Η Κωνσταντινούπολη με το φακό του Αρά Γκιουλέρ
Τον ονομάζουν «Το μάτι της
Κωνσταντινούπολης» ή και «Ο Φωτογράφος της Κωνσταντινούπολης» και θεωρείται ως
ο πιο γνωστός διεθνώς Τούρκος φωτογράφος. Πρόκειται για τον Αρμένιο
φωτορεπόρτερ Ara Güler (Armenian: Արա Կիւլեր),
που γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1928 στο Beyoğlu, της Πόλης. Ο διάσημος
φωτογράφος, ο «Τούρκος Μπρεσόν», μιλάει εδώ στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής
λίγο πριν από τα εγκαίνια της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης που έγινε στο Μουσείο
Μπενάκη τον Μάιο του 2010. Η συνέντευξη δόθηκε στην Έλενα Μοσχίδη και
δημοσιεύτηκε στο τεύχος 362/9.5.2010
Με τις φωτογραφίες του
κατέγραψε ιστορία 50 χρόνων. Ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο, απαθανατίζοντας
πολέμους αλλά και άγνωστους πολιτισμούς. Ο Αρά Γκιουλέρ φωτογράφισε τη χώρα
του, την Τουρκία, και ειδικά την πόλη του, την Κωνσταντινούπολη, σε στιγμές από
την καθημερινότητα της, όπως κανένας άλλος. Πρωταγωνιστές των εικόνων του; Οι
άνθρωποι, σε ένα «πάντρεμα» του φωτορεπορτάζ και της τέχνης, στο οποίο ο
Γκιουλέρ οφείλει και το χαρακτηρισμό του ως «λυρικός φωτορεπόρτερ».
Τον περιγράφουν ως άνθρωπο
απότομο και εκκεντρικό, συχνά αθυρόστομο και αυστηρό. Το διαπιστώσαμε στο «
Καφέ Αρά», στο ισόγειο του ιδιόκτητου τριώροφου, στο κέντρο του Πέραν, στην
Κωνσταντινούπολη. «Έχω βαρεθεί πλέον να δίνω συνεντεύξεις. Τα έχω πει όλα. Τι
καινούργιο θα πω τώρα στα γεράματα μου;» μας είπε μόλις συναντηθήκαμε. Είχε
καθυστερήσει μία ώρα στο ραντεβού μας, γιατί έψαχνε ένα φιλμάκι του, και
επιπλέον μας είχε ξεχάσει...
«Μην ξεχνάτε ότι κάποτε
ζητούσατε και εσείς συνεντεύξεις από τα πρόσωπα που σας ενδιέφεραν. Πώς
χειριζόσασταν τα δύσκολα πορτρέτα;» τον ρωτήσαμε, θέλοντας να «ζεστάνουμε» το
κλίμα. «Πάντα απέφευγα να φωτογραφίζω και να μιλώ με ανθρώπους που δεν ήξερα.
Είναι σημαντικό για μένα να υπάρχει συναισθηματικός σύνδεσμος. Να γνωρίζω τα
χούγια τους, αυτά που αγαπούν... Φωτογράφισα τον Φελίνι, τον Πικάσο, τον
Χίτσκοκ -και οι φωτογραφίες βγήκαν θαυμάσιες, γιατί τους γνώριζα. Άλλη λογική
έχει το στημένο πορτρέτο και άλλη το φωτορεπορτάζ. Σε κάθε περίπτωση, όμως,
φωτογραφία σημαίνει να παγώσεις μια σημαντική στιγμή της ζωής ή κάποιου
προσώπου. Αυτό θα μείνει για πάντα και είναι όλη η γοητεία της φωτογραφίας ».
Πόσες εικόνες, όμως, ενός φωτογράφου μπορούν να μείνουν στην αιωνιότητα; Όχι
πολλές, σύμφωνα με τον Γκιουλέρ. «Ο φίλος μου Καρτιέ Μπρεσόν έχει πεθάνει. Ήταν
μεγάλος φωτογράφος. Σε πενήντα χρόνια από τώρα, πόσες φωτογραφίες του πιστεύεις
πως θα θυμάται ο κόσμος; Το μεγαλύτερο σουρωτήρι στη ζωή είναι ο χρόνος...»
Ο ίδιος, πάντως, στα 82*
του, συνεχίζει να φωτογραφίζει. Και μιλώντας για τους νέους φωτογράφους,
γίνεται απότομος. «Έρχονται και ζητούν τη γνώμη μου για τις δουλειές τους. Πιο
πολύ οι ξένοι. Οι Τούρκοι με φοβούνται, γιατί τους βρίζω για τα χάλια τους, και
έτσι με αποφεύγουν. Ξέρω, είμαι λίγο περίεργος άνθρωπος και έχω γίνει ακόμη
περισσότερο εξαιτίας της ανοησίας που αντιμετωπίζω στην εποχή μας. Όλοι πια
έχουν γίνει φωτογράφοι! Κάποιος φωτογραφίζει ένα λουλούδι, συμμετέχει σε μια
έκθεση και ο κόσμος το κοιτάζει αποχαυνωμένες και λέει: "Τι τέχνη!
".Και το χειρότερο είναι ότι μια τέτοια φωτογραφία μπορεί να πουλιέται
έναντι χιλιάδων δολαρίων και να παρουσιάζεται σε μεγάλα μουσεία. Αυτό σημαίνει
πως υπάρχουν πολλοί ανόητοι σε αυτό τον κόσμο. Τι πρέπει, λοιπόν, εγώ να πω σε
αυτούς τους φωτογράφους;»
«Ποτέ
δεν θα ξεχάσω τον Πικάσο»
Τον πληγώνει που σήμερα
βλέπει τη φωτογραφία να γελοιοποιείται. «Έχει γίνει η πιο εύκολη τέχνη. Πάρε
μια μηχανή, βγες έξω και ορίστε η φωτογραφία. Κάνεις και μια έκθεση και αμέσως
γίνεσαι φωτογράφος. Προτιμώ να πάω να δω το ηλιοβασίλεμα παρά μια τέτοια
έκθεση. Πρέπει να αξίζει αυτό που θέλεις να πεις. Αν δεν έχεις να πεις κάτι
σημαντικό με την εικόνα σου, δεν έχεις το δικαίωμα να σπαταλάς την ώρα μου...»
Αρνείται να τον αποκαλούν
φωτογράφο. Θεωρεί τον εαυτό του φωτορεπόρτερ και θυμώνει με όποιον δεν
ξεχωρίζει τις διαφορές. «Η σκέψη μου είναι να βρίσκομαι πάντα κοντά στην τέχνη.
Όμως, ο φωτορεπόρτερ είναι επαγγελματίας. Κάνει μια δουλειά. Ο φωτογράφος
βγαίνει κάθε Κυριακή και φωτογραφίζει, για να ικανοποιήσει κυρίως τον εαυτό
του. Το να ισορροπήσει κανείς ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι δύσκολο και σπάνιο.
Από την άλλη, είμαι άνθρωπος που λειτουργεί γρήγορα και αποφασιστικά. Δεν
αντέχω να βλέπω το χρόνο να φεύγει άσκοπα. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι φίλος
μου. Τον αγαπώ και είναι καλός σκηνοθέτης. Αλλά μέχρι να πει αυτό που θέλει σε
ένα πλάνο του, σου βγάζει την ψυχή. Γιατί τόση σπατάλη χρόνου; Στη φωτογραφία
δεν συμβαίνει αυτό».
Οι προσωπικότητες που
γνώρισε και απαθανάτισε ήταν πολλές. Ποτέ δεν ξεχνάει τον Πικάσο. «Δημιουργούσε
μονάχα για τον εαυτό του. Αδιαφορούσε για τα κοινωνικά και δεν πήγαινε ποτέ
ούτε στις δικές του εκθέσεις. Ούτε και εγώ πηγαίνω. Τι να πάω να κάνω; Με
κοιτούν κρίνοντας το παρουσιαστικό μου. Σχολιάζουν αν με συνοδεύει η γυναίκα
μου ή όχι. Τι θα πω και τι δεν θα πω...»
Ο Αρά Γκιουλέρ μπορεί να
κουβαλά το φορτίο ενός μεγάλου παρελθόντος, δεν σνομπάρει ωστόσο τα σύγχρονα
ψηφιακά μέσα. Πιστεύει σε αυτά, και ας μην τα χρησιμοποιεί ο ίδιος. «Στην αρχή
σιχαινόμουν την ιδέα της ψηφιακής μηχανής. Έπειτα είδα τα οφέλη της και την
εκτίμησα. Πάντως, συνεχίζω να δουλεύω με την αγαπημένη μου Leica. Έχω ψηφιακή
μηχανή, αλλά βρίσκεται ακόμα μέσα στο κουτί της...»
Έχει επισκεφτεί πολλές
φορές την Ελλάδα. Δεν τον συγκινεί. Όπως και καμία άλλη «πολιτισμένη» χώρα.
«Για έναν φωτορεπόρτερ δεν έχουν ενδιαφέρον οι τακτοποιημένες χώρες. Και η
Ελλάδα είναι τέτοια. Φωτογραφικά με συγκλόνισαν η Ινδία και η Βιρμανία. Εκτιμώ
πολύ όμως δύο Έλληνες φωτογράφους: τον Νίκο Οικονομόπουλο και τον Κώστα Μάνο».
· *Η συνέντευξη
δόθηκε το 2010 και η έκθεση με έργα του παρουσιάστηκε στο Αθηναϊκό κοινό από
τις 12/5 έως 25/7 του ιδίου έτους στο Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς. Η
έκθεση έγινε για να συνοδεύσει το βιβλίο του Αρά Γκιουλέρ «Istanbul», που
κυκλοφόρησε τότε από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται κείμενο του
βραβευμένου με Νόμπελ Ορχάν Παμούκ, το οποίο συνδιαλέγεται νοερά με το έργο του
φωτογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου