Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Αγγελικής Δαμίγου : Αθανάσιος ο Μέγας



Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας ή Μέγας Αθανάσιος ή Άγιος Αθανάσιος (περ. 298 – 2 Μαΐου 373) ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Τιμάται ως άγιος από την Ανατολική Ορθόδοξη, την Ρωμαιοκαθολική, τις Λουθηρανικές και τις Αγγλικανικές εκκλησίες. Αποτελεί έναν από τους τέσσερις Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας που φέρουν τον τίτλο «Μέγας» μαζί με τούς Βασίλειο, Φώτιο, και Αντώνιο, και ένας από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

Αθανάσιος ο Μέγας

Γράφει η Αγγελική Δαμίγου
 
Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (18 Ιανουαρίου και 2 Μαΐου) Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε το 295 ή 296 στην Αλεξάνδρεια από φτωχούς Χριστιανούς Έλληνες γονείς αλλά με θερμότατη ευσέβεια. Λόγω των οικονομικοί του δεν μπόρεσε να έχει πολυετή φοίτηση σε ανώτερες σχολές. Πήρε, όμως, εγκυκλοπαιδική, φιλοσοφική παιδεία, όπως μαρτυρεί ο Γρηγόριος ο θεολόγος.
Η διάνοια του, πλούσια προικίσθηκε από το Θεό, με γενναία αυτοκαλλιέργεια και ανύψωση και μπόρεσε όχι μόνο να λάμψει σαν μέγας στρατευόμενος ηγέτης της Εκκλησίας αλλά και σαν μεγάλος ακριβολόγος, δογματικός και σαν απολογητής τόσο στους αιρετικούς όσο και στους φιλόσοφους πολέμιους του Χριστιανισμού. Μαζί με τον Κύριλλο ήταν οι αγιότατοι αρχιεπίσκοποι Αλεξανδρείας και οι Θείοι, της Εκκλησίας του Χριστού, Πατέρες. Και οι δύο από την Αλεξάνδρεια. Γι’ αυτό η μνήμη τους εορτάζεται την ίδια μέρα, στις 18 Ιανουαρίου.
Το 312 εχειροθετήθη αναγνώστης. Το 320 σε ηλικία 25 η 26 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο.
Το 325 ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, 75 χρόνων και φιλάσθενος, δίσταζε ν' ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, διά να μεταβούν στην Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια, όπου θα παρευρίσκοντο όλοι οι επίσκοποι Ανατολής και Δύσεως. Ο Μέγας Αθανάσιος, αρχιδιάκονος τότε, τον προέτρεψε να μη διστάζει να παρευρεθεί και τον ενεθάρρυνε, με το σκεπτικό, ότι θα παρευρίσκετο καθ' όλη τη διάρκεια της μετάβασης του και της επιστροφής του πλάι του.
Δεν έλαβε μέρος στις συνεδριάσεις και στις συζητήσεις της Συνόδου, υπήρξε όμως σπουδαιότατος παράγοντας στις προσυσκέψεις και στις προσυζητήσεις τόσο ώστε αρκετά χρόνια αργότερα το 339, όταν έγινε η Συνοδός στην Αλεξάνδρεια, εκείνοι που έλαβαν μέρος σ' αυτήν, είπαν ότι ο Μέγας Αθανάσιος ήταν κυρίως εκείνος που σταμάτησε την αρρώστια του Αρειανισμού.
Ο γηραιός Αλέξανδρος, στο επιθανάτιο κρεβάτι του, τον Απρίλιο του 328 εξέφρασε προς τους παρευρισκόμενους κληρικούς και προκρίτους του ποιμνίου του, οτι ήθελε διάδοχο του τον Αθανάσιο, ο οποίος έλειπε σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη. Επέστρεψε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου τον Ιούνιο του 328. Τότε Κλήρος και λαός τον εξέλεξαν πανηγυρικά σε ηλικία 33 ετών παρά τις λυσσώδεις αντιδράσεις των Αρειανών, που η αναίδεια και η θρασύτητα τους έφτασε στον  Μεγάλο  Κωνσταντίνο κατά της γενομένης εκλογής.
Ο Άρειος που ξεγέλασε τον Κωνσταντίνο, ότι τάχα παραδέχτηκε τις πράξεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα, γι' αυτό και ο αυτοκράτορας θέλησε να πείσει τον Αθανάσιο να δεχτεί τον Άρειο στους κόλπους της Εκκλησίας για την ειρήνη κράτους και Εκκλησίας. Όμως, ο Αθανάσιος βαθύς γνώστης των Αρειανών, το αρνήθηκε. Μόλις, λοιπόν, έγινε αρχιεπίσκοπος κατάγγειλαν στον Μέγα Κωνσταντίνο, ότι έκανε σκευωρίες εναντίον του και ότι ήθελε να διαταράξει την ειρήνη του κράτους. Ο Κωνσταντίνος το πίστεψε. Συνεκάλεσε το 335 Σύνοδο, στην Καισαρεία της Παλαιστίνης για να εξετάσει τις κατηγορίες κατά του Αθανασίου. Έντεχνα, από τη Σύνοδο, αποκλείστηκαν οι Ορθόδοξοι Μάρτυρες. Η Σύνοδος βασίστηκε στις μαρτυρίες Αρειανών, Μελετιανών ακόμη και Εοραίων ειδωλολατρών και καταδίκασε τον Αθανάσιο σε καθαίρεση, ενώ παράλληλα ψήφισε την παραδοχή του Αρείου στους κύκλους της Εκκλησίας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος διέταξε την εξορία του Αθανασίου στην πόλη Κρίδερι δυτικά της Γαλατίας που κράτησε 2 χρόνια και 4 μήνες. Ο Μέγας Κωνσταντίνος πέθανε τον Μάιο του 337 και ο Μέγας Αθανάσιος επανήλθε στην Αλεξάνδρεια στις 23 Νοεμβρίου του 337 κάτω από τις λαϊκές επευφημίες.
Ο Μέγα; Αθανάσιος το 339 συνεκάλεσε Σύνοδο με 100 Ορθοδόξους επισκόπους στην Αλεξάνδρεια κι απέδειξε το ανυπόστατο όλων των κατηγοριών εναντίον του και πήρε αθωωτική ψήφο.
Τον Ιούλιο του 338 ο Μέγας Αντώνιος δήλωσε δημόσια την εκτίμηση και αφοσίωση του στον πρόμαχο της Ορθοδοξίας Μέγα Αθανάσιο. Οι εχθροί του, όμως, έπεισαν τον Κωνστάντιο να συγκροτήσει Σύνοδο στην Αντιόχεια με την οποία καθήρεσαν τον Αθανάσιο κι έκαναν αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας τον Αρειανό Γρηγόριο τον Καππαδόκη.
Ο Κωνστάντιο; επικύρωσε την καταδίκη που ανάγκασε τον Αθανάσιο σε δεύτερη εξορία που διήρκεσε 7 1/2 χρόνια από τις 10 Απριλίου του 339 ως τις 21 Οκτωβρίου του 346.
Μετά την καθαίρεση του ο Μέγας Αθανάσιος, αφού συνέταξε εγκύκλιο -επιστολή στους επισκόπους του θρόνου του, έφυγε για τη Ρώμη, το Πάσχα του 339 κι έμεινε εκεί 3 χρόνια.
Διέδωσε εκεί την Ορθοδοξία κι αποτέλεσε αφετηρία της ισχυρής και συστηματικής μοναχικής κίνησης της Δυτικής Εκκλησίας.
Το 343, η Σύνοδος στη Σαρδική, τον δικαίωσε και τον ανακήρυξε νόμιμο επίσκοπο της Αλεξανδρείας.
Οι πολέμιοι του, που ήταν περίπου 70 στη Φιλιππούπολη, ανανέωσαν την απόφαση της καθαιρέσεώς του κι έπεισαν τον Κωνστάντιο να ειδοποιήσει τον αδελφό του Κώνστα που βασίλευε στη Δύση, ότι αν τυχόν τολμούσε ο Μέγας Αθανάσιος να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια, θα τον θανάτωναν. Στο τέλος, ο Πάπας Ιούλιος κι ο Κώνστας έπεισαν τον Κωνστάντιο να ακυρώσει όλα τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά του Αθανασίου. Ξαναγύρισε στην Αίγυπτο και πριν μπει στην Αλεξάνδρεια, επίσημοι και λαός του έκαναν μοναδική υποδοχή.
Στις 21 Οκτωβρίου του 346 εγκαταστάθηκε πάλι στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, όπου ο Μέγας Αντώνιος σε βαθύ γήρας του έστειλε τους χαιρετισμούς και τα σέβη του. Φρόντισε για την πνευματικότερη ζωή των μοναχών της Αιγύπτου, για την εξασφάλιση καλύτερης εργασίας των εργατών της Ορθοδοξίας και συνέγραψε την περίοδο εκείνη την απολογία κατά των Αρειανών και υπέρ των αποφάσεων της εν Νικαία Συνόδου.
Όταν πέθανε ο αυτοκράτωρ Κώνστας, ο αδελφός του Κωνστάντιος, πιεζόμενος από τους Αρειανούς, επέτρεψε στον έπαρχο της Αιγύπτου Συριανό, να κυκλώσει με στρατό το ναό, την ώρα που λειτουργούσε ο Μέγας Αθανάσιος και οι στρατιώτες να ορμήσουν ξιφήρεις στα εκκλησιαζόμενα πλήθη, που ζήτησαν να προστατεύσουν τον ιεράρχη τους, ενώ οι ιερείς τον ικέτευαν να φύγει. Εκείνος αφού έψαλε μέρος του ψαλμού κατά του ασεβούς τυράννου της Αιγύπτου, βοηθούμενος από τα πλήθη, εξήλθε και ξέφυγε.
Η 3η εξορία του διήρκεσε 6 χρόνια από τις 9 Φεβρουαρίου του 356 ώς τις 21 Φεβρουαρίου του 352. Περιπλανώμενος στις έρημους της Ανω Αιγύπτου πέρασε από τις κατασκηνώσεις των μοναχών και τα μονήρη ησυχαστήρια των ασκητών. Η Θεία Πρόνοια, όμως, τον διεφύλαξε.
Επικοινωνούσε με τους έμπιστους του στην Αλεξάνδρεια.
Στις 3 Νοεμβρίου του 361 απέθανε ο Κωνστάντιος. Τον διαδέχθηκε ο Ιουλιανός που στην αρχή της βασιλείας του δέχθηκε την ανεξιθρησκεία κι επέτρεψε να επανέλθουν στους θρόνους τους οι εξόριστοι επίσκοποι. Έτσι επέστρεψε πάλι ο Αθανάσιος στις 21 Φεβρουαρίου του 362.
Μετά από 8 μήνες όμως ανεξιθρησκείας ο Ιουλιανός φοβήθηκε το παμμέγιστον κύρος του Αθανάσιου. Τον αποκαλούσε στις επιστολές του «ανθρωπίσκο» και «εχθρό των θεών» και του καταλόγισε θανάσιμο έγκλημα ότι εβάπτισε «Ελληνίδες γυναίκες των επισήμων» και στο τέλος ο Ιουλιανός διέταξε στις 24 Οκτωβρίου του 362 την 4η εξορία του Μεγάλου Αθανασίου. Κατά την αναχώρηση του κι επειδή τα πλήθη έκλαιγαν είπε «Θαρρείτε, νεφυδρίον εστί και θάττον παρελεύσετε» («έχετε θάρρος, γιατί είναι ένα νέφος και γρήγορα θα περάσει»).
Φιλοξενήθηκε από τους μοναχούς στη Θηβαΐδα. Όταν πέθανε ο Ιουλιανός και ανέλαβε διάδοχος ο Ιοβιανός επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του στις 5 Σεπτεμβρίου του 363. Το 365 ανέλαβε το θρόνο του αυτοκράτορα ο Ουάλης φίλος τους Αρειανισμού, ο οποίος εξέδωσε στις 5 Μαΐου του 365 διάταγμα που ανανέωσε το παλιότερο διάταγμα του Κωνστάντιου περί εξορίας των Ορθοδόξων επισκόπων.
Ο λαός ήθελε τον αρχιεπίσκοπο του κι έπεισε τον έπαρχο Αλεξανδρείας να παρακαλέσει τον Ουάλη να μην εκτελεστεί η απόφαση. Ο Ουάλης έστειλε στρατιώτες να σκοτώσουν τον Μεγάλο Αθανάσιο.
Όταν στις 5 Οκτωβρίου ο Μέγας Αθανάσιος το έμαθε, βγήκε νύχτα κρυφά από την Αλεξάνδρεια και κρύφτηκε σ' ένα κοιμητήρι στο πατρικό του σπίτι κι έμεινε εκεί 4 μήνες, έως ότου απέθανε ο ηγεμόνας της Αλεξανδρείας Τατιανός που ζητούσε να τον φονεύσει με εντολή του Ουάλη.
Στο διάστημα αυτών των μηνών πέθανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιος και τον διαδέχθηκε ο σοφός και ενάρετος Ευάργιος. Δεν μπόρεσε, όμως, ν' αποτρέψει τον Ουάλη ν' αποστείλει άλλον αρχιεπίσκοπο στην Αλεξάνδρεια. Όμως, όταν το άκουσαν αυτό οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας κι έμαθαν ότι θα χοροστατήσει στο ναό του Αγίου Διονυσίου, ξεσηκώθηκαν, πήραν μαζί τους τον στρατιωτικό διοικητή και Κλήρος και λαός περικύκλωσαν απειλητικά το ναό.
Θεώρησαν αχαρακτήριστη την τελευταία απομάκρυνση του Ποιμενάρχου τους. Κάτω από αυτή την πίεση και τις νουθεσίες του καινούργιου Πατριάρχη Ευάργιου, ο Ουάλης δέχτηκε τελικά να αναλάβει πάλι ο Αθανάσιος το θρόνο του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας και να μην ενοχληθεί ποτέ πια. Αυτό έγινε την 1η Φεβρουαρίου του 366.
Έκτοτε πλέον ο Αθανάσιος εποίμανε την Αρχιεπισκοπή του με ειρήνη, ανενόχλητος, πολυσέβαστος, πολύτιμος και διατήρησε πάντοτε όλη του τη δραστηριότητα για την Ορθοδοξία. Δικαίως του δόθηκε ο τίτλος ότι υπήρξε ο αγιότερος των ηρώων και ο ηρωικότερος των Αγίων.
Δικαίως επίσης ονομάστηκε Μέγας Πατέρας και στύλος της Ορθοδοξίας. Διακρίθηκε ως πολυγραφότατος και σπουδαιότατος συγγραφέας. Δυστυχώς δεν διεσώθησαν παρά αποσπάσματα από τα έργα του. Ως διάκονος έγραψε τις πραγματείες του κατά των εθνικών και της ενανθρωπίσεως του λόγου. Στα «πολεμικά» του κατατάσσονται η Έκθεσις Πίστεως, η Εγκύκλιος Επιστολή, η Επιστολή προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης, οι Λόγοι κατά των Αρειανών. Άφησε και πολλές επιστολές.
Η γλώσσα του Μεγάλου Αθανασίου δεν έχει κάλλος και κομψότητα, όπως   του  Βασιλείου,  του  Γρηγορίου και του Χρυσοστόμου. Διακρίνεται όμως για την ακριβολογία, τον τόνο και τη δύναμη της. Και αληθινά μέσα από τα γραπτά του εξαγγέλλεται ότι υπήρξε ο κορυφαίος των ποιμεναρχών της Εκκλησίας.
Πέθανε στις 2 Μαΐου του 373 μ.Χ. σε ηλικία 75 ετών. Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του δυο φορές το χρόνο. Την 2α Μαΐου, ημέρα του θανάτου του και την 18η Ιανουαρίου, μαζί με τη μνήμη του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Αλεξανδρείας.
Το θρησκευτικό και ηθικό ανάστημα του στέκεται σαν ωραίο πνευματικό άγαλμα στους κόλπους της Εκκλησίας του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού.

Πηγή
Αγγ. Δαμίγου - Το συναξάρι των Αγίων

Δεν υπάρχουν σχόλια: