Η διάσημη φωτογράφος Ναν Γκόλντιν επιχειρεί αναδρομή σε μιαν άλλη εποχή
Η φωτογράφος Ναν Γκόλντιν είναι σταρ. Με τον τρόπο της. Την ημέρα που δώσαμε ραντεβού στην γκαλερί της Ρεβέκκας Καμχή δεν είχε διάθεση να βγει από το δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Υστερα από 2 ώρες αναμονής στο λόμπι, τη συνάντησα επιτέλους από κοντά. Φορούσε τζιν με λερωμένα μπατζάκια, ανδρικές κάλτσες, γόβες, μαύρες πέρλες στο λαιμό και ένα ρολόι Cartier. Κάπνιζε συνεχώς, οι στάχτες έπεφταν ή πάνω στα ρούχα της ή στο pony skin χαλί της σουΐτας. Μιλούσε αργά, σαν να έκανε μια προσωπική, ιερή εξομολόγηση για εκείνα τα άγρια χρόνια του ’70 και του ’80, τότε που φωτογράφιζε ανθρώπους στην κόψη του ξυραφιού, χρήστες ναρκωτικών και τρανσέξουαλ, καθιερώνοντας φωτογραφική «σχολή». Με τα χρόνια, η δουλειά της γλύκανε. Τώρα παρουσιάζει στην Αθήνα, μια ενότητα λήψεων με παιδιά, σε πόζες τρυφερές και παιχνιδιάρικες, που αφήνουν εντελώς διαφορετική επίγευση στον θεατή.
Ως αυθεντική σταρ, η Γκόλντιν έχει πιστό κοινό. Στην ομιλία της πριν από μερικές εβδομάδες στην Ελληνοαμερικανική Ενωση, ο κόσμος γέμισε την αίθουσα και απλώθηκε μέχρι τα σκαλιά του επάνω ορόφου. Εκείνη εμφανίστηκε περιποιημένη, φλέρταρε με το κοινό με εκείνο το στραβό χαμόγελο και το διαπεραστικό βλέμμα, δέχθηκε ερωτήσεις για τη φωτογραφία, τις γκέι-στρέιτ σχέσεις, την κοσμοθεωρία της. «Ποτέ δεν έχω φωτογραφίσει ανθρώπους να κάνουν κάτι που δεν έχω κάνει και εγώ η ίδια», απαντούσε με την συμπόνια και τη σοφία κάποιου που γνωρίζει καλά την ανθρώπινη ψυχή. Η δική μας κουβέντα ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη, όταν πέθαινε το punk και γεννιόταν το new wave. «So fucking long ago”, όπως σχολίασε και η ίδια πριν ξεκινήσει το flash back της σε μιαν άλλη εποχή.
«Η Νέα Υόρκη που εγώ γνώρισα δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή. Τότε, στο Μπάουερι, νοικιάζαμε σπίτια με 70 δολάρια το μήνα. Τώρα, έχουν γίνει ξενοδοχεία με εκατοντάδες δολάρια τη βραδιά. Ετσι, λοιπόν, όταν ακούω ότι το New Museum απέκτησε νέα αστραφτερή στέγη εκεί, αηδιάζω. Ξαφνικά έγινε σημείο αναφοράς σε μια συνοικία, που έχασε την παλαιά της ταυτότητα, το μποέμ πνεύμα και μπήκε στη φορμόλη του πλούτου. Τα καταφύγια για αστέγους εξαφανίστηκαν και τώρα σκοντάφτεις επάνω σε eurotrash τουρίστες. Αυτό που μου λείπει περισσότερο από εκείνη την περίοδο της δεκαετίας του ’70 είναι η αίσθηση της κοινότητας. Δεν ξέρω ποια ήταν η συγκολλητική ουσία που μας είχε φέρει κοντά. Ημασταν μια ομάδα υπέροχα ετερόκλητων ανθρώπων με γκέι και στρέιτ, καλλιτέχνες, μουσικούς, συγγραφείς, Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Ολοι μας δημιουργικοί, ελεύθεροι, σαν τα αγρίμια. Και ύστερα, αυτό το πνεύμα της συνύπαρξης χάθηκε για πάντα. Από τα τέλη του ’80 μέχρι και το 1993 σχηματίστηκε ξανά μια μικρή κοινωνία τέτοιων ανθρώπων αλλά ήταν απλώς το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Δεν άντεχα άλλο, μετακόμισα στο Βερολίνο για 2 - 3 χρόνια. Σήμερα, η Ν. Υόρκη είναι απεχθής. Εχει διαμελιστεί σε μικρά κομματάκια, όλοι οι δρόμοι ανήκουν κάπου. Είσαι στο ΝοΗο, το SοΗο, το ΒοΗο. Οι άλλοι σε κρίνουν ανάλογα με το πού είναι το διαμέρισμά σου», εξηγεί η Γκόλντιν.
«Το απαύγασμα του life style είναι ότι μερικοί πιστεύουν πως όλα κατηγοριοποιούνται», προσθέτει η πενηνταεπτάχρονη φωτογράφος. «Το ίδιο προσπάθησαν να κάνουν και με τη δουλειά μου. Οταν φωτογράφιζα εκείνη στην τρομερή ράτσα των ανθρώπων που συνυπήρχε αγελαία, που ρούφαγε το μεδούλι της ζωής, φλέρταρε με τα όρια... Δεν ήμασταν περιθώριο όπως μας βάφτιζαν, αλλά το κέντρο του κόσμου και του εαυτού μας. Οι υπόλοιποι με τις νορμάλ ώρες εργασίας, τις πληκτικές καθημερινότητες, οι στρέιτ, οι καριερίστες ήταν στην απέξω. Kάποιες από τις λήψεις ήταν στην Νέα Υόρκη, άλλες στην Ευρώπη. Δεν είχε σημασία ο τόπος αλλά η χρονική συγκυρία που έκανε κάποιες καταστάσεις να ανθίσουν. Τελικά ενδιαφέρομαι περισσότερο για “φυλές” ανθρώπων παρά για χώρες. Οταν γνωρίζω κάποιον, μυρίζομαι αμέσως αν έχουμε τα ίδια χνώτα. Είναι η αίσθηση του χιούμορ, ο τρόπος που στέκεται απέναντι στον κόσμο».
«Λένε ότι η φωτογραφία είναι ένας μικρός θάνατος. Φωτογραφίζεις μια στιγμή και ταυτόχρονα τη σκοτώνεις. Εγώ τα βλέπω αλλιώς. Φωτογραφία σημαίνει δίνω στα πράγματα ζωή. Ξεχωρίζω κάποια στιγμή, της χαρίζω αξία. Ολο και περισσότερο τελευταία προσπαθώ να μη δείχνω τις φωτογραφίες μου μία - μία αλλά σαν ένα corpus, μια διαδοχή εικόνων, κεφάλαια ολόκληρα που έχουν μουσική επένδυση και οντότητα. Μοιάζει πιο πολύ με κινηματογράφο όπου έχω μαζέψει διάφορα πολύτιμα στιγμιότυπα και τα έχω βάλει το ένα δίπλα στο άλλο. Ενα όμορφο τοπίο, ένα αξιέραστο πρόσωπο, ένα βλέμμα, ένα κτίριο που καταρρέει, κάποιον που μπαίνει ουρλιάζοντας σε μια παγωμένη θάλασσα.
»Στην Αμερική υπάρχει ένα είδος συναισθηματικού θανάτου. Ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα και δεν αφήνει περιθώριο να αναπτυχθεί τίποτα. Το μόνο που εκφράζεται με μεγαλύτερη ευκολία είναι η αγωνία, ακόμα και για απλά πράγματα. Να, είσαι λ.χ. στη Νέα Υόρκη, περιμένεις στην ουρά ενός σούπερ μάρκετ για να πληρώσεις κάτι και ο πελάτης που είναι στο ταμείο δεν έχει έτοιμα τα χρήματά του. Αμέσως αναπτύσσεται μια τρομερή ένταση, λες και τα χαμένα δευτερόλεπτα είναι χρόνια από τη ζωή των υπολοίπων. Στην Ευρώπη, τα πράγματα είναι καλύτερα. Μεγαλώνοντας, έχω κατανοήσει ότι ο χρόνος και ο τρόπος που τον προσμετρούμε είναι το πιο σημαντικό μέγεθος της ζωής».
Θέλω να ζω σαν να είμαι συνεχώς δεκαεννέα ετών
– Θα θέλατε να είχατε κάνει παιδιά;
– Θα ήθελα ένα παιδί, όχι περισσότερα. Ο τρόπος ζωής μου, όμως, δεν επέτρεπε μια τέτοια επιλογή. Οι καλλιτέχνες είναι τα πιο εγωκεντρικά όντα, ταξιδεύουν συνέχεια, αποφεύγουν τις ευθύνες και τις ρουτίνες. Είναι οι ίδιοι τα παιδιά. Και εγώ είμαι ακόμα παιδί... Βέβαια, το θέμα της οικογένειας έχει αλλάξει πολύ. Γνωρίζω ανθρώπους που μεγάλωσαν είτε με έναν μόνο γονιό είτε με δύο γονιούς του ίδιου φύλου και είναι ψυχικά ισορροπημένοι. Σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο ευτυχείς από άλλους που ανατράφηκαν στην κλασική μορφή οικογένειας. Γενικά, κάθε παιδί είναι έρμαιο της σχέσης που έχουν οι δύο γονείς του. Αν είναι καλή, τότε προχωράει στη ζωή, διαφορετικά απορροφά κάθε συναισθηματικό κραδασμό, κάθε σύγκρουση, την ανταγωνιστικότητα, την επιθετικότητα και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να τα αποτινάξει από πάνω του μια μέρα.
– Ποια είναι τα παιδιά στις φωτογραφίες σας;
– Τα περισσότερα είναι παιδιά φίλων μου, τα οποία απαθανάτισα σε διαφορετικές ηλικίες. Μου αρέσει να τα φωτογραφίζω γιατί αντανακλούν την παιδική μου πτυχή. Πιστεύω ότι στο ταξίδι της ύπαρξης του κάθε ανθρώπου υπάρχει ρευστότητα. Ανάλογα με τις φάσεις που περνάμε, αναδύονται από μέσα μας διαφορετικά στοιχεία. Η θηλυκή μας πλευρά παλεύει με την αρσενική, το παιδί με τον ενήλικο, πρόσκαιρα κάποιος κερδίζει και ύστερα η μάχη ξαναρχίζει. Εγώ, λ. χ., το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το πέρασα λες και είμαι 19 ετών. Ο πατέρας μου, που έχει περάσει τα 90, δηλώνει ότι αισθάνεται σαν δωδεκάχρονος. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εσωτερικές ισορροπίες του φύλου και της ηλικίας μας αλλάζουν συνεχώς. Πλέουμε ανάμεσα στις διαφορετικές μας περσόνες και η φωτογραφία αιχμαλωτίζει ένα προσωρινό πρόσωπό μας.
Η έκθεσή της στην αίθουσα της Ρεβέκκας Καμχή (Λεωνίδου 9, Μεταξουργείο) ολοκληρώνεται στις 29 Μαΐου.
Της Mαργαριτας Πουρναρα
Πηγή:
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_11/04/2010_396780
Biography from Wikipedia
Goldin was born in Washington, D.C., and grew up in an upper-middle-class Jewish family in the Boston, Massachusetts suburb of Lexington. After attending the nearby Lexington High School, she enrolled at the Satya Community School in Lincoln, where a teacher introduced her to the camera in 1968; Goldin was then fifteen years old. Her first solo show, held in Boston in 1973, was based on her photographic journeys among the city's gay and transsexual communities, to which she had been introduced by her friend David Armstrong. Goldin graduated from the School of the Museum of Fine Arts, Boston/Tufts University in 1977/1978, where she had worked mostly with Cibachrome prints.
Following graduation, Goldin moved to New York City. She began documenting the post-punk new-wave music scene, along with the city's vibrant, post-Stonewall gay subculture of the late 1970s and early 1980s. She was drawn especially to the Bowery's hard-drug subculture; these photographs, taken between 1979 and 1986, form her famous work The Ballad of Sexual Dependency — a title taken from a song in Bertolt Brecht's Threepenny Opera.[1] These snapshot aesthetic images depict drug use, violent, aggressive couples and autobiographical moments. Most of her Ballad subjects were dead by the 1990s, lost either to drug overdose or AIDS; this tally included close friends and often-photographed subjects Greer Lankton and Cookie Mueller. In 2003, The New York Times nodded to the work's impact, explaining Goldin had "forged a genre, with photography as influential as any in the last twenty years."[2] In addition to Ballad, she combined her Bowery pictures in two other series: "I'll Be Your Mirror" (from a song on The Velvet Underground's The Velvet Underground & Nico album) and "All By Myself."
Goldin's work is most often presented in the form of a slideshow, and has been shown at film festivals; her most famous being a 45 minute show in which 800 pictures are displayed. The main themes of her early pictures are love, gender, domesticity, and sexuality; these frames are usually shot with available light. She has affectionately documented women looking in mirrors, girls in bathrooms and barrooms, drag queens, sexual acts, and the culture of obsession and dependency. The images are viewed like a private journal made public..
Goldin's work since 1995 has included a wide array of subject matter: collaborative book projects with famed Japanese photographer Nobuyoshi Araki; New York City skylines; uncanny landscapes (notably of people in water); her lover, Siobhan; and babies, parenthood and family life.
Goldin lives in New York and Paris—one reason the French Pompidou Centre mounted a major retrospective of her work in 2002. Her hand was injured in a fall in 2002, and she currently retains less ability to turn it than in the past .
In 2006, her exhibition, Chasing a Ghost, opened in New York. It was the first installation by her to include moving pictures, a fully narrative score, and voiceover, and included the disturbing three-screen slide and video presentation Sisters, Saints, & Sybils. The work involved her sister Barbara's suicide and how she coped through a numerous amount of images and narratives. Her works are developing more and more into cinemaesque features, exemplifying her graviation towards working with films.
She was presented the 2007 Hasselblad Award on 10 November, 2007. She has been represented in America exclusively by Matthew Marks Gallery since 1992 and Yvon Lambert Gallery in Paris.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου