Η
ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ
Το 1992, με αφορμή τον
εορτασμό για τα διακόσια χρόνια από την γέννηση του Ανδρέα Κάλβου, Έλληνες χαράκτες
και ζωγράφοι φιλοτέχνησαν ειδικά για την «Κ» πορτρέτα του Ζακυνθινού ποιητή
«ΚΑΘΩΣ μερικές φορές
κρατώντας μπρος και πολύ κοντά στα μάτια μας μια εικόνα, μια φωτογραφία
προσώπου αγαπημένου, αρχίζουμε να χάνουμε σιγά σιγά τη συγκεκριμένη μορφή του
και να τη βλέπουμε να χωρίζεται σε δύο,
σε τρεις άλλες μορφές που ξεκολλούν πάνω απ' την πρώτη και στέκουνε πλάι της,
έτσι κι εδώ, πλάι από τη γνωστή και παραδομένη μορφή του Κάλβου που κρατάω
μπρος και πολύ κοντά στα μάτια μου, αρχίζουν να παρουσιάζοντα, αριστερά και
δεξιά, δυο άλλες μορφές». Η άποψη του Οδυσσέα Ελύτη για τη μορφή του Ανδρέα
Κάλβου, εντεταγμένη σ’ ένα παλαιό κείμενο του ποιητή, με ημερομηνία «Άνοιξη 1940», εξακολουθεί να ισχύει σήμερα
παρά τις τόσες διαφορετικές τοποθετήσεις, εικασίες, εκτιμήσεις για τη μορφή του
μεγάλου ωδοποιού.
Είναι ιδιαζόντως περίεργο
το γεγονός ότι σε μια εποχή όπου η φωτογραφία έχει εφευρεθεί ( Ο Κάλβος
πεθαίνει το 1869) δεν διασώζεται ούτε μια δαγκεροτυπία, ένα πορτρέτο, ένα πρόχειρο
σκίτσο έστω του ποιητή των «Ωδών». Η σιωπή που ο ίδιος θέλησε να τον συνοδεύει
εν ζωή, τον ακολούθησε και στο θάνατο. Η διάθεση του να σταθεί στο περιθώριο,
χωρίς να υπογραμμίζει την παρουσία του, κάλυψε με πέπλο μυστηρίου τις
λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής, την εικόνα που αφήνουν πίσω τους οι
άνθρωποι ως σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές. Ξέρουμε, για παράδειγμα,
πως ο Κάλβος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο στην εκκλησία Saint Pancrasy του
Λονδίνου, αλλά δεν σώζεται φωτογραφία του γάμου. Γνωρίζουμε πως η Αγγλίδα
σύζυγος του διατηρούσε Παρθεναγωγείο στο Λάουθ, αλλά το αρχείο της σχολής
καταστράφηκε από πυρκαγιά, μετά το θάνατο του Κάλβου. Από μια περίεργη σύμπτωση
όλες οι αποδείξεις για τη μορφή του ποιητή καταστράφηκαν με παρόμοιους τρόπους.
Τη θέση του ντοκουμέντου πήρε η δημιουργική φαντασία.
Γιώργος
Τσουράς
Έτσι, ο ζωγράφος Γιώργος
Τσουράς έκανε το 1972 ένα πρόχειρο σχέδιο της μορφής του Κάλβου πάνω σε
περγαμηνή, διαβάζοντας την περιγραφή του ποιητή από την «Εγκυκλοπαίδεια του
Ηλίου». Το σχέδιο αυτό είχε παραγγελθεί στο ζωγράφο για την πρώτη έκδοση του
βιβλίου «Βιογραφίες ποιητών, πεζογράφων και επιστημόνων» (Εκδ. Στρουμπούκη).
Αργότερα, το ίδιο σχέδιο, βελτιωμένο, κοσμούσε το εξώφυλλο της τελευταίας
έκδοσης των «Απάντων Κάλβου» (Εκδ. Μέρμηγκας). Όπως μας ενημερώνει ο Γιώργρς
Ανδρειωμένος στην περιοδική έκδοση «Τετράμηνα» (τεύχος 38), ένα πανομοιότυπο,
μεταγενέστερο σχέδιο -χαλκογραφία, για να είμαστε ακριβείς- παραγγελία του
εκδότη Θ. Σκάπα, φιλοτεχνήθηκε από τον Π. Γράββαλο και στάθηκε αιτία
παρεξήγησης: ο μεν κ. Γράββαλος διατεινόταν ότι το έργο του προερχόταν από
παλαιό ιταλικό σχέδιο, ο δε κ. Τσουράς επέμενε για την πατρότητα του αρχικού
σχεδίου...
Οδυσσέας
Ελύτης
Ο Γιώργος Σεφέρης, επίσης,
έδωσε τη δική του εκδοχή για το πορτρέτο του Κάλβου και ο Ελύτης καταπιάστηκε
αρκετές φορές -με πλέον πρόσφατη την απόπειρα σχεδιασμού της μορφής του
ωδοποιού για το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Συντέλεια», με το ίδιο θέμα. Ο
Ελύτης εντόπιζε εν μέρει το μυστήριο που τύλιγε ανέκαθεν τον Κάλβο στην έλλειψη
μιας προσωπογραφίας που θα συγκεκριμενοποιούσε τη μορφή του ποιητή. Παλαιότερα,
μάλιστα, προσπάθησε να αντικαταστήσει με λέξεις το πολυπόθητο αυτό πορτρέτο
τοποθετώντας στη θέση του αυτονόητου τη δημιουργική φαντασία, ξεμακραίνοντας
από τις Ωδές του Κάλβου για να συναντήσει τον πείσμονα δημιουργό των λυρικών
ποιημάτων.
Τι έβλεπε ο Οδυσσέας
Ελύτης κοιτάζοντας «τον άνθρωπο και το έργο του αξεχώριστα»; «Ένα γέροντα
μικροκαμωμένο και φαλακρό, με μύτη μεγάλη και ρούχα κατάμαυρα. Με τη βαθειά του
μόρφωση κρυμμένη κάτω από έναν χαρακτήρα σχεδόν αποκρουστικό, που αποφεύγει τον
κόσμο, κλείνεται στον εαυτό του, ξεσπά σε θυμούς ακατανόητους. Λεπτότατα είναι
τα νήματα που τον δένουν με τα εγκόσμια. Η έκρηξη της ζωής, η μεγάλη θέρμη της
φύσης, το αισθησιακό πάθος, δεν τον αγγίζουν. Ο έρωτας; Ούτε αυτός, αλίμονο.
Δύο γάμοι του μοιάζουν περισσότερο με βιοτικές ανάγκες. Η επαφή του με τους
ανθρώπους; Μια σειρά από θλιβερά και απογοητευτικά επεισόδια».
Ο έγκυροι «Times»,
άλλωστε, όπως υπενθυμίζει σε παλαιότερο άρθρο του ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος,
περιγράφουν τον Κάλβο ως άνθρωπο με «ενδιαφέρον παρουσιαστικό». Άλλες
περιγραφές επισημαίνουν το μέτριο ανάστημα του, αλλού διαβάζουμε για το μεγάλο
κεφάλι του, τα μαύρα πυκνά μαλλιά, το διαπεραστικό βλέμμα, το ευρύ στέρνο. «Τα
χείλη του, βέβαια, συμπληρώνει ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, είχαν το στραβό
υστερόγραφο της πικρίας, οι άκρες των χειλιών του κρεμούσαν προς τα κάτω».
Νέα
Πορτρέτα
Διακόσια χρόνια μετά τη
γέννηση του Ανδρέα Κάλβου -με αφετηρία την επέτειο και τις εορταστικές
εκδηλώσεις που κορυφώθηκαν το Σεπτέμβριο του 1992 στη Ζάκυνθο, τις σκέψεις του
Οδυσσέα Ελύτη, την περιγραφή των «Times», τα προϋπάρχοντα πορτρέτα, αλλά κυρίως
τα ίδια τα ποιήματα, τις Ωδές που δεν γερνούν, αλλά αντιθέτως προσφέρονται
συνεχώς σε νέες αναγνώσεις· Ελληνες χαράκτες και
ζωγράφοι φιλοτέχνησαν ειδικά για την «Καθημερινή» πορτρέτα του ζακυνθινού
ποιητή. Προσωπογραφίες που δεν προτίθενται να αποκαταστήσουν την αλήθεια, αλλά
να τη σχετικοποιήσουν. Να αποδείξουν πως η ποίηση διαβάζεται με πολλούς
διαφορετικούς τρόπους και πως η μορφή είναι απλώς μια φωτοσκίαση της
πραγματικότητας.
Ο Ψυχοπαίδης και ο Χιώτης
με τα ζωγραφικά τους έργα, ο Φ. Μαστιχιάδης, η Αρια Κομιανού, ο Τάκης
Κατσουλίδης με τα χαρακτικά τους επιχείρησαν να προσεγγίσουν τη μορφή και το
έργο του Κάλβου, ακολουθώντας διαφορετικούς εικαστικούς δρόμους. Κοινό σημείο
στην αναζήτηση τους ο μεγάλος αριθμός προσχεδίων, οι σπουδές που προηγήθηκαν
των έργων, το μεγάλο ερωτηματικό που εξακολουθεί να τίθεται ακυρώνοντας τις
οριστικές προσεγγίσεις.
Ο μύθος του μοχθηρού,
αγνώμονα ανθρώπου που είχε καλλιεργηθεί από τους συγχρόνους του Κάλβου, επηρέασε
τους δημιουργούς. Οι σκληρές γραμμές, τα αδρά χαρακτηριστικά, το στριφνό βλέμμα
διατηρήθηκαν στα έργα των περισσοτέρων. Συχνά, ωστόσο, η αυστηρότητα είναι
απλώς το πρόσχημα για να αποδοθεί στο χαρτί η έντονη προσωπικότητα ενός
ανθρώπου που αρνιόταν να ενταχθεί σε ομάδες, να υποταχτεί στη μοίρα.
Άσπρο
- μαύρο
Η Αρια Κομιανού φοβήθηκε
εξαρχής την υπερβολική αυστηρότητα του πορτρέτου της, αλλά τη θεώρησε
αλληλένδετη με την προσωπικότητα του Κάλβου. Ο Μαστιχιάδης δημιούργησε ένα
ολόσωμο χαρακτικό, τοποθετώντας τον ποιητή των Ωδών στο Λονδίνο για να τονίσει
το κοσμοπολίτικο πνεύμα του,
«σβήνοντας» κάπως τις γραμμές του προσώπου για να επισημάνει έτσι πως
τίποτε στη μορφή του Κάλβου δεν είναι τετελεσμένο και απόλυτο. Ο Χιώτης,
κατέληξε στο ασπρόμαυρο πορτρέτο που δουλεύτηκε με μολύβι, λευκό και μαύρο
πλαστικό, ακρυλικά, ύστερα·από διάφορα προσχέδια. Προσέγγισε τον ποιητή μέσω
των κειμένων, γνωρίζοντας πως η μορφή που προέκυψε μπορεί να απέχει πολύ από
την πραγματικότητα. «Ο Κάλβος, θα πει, έγραψε στίχους με διαχρονική υπόσταση.
Τολμώ να πω πως θυμίζει Έλληνα της διασποράς με τη ρομαντική του άποψη για την
Ελλάδα. Διέθετε μεγάλη παιδεία, αντλούσε υλικό από τον Πίνδαρο, τον Όμηρο.
Δημιούργησε ιδιόρρυθμη γραφή».
Ο Τάκης Κατσουλίδης βρήκε
αναλογίες ανάμεσα στον Κάλβο και τον Μπουζιάνη. «Η αντιμετώπιση του Κάλβου από
τη διανόηση της εποχής του, επισημαίνει ο χαράκτης, μας υπενθυμίζει πως οι
παρεοκρατίες δρουν πάντα. Αποκλείουν τα πρώτα μεγέθη -όπως στην περίπτωση του
Μπουζιάνη- προωθούν τους αριβίστες». Ο Τ. Κατσουλΐδης είχε διαβάσει τις «Ωδές»
πριν από 20 χρόνια και είχε σχεδιάσει τότε, αντί πορτρέτου, μια λαϊκή βρύση για
την έκθεση του Αρτεμάκη με τον τίτλο «ελληνικές μορφές». Η ποίηση του με
συγκινεί, θα προσθέσει, αλλά και η ζωή του, η διάθεση του να παραμείνει
ανένταχτος. Χάραξα σε πλάγιο ξύλο τρεις-τέσσερις παραλλαγές του πορτρέτου. Τον
φαντάστηκα ηλικιωμένο, αλλά πολύ ζωντανό, με έντονο βλέμμα».
Γιάννης
Ψυχοπαίδης
Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης
θεώρησε εικαστική πρόκληση ένα πορτρέτο χωρίς σημείο αναφοράς, όπως το πορτρέτο
του Κάλβου. Γι' αυτό και φιλοτέχνησε 13 διαφορετικές προσωπογραφίες, 13 συμπληρωματικές
προτάσεις, όπου «ο ποιητικός λόγος καθορίζει το πρόσωπο». Η έκδηλη αγάπη του
ζωγράφου για τον ποιητή τον οδήγησε να αντιληφθεί την προσφορά του Κάλβου στην
ελληνική ποίηση ως «ένα βαθύτατο, όχι πάντα φανερό ρομαντισμό που, μέσα από το
κατακρεουργημένο σώμα της ποίησης, οραματίζεται το όλον. Το κλασικό αίτημα του
ρομαντισμού για την ολότητα τίθεται στον Κάλβο μέσα από τα συνειδητό σπασίματα
ανάμεσα στην αρχαιοπρεπή και την ομιλούμενη γλώσσα».
«Τη φιγούρα του Κάλβου
-σύμφωνα με τον Ψυχοπαίδη- συνοδεύει η σκιά του άλλου του εαυτού. Στην ουσία,
ωστόσο, είναι σαν να μην υπήρξε ως φυσική παρουσία, αφού δεν έχουμε
κληρονομήσει την εικόνα του. Όση σημασία έχει η ποίηση του έχει και η σιωπή
του. Οι σιωπές του Κάλβου -επισημαίνει ο ζωγράφος- είναι εύγλωττες, αποτελούν
μια μορφή ποιητικού ήθους που με βοήθησε πολύ να εμβαθύνω στη μορφή του. Στη
ζωή του ήταν δύσκολος, απαιτητικός, μη συνεργάσιμος, υπερήφανος μέχρι θανάτου. Όμως,
η σχολαστικότητα του, το πείσμα του κάνει την έννοια του μεγαλείου ακόμη πιο
ενδιαφέρουσα. Πιο ανθρώπινη. Φαντάζομαι ότι αν είχαμε την τύχη να ζούμε δίπλα
του θα τον θεωρούσαμε μίζερο δάσκαλο. Στην ποίηση του, ωστόσο, υπάρχει ο
αιφνιδιασμός της γλώσσας, η μόνιμη ανατροπή».
Χωρίς να αναζητεί την
εικαστική αυτάρκεια, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης -όπως και οι υπόλοιποι δημιουργοί που
ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της «Καθημερινής»- δημιούργησε πορτρέτα «ανοιχτά»,
συνεχείς προτάσεις για το ανέφικτο. Σ' αυτή την «ελαστικότητα» της μορφής, τη
δυνατότητα πολλαπλών προσεγγίσεων αναφερόταν ο Ελύτης, με τις λέξεις του πια
και όχι με σκίτσα, όταν έγραφε: «Δεν δυσκολεύομαι διόλου να μακρύνω από το
μαυροφορεμένο γεροντάκι, για να δω μπροστά μου ένα νέο ζωηρόν και αντάρτη,
γεμάτον από ελπίδες συγκεκριμένες και έρωτα για τη ζωή, ένα νέο που η δύναμη
του δεν έχει ακόμα ίσως υπολογίσει καλά τις αντιξοότητες του καθημερινού βίου».
Ας φανταζόμαστε έτσι τον Κάλβο. Σε πείσμα των φωτογραφικών αποδείξεων...
Αμάντα Μιχαλοπούλου
ΚΥΡΙΑΚΗ
6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1992
Η
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου