τον Ιανουάριο του 1973 η Ελλάς παραιτήθηκε από τη δωρεάν αμερικανική βοήθεια. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Είχαν εξάρτηση οι κυβερνήσεις της Δεξιάς από την Ουάσινγκτον και τη Δύση. Αλλά είχαν, σε αντιστάθμισμα, να παρουσιάσουν και επιτεύγματα στην οικονομία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εξάρτηση από τη Γερμανία και τις Βρυξέλλες, αλλά οι ξένοι πάτρωνες δεν τον «αβαντάρουν» διότι όχι μόνο δεν επιθυμούν την οικονομική άνοδο της Ελλάδας, αλλά εφαρμόζουν και σχέδιο για την πλήρη φτωχοποίηση των πολιτών. Και τον Κυριάκο τον θέλουν κι αυτόν σαν υπηρέτη (όπως και τον Τσίπρα), απλώς για να διαχειρίζεται τις διαταγές που θα του δίνουν.
Στερείται ο αρχηγός της ΝΔ των πλεονεκτημάτων που είχαν οι παλαιοί ηγέτες της παρατάξεώς του. Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος και οι βουλευτές του έχουν απαρνηθεί την ιδεολογική φυσιογνωμία και τις αρχές της Δεξιάς, γεγονός που δεν τους το συγχωρούν οι ψηφοφόροι τους. Έφθασε η Νέα Δημοκρατία στο σημείο να αποδέχεται τη σύνθετη ονομασία για τα Σκόπια, κάτι που κανένας δεξιός πολιτικός δεν είχε ποτέ αποδεχθεί κατά το παρελθόν. Τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκλιγκόροφ είχε παραδεχθεί ότι «εμείς είμαστε Σλάβοι και δεν έχουμε καμία σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο», η Νέα Δημοκρατία ταυτίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Το όνειδος για τον Κυριάκο γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν σκεφθεί κανείς ότι όχι μόνον οι παλαιοί πολιτικοί της Δεξιάς δεν διανοήθηκαν να αποδεχθούν τη σύνθετη ονομασία, αλλά ούτε του Κέντρου ούτε της Κεντροαριστεράς. Λησμονεί ο Κυριάκος ακόμα και τη δήλωση του Κων. Καραμανλή: «Η Μακεδονία είναι μία, και είναι ελληνική…».
Η ξενοδουλία του Κυριάκου έφθασε στο σημείο να διατάξει τις οργανώσεις της ΝΔ στη Βόρειο Ελλάδα να μην παρευρεθούν στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Ανιστόρητος κι αυτός, σαν τον Τσίπρα, αγνοεί αυτό που είχε πει ο ιστορικός Πολύβιος: «Ανέκαθεν, πώς θα αντιμετωπίζαμε μεγάλους κινδύνους αν δεν είχαμε πρόφραγμα τους Μακεδόνες;». Τώρα οι ευρώδουλοι «πολιτικοί» όλων των χρωμάτων κατεδαφίζουν αυτό το «πρόφραγμα» επειδή το απαιτούν τα ξένα κέντρα αποφάσεων. Ο κ. Μητσοτάκης κατάλαβε τι έκανε με τη γραμμή που ακολουθεί; Δέσμιος των Βρυξελλών και του Βερολίνου (σαν τον Τσίπρα), ούτε κατάργηση των παρανοϊκών οικονομικών μέτρων μπορεί να επιφέρει, ενώ από την άλλη πλευρά είναι ανίκανος να προασπίσει τα εθνικά μας θέματα. Στην ουσία, έχουμε δύο νεκροθάφτες για πολιτική ηγεσία: Τον Τσίπρα, που έβαλε ταφόπλακα πάνω στην Αριστερά, και τον Μητσοτάκη, που έθαψε τη Δεξιά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: