Μελέτη
της ΤτΕ: Το 40% του πλούτου τους έχασαν τα νοικοκυριά από την κρίση
Νέα στοιχεία που έρχονται
να επιβεβαιώσουν για άλλη μια φορά το ισχυρότατο πλήγμα που έχουν δεχθεί τα
οικονομικά των νοικοκυριών στην Ελλάδα με την οικονομική κρίση, ήρθαν σήμερα
στη δημοσιότητα. Πρόκειται για έρευνα μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος που
υπογράφεται από τον οικονομολόγο της τράπεζας Ευάγγελο Χαραλαμπάκη.
Σύμφωνα με την έρευνα, η
μέση αξία του καθαρού πλούτου των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της κρίσης (από
το 2009 ως το 2014) μειώθηκε κατά 40%! Σύμφωνα με τον συντάκτη της μελέτης, η
πτώση της αξίας του καθαρού πλούτου αποδίδεται πρωτίστως στη μείωση της αξίας
των πάγιων περιουσιακών στοιχείων και κυρίως της ακίνητης περιουσίας και
δευτερευόντως στη μείωση της αξίας των καταθέσεων.
Επίσης, η μελέτη
καταδεικνύει μείωση της αξίας του υπολοίπου των συνολικών δανείων των
νοικοκυριών και των ενυπόθηκων δανείων, αλλά η μεταβολή αυτή δεν είναι
στατιστικά σημαντική. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται στατιστικά σημαντική
μείωση του υπολοίπου των μη ενυπόθηκων δανείων.
Εκτός από τον καθαρό
πλούτο των νοικοκυριών, πτώση καταγράφεται και στο ετήσιο εισόδημα των
νοικοκυριών, το οποίο συρρικνώθηκε κατά 26% την περίοδο 2009-2014. Η μείωση οφείλεται
στο περιορισμένο εισόδημα, στην επιβολή φόρων και στην πτώση της κατανάλωσης
τροφίμων, η οποία διαμορφώθηκε στο 27%.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με
έτερη έρευνα των Θεοδώρα Κοσμά, Ευαγγελία Παπαπέτρου, Γεωργία Παύλου, Χριστίνα
Τσόχατζη και Πηνελόπη Ζιούτου, η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας είχε
σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο και στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Ως
αποτέλεσμα, διαπιστώνεται ότι οι επιχειρήσεις αντέδρασαν στις εξωγενείς
διαταραχές που υπέστησαν, προσαρμόζοντας τόσο την απασχόληση όσο και το
μισθολογικό τους κόστος.
Επίσης,, φαίνεται ότι η
εφαρμογή των πρόσφατων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας έχει
καταστήσει ευκολότερη την προσαρμογή των επιχειρήσεων στις εξωγενείς
διαταραχές.
Συγκεκριμένα, ένα
σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων αναφέρει ότι είναι ευκολότερο πλέον να
προσαρμόσουν τις αμοιβές προσωπικού και την απασχόληση σε σχέση με παλαιότερα.
Από αυτές, ένα σημαντικό ποσοστό αποδίδει τη μεγαλύτερη αυτή ευελιξία κυρίως
στις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας.
Τέλος, όσον αφορά τις
ενδεχόμενες εναπομείνασες δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, από την έρευνα
προκύπτει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αξιολογούν την οικονομική αβεβαιότητα
ως το πιο σημαντικό εμπόδιο για την πρόσληψη προσωπικού με συμβάσεις αορίστου χρόνου,
ενώ ακολουθούν οι υψηλοί φόροι μισθοδοσίας. Αντιθέτως, το θεσμικό πλαίσιο, το
οποίο έχει μεταρρυθμιστεί ριζικά κατά την πρόσφατη περίοδο, δεν θεωρείται πλέον
σημαντικό εμπόδιο για την πρόσληψη προσωπικού με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου