Translate -TRANSLATE -

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Μπορεί να βρίσκεται ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Όαση της Σίβα;



 Μπορεί να βρίσκεται ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Όαση της Σίβα;

Ένα μυστήριο που «αναζητά» ακόμα την άκρη του νήματος

Υπάρχει ένα σύνθετο ερώτημα που ακόμα αναζητά απάντηση: για ποιον λόγο σταμάτησε η ανασκαφή της αρχαιολόγου κας Λιάνας Σουβλατζή στην έρημο της Σίβα -αν όντως η Ελλάδα δεν πλήρωνε ούτε δραχμή για αυτήν- και γιατί δεν μάθαμε ποτέ επισήμως τι ήταν τελικά αυτό το Μνημείο που βάσει κάποιων πηγών ρημάζει εδώ και 24 χρόνια από την εγκατάλειψη
Αναμφίβολα η ανακάλυψη του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι για οποιονδήποτε αρχαιολόγο – ερευνητή αυτού του κόσμου το ραντεβού με την «αθανασία». Γιατί αν συμβεί αυτό θα έχει λύσει ένα διαρκές αρχαιολογικό και ιστορικό αίνιγμα που χάνεται στα βάθη 2.342 χρόνων. Δεν χρειάζεται να το πει κάποιος χρησμός: όποιος το λύσει θα αντλεί εσαεί δόξα από το όνομα του «αναζητούμενου».
Η άκρη του νήματος χάνεται δύο χρόνια μετά το θάνατο του μεγαλύτερου στρατηλάτη της ιστορίας, το 321 π.χ., με την αρπαγή του σώματός του από τον Πτολεμαίο, κατά την πορεία της πομπής προς τη Μακεδονία. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο Πτολεμαίος μετέφερε το σώμα του βασιλιά στην Αίγυπτο, την οποία διοικούσε. Έκτοτε, τα ιστορικά ίχνη χάνονται. Αυτός είναι όμως ο λόγος που η Αίγυπτος θεωρείται ως μία πολύ πιθανή τοποθεσία ενταφιασμού του Αλέξανδρου.  
Πως συνδέεται όμως η όαση της Σίβα με τον Μέγα Αλέξανδρο;

ΟΑΣΗ ΣΙΒΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


Ο Μακεδόνας στρατηλάτης έλαβε στη διάρκεια του βίου του διαστάσεις μυθικές και ταυτόχρονα τα κατορθώματά του αποτέλεσαν το πρόπλασμα της τοπικής λογοτεχνίας και των θρύλων μιας τεράστιας γεωγραφικής έκτασης, που εκτεινόταν από την Ευρώπη έως τα σύνορα της Κίνας. Έχοντας κατακτήσει σε ηλικία τριάντα ετών όλο τον γνωστό κόσμο, ο Αλέξανδρος έμοιαζε να έχει ξεμείνει από κατορθώματα. Στο πέρασμά του έστησε μια αυτοκρατορία που έμελλε να σημαδέψει τους πολιτισμούς της Μεσογείου και της Εγγύς και Μέσης Ανατολής επί σειρά αιώνων. Ποια κινητήρια δύναμη τον ωθούσε, ποιο αθεράπευτα μεγαλόπνοο σχέδιο τον ενέπνεε;
Η περιλάληλη εκστρατεία του Μεγάλου Κατακτητή, όπως τον αποκαλούν οι λαοί της Ανατολής (Μπουγιούκ Ισκεντέρ) ξεκίνησε το 334 π.Χ. από την Πέλλα της Μακεδονίας και αφού διέσχισε τη Μακεδονία και τη Θράκη πέρασε τον Ελλήσποντο και συγκρούστηκε στο Γρανικό ποταμό με τους Πέρσες. Ελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, κατέβηκε χαμηλότερα στη Λυκία και μετά διέσχισε διαγώνια σχεδόν τη Μ. Ασία και σταμάτησε στο Γόρδιο. Έλυσε το δεσμό δυναμικά και κατέβηκε προς την Κιλικία, όπου για δεύτερη φορά συγκρούστηκε με τους Πέρσες στην Ισσό το 333 π.Χ. και κατέλυσε ουσιαστικά το Περσικό Κράτος του Δαρείου.
Αμέσως μετά, αντί να κατευθυνθεί προς το εσωτερικό του Περσικού Κράτους, όπως αναμενόταν, κατεβαίνει νότια προς την Αίγυπτο περνώντας από τη Φοινίκη. Από εδώ και πέρα αρχίζει το μυστήριο της φυσιογνωμίας και της μεγαλοφυΐας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Από τα παιδικά του χρόνια η μητέρα του Ολυμπιάδα προσπάθησε να τον πείσει ότι ήταν γιος του Δία και όχι του Φιλίππου! Όταν ξεκίνησε για την εκστρατεία, εκείνη του μαρτύρησε το μυστικό της γέννησής του «το περί την τέκνωσιν απόρρητον», ότι δηλαδή ήταν τέκνο του Δία. Όμως για αυτόν ήταν ένα μυστήριο που έκτοτε ζητούσε να βρει μιαν απάντηση. Αρκετοί είναι εκείνοι που συνδέουν την επιθυμία αυτή του Αλέξανδρου με την απόφασή του να επισκεφθεί το Μαντείο του Άμμωνος, στην έρημο Σίβα. Ωστόσο, οι συνθήκες αυτής της επίσκεψης έχουν λάβει περισσότερο συμβολικό παρά ιστορικό χαρακτήρα. 


Το 322 π.Χ. ο Αλέξανδρος εισέβαλε στην Αίγυπτο, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του Δαρείου Γ’ να υποχωρήσουν στην πατρίδα τους. Στην Αίγυπτο υποδέχτηκαν τον Αλέξανδρο λίγο έως πολύ ως απελευθερωτή και λυτρωτή, γιατί οι σχέσεις τους με τους Πέρσες δεν υπήρξαν ποτέ φιλικές. Εκεί ο Αλέξανδρος έμεινε αρκετούς μήνες, παρεκκλίνοντας από το αυστηρό και άκαμπτο κατακτητικό του πρόγραμμα. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο στρατηλάτης γοητεύτηκε από τη χώρα. Από την άλλη, και με πιο ρεαλιστικές ερμηνείες, είναι γεγονός ότι η Αίγυπτος του εξασφάλιζε τους διαύλους επικοινωνίας με την Ελλάδα, όπως επίσης τον βοηθούσε σημαντικά στη διεκδίκηση από τους Φοίνικες του ελέγχου των εμπορικών οδών της Μεσογείου.
Στις 14 Νοεμβρίου του 322 π.Χ. ο Αλέξανδρος στέφτηκε Φαραώ και αναγορεύτηκε σε ζώσα θεότητα. Η πράξη του αυτή ήρθε σε άμεση αντίθεση με την ελληνική παράδοση, η οποία αποδοκίμαζε έντονα τη θεοποίηση των θνητών. Μάλιστα τους επόμενους δυο μήνες ο Αλέξανδρος δαπάνησε μεγάλα χρηματικά ποσά προκειμένου να ανακαινίσει τους αιγυπτιακούς ναούς και να αποδώσει τιμές στους πολιούχους τους. Επίσης γνωρίζουμε ότι μελέτησε και τα τοπικά ήθη και έθιμα.
Ο Αρριανός, ένας από τους παλιότερους ιστορικούς του Αλέξανδρου, διηγείται ότι ο νεαρός Στρατηλάτης μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου επιθύμησε να πάει στο μαντείο του Άμμωνα Δία στην έρημο Σίβα. «Επί τούτοις πόθος λαμβάνει αυτόν ελθείν παρ’ Άμμωνα εις Λιβύην». Θέλει να εξιχνιάσει τα λόγια της μητέρας του, αλλά και να πάρει χρησμό από το Θεό, επειδή υπήρχε η φήμη πως το μαντείο ήταν αλάνθαστο. Κατά την παράδοση το μαντείο είχε επισκεφτεί και ο Ηρακλής ο πρόγονός του.
Αρχές λοιπόν του 331 π.Χ. εγκαταλείπει τη Μέμφιδα και ακολουθώντας βόρεια παραθαλάσσια πορεία φτάνει στο σημείο εκείνο όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια. Από εκεί περνά όλη την παραθαλάσσια περιοχή  για να στραφεί προς τον Νότο συνοδευμένος με μια ομάδα ολιγάριθμων ιχνηλατών και αυτό παρά τις προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να μην πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του. Όμως ο Αλέξανδρος υπήρξε ανένδοτος.


Η πορεία ήταν οδυνηρή, 1600 στάδια δρόμου μέσα στην έρημο. Ο Αλέξανδρος, σχεδόν μόνος, βρέθηκε στην καρδιά της ερήμου έχοντας ως προορισμό την Όαση Σίβα, έδρα του Μαντείου του Άμμωνος. Επρόκειτο για ένα ταξίδι ιδιαίτερα παράτολμο, που ενείχε μεγάλους κινδύνους. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι παλαιότερα ο Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης είχε στείλει στρατό προκειμένου να κατακτήσει τη Σίβα, όμως οι άνδρες του εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Αυτό το εγχείρημα δεν το είχε αποτολμήσει κανένας και εκ των Φαραώ.
 «Έστι δε ερήμη τε η οδός και ψάμμος πολλή αυτής και άνυδρος». Ο Αλέξανδρος και οι συνοδοί του υπέφεραν πολύ, ώσπου να φτάσουν στο μαντείο. Κατά τη διαδρομή έπεσε άφθονη  βροχή, γεγονός που θεωρήθηκε σημείο θεϊκής εύνοιας. Στους Θεούς ακόμη αποδόθηκε ότι στην πορεία τους στην έρημο σηκώθηκε νότιος άνεμος, που στροβίλιζε την άμμο και εξαφάνιζε τα σημεία, που θα αναγνώριζε ο οδηγός για να τους δείχνει τη σωστή κατεύθυνση. Έτσι κανένα μέσο προσανατολισμού δεν είχαν και «επλανάτο η στρατιά τω Αλεξάνδρω» στους μετακινούμενους αμμολόφους. Τότε σ’ αυτή τη δύσκολη φάση του ταξιδιού δυο φίδια με φωνή ανθρώπου μπήκαν μπροστά στη συνοδεία και οδήγησαν τον Αλέξανδρο προς το Αμμώνειο.
Ο χώρος του μαντείου, αν και περιβαλλόταν από την έρημο, ήταν γεμάτος από ήμερα δέντρα, ελιές, φοινικιές και «ένδροσος μόνος των πέριξ». Υπήρχε και πηγή «Ηλίου Κρήνη», που το νερό της άλλαζε θερμοκρασία στο διάστημα της ημέρας και της νύχτας. Το μαντείο ήταν οχυρωμένο με τριπλά τείχη. Μέσα υπήρχαν τα ανάκτορα των «αρχαίων δυναστών», η γυναικωνίτης αυλή, τα φυλακτήρια του ναού, ο σηκός του Θεού και η Ιερή Κρήνη, όπου στα νερά της εξαγνίζονταν όσα επρόκειτο να προσφερθούν στο Θεό. Το ξόανο του Θεού ήταν στολισμένο με σμαράγδια και πολύτιμους λίθους. Περιφερόταν πάνω σε χρυσό καράβι στους ώμους ογδόντα ιερέων, που ακολουθούσαν την πορεία, που τους έδειχνε το νεύμα του Θεού. Το συνόδευαν πλήθος από παρθένους και παρθένες, που έψαλλαν παιάνες υμνώντας το Θεό.
Κατάφεραν τελικά να φτάσουν με εμφανή τα σημάδια μιας επίπονης καταπόνησης στην Όαση Σίβα. Τέτοια υπήρξε η επιθυμία του Αλεξάνδρου για το Μαντείο, που όταν έφτασαν δεν στάθηκε λεπτό να ξεκουραστεί, παρά μόνο έτρεξε με όλες του τις δυνάμεις στον ναό του Άμμωνα, που ήταν η έδρα του Μαντείου.


Εκεί τον περίμενε ο ανώτατος ιερέας, ο οποίος και τον προσφώνησε στα ελληνικά αποκαλώντας τον «Ω παι Διός», δηλαδή «παιδί του Δία». Μια μεταγενέστερη μαρτυρία προερχομένη από τον Πλούταρχο αναφέρει ότι ο ιερέας τον αποκάλεσε εσφαλμένα «Ω, παιδίον», δηλαδή «παιδί μου».
Ο Αλέξανδρος με τη συνοδεία του μπήκε στο μαντείο. Γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος εν γένει ήταν λάτρης των Μαντείων, του άρεσε να προσφεύγει σε αυτά. Επίσης πρέπει να υπολόγιζε πολύ στην επιβεβαίωση της θεϊκής του υπόστασης και καταγωγής από το Μαντείο, πράγμα που πιθανότατα να το ήθελε για πολιτικούς λόγους, μια και σχεδίαζε την εκστρατεία του στα βάθη της Ανατολής.
Αφού θαύμασε λοιπόν τον περιβάλλοντα  τον χώρο κατόπιν έτυχε της σπάνιας τιμής της πρόσβασης στο άδυτο του ιερού όπου ζήτησε χρησμό από το Θεό. Ο προφήτης του Άμμωνα χαιρέτησε τον Αλέξανδρο με έναν παράξενο τρόπο «από του Θεού χαίρειν, ως από πατρός». Δηλαδή: «Να χαίρεσαι από το μέρος του Θεού, σαν από τον πατέρα σου».
Ο νεαρός Μακεδόνας ξαφνιάστηκε και ρώτησε αν είχαν διαφύγει οι φονιάδες του πατέρα του. Και  ο προφήτης του αποκρίθηκε πως ο πατέρας του δεν ήταν θνητός! Τότε ο Αλέξανδρος ρώτησε και για το μέλλον του, αν δηλαδή ήταν προορισμένος να κυριαρχήσει στον κόσμο «ει πάντων αυτώ δίδωσιν ανθρώπων κυρίω γενέσθαι». Ο ιερέας του αποκρίθηκε καταφατικά και πρόσθεσε ακόμη πως αποδείξεις της γέννησής του από το Θεό θα ήταν τα σπουδαία κατορθώματά του, γιατί όχι μόνο ως τότε υπήρξε αήττητος, αλλά και στο μέλλον θα ήταν πάντοτε ανίκητος.


Λέγεται ότι κατά την έξοδό του από το ιερό τον περίμεναν οι σύντροφοί του με αγωνία και τον ρωτούσαν για το τι διημείφθη. Εκείνος ωστόσο αρκέστηκε να απαντήσει ότι για το τι συνέβη στο ιερό θα ενημερώσει μόνο τη μητέρα του όταν συναντηθούν ξανά στην πατρίδα. Πιθανολογείται ότι ο Αλέξανδρος ρώτησε να μάθει τη γνώμη του Μαντείου σχετικά με τη θεϊκή του καταγωγή.
Η επίσκεψη αυτή του Αλεξάνδρου στο Μαντείο υπήρξε καταλυτική για τον ίδιο και τη μετέπειτα πορεία του.
Όσα στοιχεία δίνουν οι αρχαίες πηγές για την επίσκεψη του Αλέξανδρου στο Αμμώνειο δεν είναι σαφή και έχουν προκαλέσει πλήθος συζητήσεις και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις στους νεότερους ιστορικούς. Γύρω από την επίσκεψη αυτή στο μαντείο δημιουργήθηκε με την πάροδο των αιώνων ολόκληρο μυθιστόρημα. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αλέξανδρος έγραψε στην Ολυμπιάδα, στη μητέρα του, ότι μόνο σ’ εκείνη θα έλεγε τι του είχαν πει οι ιερείς του μαντείου. Είναι φανερό ότι θέλησε να συνδυάσει όσα του έλεγε εκείνη από τα παιδικά του χρόνια, «το περί την τέκνωσιν απόρρητον».
Βέβαια ο Αλέξανδρος σε πολλές περιπτώσεις απέδειξε ότι ποτέ δεν θεωρούσε τον εαυτό του Θεό ή γιο του Θεού. Ποτέ δεν απαρνήθηκε το Φίλιππο για πατέρα του, αλλά άφηνε ή και κάποτε επέβαλλε να τον θεωρούν και γιο του Θεού για να «καταδουλώνει τους άλλους». Δηλαδή κινούνταν από πολιτική σκοπιμότητα, πράξη μάλιστα συνυφασμένη ουσιαστικά με την αξίωση των λαών που είχε υποτάξει. Ο πολιτικός υπολογισμός του Αλέξανδρου ανταποκρινόταν λίγο ή πολύ και στις αντιλήψεις των Ελλήνων και ακόμη στην πίστη του ότι η αποστολή του στον κόσμο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ισοδυναμούσε με θεία αποστολή. Και η αξίωσή του αυτή δεν ήταν κάτι αλλόκοτο στον ελληνικό κόσμο. Τίτλοι όπως «σωτήρες, ευεργέτες, θεοί» υπήρχαν και στην Ελλάδα. Ο Ισοκράτης γράφει στο Φίλιππο, αν κατόρθωνε να υποτάξει το βασιλιά των Περσών, δεν του έμεινε τίποτε άλλο «πλην Θεού γενέσθαι». Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε κάτι ασύγκριτα μεγαλύτερο απ’ ότι είχε ονειρευτεί ο Ισοκράτης ο Αθηναίος με την Πανελλήνια Ιδέα.
Τα επόμενα οκτώ χρονιά ο νεαρός Μακεδόνας κατάφερε να πετύχει άθλους που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους, διασχίζοντας την Περσική Αυτοκρατορία, αχαρτογράφητες περιοχές, φτάνοντας στα σύνορα της Κίνας και στα ενδότερα της Ινδίας, διατρέχοντας αδιάβατες ερήμους. Όπως και να έχει, οι πράξεις του υπερβαίνουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η αχανής ελληνική αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου, μολονότι κατακερματίστηκε από τους επιγόνους του μετά τον θάνατό του, καθόρισε τις εξελίξεις της Ιστορίας και κυρίως άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στις επόμενες γενιές.


Η επιθυμία του ιδίου να ταφεί στο ιερό του Άμμωνος Διός δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την επιρροή που του ασκήθηκε εκεί. Φυσικό, ήταν να έχει την επιθυμία ή και την αξίωση ένας Θεός ή γιος Θεού να ταφεί δίπλα στον πατέρα του Θεό ή στο ιερό, όπου λατρευόταν ο πατέρας του Θεός. Έτσι η σορός του Αλεξάνδρου μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο. Ποτέ όμως δεν μάθαμε πού είναι ο τάφος του. Οι περισσότεροι ειδικοί, αρχαιολόγοι και ιστορικοί, φρονούν ότι βρίσκεται θαμμένος κάπου στην Αλεξάνδρεια. Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετοί που πιστεύουν ότι βρίσκεται στην Όαση Σίβα, όπως ήταν και η επιθυμία του. 

Ας δούμε λοιπόν τα σχετικά με την ταφή του.


Στις 13 Ιουνίου του 323 π. Χ. σταμάτησε η αναπνοή του Αλέξανδρου και μαζί της και η αναπνοή της ίδιας της Ιστορίας. Κανένας δεν ταυτίστηκε με την παγκόσμια ιστορία τόσο όσο ο Αλέξανδρος. Ο Μεγάλος Άνδρας, για τον οποίο είχε γράψει ο Πλούταρχος τον πρωτάκουστο έπαινο ότι θεωρούσε «του νικάν τους πολεμίους το κρατείν εαυτού βασιλικώτερον», δεν υπήρχε πια! Μετά ήρθε η ρήξη της διαδοχής και η μοιρασιά των κτήσεων, ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν οι διαφορετικές απόψεις για την ταφή του.
Το σώμα του Μεγάλου Στρατηλάτη ταριχεύτηκε στη Βαβυλώνα σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα της μουμιοποίησης των Φαραώ. Χρειάστηκε όμως να περιμένει εκεί δυο χρόνια μέχρις ότου τον δεχτεί η γη! Αλλά ποια γη και ποια χώρα θα τον δεχόταν; Οι στρατηγοί του γνώριζαν την επιθυμία του και την αξίωσή του. Η αργοπορία είχε άλλο λόγο. Χρειάστηκε να κατασκευαστεί για το Μεγάλο Νεκρό ειδική ταξιδιωτική άμαξα. Και ο σεβασμός όλων των στρατηγών για το μεγάλο και δύσκολο ταξίδι του βασιλιά προς την Αίγυπτο, που επιδείχτηκε, έγινε με τη δέουσα επισημότητα και λαμπρότητα. Έπρεπε να γίνει κάτι χωρίς προηγούμενο. Έτσι ετοιμάστηκε με άριστη εργασία μια χρυσή σαρκοφάγος γεμάτη αρώματα, που θα επέτρεπαν την αποσύνθεση του νεκρού. Ο λαός πίστευε ότι το σώμα του είχε τοποθετηθεί μέσα σε μέλι. Πάνω από το φέρετρο ήταν απλωμένο ένα χρυσοκέντητο κόκκινο κάλυμμα και ακόμη τα όπλα του, που έφερε στις μάχες. Αυτό το φέρετρο έπρεπε να τοποθετηθεί στην ειδική αρμάμαξα τέτοιας κατασκευής και τέτοιας τεχνικής ανάλογα με το Μεγάλο Νεκρό και να μεταφερθεί στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων.
Ο Αρριδαίος, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης, ανέλαβε την ετοιμασία της άμαξας και την οργάνωση της πομπής. Η άμαξα ήταν περίπου 5,5 μέτρα μήκος και 4 πλάτος. Ήταν ένα ορθογώνιο, που η κυκλική στέγη του στηριζόταν σ’ ένα περιστύλιο με χρυσούς ιωνικούς κίονες. Οι κίονες ήταν συνδεδεμένοι με χρυσό πλέγμα, όπου υπήρχαν στις τέσσερις πλευρές ισάριθμοι πίνακες με τον Αλέξανδρο καθισμένο στο θρόνο, το στόλο έτοιμο για ξεκίνημα, το ιππικό συντεταγμένο και τους πολεμικούς ελέφαντες. Η θύρα της άμαξας είχε δυο λιοντάρια χρυσά. Η στέγη της ήταν χρυσή και η οροφή της γεμάτη μωσαϊκά. Ψηλά στη στέγη υπήρχε μια νίκη, που κρατούσε χρυσό στεφάνι ελιάς, που έριχνε εκτυφλωτικές ανταύγειες στον ήλιο. Μέσα έγινε ένας θρόνος, όπου τοποθετήθηκε η χρυσή σαρκοφάγος. Ο θρόνος ήταν ένα τετραγωνικό κατασκεύασμα στολισμένο με κεφάλια ελαφιών, με δαχτυλίδια και μια συστοιχία στεφανιών δουλεμένα όλα περίτεχνα με ποικίλα χρώματα. Πάνω στο θρόνο τοποθετήθηκαν κουδούνια για να ηχούν στο δρόμο και να ακούν οι άνθρωποι, απ’ όπου θα περνούσε η βασιλική άμαξα.


Όλα έγιναν τόσο ωραία και χρειάστηκε να στερεωθούν πολύ καλά για να μη διαλυθούν κατά την κίνηση της άμαξας για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Η μεταφορά έγινε με ισχυρή στρατιωτική συνοδεία. Την άμαξα μετέφεραν εξήντα τέσσερα μουλάρια ζεμένα σε τετράδες και ακολουθώντας το δρόμο από τον Ευφράτη μέσα στη συριακή έρημο προς τη Δαμασκό και από εκεί παρακάμπτοντας την Ιουδαία έφτασε στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων. Στη διαδρομή έτρεχαν περίεργοι από τα περίχωρα και πολλοί ακολουθούσαν την πομπή θαυμάζοντας το μεγαλειώδες υπερθέαμα. Τη συνοδεία ακολουθούσαν μηχανικοί και οδοποιοί για να χαράζουν το δρόμο και να «αίρουν» τα εμπόδια.
Στα σύνορα της Αιγύπτου τους υποδέχτηκε ο Πτολεμαίος, που ανέλαβε προσωπικά τη φρουρά της άμαξας και το πολύτιμο φορτίο με τις δυνάμεις του. Στην αρχή η ταφή έγινε στη Μέμφιδα, αλλά γρήγορα ο νεκρός μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια. Έπρεπε  όμως να μεταφερθεί στην όαση της Σίβας στο Αμμώνειο Ιερό σύμφωνα με την επιθυμία του Αλέξανδρου. Εδώ υπάρχει το μεγάλο πρόβλημα. Γιατί τότε δεν οδήγησαν τη σορό με την άμαξα κατευθείαν στην όαση της Σίβας; Ποιος ήταν ο σοβαρός λόγος που υποχρέωσε τον Πτολεμαίο να θάψει το Μεγάλο Νεκρό στην Αλεξάνδρεια; Ο ιστορικός Διόδωρος γράφει ότι ο Πτολεμαίος: «έκρινε γαρ επί του παρόντος εις μεν Άμμωνα μη παρακομίζει». Επί του παρόντος να μην τον μεταφέρουν στο Αμμώνειο Ιερό. Γιατί όμως;
Ένα πράγμα είναι βέβαιο, ότι για τους αρχαίους, εκείνους τουλάχιστον που ζούσαν στη ρωμαϊκή εποχή, ο τάφος του Αλεξάνδρου βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια. Ο Στράβωνας που ζει στα χρόνια του Χριστού μιλώντας για τα ανάκτορα και τον περίβολο των βασιλικών τάφων λέει συγκεκριμένα: «μέρος δε και των Βασιλείων εστί και το καλούμενον Σώμα, εν ω αι των Βασιλέων ταφαί και η του Αλεξάνδρου». Δηλαδή: «ένα μέρος, όπου είναι τα ανάκτορα βρίσκεται και το ονομαζόμενο Σώμα (Σήμα= Τάφος) μέσα στο οποίο υπάρχουν οι ταφές των Βασιλέων και ο τάφος του Αλεξάνδρου». Την ίδια εποχή επισκέφτηκε ο Αύγουστος την Αλεξάνδρεια και: «το μεν Αλεξάνδρου σώμα είδε και αυτού προσήψατο» λέει ο Δίων ο Κάσσιος. Ο Διόδωρος Σικελιώτης λέει ακόμη ότι ο Αύγουστος άγγιξε τη σορό για να αντλήσει δύναμη και έσπασε ένα μέρος της μύτης του νεκρού.


Τελευταίος αυτοκράτορας που επισκέφτηκε το 215 μ. Χ. τον τάφο του Αλεξάνδρου, ήταν ο Καρακάλλας. Ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (187-217 μ.Χ.) επισκέφτηκε τον τάφο του Αλεξάνδρου το 215 στην Αλεξάνδρεια. Ο ιστορικός Ηρωδιανός λέει ότι ο Καρακάλλας εναπέθεσε στη βασιλική σορό τη χλαμύδα, τα δαχτυλίδια, τον ζωστήρα και ό,τι άλλο πολύτιμο είχε πάνω του. Μετά το θέμα του τάφου σκεπάζεται με μια σιωπή, που κράτησε ως τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφερόμενος στη ματαιότητα των εγκοσμίων λέει σ’ ένα σημείο μιας επιστολής του: «πού γαρ εστί το σήμα Αλεξάνδρου;».
Πράγματι μέσα σ’ αυτά τα εκατόν ογδόντα πέντε (185) χρόνια, από το 215 ως το 400, καμιά πληροφορία δεν έχουμε για το θρυλικό τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πουθενά δεν αναφέρεται και ενώ η Αλεξάνδρεια είναι μεγαλούπολη και δέχεται πολλούς και εξέχοντες αξιωματούχους διαφόρων εθνοτήτων, καμία πληροφορία δεν έχουμε ότι κάποιος ενδιαφέρθηκε να επισκεφθεί τον τάφο του Αλεξάνδρου. Τι ακριβώς συνέβη και δεν έχουμε εντελώς καμιά πληροφορία;
Στα χρόνια αυτά στην Αίγυπτο έχουμε φοβερές αναστατώσεις με τις εισβολές των βαρβάρων από την Ασία και την καταστροφή των βασιλικών ανακτόρων με όλα τα προσκτίσματα των Πτολεμαίων. Με την επικράτηση του Ισλάμ η πόλη του Αλεξάνδρου ξανακτίστηκε και στη θέση, όπου άλλοτε ήταν τα ανάκτορα και ο ταφικός περίβολος των Λαγιδών και των ρωμαίων αυτοκρατόρων, σηκώθηκαν τα τεμένη του Προφήτη Μωάμεθ. Και δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί και οι ποιητές του Ισλάμ που πιστεύουν πως το «Σήμα Αλεξάνδρου» ίσως βρίσκεται κάτω από κάποιο τέμενος. Οι περισσότεροι ομιλούν για το τέμενος του Nabi Daniel.


Νομίζουμε ότι στο διάστημα αυτό των εκατόν ογδόντα πέντε ετών μεταφέρθηκε η σορός του Μεγάλου Στρατηλάτη στην όαση Σίβα στο Ιερό του Άμμωνα Δία. Οι λόγοι είναι πολλοί και ισχυροί.
 Η αγάπη γύρω από το πρόσωπο του Αλεξάνδρου τα χρόνια αυτά είχε εξελιχθεί σε μεγάλη νοσταλγία σαν να επρόκειτο να αναστηθεί! Ένας αυτοκράτορας μάλιστα λίγα χρόνια μετά τον Καρακάλλα ονομαζόταν Αλέξανδρος και ήθελε να ομοιάσει τον πρόγονό του, όπως ισχυριζόταν. Η αυλή και οι άνθρωποι των ανακτόρων τού είχαν δώσει και μια παραμάνα με το όνομα Ολυμπιάδα. Λίγο αργότερα ένας άλλος αυτοκράτορας ονομάζεται Φίλιππος και ενώ είναι αραβικής καταγωγής, ήθελε και αυτός να συνδέσει το όνομά του με την ανασύσταση της αυτοκρατορίας και τη δόξα της Μακεδονικής Δυναστείας. Και άλλοι αυτοκράτορες βλέποντας τη διάλυση της αυτοκρατορίας πίστευαν ότι μόνο η ανάσταση του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα τους έσωζε! Κάποιος, λοιπόν, απ’ αυτούς είναι μάλλον βέβαιο ότι μετέφερε τη σορό του Αλεξάνδρου στο Αμμώνειο Ιερό στην όαση Σίβα, αφού κατασκεύασε νέο ταφικό μνημείο αντάξιο του Μεγάλου Νεκρού.

Οι τέσσερες ταφές του Μεγάλoυ Αλεξάνδρου


 Ο Αββάς Σισώη που πέθανε το 429 μ.Χ. και έζησε στην έρημο για 62 χρόνια, γονατιστός μπροστά σε μια γυάλινη λάρνακα με το σώμα του Αλεξάνδρου

Σύμφωνα με την αρχαιολόγο  Δρ. Ελπίδας Μητροπούλου υπήρξαν τέσσερις ταφές του Μεγάλoυ Αλεξάνδρου που έγιναν στην Αίγυπτο. Η τελευταία είναι ξανά στη Siwa.
Η πρώτη ταφή στη Μέμφιδα.
Η πρώτη ταφή έγινε στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου, τη Μέμφιδα, από τον Πτολεμαίο Α. τον Λάγο
Η Δεύτερη ταφή στη Siwa - Σίουα - Σίβα στο Μαράκι
Ο Πτολεμαίος Α΄ μετέφερε στην αρχή κρυφά το σώμα του Αλεξάνδρου στο τάφο που έκανε στη Siwa. Τον έκανε τον τάφο εκεί γιατί από το 3500 υπήρχε χρυσορυχείο που τώρα δεν λειτουργούσε. Ο χώρος είναι λαβυρινθώδης και δεν θα μπορούσε εύκολα κάποιος τυμβωρύχος να βγει από τον τάφο. Ο Πτολεμαίος μετέφερε την σωρό εκεί κρυφά γιατί φοβόνταν κυρίως τον Περδίκκα, ο οποίος είχε μετανιώσει που δεν την κράτησε στον τόπο του, θα μπορούσε να έρθει να την πάρει. Ο Περδίκκας πήγε δυο φορές για να πάρει το σώμα του Αλεξάνδρου. Την πρώτη φορά ο Πτολεμαίος Α΄ του έδωσε έναν ψεύτικο Αλέξανδρο. Όταν ο Περδίκκας το ανακάλυψε πήγε ξανά αλλά οι δικοί του, οι ιππείς, τον έσφαξαν. Μετά ο Πτολεμαίος Α΄ έγραψε μια επιγραφή για να είναι γνωστό ποιος είναι ο ένοικος του τάφου.
H τρίτη ταφή στην Αλεξάνδρεια.
 Η τρίτη ταφή έγινε στην Αλεξάνδρεια από τον Πτολεμαίο τον Β΄ τον Φιλάδελφο (285-246).Ο οποίος έκτισε ένα κτίσμα δίπλα από το παλάτι του, που το ονόμασε ΣΗΜΑ. Εκεί μετέφερε όλα τα σώματα των Φαραώ και τον Αλέξανδρο που ήδη είχε γίνει Φαραώ.
Μόλις ο Πτολεμαίος Β΄ είδε τη χρυσή λάρνακα την πήρε για το χρυσό και την αντικατέστησε με αλάβαστρο. Ο επόμενος Πτολεμαίος Γ’ έβαλε το σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε γυαλί, γιατί το ζητούσε ο λαός που ήθελε να τον βλέπει. Ο επόμενος Πτολεμαίος Δ’ τον έβαλε ξανά σε χρυσό. Η Κλεοπάτρα που είχε πόλεμο με τον Οκταβιανό έβγαλε το χρυσό και τον έβαλε σε σίδερο. Τέλος τον 4ον αι. μ.Χ. αυτός που τον μετέφερε ξανά στη Siwa τον έβαλε σε γυαλί που τον είδε ο μοναχός Σισώης.
Η τέταρτη ταφή ξανά στη Siwa.
Μετά από καταστροφές στην Αλεξάνδρεια, ή μετά τη διάταξη του Μεδιολάνου από τον Θεοδόσιος που κήρυξε ως τη μόνη θρησκεία την χριστιανική και όποιος εξακολουθούσε να λατρεύει άλλες θρησκείες θα εύρισκει τον θάνατο άρχισαν οι καταστροφές από τους χριστιανούς. Το σώμα του Αλέξανδρου μεταφέρθηκε από κάποιον θνητό στη Siwa μέσα σε γυαλί. Στους βίους των αγίων βλέπουμε τον μοναχό Αββά Σισώη που πέθανε το 429 μ.Χ. και έζησε στην έρημο για 62 χρόνια, να είναι γονατιστός μπροστά σε μια γυάλινη λάρνακα με το σώμα του Αλεξάνδρου. Σχετική εικόνα υπάρχει σε παλαιές εκκλησίες και μονές, όπως αυτή που είναι μεταξύ Αμφιλοχίας και Άρτας. Το 1938 ο ζωγράφος Φώτης Κόντογλου παρουσιάζει τον Σισώη έμπροσθεν του τάφου του Αλεξάνδρου. Άρα το σώμα του Αλέξανδρου βρίσκεται στη SIWA και πρέπει, απαραιτήτως, να συνεχιστεί η ανασκαφή ώστε να έρθει στο φως το σώμα (μούμια) του Μεγάλου ΑΛλέξανδρου. 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Κάπως έτσι, με παραδοχή των όσων παραπάνω αναφέραμε, είναι πιθανό η αρχαιολόγος κα Λιάνα Σουβλατζή μελετώντας χρόνια την ιστορία για το πού μεταφέρθηκε η σορός του Μεγάλου Αλέξανδρου μετά την Αλεξάνδρεια να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάπου στο Αμμώνειο Ιερό πρέπει να βρίσκεται η τελευταία κατοικία του Μεγαλέξανδρου.

Όμως για την κα Σουβλατζή και τον ναό που εντόπισε στην όαση της Σίβα θα γράψουμε αναλυτικά σε επόμενη ανάρτησή μας.

Εφημερίδα Χρόνος Κοζάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: