Το Μεγάλο Σάββατο είναι για τους ελληνορθόδοξους χριστιανούς η πιο χαρούμενη παραμονή γιορτή του ελληνικού εορτολόγιου. Ας μην λησμονούμε ότι ο λαός συνηθίζει να λέει «Μεγάλο Σαββάτο - χαρές γιομάτο!».
Αλλά και η Εκκλησία συμμεριζόμενη την ίδια χαρά έχει δώσει στην πρωινή ακολουθία της, (ένα συνδυασμό εσπερινού και λειτουργίας), τη χαρούμενη προαγγελία του «Ανάστα ό Θεός». Τα τροπάρια μιλούν όλα για την αναμενόμενη χαρά. Τα αναγνώσματα της Π. Διαθήκης υπαινίσσονται την ανάσταση ("Ιωνάς), που περιγράφει το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο (Ματθ. 28, 1-20).
Όμως η πιο χαρακτηριστική νικητήρια εκδήλωση της ακολουθίας είναι, όταν αμέσως μετά τον Απόστολο βγαίνει στην Ωραία Πύλη ο παπάς, κρατώντας ένα πανέρι δαφνόφυλλα, φωνάζει το βιβλικό:
«Ανάστα ό Θεός, κρίνον την γήν, ότι συ κατακληρονομήσεις έν πάσι τοις έθνεσι»
και προχωρεί προς το εκκλησίασμα ρίχνοντας ή μοιράζοντας τις συμβολικές δάφνες. (Στην Επτάνησο συνηθίζεται ο παπάς να κλοτσά από την Ωραία Πύλη το σωρό τα δαφνόφυλλα, για να κάνει πιο παραστατικό τον θρίαμβο του Χριστού). Την ίδια ώρα οι καμπάνες αρχίζουν να σημαίνουν χαρμόσυνα (ύστερα από τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες που ακούγαμε τις προηγούμενες μέρες), κι ό κόσμος έξω στην αγορά πληροφορείται την «πρώτη» αυτή ανάσταση.
Παλιότερα οι εκδηλώσεις, που συνόδευαν αυτή την πρώτη Αγγελία ήταν παντού θορυβώδεις. Μέσα στην εκκλησιά χτυπούσαν τα στασίδια ή κουνούσαν τους πολυελαίους, έξω άρχιζαν τα σμπάρα, ή έριχναν με ορμή στο έδαφος να σπάσουν πήλινα σκεύη. Αυτό βέβαια εξακολουθεί παραδοσιακά να γίνεται στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο. Αποκαλείται «Κομμάτι» και φαίνεται πώς έχει σχέση με το τροπάρι της Μεγάλης Παρασκευής που λέγει: «ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως».Ο γενικός αυτός θόρυβος έδωσε αφορμή να καθιερωθεί και η γνωστή παροιμιακή έκφραση «έγινε το ανάστα ο Θεός», ιδιαίτερα μάλιστα από τότε, πού οι εκδηλώσεις ήταν πραγματικά «πανδαιμόνιες».
Πάντως ας μη νομισθεί πως τα θορυβώδη αυτά ξεσπάσματα χαράς (ή κυνηγητά του κακού), πού επαναλαμβάνονται και στη νυχτερινή Ανάσταση, (πυροβολισμοί, τρακατρούκες, πυροτεχνήματα), είναι αποκλειστικά ελληνικά. Τα έχουν κι οι καθολικοί στην Ευρώπη, με το άνομα «Vacarme des ténèbres» (Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή), πού θέλουν ν' αναπαραστήσουν την αναταραχή κάτω στον Άδη, όταν κατέβηκε εκεί ο Χριστός, και χρησιμοποιούν γι' αυτό ιδιαίτερα θορυβώδεις ροκάνες, τις crécelles καθώς και χτυπήματα.
Από την πρωινή αυτή λειτουργία του Μ. Σαββάτου κι έπειτα, φεύγει το οποιοδήποτε πένθος. Στην αγορά τονώνεται η κίνηση και στα σπίτια σφάζονται τα αναθρεμμένα για το Πάσχα αρνιά. Σε πολλούς τόπους οι νοικοκυρές παίρνουν με το βαμπάκι από το αίμα τους και σχεδιάζουν σταυρούς προστασίας στην πόρτα τού σπιτιού τους. (Με αυτή την κίνηση αναθυμάται κανείς την έξοδο από την Αίγυπτο των Εβραίων και το πρόβατο της σφαγής, πού, κατά τη θεία εντολή, «λήψονται από του αίματος και θήσουσιν επί των δύο σταθμών... εν τοις οίκοις... Και φάγονται τά κρέα τη νυκτί ταύτη, οπτά πυρί...» (Έξοδος 12, 7-8) έσφαξαν και με το αίμα του έβαψαν τις πόρτες των σπιτιών τους).
Το πρωινό αυτό ολοκληρώνονται παντού οι προετοιμασίες τού Πάσχα. Βάφονται αβγά, ψήνονται κουλούρια, ετοιμάζεται η βραδινή «μαγειρίτσα», από τα εντόσθια τού σφαγμένου αρνιού.
Εννοείται βέβαια ότι, παρ' όλες τις ερεθιστικές μυρωδιές που κυριαρχούν στον αέρα, η νηστεία τού Μ. Σαββάτου τηρείται συνήθως επίσης αυστηρά, ως τα μεσάνυχτα . Η παραδοσιακή μάλιστα νοικοκυρά επαγρυπνεί ώστε τα παιδιά της, να μη «τσιμπήσουν» τίποτε από τα ετοιμαζόμενα «πασχαλινά».
Το βράδυ θα μαζευτούν όλοι νωρίτερα στα σπίτια τους, για μια οικογενειακή «ανασύνταξη». Ο χρόνος, ως τις 11 '/2, περνάει με μια σιωπή, μια εκεχειρία βιοπάλης, πού μόνο βιαστικοί φίλοι μπορεί να τη διακόψουν, τηλεφωνώντας το «Καλή Ανάσταση»!
Η νυχτερινή «Ανάσταση»
Αργά το βράδυ, από τις 11, αρχίζουν να σημαίνουν οι καμπάνες των εκκλησιών. Τα πλήθη αρχίζουν να μαζεύονται στα προαύλια τους, ακόμη κι όσοι έχουν πένθος, κρατώντας το κερί σβηστό και περιμένοντας...
Κοντά στα μεσάνυχτα σβήνονται όλα τα φώτα της εκκλησιάς, ο ιερέας ανάβει το καινούργιο φως στη δική του λαμπάδα και βγαίνει προς το ύπαιθρο ψάλλοντας:
«Δεύτε λάβετε φως έκ του ανεσπέρου φωτός...».
Αμέσως μεταλαμπαδεύεται διαδοχικά το φώς, και όλα τα κεριά πού κρατούν οι εορταστές ανάβουν, σαν φωτεινό πέλαγος, πού ολοένα απλώνεται.
Αρχίζει τότε ή καθαυτό αναστάσιμη ακολουθία. Διαβάζεται το Ευαγγέλιο, με την περικοπή του γεγονότος («Διαγενομένου του Σαββάτου...») κι ακολουθεί η εκφώνηση: «Δόξα τη αγία και ομοουσίω και ζωοποιώ και αδιαιρέτω Τριόδι» και πρωτοψάλλεται αμέσως το «Χριστός Ανέστη», πού είναι και μια μοναδική περίπτωση θρησκευτικής αφορμής για εξαλλοσύνη.
Όλοι σχεδόν φεύγουν αμέσως για τα σπίτια τους. Λιγοστοί μπαίνουν στην εκκλησιά, για την υπόλοιπη ακολουθία. Οι περισσότεροι πεινασμένοι πάνε να χαρούν το πασχαλινό δείπνο με την παραδοσιακή μαγειρίτσα, το ψητό ή βραστό κρέας, το κοκορέτσι, τις γαρδουμπίτσες και τα κόκκινα αβγά....
Οι δρόμοι του γυρισμού γίνονται γραφικά ρυάκια φωτός, με τ' αναμμένα κεριά, επειδή όλοι πρέπει να φέρουν την «Ανάσταση» στο σπίτι. Τώρα, στις μεγαλουπόλεις, τα φώτα αυτά κινούνται, επίσης γραφικά, και με τα αυτοκίνητα.
Τελειώνοντας την αφήγησή μας αυτή αξίζει να αναφερθούμε και σε ένα γνωστό παλαιό έθιμο επιστροφής της ίδιας της αναστάσιμης πομπής, από την υπαίθρια εξέδρα στο εσωτερικό της εκκλησίας. Πρόκειται για το «Άρατε Πύλας» (πού κάποτε το συνηθίζουν και στον γυρισμό του Επιταφίου).
Εμπρός από την κλεισμένη πόρτα του ναού γίνεται μικρό «δρώμενο». Ο ιερέας υποδύεται τον Χριστό και κάποιος νεωκόρος τον Άδη, ή τον Διάβολο. Διαμείβεται διάλογος, και στο τέλος νικά ο Χριστός, και μαζί του ο παπάς και η πομπή, πού μπαίνουν στην εκκλησιά θριαμβευτικά.
Επίσης το τσούγκρισμα των κόκκινων αβγών είναι το βράδυ αυτό, μετά το άκουσμα του «Χριστός Ανέστη», παραδοσιακότατο έθιμο της γιορτής. Τα παιδιά αρχίζουν αμέσως από το προαύλιο της εκκλησίας. Οι μεγάλοι θα τα τσουγκρίσουν στο τραπέζι, όπου, με κάποιον τρόπο, θα κοιτάξουν ποιος είναι ό νικητής και (κάπως μαντικά) ο πιο γερός.
Το έθιμο είναι επίσης χαιρετιστήριο αλλά και μαγικό. Ο μικρός ανταγωνισμός βοηθάει έμμεσα και τη φύση και τη ζωή μας, (όσο και την ψυχολογία μας) για κάποια νίκη.
Διασκευή από το βιβλίο του Δημ. Σ. Λουκάτου,
«Πασχαλινά και της Άνοιξης», (εκδόσεις Φιλιππότη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου