ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΕΙΣ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΣΟΥ
ΝΟΡΜΠΕΡΤΟ ΜΠΟΜΠΙΟ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΝΥΠΑΚΟΗ
Η
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
Για να κατανοήσουμε τι
εννοούμε ως «πολιτική ανυπακοή» χρειάζεται
να ξεκινήσουμε από τον συλλογισμό ότι η θεμελιακή υποχρέωση κάθε
προσώπου που υπόκειται σε μια νομική διάταξη είναι η υποχρέωση της υπακοής
στους νόμους. Αυτή η υποχρέωση αποκαλείται πολιτική υποχρέωση.
Ενώ η υπακοή στους νόμους
είναι μια υποχρέωση, η ανυπακοή είναι παράβαση και, ως τέτοια, τιμωρείται με
διάφορους τρόπους. Η «πολιτική ανυπακοή» είναι μια ιδιαίτερη μορφή ανυπακοής,
στον βαθμό που πραγματοποιείται με άμεσο σκοπό να καταδείξει δημόσια τον άδικο
χαρακτήρα του νόμου και με έμμεσο σκοπό να οδηγήσει τον νομοθέτη να τον
αλλάξει. Ως τέτοια, συνοδεύεται από μέρους εκείνου που την πραγματοποιεί με
τέτοιες δικαιολογήσεις, ώστε να αξιώνει να θεωρείται όχι μόνον ως θεμιτή αλλά
και ως επιβαλλόμενη και να απαιτεί να γίνεται ανεκτή, διαφορετικά από
οποιαδήποτε άλλη παράβαση, από τις δημόσιες αρχές.
Ενώ η κοινή ανυπακοή είναι
μια πράξη που αποδιαρθρώνει τη νομική διάταξη, η πολιτική ανυπακοή είναι μια
πράξη που αποβλέπει σε τελική ανάλυση να αλλάξει τη νομική διάταξη, είναι με
δυο λόγια μια πράξη όχι καταστροφική αλλά ανανεωτική. Αποκαλείται «πολιτική»
ακριβώς επειδή αυτός που τη διαπράττει θεωρεί ότι δεν παραβαίνει το χρέος του
ως πολίτη, αλλά αντίθετα θεωρεί ότι, αρνούμενος να υπακούσει και όχι υπακούοντας,
συμπεριφέρεται ως καλός πολίτης σε εκείνη τη συγκεκριμένη περίσταση. Εξαιτίας
αυτού του δεδηλωμένου χαρακτήρα της και αυτού του ανανεωτικού σκοπού της, η
πράξη της πολιτικής ανυπακοής τείνει να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα.
Αυτός ο δημόσιος
χαρακτήρας χρησιμεύει για να διακρίνουμε καθαρά την πολιτική ανυπακοή από την
κοινή ανυπακοή : ενώ ο πολιτικά ανυπάκουος εκτίθεται δημόσια και μόνον
εκτιθέμενος δημόσια μπορεί να ελπίζει ότι θα πετύχει τον σκοπό του, ο κοινός
παραβάτης του νόμου οφείλει, αν θέλει να πετύχει τον σκοπό του, να ενεργεί με
τη μέγιστη μυστικότητα.
Οι περιστάσεις στις οποίες
οι θιασώτες της πολιτικής ανυπακοής θεωρούν ότι μειώνεται η υποχρέωση της
υπακοής και την αντικαθιστά η υποχρέωση της ανυπακοής είναι ουσιαστικά τρεις:
- η περίπτωση του άδικου νόμου,
- η περίπτωση του αυθαίρετου νόμου (δηλαδή του νόμου που εκπορεύεται από κάποιον που δεν έχει την εξουσία να νομοθετεί και
- η περίπτωση του άκυρου (ή αντισυνταγματικού) νόμου.
Σύμφωνα με τους θιασώτες
της πολιτικής ανυπακοής, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο νόμος δεν είναι
αληθινός και γνήσιος νόμος. Στην πρώτη περίπτωση δεν είναι για λόγους
ουσιαστικούς, στη δεύτερη και στην τρίτη δεν είναι για λόγους τυπικούς. Το κύριο επιχείρημα τους είναι ότι το
(ηθικό) χρέος της υπακοής στους νόμους υπάρχει στον βαθμό πού γίνεται σεβαστό
από τον νομοθέτη το χρέος να θεσπίζει δίκαιους νόμους (δηλαδή νόμους που
εναρμονίζονται με τις αρχές του φυσικού δικαίου ή με τις γενικές αρχές του
δικαίου) και συνταγματικούς νόμους (δηλαδή νόμους που εναρμονίζονται με τις
θεμελιώδεις αρχές και με τους τυπικούς κανόνες που προβλέπονται από το
Σύνταγμα).
Το πρόβλημα αν είναι
θεμιτό να μην υπακούμε στους νόμους, σε ποιες περιπτώσεις και μέσα σε ποια
όρια, είναι ένα παραδοσιακό πρόβλημα που υπήρξε θέμα ατέλειωτων στοχασμών και
συζητήσεων μεταξύ φιλοσόφων, νομικών, θεολόγων κ.λπ.. Σε αυτό, ο Αμερικανός
συγγραφέας δηλώνει ότι αρνείται να πληρώσει φόρους στην κυβέρνηση που τους
χρησιμοποιεί για να κάνει έναν άδικο πόλεμο (τον πόλεμο εναντίον του Μεξικού).
Ο Θορό σημειώνει: «Η μόνη υποχρέωση που έχω το δικαίωμα να αποδεχθώ είναι να
κάνω κάθε στιγμή αυτό που εγώ θεωρώ σωστό». Και μπροστά στη συνέπεια της πράξης
του, που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στη φυλακή, απαντάει: «Υπό μια κυβέρνηση
που φυλακίζει άδικα οποιονδήποτε, η θέση που αρμόζει σε έναν δίκαιο άνθρωπο
είναι στη φυλακή».
Στην κύρια σημασία της, η
πολιτική ανυπακοή είναι μία μόνον από τις καταστάσεις στις οποίες η παράβαση
του νόμου θεωρείται, από αυτόν που την κάνει ή την προπαγανδίζει, ηθικά
δικαιολογημένη. Πρόκειται για τις καταστάσεις που συνήθως κατανοούνται από την
κυρίαρχη παράδοση της πολιτικής φιλοσοφίας υπό την κατηγορία του δικαιώματος
στην αντίσταση.
Ο Αλεσάντρο Πασερίν ντ'
Εντρέβες διέκρινε οκτώ διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς του πολίτη απέναντι
στον νόμο: 1) συναινετική υπακοή, 2) τυπική ευπείθεια, 3) κρυφή παράκαμψη, 4)
παθητική υπακοή, 5) αντίρρηση συνείδησης, 6) πολιτική ανυπακοή, 7) παθητική
αντίσταση, 8) ενεργητική αντίσταση. Οι παραδοσιακές μορφές αντίστασης στον νόμο
αρχίζουν από την παθητική υπακοή και τερματίζονται με την ενεργητική αντίσταση.
Η πολιτική ανυπακοή, με τη στενή της έννοια, είναι μια ενδιάμεση μορφή.
Ακολουθώντας τον Ρολς, ο ντ' Εντρέβες την ορίζει ως μια δράση παράνομη,
συλλογική, δημόσια και μη βίαιη, που επικαλείται ανώτερες ηθικές αρχές για να
πετύχει μιαν αλλαγή της νομοθεσίας [...].
Αν έρθουμε στην πολιτική
ανυπακοή, έτσι όπως γίνεται συνήθως αντιληπτή στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία,
η οποία παίρνει υπόψη της τις μεγάλες μη βίαιες πολιτικές εκστρατείες του
Γκάντι ή τις εκστρατείες για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων στις
Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή είναι συλλογική, δημόσια, ειρηνική, όχι υποχρεωτικά
τμηματική (η δράση του Γκάντι υπήρξε σίγουρα μια δράση επαναστατική) και όχι
υποχρεωτικά παθητική. Η πολιτική ανυπακοή, όπως ήδη είπαμε, είναι μια πράξη
παράβασης του νόμου η οποία αξιώνει να είναι δικαιολογημένη και επομένως
βρίσκει σε αυτήν τη δικαιολόγηση τον λόγο της διαφοροποίησης της από όλες τις
άλλες μορφές παράβασης του νόμου. Η κύρια πηγή δικαιολόγησης είναι η αρχικά
θρησκευτική ιδέα -που στη συνέχεια εκκοσμικεύτηκε με τη θεωρία του φυσικού
δικαίου- ενός ηθικού νόμου ο οποίος υποχρεώνει κάθε άνθρωπο ως άνθρωπο.
Ως ηθικός νόμος, αυτός ο
νόμος υποχρεώνει ανεξάρτητα από κάθε εξαναγκασμό, επειδή υποχρεώνει τη
συνείδηση του ανθρώπου. Επομένως, ο νόμος αυτός διακρίνεται από τον νόμο που
θεσπίζει η πολιτική εξουσία και που υποχρεώνει μόνον εξωτερικά και, αν
υποχρεώνει τη συνείδηση, το κάνει μόνον στον βαθμό που εναρμονίζεται με τον
ηθικό νόμο. Ακόμη και σήμερα τα μεγάλα κινήματα πολιτικής ανυπακοής, από τον
Γκάντι ως τον Λούθερ Κινγκ, σημαδεύονται από μιαν ισχυρή θρησκευτική επίδραση.
Είπε κάποτε ο Γκάντι σε ένα δικαστήριο που τον δίκαζε για μια πράξη πολιτικής
ανυπακοής: «Τολμώ να κάνω αυτή τη δήλωση όχι βέβαια για να αποφύγω την ποινή
που θα πρέπει να μου επιβάλετε, αλλά για να καταδείξω ότι εγώ δεν υπάκουσα στη
διαταγή που μου δόθηκε όχι από έλλειψη σεβασμού στη νόμιμη εξουσία, αλλά για να
υπακούσω στον υψηλότερο νόμο της ύπαρξης μου, στη φωνή της συνείδησης μου».
Η άλλη ιστορική πηγή
δικαιολόγησης είναι η θεωρία που προέρχεται από το φυσικό δίκαιο και έπειτα
πέρασε στην ωφελιμιστική φιλοσοφία του 19ου αιώνα, η οποία υποστηρίζει το
πρωτείο του ατόμου σε σχέση με το κράτος. Από δω πηγάζει ο διπλός ισχυρισμός
ότι το άτομο έχει ορισμένα πρωταρχικά και αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα και ότι το
κράτος είναι μια ένωση που δημιουργήθηκε από τα ίδια τα άτομα με κοινή
συναίνεση (το κοινωνικό συμβόλαιο), για να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα
τους και να εξασφαλίζει την ελεύθερη και ειρηνική τους συμβίωση.
Ο μεγάλος θεωρητικός του
δικαιώματος αντίστασης, ο Τζον Λοκ, είναι ατομικιστής, θιασώτης των θεωριών του
φυσικού δικαίου και του κοινωνικού συμβολαίου και θεωρεί το κράτος ως μια ένωση
που προέκυψε από την κοινή συναίνεση των πολιτών για την προστασία των φυσικών
τους δικαιωμάτων. Ο Λοκ εκφράζει τη σκέψη του ως εξής: «Ο σκοπός της κυβέρνησης
είναι το καλό των ανθρώπων. Και τι είναι καλύτερο για την ανθρωπότητα, ο λαός
να βρίσκεται πάντοτε εκτεθειμένος στην απεριόριστη βούληση της τυραννίας ή οι
κυβερνώντες να βρίσκονται μερικές φορές εκτεθειμένοι στην αντιπολίτευση, όταν
καταχρώνται την εξουσία τους και την χρησιμοποιούν για την καταστροφή και όχι
για τη διατήρηση της περιουσίας του λαού;»
Μια τρίτη πηγή
δικαιολόγησης είναι, τέλος, η ελευθεριακή ιδέα ότι κάθε μορφή εξουσίας πάνω
στον άνθρωπο είναι ουσιωδώς κακή, ιδίως η μέγιστη των εξουσιών που είναι το
κράτος. Το συμπέρασμα είναι ότι κάθε κίνηση που τείνει να εμποδίσει το κράτος
να κάνει κατάχρηση της εξουσίας του είναι αναγκαία προϋπόθεση για την
εγκαθίδρυση του βασιλείου της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ειρήνης.
Το δοκίμιο του Θορό
αρχίζει με αυτά τα λόγια: «Εγώ αποδέχομαι σε μεγάλο βαθμό τη ρήση: "Η
καλύτερη κυβέρνηση είναι εκείνη που κυβερνάει λιγότερο"». Φανερή είναι η
ελευθεριακή έμπνευση σε ορισμένες ομάδες διαμαρτυρίας και κινητοποίησης
εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ στις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του
1970.
* Το κείμενο αυτό του
Ιταλού φιλοσόφου Νορμπέρτο Μπόμπιο (1909-2004) είναι ένα απόσπασμα από το λήμμα
«Πολιτική ανυπακοή», που έγραψε για το λεξικό (επιμέλεια: Norberto Bobbio,
Nicola Matteucci, Gianfranco Pasquino) «II Dizionario di Politica»(UTET,2004).
Πηγή:
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ/19-20.10.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου