ΤΟ
ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ήταν
πραγματικά προδότης; Μήπως η χειρονομία του παρεξηγήθηκε; Μήπως αδικήθηκε από
τους Ευαγγελιστές; Μήπως απογοητεύθηκε από την εξέλιξη της πορείας του Ιησού;
Ο ΑΝΔΡΑΣ πλησιάζει τον
Ιησού. Τον ασπάζεται και εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Αυτός ο ασπασμός του
απέφερε τριάντα δηνάρια, αλλά και την αθανασία. Ο άνδρας αυτός είναι γνωστός με
το όνομα Ιούδας. Ποιος ήταν όμως, ο ρόλος του;
Ο Ιούδας εμφανίζεται μόνο
έξι φορές στα Ευαγγέλια. Αναφέρεται στον κατάλογο των Αποστόλων και παίζει τον
πρώτο ρόλο στο δράμα που οδηγεί στη σύλληψη και τη θανάτωση του Ιησού. Στη
διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, ο Ιησούς αναγγέλλει ότι πρόκειται να τον προδώσει
«ένας από τους δώδεκα Αποστόλους, που αυτή τη στιγμή βυθίζει το χέρι του στο
ίδιο πιάτο με εμένα» (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς).
Ποιος είναι, όμως, ο
προδότης; Μόνο ο Ματθαίος τον αναφέρει με το όνομα του: «Ο Ιούδας ο παραδιδούς
αυτόν είπε· μήτι εγώ ειμί ραββί; λέγει αυτώ· συ είπας». Στο κατά Ιωάννην
Ευαγγέλιο η σκηνή εκτυλίσσεται κάπως διαφορετικά. Ο Ιησούς υποδεικνύει τον
προδότη δίνοντας του την μπουκιά που έχει μουσκέψει.
Οι Ευαγγελιστές, πάντως,
συμφωνούν στο γεγονός ότι ο Ιούδας ήταν εκείνος που πρόδωσε τον Ιησού έναντι
χρηματικής αμοιβής. Τριάκοντα αργύρια, όπως λέει συγκεκριμένα μόνο ο Ματθαίος.
Του αποδίδουν επίσης αποφασιστικό ρόλο στη σύλληψη του Κυρίου: «Ο Ιησούς πήγε,
μαζί με τους μαθητές του πέρα από τον χείμαρρο των Κέδρων. Υπήρχε εκεί ένας
κήπος όπου μπήκε με τους μαθητές του. Ο Ιούδας, όμως, που θα τον πρόδιδε,
γνώριζε τον τόπο, γιατί ο Ιησούς είχε συγκεντρώσει εκεί τους μαθητές του πολλές
φορές. Μπήκε επικεφαλής της "σπείρας" (αυτή τη λεπτομέρεια την
αναφέρει μονάχα ο Ιωάννης) και των φρουρών που είχαν στείλει οι αρχιερείς και
οι Φαρισαίοι, και έφθασε στον κήπο με φανούς και λαμπάδες και όπλα». Στην
αφήγηση, όμως, αυτή του Ιωάννη, ο Ιησούς κατευθύνεται μόνος του προς τους
εχθρούς του. Κατά τον Ματθαίο, τον Μάρκο και τον Λουκά ο Ιούδας είναι εκείνος
που τον υποδεικνύει στους φρουρούς, δίνοντας του ένα φιλί.
Όσο για τις συνθήκες
θανάτου του προδότη υπάρχουν δύο εκδοχές: η μία αναφέρεται από τον Ματθαίο και
η άλλη στις «Πράξεις των Αποστόλων» (και αποδίδεται στον Λουκά). Κατά τον
Ματθαίο «ο Ιούδας,, που τον είχε προδώσει, βλέποντας ότι ο Ιησούς
καταδικάστηκε, μεταμελήθηκε και επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους αρχιερείς
και τους πρεσβύτερους λέγοντας: "Αμάρτησα, παραδίδοντας αίμα αθώο".
Εκείνοι όμως του απάντησαν: "Τι τα λες σ' εμάς; Εσύ να τα βλέπεις".
Τότε εκείνος έριξε στον ναό τα χρήματα και πήγε και κρεμάστηκε». Η εκδοχή των «Πράξεων»
είναι διαφορετική: «Ο άνθρωπος αυτός, με το τίμημα της αδικίας, αγόρασε έναν
αγρό. Έπεσε πρηνής, ξέσχισε την κοιλιά του στη μέση, και ξεχύθηκαν τα σπλάχνα
του. Όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ το έμαθαν αυτό. Ο αγρός αυτός ονομάστηκε
στη γλώσσα τους Ακελδαμά, που σημαίνει "Αγρός του Αίματος"».
Πράγματι, στο βιβλίο των Ψαλμών αναγράφεται: «Να γίνει η έπαυλη του έρημος και
κανείς να μην κατοικήσει εκεί» κι ακόμα «να τον αναλάβει κάποιος άλλος». Αυτά
είναι, λοιπόν, τα κείμενα που θεμελίωσαν τον θρύλο του Ιούδα. Έχουν εδραιωθεί
τόσο στη συνείδηση των Χριστιανών, ώστε μια νέα έρευνα, για να φανεί η ιστορική
αλήθεια, θα αποτελούσε μεγάλο τόλμημα.
Πράγματι, από την αρχή
υπάρχει μια αβεβαιότητα. Τα ευαγγελικά κείμενα προσθέτουν στο όνομα Ιούδας
—ελληνική μορφή εβραϊκού ονόματος— το επίθετο Ισκαριώτης. Τι σημαίνει αυτό;
Μήπως δείχνει άνθρωπο που κατάγεται από μία από τις πόλεις που βρίσκονταν στις
όχθες της λίμνης Τιβεριάδος, όπου οι μαθητές άκουσαν το κάλεσμα του Ιησού; Στην
περίπτωση αυτή έπρεπε να γράφεται Ις Κραϋότ (καταγόμενος από την Κραϋότ). Δεν
υπάρχει όμως καμία πόλη με το όνομα αυτό, στη Γαλιλαία ή αλλού. Κατά τον Ιωάννη
(ς', 71) ο Σίμων, ο πατέρας του Ιούδα (για τον οποίο δε γνωρίζουμε τίποτα άλλο)
ονομαζόταν Ισκαριώτης. Μήπως λοιπόν η ένδειξη της γεωγραφικής καταγωγής του
Ιούδα θα ταίριαζε μάλλον στους προγόνους του; Μήπως στην περίπτωση αυτή επρόκειτο
για την πόλη της Ιουδαίας που ονομαζόταν Κεριζζώθ, που αναφέρει ο Ιησούς του
Ναυή; Υπόθεση που δεν στέκει πολύ. Τελευταία διατυπώθηκε η άποψη μήπως το όνομα
Ισκαριώτης προέρχεται από την αραμαϊκή ρίζα SQR, που σημαίνει «προδίδω». Στην
περίπτωση, όμως, αυτή, η ονομασία θα έπρεπε να του δοθεί μετά τον θάνατο του
Ιησού, ενώ κατά τα ευαγγελικά κείμενα δε συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Δεν μένει παρά η πιο
αληθοφανής και λογική υπόθεση: Ισκαριώτης είναι η σημιτική μορφή του λατινικού
επιθέτου sicarius (πληρωμένος δολοφόνος). Μέσα στο σκοτάδι που βρισκόμαστε αυτό
αποτελεί μια ένδειξη. Ασαφή και αμφισβητήσιμη, αλλά τη μόνη που στέκει από
ιστορική άποψη.
Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε
ότι ο Ιούδας ήταν μέλος του πολιτικού κόμματος των ζηλωτών (ή σικαρίων), όπως
και ένας άλλος Απόστολος, ο Σίμων —Πέτρος— που τα κείμενα, τους αποκαλούν
άλλοτε Ζηλωτές και άλλοτε Χαναναίους ή Χανανίτες (αντίστοιχη αραμαϊκή λέξη). Ο
Ιούδας άλλωστε, μερικές φορές αναφέρεται και με τα δύο αυτά επίθετα. Και τι
σημαίνουν τα επίθετα αυτά; Όπως η εβραϊκή λέξη «κανά», σημαίνουν «άνθρωπο που
ενσάρκωνε με ριζοσπαστικό και αδιάλλακτο τρόπο αυτό το ιδεώδες του
"ζήλου"». Ο «ζήλος» αυτός είναι μια αρχαία έννοια, που η εξέγερση των
Μακκαβαίων εναντίον του βασιλέως της Συρίας Αντίοχου Δ' (165 π.Χ.) την είχε ήδη
εφαρμόσει στην πράξη, την είχε πολιτικοποιήσει. Το κίνημα (για να
χρησιμοποιήσουμε τον πιο ουδέτερο όρο) των ζηλωτών, είτε ήταν θρησκευτική
αίρεση είτε πολιτικό κόμμα, είτε ήταν μεσσιανικό είτε επαναστατικό, φαίνεται
ότι δημιουργήθηκε στις αρχές της χριστιανικής εποχής, για να αγωνιστεί κατά του
Ρωμαίου κατακτητή.
Ο Ιησούς και ο Ιούδας
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας στην
Santa Croce της Φλωρεντίας
Ο Ιούδας, λοιπόν, ανήκε σ'
αυτό το κίνημα και αυτό το ιστορικό πλαίσιο μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε
στοιχειωδώς τον καταραμένο Απόστολο. Με λίγα λόγια, ο Ιούδας, είτε ως άτομο
είτε ως μέλος κάποιας πολιτικής κινήσεως, ήταν ένας από εκείνους που δεν
ανέχονταν τον ζυγό του Ρωμαίου κατακτητή και ήθελαν να απαλλαγούν απ’ αυτόν,
καταφεύγοντας ακόμα και στη βία. Εξ ου και το επίθετο που τους έδιναν,
σικάριος, δηλαδή «πληρωμένος δολοφόνος», από τη λατινική λέξη sica, που
σημαίνει στιλέτο με κοντή και καμπυλωτή λεπίδα. Ας προσθέσουμε ότι την εποχή
του Χριστού οι σικάριοι αποτελούσαν τη δυναμική και τρομοκρατική μερίδα των
ζηλωτών. Εκτός από μία φήμη που αργότερα κυκλοφόρησε ευρύτατα, και κατά την οποία
ο πατέρας του Ιούδα, Σίμων, ήταν αδελφός του αρχιερέα Καϊάφα — και αυτό ίσως
για να δοθεί μια εξήγηση στις διασυνδέσεις του Ιούδα με τη θρησκευτική εξουσία—
αυτά είναι όλα όσα γνωρίζουμε για την προσωπικότητα του Ιούδα.
Ποιος ήταν ο ρόλος του
ανάμεσα στους Αποστόλους; Οι
Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό, εκτός από τον Ιωάννη, που αναφέρει
κάπου ότι ο Ιούδας είχε αναλάβει τη διαχείριση του ταμείου (ιβ', 6). Ο Ιούδας,
λοιπόν, έπαιζε το ρόλο του φροντιστή. Ασχολείτο με την τροφοδοσία, τα υλικά
προβλήματα και ασφαλώς και με τις δωρεές. Κατά τα λεγόμενα του Ιωάννη, όταν στη
διάρκεια του τελευταίου πασχαλινού δείπνου ο Ιούδας εξαφανίζεται, για να πάει
να προδώσει τον Χριστό, οι μαθητές τον βλέπουν να φεύγει και νομίζουν ότι «ο
Ιησούς του είχε αναθέσει να αγοράσει τα απαραίτητα για την εορτή ή να προσφέρει
δώρα στους φτωχούς» (ιδ', 2α).
Άνθρωπος δραστήριος,
εθνικιστής, επιφορτισμένος με λειτούργημα, που απαιτεί ικανότητα και από το
οποίο εξαρτάται η σωστή λειτουργία της δράσεως του Ιησού, ο Ιούδας αφήνει να
διαφανούν μέσα από τα Ευαγγέλια ορισμένα βασικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του.
Είναι οικονόμος και δεν του αρέσει η σπατάλη. «Έξι ημέρες προ του Πάσχα»,
αφηγείται ο Ιωάννης (ιβ', 1 -6), «ο Ιησούς έφθασε στη Βηθανία όπου βρισκόταν ο
Λάζαρος (...). Η Μαρία πήρε τότε μία λίτρα άρωμα από πολύτιμο μύρο (νάρδο),
άλειψε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Η μυρωδιά
πλημμύρισε το σπίτι. Τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του,
εκείνος που αργότερα θα τον πρόδιδε, είπε: "Γιατί να μην πουλούσαμε αυτό
το άρωμα έναντι τριακοσίων δηναρίων και να τα δώσουμε στους φτωχούς;"» Ο
μόνος Ευαγγελιστής που βάζει μια τέτοια φράση στο στόμα του Ιούδα, ο Ιωάννης,
προσθέτει ακόμα, αποκαλύπτοντας άλλο ένα χαρακτηριστικό του Ιούδα: «μίλησε
έτσι, όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και έχοντας
αναλάβει το ταμείο έκλεβε ό,τι μπορούσε από κει μέσα». Ο Ιούδας ήταν άπληστος,
είτε ήταν οικονόμος, είτε κλέφτης, είτε και τα δύο μαζί. Για το χρήμα υπόσχεται
να παραδώσει τον Ιησού στον αρχιερέα με τρόπο διακριτικό, ώστε να αποφύγει την
εξέγερση του πλήθους. Για τριάκοντα αργύρια ακριβώς, όπως λέει συγκεκριμένα ο
Ματθαίος (κς', 14-16). Και μας προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι ο Ιωάννης, ο
μόνος που κατηγορεί τον Ιούδα για κλέφτη, είναι και ο μόνος που δεν αναφέρει
αυτή τη συναλλαγή.
Αυτές είναι οι λίγες
πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από τα κείμενα των Ευαγγελιστών για την
καταγωγή, τη δράση και τον χαρακτήρα του Ιούδα.
Για την προδοσία του και
για τον θάνατο του πρέπει επίσης να αρκεσθούμε στις ευαγγελικές ρήσεις. Το
πρώτο βράδυ των εορτών του Πάσχα, ο Ιησούς και οι μαθητές του εορτάζουν. Ο
Κύριος δηλώνει ξαφνικά ότι ένας από αυτούς πρόκειται να τον προδώσει. Ποιος;
αναρωτιούνται οι Απόστολοι. Ούτε ο Μάρκος (ιδ', 17-21), ούτε ο Λουκάς (κβ',
21-23) δεν τον κατονομάζουν, αλλά ο Ματθαίος (κε', 20-25) και ο Ιωάννης (ιβ',
21-30) τον αναφέρουν με το όνομα του. «Δίνοντας του την μπουκιά που έχει
μουσκέψει», ο Ιησούς τον υποδεικνύει στους υπόλοιπους συνδαιτημόνες. Και ο
Ιούδας εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα.
Όταν το δείπνο τελειώνει,
ο Ιησούς και οι μαθητές του εξέρχονται, όπως συνηθιζόταν κατά την εορτή του
Πάσχα, και πηγαίνουν στον κήπο της Γεθσημανή. Η νύχτα φθάνει στο τέλος της.
Πλησιάζει ένα πλήθος, που δεν είναι γνωστό αν αποτελείται μόνο από Εβραίους ή
αν επικεφαλής βρίσκεται μια κοόρτις, «σπείρα» Ρωμαίων, όπως αφήνει να εννοηθεί
ο Ιωάννης. Οδηγός τους είναι ο Ιούδας. Πλησιάζει τον Ιησού, του δίνει ένα φιλί
(λεπτομέρεια που μόνο ο Ιωάννης δεν αναφέρει στο ιη', 2-5) και απομακρύνεται.
Αργότερα ο Ιούδας
«μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις
πρεσβυτέροις». Όταν εκείνοι τον ειρωνεύονται, «και ρίψας τα αργύρια εν τώ ναώ
ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο». Αυτό το τραγικό τέλος ωστόσο δεν αναφέρεται
στις Πράξεις (α', 18). Ο Πέτρος δηλώνει σε μερικούς πιστούς ότι «ούτος μεν
εκτήσατο χωρίον εκ μισθού της αδικίας, και πρηνής γενόμενος ελάκησε μέσος και
εξεχύθη πάντα τα σπλάχνα αυτού». Κατά τον Ματθαίο (κζ', 6-8), τα χρήματα που
πέταξε ο Ιούδας τα μάζεψαν οι ιερείς και αγόρασαν «τον αγρόν του κεραμέως», για
να τον χρησιμοποιήσουν για την ταφή των ξένων. Ο αγρός αυτός ονομάστηκε «Αγρός
του Αίματος». Γύρω στο 120 μ.Χ., επί Αδριανού, ένας μαθητής του Ιωάννη, ο
Παπίας, επίσκοπος Ιεραπόλεως, ο οποίος έγραψε πέντε βιβλία με την «Ερμηνεία των
λόγων του Κυρίου», ισχυρίσθηκε ότι ο Ιούδας επέζησε από τον απαγχονισμό, έγινε
υδρωπικός και τον έλιωσε ένα άρμα.
Ιούδας, ο προδότης.
Ιούδας, ο άνθρωπος των τριάκοντα αργυρίων. Ιούδας, ο άνθρωπος του ασπασμού.
Ιούδας, ο κρεμασμένος. Ο θρύλος επαναλαμβάνει τους χαρακτηρισμούς σαν παλιό
τροπάριο, χρησιμοποιώντας τις απόψεις χιλιάδων σχολιαστών εδώ και δύο χιλιάδες
χρόνια. Μπροστά σ' αυτό τον καταιγισμό από διάφορες ερμηνείες, σχόλια,
αναλύσεις, υποθέσεις αλλά και ανοησίες, ας δοκιμάσουμε να βρούμε τον σωστό
δρόμο. Χονδρικά μπορούμε να καταλήξουμε σε τρεις τύπους ερμηνείας της
χειρονομίας του Ιούδα: Τη θεολογική την
ψυχολογική και την ιστορική. Ας αρχίσουμε από τη θεολογική, που είναι και η
απλούστερη, αρκεί να διαθέτουμε χριστιανική πίστη.
Μέσα στο σχέδιο που
συνέλαβε ο θεός στέλνοντας τον Υιόν του στη γη, ήταν απαραίτητο ο Ιησούς να
σταυρωθεί. Και για να πεθάνει στον Σταυρό ήταν απαραίτητο να Τον προδώσει ένας
μαθητής Του. Αυτός ο τύπος αναλύσεως στηρίζεται κυρίως στα χωρία όπου ο Λουκάς
(κβ', 3-6) και ο Ιωάννης (ιγ', 27) αφηγούνται πως ο Σατανάς εισήλθε στον Ιούδα,
που έγινε δαιμονισμένος και ύστερα έγινε το σύμβολο του απόλυτου Κακού ενάντια
στο Καλό, της αμαρτίας ενάντια στη λύτρωση. Για τον ιστορικό, αυτός ο τύπος
ερμηνείας δεν επιδέχεται σχόλια.
Πιο πολύπλοκη, η
ψυχολογική ερμηνεία αντιμετωπίζει ορισμένες δυσκολίες. Ισχυρίζεται ότι το
δέλεαρ του κέρδους ήταν το μόνο κίνητρο του Ιούδα, αλλά είναι δύσκολο να
παραδεχτεί κανείς ότι μια τέτοια πράξη έγινε για ένα τόσο γελοίο ποσόν. Ακόμα
και αν επρόκειτο για τριάντα σίκλους (ο σίκλος, νόμισμα που κυκλοφορούσε την
εποχή του Ιησού, ισοδυναμούσε με 4 δηνάρια. Την εποχή εκείνη πλήρωναν 5 σίκλους
για να «εξαγοράσουν» τα νεογέννητα από τον Ναό), δηλαδή εκατόν είκοσι δηνάρια,
όπως ισχυρίσθηκαν μερικοί, αυτό δεν θα άλλαζε πολύ την υπόθεση. Τριάντα δηνάρια
ήταν ο μηνιαίος μισθός ενός αγροτικού εργάτη την εποχή εκείνη. Το ποσόν
φαίνεται ακόμα πιο γελοίο, αν σκεφθούμε ότι ο Ιούδας διαχειριζόταν πολλά
χρήματα, αφού ήταν ο ταμίας της ομάδας των μαθητών. Το επεισόδιο με το πολύτιμο
άρωμα, που κόστιζε τριακόσια δηνάρια, δείχνει καθαρά ότι είχε καλύτερες
ευκαιρίες για να γεμίσει το πουγκί του. Αργότερα είπαν ότι ο Ιούδας είχε πάρει
σαν προκαταβολή μισό σίκλο (δύο δηνάρια) ημερησίως επί δύο χρόνια, δηλαδή 1460
δηνάρια. Με λίγα λόγια η ερμηνεία, που βασίζεται στην απληστία του Ιούδα, δεν
στέκει και αισθάνεται κανείς την ανάγκη να τη στηρίξει προσθέτοντας και άλλα
ψυχολογικά κίνητρα: τη διάψευση των φιλοδοξιών του ή την επιθυμία του να είναι
ο πρώτος στην καρδιά του Ιησού.
Μένει η ιστορική ερμηνεία
που είναι και η πιο απορριπτέα: Πατριώτης, απογοητευμένος από την
«παθητικότητα» του Ιησού, ο Ιούδας Τον προδίδει για να προκαλέσει γενική
εξέγερση. Και προσθέτουν όσοι την υποστηρίζουν, ότι ο Ιούδας που ήταν υπαρχηγός
του Βαραββά, αυτού του καταδίκου —και ίσως αντιστασιακού— που ο λαός ζητεί να
δοθεί χάρη αντί του Ιησού, εκπροσωπεί την κατηγορία των καθαρών και σκληρών
εθνικιστών. Έχει αναλάβει να βάλει φωτιά στο μπαρούτι. Και προχωρούν ακόμα
περισσότερο: Για να προκαλέσει πάταγο, ο Ιησούς ζήτησε ο ίδιος από τον μαθητή
Του να Τον προδώσει. Υπάκουος και σιωπηλός, ακολουθώντας τους κανόνες της
παρανομίας, ο Ιούδας υπάκουσε. Και διανθίζουν την άποψη τους προσθέτοντας τα
εξής: Σαν Εβραίος πατριώτης ο Ιούδας πείθεται από τον αρχιερέα Καϊάφα ότι η
σύλληψη του Ιησού θα τον προστατεύσει από τους Ρωμαίους. Στα χέρια των Εβραίων
ο Ιησούς θα βρίσκεται σε ασφάλεια. Και τα λοιπά και τα λοιπά. Μόνο που όλες
αυτές οι ιστορικές ερμηνείες προσκρούουν στις γραφές, που λένε απλώς και μόνο
ότι ο Ιούδας πρόδωσε για το χρήμα και ότι ήταν σικάριος (πληρωμένος δολοφόνος).
Τρεις τύποι αναλύσεων,
τρία αδιέξοδα. Μήπως θα μπορούσαμε, χωρίς ίχνος υπεροψίας, να εκφράσουμε
ορισμένες απλές σκέψεις και να καταλήξουμε, αν όχι σε κάποια λύση, τουλάχιστον
σε μερικά στοιχεία προς έρευνα; Ας ερευνήσουμε με προσοχή όλα τα μέχρι τώρα
στοιχεία. Αν αφαιρέσουμε τη θεολογική ερμηνεία, η ψυχολογική προσκρούει σε
έλλειψη αληθοφάνειας και αγνοεί τα έστω και ασήμαντα ιστορικά δεδομένα. Η
ιστορική ερμηνεία πάλι, μην μπορώντας να βασισθεί στις γραφές καταλήγει σε
αυθαίρετα συμπεράσματα. Μήπως όλες αυτές οι ερμηνείες πάσχουν από υπερβολή;
Ας θεωρήσουμε δεδομένα τα
ιστορικά στοιχεία. Ο Ιούδας είναι ένας πληρωμένος δολοφόνος, ένας ζηλωτής, ένας
Εβραίος εθνικιστής. Βλέπει στην αποστολή του Χριστού το δέλεαρ ενός κινήματος
εθνικής απελευθερώσεως. Δεν είναι ο μόνος. Σήμερα πολλοί μελετητές και μάλιστα
σημαντικοί, υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Η ιστορικότητα, όμως, ενός προσώπου
—μια ασταθής ιστορικότητα, που δεν βασίζεται σε καμία επιστημονική βεβαιότητα—
δεν σημαίνει ότι οι πράξεις του πρέπει να αναφέρονται σαν απολύτως συγκεκριμένα
γεγονότα σε ιστορικά εγχειρίδια. Και μάλιστα όταν οι σχετικές αφηγήσεις που τα
αναφέρουν, όπως στην περίπτωση αυτή των Ευαγγελιστών, προορίζονται για την
πνευματική διαπαιδαγώγηση των πιστών, και όχι για την ικανοποίηση της
περιέργειας των ερευνητών. Η απολογητική, όπλο για την υπεράσπιση της
θρησκείας, δεν είναι υποχρεωμένη να δώσει λόγο στην ιστορία.
Με όλα αυτά, πρέπει να
αναρωτηθούμε ποια μορφή θα μπορούσε να πάρει η αφήγηση ενός ιστορικού γεγονότος
διατυπωμένου έτσι ώστε να γίνεται εποικοδομητική ή θρυλική. Και απαντούμε: Τη
μορφή που ταιριάζει στο πνευματικό και θρησκευτικό κλίμα των δύο Ευαγγελιστών,
που μας έχουν δώσει τις περισσότερες λεπτομέρειες για τον Ιούδα: του Ματθαίου
και του Ιωάννη. Αλλά το κλίμα αυτό είναι το εβραϊκό «Μιδράς», που σημαίνει
ερμηνεία των Γραφών, δηλαδή το σχόλιο ή η παράφραση, σε αφηγηματική μορφή, των
βιβλικών κειμένων. Αν παραδεχθούμε — και πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε
διαφορετικά— ότι ο Εβραίος Ιησούς εόρτασε μαζί με τους μαθητές του (όλους
Εβραίους) τις εορτές του λαού Του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η προσωπικότητα
του Ιούδα συνετέθη βάσει των δεδομένων που αντλήθηκαν από την εβραϊκή
«φιλολογία» περί Παλαιάς Διαθήκης. Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρία από
τα δεδομένα αυτά.
Η αφήγηση για το πασχαλινό
δείπνο, που ο Ιωάννης περιγράφει λεπτομερώς (ιγ', 21-30) ακολουθεί το τυπικό
του «Μιδράς των τεσσάρων υιών» στην προσευχή του Πάσχα. Το «Μιδράς» λέει ότι
εκείνο το βράδυ τέσσερις γιοί θα θέσουν τέσσερα ερωτήματα: Ο σοφός, ο κακός, ο
αθώος και εκείνος που δεν ξέρει ακόμα να ερωτά, ερωτούν, ο καθένας με τον τρόπο
του, ποιο είναι το νόημα αυτής της εορτής. Ας δούμε τι γράφει ο Ιωάννης: ο
σοφός Ιησούς, ο υιός του Ανθρώπου, ερωτά για τα παρόντα γεγονότα και ταυτόχρονα
δίνει και την απάντηση. Ο αθώος Πέτρος ερωτά: «Κύριε, πού υπάγεις;» Εκείνος που
δεν ξέρει να θέτει ερωτήματα, ο νεώτερος, ο αγαπημένος μαθητής (ίσως ο
Ιωάννης), παροτρύνεται από τον Πέτρο: «Ρώτησε τον για ποιον μιλάει». Τέλος ο
κακός, ο Ιούδας, προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει και αποκλείει ο ίδιος τον
εαυτό του.
Άλλωστε, τα Ευαγγέλια λένε
ότι ο Σατανάς εισήλθε στον Ιούδα. Αυτή η ρήση μας παραπέμπει σε ένα άλλο
«Μιδράς», το βιβλίο του προφήτη Ζαχαρία (γ', 1-2), ένα από τα λίγα χωρία της
Παλαιάς Διαθήκης όπου εμφανίζεται ο Σατανάς. Το επεισόδιο με τα τριάκοντα
αργύρια μας παραπέμπει σε ένα εδάφιο του Ζαχαρία (ια', 12): «Αν σας φαίνεται
καλό, δότε μοι τον μισθόν μου, ειδεμή αρνηθήτε αυτόν. Και έστησαν τον μισθόν
μου τριάκοντα αργύρια. Και είπεν ο Κύριος προς εμέ. Ρίψον αυτά εις το χωνευτήριον
την έντιμον τιμήν με την οποίαν ετιμήθην υπ' αυτών. Και έλαβον τα τριάκοντα
αργύρια και έρριψα αυτά εις τον Οίκον Κυρίου εις το χωνευτήριον». Πράγματι, ο
Ιούδας ρίχνει μπροστά στον Ναό τα χρήματα τα οποία επιστρέφουν στο
θησαυροφυλάκιο του Ιερού.
Εδώ τους ερμηνευτές τους
περιπλέκει ο Ματθαίος (κζ', 9-10). Πράγματι, κατά τα λεγόμενα του, όταν ο
Ιούδας έφυγε «ρίχνοντας τα χρήματα δίπλα στο Ιερό, οι αρχιερείς τα πήραν και
είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε πάλι στον κορβανά επειδή αποτελούν την τιμή
του αίματος». Αφού συσκέφθηκαν αποφάσισαν με το ποσόν αυτό να αγοράσουν τον
αγρόν του κεραμέως, για να θάβουν εκεί τους ξένους. Για τον λόγο αυτό
ονομάζεται ακόμα «αγρός του αίματος». Τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του
προφήτου λέγοντος: «Και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια την τιμήν του τετιμημένου
ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ. Και έδωκαν αυτά εις τον αγρόν του Κεραμέως καθώς
συνέταξε μοι Κύριος».
Τέλος, το τρίτο στοιχείο,
που ολοκληρώνει τη μορφή του Ιούδα, βρίσκεται στους «Υιούς του Σκότους» στον
πάπυρο του πολέμου του Κουμράν, ένα από τα χειρόγραφα της Νεκρός Θαλάσσης. Στο
κείμενο αυτό περιγράφεται η διαμάχη ανάμεσα στους Υιούς του Φωτός και τους
Υιούς του Σκότους. Έτσι, άλλωστε δείχνει τον Ιούδα και ο Ιωάννης; «Λαβών ουν το
ψωμίον εκείνος ευθέως εξήλθε, ην δε νυξ» (ιγ', 30). Ας σημειώσουμε ότι αυτή η
μπουκιά αποτελείται από προϊόντα της γης, βουτηγμένα σε αλμυρό νερό. Θυμίζει τα
μαρτύρια που υπέστησαν οι Εβραίοι στην Αίγυπτο και συμβολίζει την πικρία του
θανάτου και το σημάδι που προορίζεται να υποδείξει τον προδότη.
Μια κάπως πιο τραβηγμένη
ανάλυση θα μας έπειθε αρκετά εύκολα ότι τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν τη μορφή
του Ιούδα είναι δανεισμένα από την Παλαιά Διαθήκη. Ο κακός υπηρέτης που κλέβει
τον αφέντη του (επεισόδιο με το άρωμα), ο φίλος που τον προδίδει, είναι αυτά
που αναφέρονται στους Ψαλμούς ΜΑ', 8: (Ακόμα και ο φίλος στον οποίον
βασιζόμουν, και που μοιραζόταν μαζί μου το ψωμί, σήκωσε την πτέρναν του
εναντίον μου). Και τον ασπασμό ακόμα, τον περίφημο ασπασμό, που τίποτα δεν τον
δικαιολογεί, τουλάχιστον σαν σημείο αναγνωρίσεως, αν δεν είναι εκδήλωση
αφοσιώσεως και σεβασμού ενός μαθητή προς τον δάσκαλο του, δεν θα μπορούσαμε
τάχα να τον εξηγήσουμε διαφορετικά; Ο Θεός χρησιμοποιεί τον Ιούδα, τον Σατανά
έστω, για να δώσει σημάδι αναγνωρίσεως σε κείνον που πρόκειται να πεθάνει.
Ας εξετάσουμε, όμως, ένα
άλλο πρόβλημα: Πώς ο Ιούδας έγινε σύμβολο του λαού του; Μια παρήχηση
δημιούργησε τη σύγχυση. Στα λατινικά, ο Εβραίος ονομάζεται Ζουντέους
(Ιουδαίος). Και από τον Ιούδα στον Ιουδαίο η απόσταση είναι πολύ μικρή. Δεν
μπορεί, όμως, να διανυθεί εύκολα Στα πρώτα χριστιανικά κείμενα δεν υπάρχει
κανένα στοιχείο που να εμφανίζει τον Ιούδα αλλιώς, παρά μόνο σαν τον μαθητή που
πρόδωσε. Οι «Πράξεις» του Ανδρέα (2ος, ή 3ος αι.) αναφέρουν ότι ο Ιησούς
«προδόθηκε από έναν μαθητή Του». Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν υπάρχει στους
πρώτους απολογητές. Ο Ιουστίνος δεν αναφέρει λέξη, ενώ στην «Απολογία» του (2ος
αιώνας) σημειώνει ότι ο Ιούδας, γιος του Ιακώβου, είναι ο αρχηγέτης της φυλής
του Ισραήλ που φέρει το όνομα του, άρα και των Εβραίων. Και όμως, η στιγμή θα
ήταν κατάλληλη, για να μιλήσει για τον «προδότη». Το «Μαρτύριο του Πολυκάρπου»
γύρω στο 166 μ.Χ. αναφέρει ότι ο Ιησούς παραδόθηκε από έναν υπηρέτη.
Αν τα κείμενα του 3ου
αιώνα, όπως το «Σχόλιον περί Δανιήλ» του Ιππόλυτου της Ρώμης ή ο «Πάπυρος 654»
από τους παπύρους της Οξυρρύγχου μας δείχνουν έναν Ιούδα φοβισμένο ή περίεργο,
ο Τερτυλιανός είναι εκείνος που πρώτος, σε κάποια μελέτη του, μιλάει για τον
«αποστάτη απόστολο», εκείνον που απαρνήθηκε. Σημειώνει εξάλλου ότι οι Καΐνίτες,
αίρεση που πίστευε στον Κάιν, λάτρευαν τον Ιούδα: «Υποστηρίζουν τον Ιούδα τον
προδότη, τονίζοντας ότι είναι αξιοθαύμαστος και μέγας». Κατά τα τέλη του 3ου
αιώνα διαβάζουμε στο «Κατά των Εβραίων» του Ψευδοκυπριανού ότι οι Εβραίοι
αγαπούν τον Ιούδα. Το σύνθημα έχει πια ριχτεί και θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία.
Ένας ποιητής του 4ου
αιώνα, ο Γιουβένκους, το αναπτύσσει φθάνοντας στα άκρα. Ο Ιούδας ο προδότης, ο
Ιούδας ο μανιακός, ο Ιούδας ο κοινός Εβραίος που εκπροσωπεί το σύνολο των
Εβραίων. Από τότε ο Ιούδας θα γίνει η συμβολική μορφή του εβραϊκού λαού. Όλοι
οι Πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας δίνουν σκοτεινές περιγραφές, όπου η σκληρότητα
συμβαδίζει με την απληστία, και η προδοσία με το θράσος. Σιγά σιγά πίσω από τη
μορφή του Ιούδα διαγράφεται η μορφή του θρασύ και επαναστάτη λαού, που δεν
θέλησε να αναγνωρίσει τον Μεσσία, του λαού που, διψασμένος για κέρδος, λατρεύει
το χρήμα. Για άλλους Πατέρες «Ιουδαίοι και Ιούδας είναι έρμαια της ζηλοφθονίας
και της απληστίας τους». Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι το «πατροκτόνο φιλί» οδηγεί
σε «θεοκτόνο λαό». Ο Λέων ο Μέγας (5ος αιώνας) διατείνεται ότι ο Ιούδας είναι ο
Άρχοντας του Εγκλήματος. Είναι ο κατ' εξοχήν προδότης και οι απολογητές τον
στολίζουν με διάφορα λατινικά επίθετα που σημαίνουν: προδότης, δόλιος,
απατεώνας, αυτός που καπηλεύεται τα πάντα. Ο Ιούδας αποτελεί το σύμβολο του
εβραϊκού θράσους, της τρέλας και της διαστροφής. Πότε «αγριεμένος λύκος»
εναντίον του «τρυφερού αμνού» και πότε «πονηρή αλεπού», αλλά πιο συχνά το
«φίδι» που το φιλί του περιέχει δηλητήριο, όπως τον περιγράφουν ο Αμβρόσιος και
ο Ιερεμίας.
Ο θρύλος, όμως, πήρε την
οριστική του μορφή με τον «Χρυσό Θρύλο» όπου η ιστορία του Ιούδα, η οποία
διασταυρώνεται με την ιστορία του Πιλάτου, δανείζεται στοιχεία που προέρχονται
από τους θρύλους του Μωυσή (εγκατάλειψη ενός παιδιού στο νερό), του Ρωμύλου και
του Ρέμου (αδελφοκτονία) και του Οιδίποδα (αιμομιξία και πατροκτονία). Θαυμαστή
αφήγηση, πλαστικότητα. Δεν ξέρουμε τι σκέπτονταν γι' αυτά οι Εβραίοι της Ρώμης,
οι οποίοι τον 15ο αιώνα πλήρωναν ετήσια εισφορά από 1.130 φλωρίνια για να
εξιλεωθούν για τα τριάκοντα αργύρια που έλαβε ο Ιούδας, ή οι Εβραίοι της
Ισπανίας, που την ίδια εποχή πλήρωναν κι εκείνοι ετήσια εισφορά για την εξαγορά
της προδοσίας.
Από τον 13ο αιώνα το όνομα
Ιούδας γίνεται συνώνυμο της προδοσίας και μπαίνει στα λαϊκά μυθιστορήματα:
«Ήρθες κοντά μου σαν τον Ιούδα φέρνοντας μαζί σου την προδοσία και το μίσος».
Στα τέλη του 18ου αιώνα, μάλιστα, δίνεται το όνομα του Ιούδα στο ματάκι της
πόρτας που επιτρέπει σε κάποιον να κατασκοπεύει χωρίς να φαίνεται. Όσο για τον
θρύλο του Ιούδα, θα χρησιμοποιηθεί σαν θέμα στη λογοτεχνία και τον
κινηματογράφο.
Στα μεσαιωνικά μυστήρια ο
Ιούδας είναι το μόνο πρόσωπο που ξεχωρίζει κάπως. Πάντως, ο Ιησούς τον
επισκιάζει, και στη λογοτεχνία ο Ιούδας εμφανίζεται μόνο στα
κείμενα που μιλούν για τον
Χριστό και όπου ο κάθε συγγραφέας τον παρουσιάζει ανάλογα με το πώς τον πλάθει
η φαντασία του. Για να περιοριστούμε στο δεύτερο ήμισυ του αιώνα μας, τον
βλέπουμε άλλοτε σαν ζηλωτή (όπως στον «Εσταυρωμένο» του Σαμσώρ, στη «Μαγδαληνή»
του Σλώτερ ή στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη), άλλοτε σαν άπληστο
(«Υπόθεση Ιησούς» του
Πλωλ) και άλλοτε
σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη («Ο Ιησούς όπως τον
αφηγείται ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος» του Φλεγκ).
Ο ίδιος ο Ιούδας κρίνει
τον εαυτό του ικανό να γίνει ήρωας μυθιστορήματος. Ο «Ιούδας ο Ισκαριώτης» του
Ρώσου Αντρέγιεφ επιθυμεί με πάθος να τον αγαπούν και να τον θαυμάζουν. Είναι
δύσμορφος και διεστραμμένος και θέλει να τον θεωρούν ανώτερο άνθρωπο. Απεναντίας,
ο ήρωας στα «Απομνημονεύματα του Ιούδα» του Ιταλού Πέτρουτσέλι Ντελα Γκατίνα
είναι ένας πατριώτης, που πιστεύει ότι προδόθηκε από τις πράξεις του Ιησού. Το
ίδιο και ο Ιούδας του Ισραηλίτη Μοσινσόν, που υπάκουε τυφλά στον κύριο του, τον
Ιησού: Δέκα χρόνια έχουν περάσει και ο Ιούδας, που έχει καταφύγει σε ένα
ελληνικό νησί, μαθαίνει τι του καταλογίζει εις βάρος του η ευαγγελική παράδοση.
Τελικά θα κρεμαστεί όπως ορίζουν οι Γραφές. Αντίθετα ο Ιούδας του Αμερικανού
Λινκλαίητερ είναι ένας ειρηνόφιλος που βλέπει στον Ιησού έναν επικίνδυνο
επαναστάτη, ενώ στο έργο του Μοντερόζο «Το άλας της γης» ο Ιούδας είναι ένας
επαναστάτης που απαλλάσσεται, με την έγκριση των συντρόφων του, από έναν αρχηγό
που τον θεωρούν πολύ θεοφοβούμενο, κ.λπ. κ.λπ.
Με διάφορες μορφές
εμφανίζεται ο Ιούδας και στα θεατρικά έργα. Για παράδειγμα στο έργο του Ραιυνάλ
«Βασανίστηκε από τον Πόντιο Πιλάτο» είναι ένας άνδρας περιορισμένης αντιλήψεως,
στενοκέφαλος, αφελής, ονειροπόλος, πονηρός, φλύαρος, ενώ ο «Ιούδας» του Μαρσέλ
Πανιόλ είναι θύμα και οι πράξεις του είναι προκαθορισμένες από τη μοίρα (Σ.Σ.:
Ο «Ιούδας» του Σπύρου Μελά είναι κι αυτός ένας φλογερός επαναστάτης).
Ο κινηματογράφος, που
αφιέρωσε τόσα έργα στον Ιησού, ασχολήθηκε πολύ λίγο με τον Ιούδα. Σε μια παλιά
ιταλική παραγωγή εμφανίζεται ερωτευμένος με τη Μαρία Μαγδαληνή και παραδίδει
τον Ιησού από ζήλια. Το 1952 ο Ιγκουίνο γυρίζει το έργο «Ιούδας» που θεωρήθηκε
αριστούργημα του θρησκευτικού κινηματογράφου.
Παρά τη σπανιότητα των
στοιχείων και την έλλειψη αντικειμενικότητας, μπορούμε να διαγράψουμε χονδρικά
τα κύρια χαρακτηριστικά του ιστορικού Ιούδα. Σίγουρα ήταν ένας υπερεθνικιστής
απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε ο Ιησούς τον αγώνα Του.
Τριάντα χρόνια νωρίτερα από την κατάλληλη στιγμή προσπάθησε να ξεσηκώσει τη
χώρα του εναντίον των Ρωμαίων. Η εποχή δεν ήταν ακόμα ώριμη. Θα ωριμάσει από το
66 μ.Χ. οπότε η εξέγερση των Εβραίων εναντίον της Ρώμης θα είναι γενική.
Υπάρχει όμως και η άλλη μορφή του Ιούδα, όπως εμφανίζεται στις περιγραφές που
είναι εμπνευσμένες από το «Μιδρας» όπου ο Ιούδας είναι ένας Εβραίος που
υφίσταται την έσχατη τιμωρία για έναν Εβραίο. Διότι, κατά το Δευτερονόμιο (κα',
22-23) «ο κρεμασμένος είναι καταραμένος από το Θεό». Ο ιστορικός δεν μπορεί να
προχωρήσει περισσότερο, ούτε θα μπορέσει ποτέ. Ίσως θα έπρεπε να αφήσει την
τελευταία λέξη στον ανώνυμο καλλιτέχνη ο οποίος, το 1279 απεικόνισε στην πύλη
του καθεδρικού ναού του Μπενεβέντου τον Ιούδα κρεμασμένο από ένα φοίνικα, με τα
σπλάχνα του να κρέμονται από το ξεκοιλιασμένο σώμα του (συνδυασμός των δυο
ευαγγελικών εκδοχών) Τον αγκαλιάζει ένας άγγελος που τον ασπάζεται. Αν
πιστέψουμε ότι η θυσία του Ιούδα δεν είναι λιγότερο απαραίτητη για την σωτηρία
του ανθρώπινου γένους από τη θυσία του Ιησού, ναι τότε μπορούμε να τον
θεωρήσουμε δικαιωματικά, σαν τον πρώτο μάρτυρα.
Του CLAUDE AZIZA
Ο
Χρυσός Θρύλος
«...
Ζούσε κάποτε στην Ιερουσαλήμ κάποιος με το όνομα Ρουβήν ή Σίμων, που είχε
γυναίκα κάποια Συβορέ. Μια νύχτα, η Συβορέ είδε ένα όνειρο και το διηγήθηκε
κλαίγοντας στον άντρα της: "Είδα ότι γέννησα ένα παιδί φορτωμένο με όλες
τις κακίες και τις διαστροφές, που θα γινόταν η αιτία για την καταστροφή
ολόκληρης της γενιάς μας". Και ο άντρας της της είπε: "Λες πράγματα
φοβερά που δεν πρέπει να τα επαναλάβεις ποτέ. Σίγουρα δέχτηκες την επιρροή
κάποιου κακού πνεύματος". Όταν ήρθε η ώρα της, γέννησε ένα γιο. Οι γονείς
είχαν μεγάλη αγωνία και σκέπτονταν τι να το κάνουν αυτό το παιδί. Το έβαλαν σε
ένα καλάθι και το πέταξαν στη θάλασσα. Τα κύματα το έριξαν σε ένα νησί που
ονομαζόταν Σκαριότ. Από κει πήρε ο Ιούδας το όνομα Ισκαριώτης. Η βασίλισσα
εκείνου του τόπου δεν είχε παιδιά. Περπατώντας στην ακρογιαλιά είδε το παιδί
μέσα στο καλάθι, το βρήκε όμορφο και είπε αναστενάζοντας: "Ας είχα κι εγώ
ένα παιδί σαν κι αυτό για να μην αφήσω το βασίλειο μου χωρίς διάδοχο". Προσποιήθηκε εγκυμοσύνη,
ενώ κρατούσε το
παιδί κρυμμένο και τέλος ανακοίνωσε ότι γέννησε γιο. .
»Η
βασίλισσα όμως γεννάει αργότερα και ένα δικό της παιδί και φανερώνει ότι ο
Ιούδας δεν ήταν πραγματικά δικό της παιδί αλλά ότι τον είχε βρει. Ύστερα από
αυτή την αποκάλυψη, ο Ιούδας σκοτώνει κρυφά τον υποτιθέμενο αδελφό του και φοβούμενος
την τιμωρία καταφεύγει στην Ιερουσαλήμ μαζί με τους φόρου υποτελείς, και
μπαίνει στην υπηρεσία του τότε Ρωμαίου διοικητή Πόντιου Πιλάτου. Καθώς είχαν
πολλά κοινά σημεία μεταξύ τους, ο Πιλάτος τον συμπάθησε ιδιαίτερα. Τον
τοποθέτησε επικεφαλής της Αυλής και του έδωσε το γενικό πρόσταγμα.
»Μια
μέρα που ο Πιλάτος κοίταζε έναν περιφραγμένο κήπο με οπωροφόρα δένδρα,
καταλήφθηκε από ζωηρή επιθυμία να δοκιμάσει τα μήλα του κήπου. Ο κήπος αυτός
ανήκε στον Ρουβήν, τον πατέρα του Ιούδα, ο οποίος όμως δεν τον γνώριζε. Ο
Πιλάτος του είπε: "Νομίζω ότι αν δεν φάω απ' αυτά το μήλα θα πεθάνω".
Τότε ο Ιούδας πήδησε τον φράχτη και έκοψε μήλα. Εκείνη τη στιγμή φθάνει ο
Ρουβήν, πιάνονται στα χέρια και ο Ιούδας τον χτυπάει με μια πέτρα στον λαιμό
και τον σκοτώνει. Παίρνει τα μήλα και τα πηγαίνει στον Πιλάτο, και του
διηγείται το περιστατικό. Είχε πια νυχτώσει, όταν βρήκαν τον Ρουβήν νεκρό.
Πίστεψαν όλοι ότι επρόκειτο για ξαφνικό θάνατο. » Ο Πιλάτος χάρισε όλη την
περιουσία του Ρουβήν στον Ιούδα, και του έδωσε για γυναίκα τη Συβορέ. Μια μέρα
η Συβορέ είπε κλαίγοντας στον Ιούδα: "Είμαι η πιο δυστυχισμένη γυναίκα.
Έπνιξα το παιδί μου στη θάλασσα, και βρήκα τον άντρα μου νεκρό πριν την ώρα
του. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, ο Πιλάτος με υποχρεώνει μέσα στην τόσο μεγάλη
μου λύπη να σε παντρευτώ παρά τη θέληση μου". Όταν του περιέγραψε όλα τα
χαρακτηριστικά του βρέφους και ο Ιούδας της διηγήθηκε όλα τα βάσανα που πέρασε,
κατάλαβαν ότι είχε παντρευτεί τη μητέρα του και ότι είχε σκοτώσει τον πατέρα
του».
Περιοδικό
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ
τ. 226/Απρίλης.1987
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου