Τα
κοιμητήρια στο Μαρούσι των νεώτερων χρόνων
Από
τις ταφές γύρω από κάθε εκκλησία ως το σύγχρονο νεκροταφείο
Έρευνα-κείμενο του Γιώργου Πάλλη
Ο τόπος ταφής των νεκρών
έχει ιδιαίτερη σημασία στη ζωή κάθε ανθρώπινης κοινότητας, μικρής ή μεγάλης. Η
θέση του και η μορφή του αντιπροσωπεύουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών
της, τις αντιλήψεις τους για τους κεκοιμημένους, αλλά και τις ιστορικές συνθήκες
της κάθε εποχής. Στο κείμενο που ακολουθεί θα εξετάσουμε τη διαδρομή των
νεκροταφείων στο νεώτερο Μαρούσι, από τον 19° αιώνα μέχρι σήμερα, και θα δούμε
πώς αυτή ακολούθησε την εξέλιξη του οικισμού αλλά και επηρέασε τον πολεοδομικό
του σχεδιασμό.
Στα
χρόνια της Τουρκοκρατίας
Κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας και ως την Επανάσταση, συνεχιζόταν στην Ελλάδα η παλαιότερη
βυζαντινή πρακτική να ενταφιάζονται οι νεκροί γύρω από κάθε εκκλησία, μικρή ή
μεγάλη, εντός και εκτός οικισμών. Οι πιο επιφανείς ( ανάμεσα τους -π.χ.
κληρικοί, ιδρυτές ή ιδιοκτήτες ναών- είχαν το προνόμιο να θάβονται στο
εσωτερικό τους, κάτω από το δάπεδο. Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως είχαν ως τελευταία
κατοικία απλούς τάφους στον περίγυρο των εκκλησιών, χωρίς σήμανση με λίθινο
σταυρό ή επιγραφή. Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης, το Μαρούσι
αριθμούσε σε μια πρόχειρη εκτίμηση γύρω στους 300-500 κατοίκους. Στους δύο
πυρήνες του οικισμού, το Πάνω (το σημερινό «ιστορικό κέντρο») και το Κάτω
Μαρούσι (στην περιοχή Λογοθέτη, σημ. Άγιος Θωμάς), καθώς και στην εκτεταμένη
αγροτική ύπαιθρο του, υπήρχαν τουλάχιστον είκοσι έξι μεσαίου και μικρού
μεγέθους ναοί, μεγάλο μέρος των οποίων σώζεται μέχρι σήμερα. Γύρω από όλες
αυτές τις εκκλησίες γίνονταν ταφές, με τις περισσότερες πιθανότατα στην
παλαιότερη εκκλησία της Κοιμήσεως. Κάθε εκσκαφή για δημόσια δίκτυα ή
αρχαιολογική ανασκαφή γύρω από αυτά τα κτίσματα, είναι βέβαιο ότι θα αποκαλύψει
ανθρώπινα οστά.
Σχετική είναι η διήγηση
την οποία δημοσίευσε το 1920 ο περίφημος αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου
(1852-1942) στο βιβλίο του Ο Αναδρομάρης της Αττικής. «Δύο μυγδαλιαίς όμως, που
είναι σ' ένα ερημοκκλήσι κοντά στο Μαρούσι, διηγούνται και κάτι άλλο. Κάμποσο
μακρυά από κει κτιζόταν ένα εξοχικό σπιτάκι. Τώκτιζε ο πατέρας για την κόρη
του. Τα δυο του τ" αρσενικά παιδάκια ανεβοκατέβαιναν στη σκαλωσιά και
κουβαλούσαν λάσπη. Έξαφν' ακούστηκ' ένα κρακ! Έπεσ' η σκαλωσιά και μαζί μ'
αυτήν έπεσαν και τα δυο τα παιδάκια. Ούτε στεναγμό μπόρεσαν να βγάλουν. Το
χωριό ήταν μακρυά. Τάθαψαν στο κοντινό ρημοκκλήσι, μέσα στον ίδιολάκκο. Τα
παιδάκια είχαν μύγδαλα στην τσέπη τους. Στο χρόνο απάνω δυο μυγδαλιαίς, που
φύτρωσαν απ' τον τάφο, είχαν γείνη δενδράκια».
Τα
θύματα της πανώλης του 1789
Ιδιαίτερη αντιμετώπιση
είχαν εκείνη την εποχή οι νεκροί που πέθαιναν από επιδημίες και μολυσματικές
ασθένειες, καθώς θεωρούνταν μολυσμένοι και ενταφιάζονταν μακριά από
κατοικημένες περιοχές. Μια τέτοια επιδημία ήταν η μεγάλη πανώλη που αποδεκάτισε
τον πληθυσμό της Αθήνας και των περιχώρων της το 1789. Ο Σκωτσέζος ευγενής και τοπιογράφος
James Skene of Rubislaw (1775-1864). που έζησε
μεταξύ του 1838 και 1845 στο Μαρούσι, κατέγραψε σε κείμενο του τη μαρτυρία ότι
τα θύματα της επιδημίας αυτής ενταφιάστηκαν στον Άγιο Δημήτριο, ο οποίος
βρισκόταν τότε έξω από τον οικισμό και διατηρείται ως σήμερα, στην οδό Στ.
Δραγούμη. Ο ναός αυτός, που συντηρήθηκε πρόσφατα με την επίβλεψη της Εφορείας
Αρχαιοτήτων Αθηνών, είχε κτιστεί πριν από το 1622, έτος κατά το οποίο
φιλοτεχνήθηκαν σύμφωνα με επιγραφή οι αγιογραφίες του. «Οι σοροί των θυμάτων
της πανώλης που εξουθένωσε το Μαρούσι στα τέλη του περασμένου αιώνα (ενν. του 18ου)»,
γραφεί ο Skene,
«ενταφιάστηκαν γύρω από αυτόν (ενν. τον Άγιο Δημήτριο), ενώ οι επιμνημόσυνες
προσφορές των συγγενών των αρρώστων γίνονταν στον ίδιο ναό». Και προσθέτει ότι «αυτά
τα γεγονότα κατέστησαν τούτη τη μικρή εκκλησία αντικείμενο δεισιδαιμονιών». Ο
φόβος του μιάσματος φαίνεται ότι δημιούργησε ένα μεταφυσικό δέος, το οποίο
σφράγισε για πολλά χρόνια στη συλλογική μνήμη των ντόπιων τον Άγιο Δημήτριο, ως
χώρο ταφής των μολυσμένων συγγενών τους.
Η
ίδρυση οργανωμένων νεκροταφείων επί Όθωνα
Με τη σύσταση του μικρού
βασιλείου της Ελλάδος το 1832 και τη θέσπιση υγειονομικών και πολεοδομικών
κανόνων, ορίστηκε ότι η ταφή των νεκρών πρέπει να γίνεται εκτός των
κατοικημένων περιοχών, μέσα σε περιμανδρωμένους χώρους που θα προορίζονταν
αποκλειστικά γι' αυτό τον σκοπό. Το 1834 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 16/5-5-1834).
το οποίο όριζε ότι «απαγορεύεται η ταφή των νεκρών εις τας εκκλησίας... εντός
των πόλεων, κωμοπόλεων και χωρίων». Επιπλέον προέβλεπε ότι «έκαστον
νεκροταφείον πρέπει να απέχη από την πόλιν, κωμόπολιν ή χωρίον εις το οποίον
ανήκει, τουλάχιστον εκατόν μέτρα», καθώς και ότι έπρεπε να περικλείεται με
τοίχο.
Το Μαρούσι, έδρα του δήμου
Αμαρουσίου το 1835-1840 και το 1850-1853. έπρεπε να ανταποκριθεί σε όσα όριζε ο
νόμος, καθώς μάλιστα άρχισε να αυξάνεται ο πληθυσμός του (360 κάτοικοι το 1835,
712 το 1851). Ωστόσο, φαίνεται ότι η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων άργησε και
εξακολούθησαν να γίνονται ενταφιασμοί γύρω από τον ναό της Κοιμήσεως: όπως
αναφέρει ο Δημήτρης Μασούρης στο βιβλίο του για τον ναό, κατά τις εκσκαφές για
την κατασκευή του προστώου της σημερινής εκκλησίας το 1963, βρέθηκαν οστεοφυλάκια
και τμήματα ταφικών επιγραφών, μια από τις οποίες ανήκε στη δεκαετία του 1840.
Πολλές ταφές πραγματοποιήθηκαν στο ίδιο
διάστημα στην Παναγία Μαρμαριώτισσα, τον ναό που αφιερώθηκε το 1870 στους
Αγίους Αναργύρους και κατεδαφίστηκε το 1973 για να κτιστεί η υφιστάμενη σήμερα,
ομώνυμη εκκλησία. Γύρω από τον ναό αυτό σώζονταν μέχρι τότε (το 1973)
ταφόπλακες από μνημεία της οθωνικής περιόδου, ενώ ανθρώπινα οστά ήρθαν στο φως
σε εκσκαφές δημοσίων έργων τη δεκαετία του 1980. Εδώ παραδίδεται ότι έχουν
ταφεί οι Μαρουσιώτες αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Η κοιμητηριακή χρήση
του χώρου δικαιολογείται και από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εκκλησία
βρισκόταν στις παρυφές του τότε οικισμού.
Το
κοιμητήριο της Αγίας Σωτήρας
Το 186ο είναι σύμφωνα με
τις διαθέσιμες πληροφορίες το έτος κατά το οποίο οργανώθηκε στο Μαρούσι
κανονικό νεκροταφείο, με τη φροντίδα του δήμου Αθηναίων, στον οποίο υπαγόταν
πλέον ο οικισμός. Η θέση που επελέγη ήταν ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος
-Αγία Σωτήρα κατά τους ντόπιους-, 150 περίπου μέτρα ανατολικά της κεντρικής εκκλησίας
της Κοιμήσεως. Το έτος εκείνο, επί δημαρχίας Γεωργίου Σκούφου και επί του
παρέδρου Αμαρουσίου Σωτηρίου Χαϊμαντά, ο χώρος περιτοιχίστηκε με μανδρότοιχο.
Η Αγία Σωτήρα είναι βέβαια
ένα πολύ παλαιότερο κτίσμα: το ιερό βήμα της χρονολογείται στο 1200-125ο, ενώ
οι πλάγιοι τοίχοι οφείλονται σε ανοικοδόμηση κατά τον 18° αιώνα. Κατά τη
μετατροπή της σε κοιμητηριακό ναό διατήρησε τη διάταξη που είχε από εκείνη την
ανοικοδόμηση. Το 1907 φιλοτεχνήθηκαν οι εικόνες του τέμπλου της. Σήμερα
βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, καθώς συντηρήθηκε με τη μέριμνα της ενορίας
της Κοιμήσεως Θεοτόκου και την προσωπική φροντίδα του αρχιτέκτονα της 1ης
Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Νίκου Δεληνικόλα.
Το κοινοτικό κοιμητήριο
του 19ου αιώνα αποτυπώνεται στον χάρτη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου
που σχεδιάστηκε το 1878-79, ως «Nekrotaphion Sotiros», ενώ η θέση του
διακρίνεται στην πανοραμική φωτογραφία του παλιού οικισμού του 1908, ως μια
συστάδα κυπαρισσιών. Από τα τελευταία έχουν διατηρηθεί ορισμένα μέχρι σήμερα,
στην τωρινή πλατεία της Αγίας Λαύρας. Από τα ταφικά μνημεία, σώζονται λίγες
ενεπίγραφες πλάκες και στήλες που μεταφέρθηκαν στο επόμενο κοιμητήριο, του
Αγίου Γεωργίου, και κοσμούν τάφους παλαιών οικογενειών του τόπου.
Η
εξεύρεση νέας θέσης
Εν τω μεταξύ ο πληθυσμός
του Αμαρουσίου αυξανόταν όλο και περισσότερο: το 1879 αριθμούσε 1.216
κατοίκους, το 1896 έφτασε τους 1.712 και το 1907 τους 2.277. Η εξέλιξη αυτή
είχε ως επακόλουθο την οικοδόμηση πολλών νέων κατοικιών, με αποτέλεσμα να
βρεθεί σταδιακά η Αγία Σωτήρα ανάμεσα στα σπίτια του παλιού οικισμού που
επεκτεινόταν προς τα ανατολικά και σε εκείνα της νέας συνοικίας που
σχηματιζόταν στη θέση "Αλώνια". Έτσι, ήταν πλέον αναγκαίο να
μεταφερθεί το υφιστάμενο κοιμητήριο σε άλλη θέση, εκτός του οικισμού, όπου θα
μπορούσε να δεχτεί και περισσότερους νεκρούς.
Ως καταλληλότερος κρίθηκε
ο χώρος του ναού του Αγίου Γεωργίου, σε ένα ερημικό ύψωμα ανατολικά των
Αλωνιών. Ο ναός, που χρονολογείται στον 16° ή 17° αιώνα και αποτελεί διατηρητέο
μνημείο, ανήκε τότε στον Αθανάσιο Γ. Πάλλη (1841-1913). τον συνιδρυτή του
ομώνυμου ιστορικού χαρτοπωλείου ("Πάλλης &. Κοτζιάς"), ο οποίος
κατείχε μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή. Ο Πάλλης ήταν μέλος της άτυπης
κοινοτικής επιτροπής -το Μαρούσι εξακολουθούσε να ανήκει στον δήμο Αθηναίων-
και είχε εργαστεί ιδιαίτερα για την οργάνωση του εμπορίου του νερού, τη
διαμόρφωση της μετέπειτα πλατείας Κασταλίας και για άλλα έργα.
Δεν γνωρίζουμε αν ήταν
αυτός που πρότεινε τη μεταφορά του νεκροταφείου στον ιδιόκτητο ναό του ή αν του
το ζήτησε η Κοινότητα, αλλά βέβαιο είναι ότι διέθεσε το ακίνητο για τον
συγκεκριμένο σκοπό με τη διαθήκη του. Πιθανώς επρόκειτο για δική του επιλογή,
καθώς ήδη το 1911 κήδευσε και ενταφίασε εκεί τη σύζυγο του Στυλιανή. Στο μεγάλο
μαρμάρινο μνημείο που κατασκεύασε στα αριστερά της εισόδου του Αγίου Γεωργίου,
τάφηκε και ο ίδιος δύο χρόνια αργότερα.
Το
κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου
Η εμπόλεμη δεκαετία του
1910 είναι πιθανώς ο λόγος για τον οποίο μεσολάβησαν αρκετά χρόνια ώσπου να
πραγματοποιηθεί η μεταφορά του νεκροταφείου από την Αγία Σωτήρα στη νέα του
θέση. Σύμφωνα με τά Μαρουσιώτικα του Τάκη Πολιτόπουλου, ο πρώτος νέος νεκρός
που τάφηκε στο καινούριο κοιμητήριο ήταν ο Δημήτριος Φ. Κόσκορος, την 1η
Ιανουαρίου του 1920. Μνήματα εξακολουθούσαν πάντως να υπάρχουν στο παλαιό
νεκροταφείο μέχρι τις αρχές του 1927, οπότε η Κοινότητα κάλεσε με ανακοινώσεις
στον Τύπο τις ενδιαφερόμενες οικογένειες να τα μεταφέρουν. Ο χώρος μετατράπηκε
κατόπιν σε πλατεία, η οποία αρχικά ονομάστηκε «Άρεως».
Στα τέλη του 1927 άρχισαν
εργασίες ριζικής επισκευής του Αγίου Γεωργίου, με σχέδια του αρχιτέκτονα Σκόκου
και δαπάνη του καπνοβιομήχανου Νικολάου Μαργαρίτη. Ο ναός απέκτησε νεωτερική
εμφάνιση, με επιχρίσματα και την προσθήκη ενός ξύλινου νάρθηκα. Δυστυχώς δεν
διατηρήθηκαν ούτε οι τοιχογραφίες, ούτε άλλα ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά
στοιχεία, που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών και θα βοηθούσαν στη
μελέτη του μνημείου. Τα θυρανοίξια του ανακαινισμένου Αγίου Γεωργίου έγιναν
στις 25 Μαΐου 1928 από τον τότε επίσκοπο Σταυρουπόλεως Θεόκλητο, τον μετέπειτα
αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1957-1962).
Ο Ν. Μαργαρίτης
χρηματοδότησε και άλλα εξωραϊστικά έργα στο νεκροταφείο, στη μνήμη του μικρού
του γιου Κωνσταντίνου, το περίτεχνο ταφικό μνημείο του οποίου δεσπόζει μέχρι σήμερα
στα δεξιά της κεντρικής οδού του. Πρόκειται για έργο του γλύπτη Νικολάου
Γεωργαντή (1883-1947) και απεικονίζει έναν άγγελο να περιβάλλει με τις φτερούγες
του το νεκρό παιδί. Ο ίδιος γλύπτης είχε φιλοτεχνήσει το 1923 το ηρώο του
Αμαρουσίου.
Τα επόμενα χρόνια έγιναν
επεκτάσεις τόσο του νεκροταφείου και των υποδομών του, όσο και του ναού του
Αγίου Γεωργίου, ώστε να πάρουν τη σημερινή τους έκταση και μορφή. Ο ναός
ανακαινίστηκε και πάλι το 2004, διατηρώντας την εμφάνιση που απέκτησε το 1928,
παρόλο που θα ήταν προτιμότερο να αποκαλυφθεί η λιθοδομή των τοίχων του και να
αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή. Το γύρω τοπίο δεν είναι πια ερημικό, καθώς
ένας μόνον δρόμος χωρίζει τον μανδρότοιχο του νεκροταφείου από τις νέες
συνοικίες των Καρπαθίων και των Ηπειρωτών. Στο κοιμητήριο του Αμαρουσίου, το μεγαλύτερο στην ιστορία του,
αναπαύονται σήμερα χιλιάδες παλαιοί και νέοι Μαρουσιώτες, «ανώνυμοι» και
«επώνυμοι» -διασημότερος ανάμεσα τους ο ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης-, που
«επλήρωσαν το κοινόν χρέος».
ΑΜΑΡΟΥΣΙΑ 28.4.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου