Translate -TRANSLATE -

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Ο Χούβερ: Η φώκια που μιλούσε σαν άνθρωπος





Ο Χούβερ: Η φώκια που μιλούσε σαν άνθρωπος



Τι είναι αυτό που μοιάζει με φώκια τσαλαβουτάει σαν φώκια - άλλα φλυαρεί αμερικάνικα με την προφορά της Νέας Αγγλίας;

Του Richard Wolkomir

Ο Τζωρτζ και η Άλις Σουάλλοου δεν παραξενεύτηκαν όταν ο αδερφός της Άλις, ο Σκόττυ, τους τηλεφώνησε ένα πρωινό του Μάη του 1971 για να τους ρωτήσει αν ήθελαν μια φώκια. Στο μικρό ψαράδικο χωριό του Κάντυς Χάρμπορ, στο Μαίην, είναι γνωστό ότι οι Σουάλλοου περιμαζεύουν τραυματισμένα και ορφανά ζώα. Αλλά οι φώκιες μπορεί να ζυγίζουν πολλές εκατοντάδες κιλά.
«Καλύτερα να την αφήσεις να φύγει,» είπε ο Τζωρτζ στον γαμπρό του. «Μα είναι πολύ μικρούλα, περίπου όσο το πόδι σου,» είπε ο Σκόττυ. «Και παίρνει από πίσω το σκύλο μου.»
Ο Τζωρτζ έφτασε σε δέκα περίπου λεπτά στο σπίτι του Σκόττυ. Εκεί, στη βραχώδη ακτή, ήταν το γερμανικό τσοπανόσκυλο του Σκόττυ, που γαύγιζε μια μικρή μπαλίτσα από ασημένια γούνα η οποία τον ακολουθούσε έρποντας πάνω στους βράχους. Ο Τζωρτζ, 57 χρονών τότε, κοίταξε τα τεράστια μαύρα μάτια του κουταβιού. Ήταν ένα κακόμοιρο πλασματάκι: κανονικά, οι νεογέννητες φώκιες του είδους Phoca vitulina, (φώκια η κοινή), ζυγίζουν περίπου εννέα κιλά, αλλά το βάρος αυτού του ζώου δεν ξεπερνούσε τα τεσσερισήμισι. Από την κοιλιά του κρεμόταν ακόμα ένα κομμάτι ομφάλιου λώρου.
Εξετάζοντας την ακτή, ο Τζωρτζ δεν είδε πουθενά τη μητέρα φώκια. Πολύ πιθανό να είχε σκοτωθεί. Μερικοί ψαράδες θεωρούν τις φώκιες ανταγωνιστές   τους.    «Καλύτερα   να 'ρθεις μαζί μου,» είπε στο κουτάβι, παίρνοντας το λεπτό, αδύναμο κορμί του στην αγκαλιά του.
Οι πιθανότητες να επιζήσει η μικρή   φώκια   φαίνονταν   μηδαμινές. Στο σπίτι των Σουάλλοου δεν μπόρεσαν να την κάνουν να  πιει καθόλου γάλα. Ανήσυχος, ο Τζωρτζ βρήκε κάποιον που του είπε τι να κάνει: «άλεσε σκουμπρί και τάισε της το με το ζόρι». Προς μεγάλη χαρά του Τζωρτζ, η φώκια το κατάπιε. «Από κει κι έπειτα δεν μπορούσαμε να τη σταματήσουμε,» λέει ο Τζωρτζ. «Έτρωγε τόσο πολύ που τη βαφτίσαμε Χούβερ, σαν την ηλεκτρική σκούπα.»
Μέσα σε τρεις μέρες η Χούβερ - ή μάλλον ο Χούβερ, γιατί το κουταβάκι ήταν αρσενικό - είχε γίνει στρουμπουλός και έμοιαζε με μπάλα του ράγκμπι. Στην αρχή ζούσε ευτυχισμένα μέσα στην μπανιέρα, κοιτάζοντας με περιέργεια πάνω απ' το χείλος της όποτε κάποιος έμπαινε μέσα. Έπειτα ο Τζωρτζ τον μετέφερε σε μια τεχνητή λιμνούλα πίσω από το σπίτι. Το κουτάβι κολύμπησε ένα γύρω, εξερευνώντας ανάμεσα στα ψαθόχορτα της απέναντι όχθης. Ευχαριστημένος, ο  Τζωρτζ επέστρεψε στο σπίτι. Μισή ώρα αργότερα ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα. Στο κατώφλι στεκόταν ο Χούβερ, περιμένοντας ανυπόμονά να τον αφήσουν να μπει μέσα.
Καταλαβαίνοντας ότι το κουτάβι κινδύνευε από τις αλεπούδες και τα άλλα αρπακτικά αν κοιμόταν στην όχθη της λιμνούλας, ο Τζωρτζ έστησε μια μικρή τέντα για τον Χούβερ έξω από την πόρτα της κουζίνας. Ενώ η φώκια παρακολουθούσε με  ζωηρό ενδιαφέρον, ο Τζωρτζ περιτριγύρισε την τέντα  με  έναν  προστατευτικό φράχτη από δικτυωτό σύρμα. Όταν ο Τζωρτζ σήκωσε το σύρμα, ο Χούβερ σύρθηκε από κάτω με ενθουσιασμό και εξαφανίστηκε στο καινούριο του σπίτι. Το επόμενο πρωί, όμως, οι Σουάλλοου άκουσαν το γνώριμο πλατάγισμα στην πόρτα της κουζίνας: ο Χούβερ είχε μάθει να ανασηκώνει το σύρμα με τη μύτη του, έτσι ώστε να μπαίνει και να βγαίνει όποτε ήθελε.
Σύντομα ο Χούβερ καταστάλαξε σε μια ρουτίνα. Τη νύχτα κοιμόταν στην τέντα τον, και το πρωί σερνόταν στο μακρύ  μονοπάτι  μέχρι  τη  λιμνούλα του. Αλλά ανά πάσα στιγμή οι Σουάλλοου   μπορούσαν   να   ακούσουν ένα πλατάγισμα στην πόρτα και ένα  ανυπόμονο  κλαψούρισμα - ο Χούβερ απαιτούσε να του ανοίξουν.
Συχνά ο Τζωρτζ μετέφερε το κουτάβι από το σπίτι στη λιμνούλα. Καταβροχθίζοντας   όμως  τέσσερα  με τεσσεράμισι κιλά ψάρια τη μέρα σύντομα η φώκια έγινε βαριά. Κάποτε ο Τζωρτζ την μετέφερε στη λιμνούλα με το καροτσάκι του κήπου. Ο Χούβερ έμεινε εκστατικός. Μετά από αυτό προσπαθούσε. να ανεβεί στο καροτσάκι, παρακαλώντας να τον πάνε βόλτα.
Για τον Χούβερ, η ζωή ήταν μια ατέλειωτη διασκέδαση. «Χρειάστηκε λιγότερο από δέκα λεπτά για να μάθει να πηδάει μέσα από ένα στεφάνι,» λέει ο Τζωρτζ. Ο Χούβερ έμαθε επίσης, μόλις τον προστάζανε, να κάνει αργές τούμπες μέσα στο νερό, εκτελώντας τις μανούβρες σαν πιλότος ασκήσεων ακριβείας. Το αγαπημένο κόλπο όμως του Χούβερ ήταν να κολυμπά αθόρυβα κάτω από μια μικρή χελώνα που μοιραζόταν μαζί της τη λιμνούλα και να τινάζει το άτυχο ερπετό στον αέρα με τη μύτη του. Άλλες φορές, του άρεσε να αρπάζει απαλά τον Τζωρτζ ή την Άλις από το χέρι ή το μπατζάκι και να τους τραβάει μέσα στη λιμνούλα μαζί του.


Όταν ο Τζωρτζ πήγαινε να τον βρει στη λιμνούλα, ο Χούβερ κρυβόταν ανάμεσα στα ψαθόχορτα. «Έι, βγες από κει,» του φώναζε ο Τζωρτζ με τη βραχνή φωνή του, που είχε τη χαρακτηριστική προφορά της Νέας Αγγλίας. Αγνοώντας αυτή την προσταγή, ο Χούβερ καταδυόταν αργά αργά, με τα μάτια του να λάμπουν από κέφι.
Ο Χούβερ έγινε η διασημότητα της περιοχής, και η αυλή ήταν συχνά φίσκα από παιδιά. Τους άρεσε πολύ να βγάζουν βόλτα τον Χούβερ με το καροτσάκι. Με τα πτερύγια του να κρατάνε «κόντρα» στο εμπρός μέρος του καροτσιού, έμοιαζε με οδηγό που είχε βγει για μια τεμπέλικη Κυριακάτικη βόλτα. Στη λιμνούλα ο Χούβερ κολυμπούσε γύρω και γύρω για το ενθουσιώδες ακροατήριο του, κάνοντας αργές τούμπες και τινάζοντας στον αέρα τη δύστυχη χελώνα. Έπειτα κολυμπούσε κοντά στους θεατές και φαινόταν να κουνάει το ένα πτερύγιο του, καθώς γλίστραγε στο νερό - σαν να τους χαιρετούσε. Για φινάλε, κολυμπούσε με ταχύτητα προς τα πιτσιρίκια που γέλαγαν στην όχθη και τα έκανε μούσκεμα.
Όσο όμως και αν του άρεσε το καροτσάκι, η βόλτα με το αμάξι των Σουάλλοου του άρεσε ακόμη περισσότερο. Καθώς ο Τζωρτζ οδηγούσε, η φώκια ξάπλωνε στα γόνατα του και κοίταζε με μεγάλο ενδιαφέρον έξω από το παράθυρο. Μια φορά, ο Τζωρτζ άφησε τον Χούβερ στο αυτοκίνητο, έξω από ένα κατάστημα σιδηρικών. Πλήρωνε τα ψώνια του, όταν πρόσεξε ότι όλοι κοιτούσαν προς την πόρτα με ανοιχτό στόμα - ο Χούβερ είχε καταφέρει να βγει από το αυτοκίνητο και σερνόταν μέσα στο κατάστημα, αναζητώντας τον Τζωρτζ.
Μόνο αργότερα ο Τζωρτζ κατάλαβε πόσο πολύ μιλούσε στον Χούβερ. Όποτε έφτανε με το αυτοκίνητο, κουβαλώντας ψάρια για τον Χούβερ, ο Τζωρτζ βάραγε την πόρτα με το χέρι του και φώναζε «Έι, χαζέ, έλα δω.» Όταν ο Χούβερ κρυβόταν ανάμεσα στα ψαθόχορτα, ο Τζωρτζ φώναζε «Βγες έξω από κει.» Άλλες φορές του έλεγε «Τι κάνεις;»
Λέει ο Τζωρτζ σήμερα: «Δεν προσπάθησα να διδάξω στον Χούβερ να μιλάει. Απλώς του μιλούσα φυσιολογικά. Και αν έκανε κάποιο αστείο θόρυβο, τον μιμούμουν. Αυτό μπορεί να του έδωσε την ιδέα.»
Περίπου έξι με οχτώ εβδομάδες από τότε που η φώκια πήγε να ζήσει με τους Σουάλλοου, μερικά ενθουσιασμένα πιτσιρίκια ήρθαν τρέχοντας απ' τη λιμνούλα και είπαν στον Τζωρτζ: «Ο Χούβερ μιλάει! Είπε "γεια σου"!» Ο Τζωρτζ χαμογέλασε. «Βέβαια, βέβαια,» αποκρίθηκε.
Αλλά κάποιο απόγευμα ο Τζωρτζ συνάντησε τον Χούβερ στο μονοπάτι προς την πισίνα. «Γεια σου,» του είπε και ο Χούβερ ανταποκρίθηκε με ένα παράξενο, βραχνό ήχο που ακούστηκε σαν η φώκια να είχε πει επίσης «Γεια σου». Λίγες μέρες αργότερα ο Τζωρτζ άκουσε ευδιάκριτα τον Χούβερ να λέει «Βγες από κει!» καθώς πλησίαζε στη λιμνούλα. Του ήταν δύσκολο του Τζωρτζ να πιστέψει αυτό που άκουγε.
Τον Αύγουστο του 1971 ο Χούβερ ζύγιζε 35 κιλά και ο Τζωρτζ άρχισε να τον πηγαίνει στο λιμάνι για να φάει. Εξ άλλου, έλεγε, ήταν καιρός ο Χούβερ να σμίξει με τις άλλες φώκιες.
Ο Χούβερ, όμως, δεν θεωρούσε τον εαυτό του φώκια. Επί ώρες έπλεαν κοντά στη βραχώδη ακτή, με τον Χούβερ να πηδάει μια πάνω μια κάτω από το κόκκινο βαρκάκι του Τζωρτζ, παίζοντας με τα φύκια και τα διάφορα επιπλέοντα σκουπίδια.
Το να επιστρέψει ο Χούβερ στην άγρια κατάσταση φαινόταν αδύνατο. Θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του; Εξ άλλου, το χόμπυ του να πηδάει μέσα στις βάρκες ήταν επικίνδυνο. Έτσι, όταν το Ενυδρείο της Νέας Αγγλίας, στην Βοστώνη, πρότεινε να πάρει τον Χούβερ, ο Τζωρτζ και η Άλις ένιωσαν στην αρχή μεγάλη ανακούφιση. Μετά όμως συνειδητοποίησαν  την  πραγματικότητα. «Πάω στοίχημα ότι δεν θά 'χει βόλτες με   το   καροτσάκι   στο   ενυδρείο,» μουρμούρισε ο Τζωρτζ. Αυτός και η Άλις αισθανόντουσαν ήδη ένα κενό στη ζωή τους.
«Έκλαιγα σ' όλο το δρόμο μέχρι την Βοστώνη,» θυμάται η 'Αλις.
Ο Χούβερ, από την άλλη μεριά, βρήκε τη μακριά διαδρομή πολύ διασκεδαστική. Χοροπηδούσε στα καθίσματα και έβγαζε το κεφάλι του απ' το παράθυρο για να κοιτάξει τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά που τους προσπερνούσαν με ταχύτητα.
Στο ενυδρείο ο Τζωρτζ ανέφερε ότι είχε ακούσει τον Χούβερ να μιλά σε δύο περιπτώσεις, αλλά το προσωπικό δεν έδωσε σημασία. Κανένας επιστήμονάς δεν είχε αναφέρει ποτέ περίπτωση θηλαστικού που να μιμείται την ανθρώπινη φωνή. Και επιπλέον, η φώκια η κοινή θεωρείται γενικά ήσυχο είδος, δεν φωνάζει καν όσο οι άλλες φώκιες.
Για πολλή ώρα εκείνο το βράδυ, οι Σουάλλοου   στέκονταν  δίπλα  στον Χούβερ, στην άκρη της πισίνας με τις φώκιες, μιλώντας για τον παλιό καιρό και χαϊδεύοντας το μισομεγαλωμένο κουτάβι. Έπειτα ο Τζωρτζ είπε βαριά: «Ε, ως εδώ ήτανε, χαζέ.» Πήρε τον Χούβερ αγκαλιά και η φώκια του έδωσε ένα υγρό, τριχωτό φιλί στο πρόσωπο. Ο Τζωρτζ άφησε τον Χούβερ κάτω και οι Σουάλλοου απομακρύνθηκαν βιαστικά. Πίσω τους, ο Χούβερ άρχισε να ουρλιάζει με θυμό που   έδειχνε   κατάπληξη.   Ούτε   ο Τζωρτζ ούτε η 'Αλις είχαν όρεξη για κουβέντα στη διάρκεια της επιστροφής τους στο Κάντυς Χάρμπορ.
Στην αρχή οι Σουάλλοου επισκέπτονταν συχνά τον Χούβερ. Αλλά κάθε χωρισμός ήταν φοβερά δύσκολος. Τελικά αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερα για τον Χούβερ να τον αφήσουν μόνο του.
Στο μεταξύ, στην Βοστώνη, κάτι περίεργο άρχισε να συμβαίνει στην πισίνα με τις φώκιες. Κάθε μέρα οι άνθρωποι που τις φρόντιζαν παρατηρούσαν τα ζώα και κατέγραφαν ό,τι γινόταν. Το 1974 οι παρατηρήσεις για τον Χούβερ έλεγαν ότι έβγαζε τραχείς ήχους, σαν γρύλισμα.
Στα επόμενα χρόνια, οι ήχοι του έγιναν περισσότεροι, και στις 11 Νοεμβρίου του 1978, ο φύλακας σημείωσε: «Λέει "Χούβερ" σε καθαρά αγγλικά - έχω μάρτυρες!» Σύντομα το λεξιλόγιο του Χούβερ διανθίστηκε με φράσεις όπως «Γεια σου,» «Τι κάνεις;» και «Βγες από κει» - όλες με προφορά της Νέας Αγγλίας.

 New England Aquarium

Σύντομα ο Χούβερ είχε γίνει το αστέρι των μέσων ενημέρωσης, και επιστήμονες από το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν ήρθαν να μελετήσουν το παράξενο ταλέντο του. Αλλά το γιατί αυτός, μόνος ανάμεσα σ' όλες τις φώκιες, μιμείται την ανθρώπινη φωνή παραμένει μυστήριο για τους ερευνητές.  
Πίσω στο Κάντυς Χάρμπορ, οι Σουάλλοου άκουγαν τα νέα για τον Χούβερ, τον «ομιλούντα σουπερστάρ». Αυτό έκανε την ηθελημένη απομάκρυνση τους ακόμη πιο δύσκολη. Έτσι, πέντε χρόνια μετά την τελευταία φορά που είδαν τον Χούβερ, ο Τζωρτζ είπε στην Άλις: «Δεν μπορεί να μας θυμάται πια, ας πάμε να τον δούμε.» Την επόμενη μέρα πήγαν στην Βοστώνη.
Στο ενυδρείο, οι Σουάλλοου βρέθηκαν μπροστά σε μια πλήρως ανεπτυγμένη φώκια με το χαρακτηριστικό γκριζόμαυρο τρίχωμα - μια φώκια που μιλούσε μπροστά στις κάμερες της τηλεόρασης. Ο Τζωρτζ και η Άλις στάθηκαν στη σκιά, κοιτώντας τον να κολυμπάει. Πώς να τον ξανασυναντήσουν;
Εκείνη τη μέρα ο Χούβερ αρνιόταν να φάει, εξαιτίας μιας μικρής αδιαθεσίας. Καθώς οι Σουάλλοου στέκονταν σε μια άκρη, παρακολουθώτας, ένας φύλακας προσπάθησε να δελεάσει το ζώο με μια ρέγγα. Αλλά η φώκια την αγνόησε. Έτσι ο Τζωρτζ πήγε μέχρι την άκρη της πισίνας, και κοίταξε τη φώκια, έτσι όπως κοίταζε κάποτε το κουταβάκι. «Ε, χαζέ, έλα δω!» του φώναξε.
Στον ήχο αυτής της βραχνής φωνής, το μεγάλο θηλαστικό σταμάτησε τις βόλτες του και γύρισε να δει τους νεοφερμένους - και ξαφνικά το νερό εξερράγη! Μ' ένα σπλατς, ο Χούβερ βγήκε γλιστρώντας έξω απ' την πισίνα και πολύ απαλά άρπαξε το χέρι της Άλις Σουάλλοου στο στόμα του, προσπαθώντας να την τραβήξει στην άκρη της πισίνας, όπως ακριβώς, όταν ήταν κουτάβι, είχε προσπαθήσει να την τραβήξει μέσα σ' εκείνη τη μικρή λιμνούλα στο Μαίην.
Έπειτα ο Τζωρτζ πήρε τον κουβά με τα ψάρια και πέταξε ένα στη φώκια. «Έπρεπε να βλέπατε,» λέει ο Τζωρτζ, και η βραχνή φωνή του ραγίζει. «Κατάπινε λαίμαργα τα ψάρια, λες κι επρόκειτο να χαθούν από προσώπου γης.»
Ο Χούβερ ήταν ο μόνιμος ρήτορας του ενυδρείου, ο οποίος έδινε «συνεντεύξεις», στον τύπο και έπαιρνε μέρος σε τηλεοπτικά σώου.
Όποτε επισκέπτονταν την Βοστώνη, οι Σουάλλοου σταματούσαν στο ενυδρείο να δουν τον παλιό τους φίλο και στο μεταξύ, ο Χούβερ συνεχίζει να σαστίζει επιστήμονες και μη. Συχνά, κάποιος περαστικός, κοιτώντας στην πισίνα με τις φώκιες τη νύχτα, ξαφνιαζόταν ακούγοντας μια βραχνή φωνή να τον ρωτάει μέσα από τα σκοτεινά νερά: «Τι κάνεις;»  

ΕΠΙΛΟΓΕΣ              

Δεν υπάρχουν σχόλια: