Χρύσας
Λουλοπούλου : Στο κάμπινγκ με την …μαμά!!!!
-Χρυσούλαααα!!! Έλα να μου
βάλεις γιαούρτι στην πλάτη! Ψήθηκα με τέτοιο ήλιο!
-Σιγότερα, βρε μαμά! Ώρα
κοινής ησυχίας είναι! Σε κάμπινγκ βρισκόμαστε! Έρχομαι. Για να δω! Πωπώ, πώς
έγινες έτσι; Καλά, όση ώρα εγώ ξεφόρτωνα τα πράγματα από το αμάξι εσύ καθόσουν
χωρίς αντηλιακό; Αμάν, βρε μαμά! Θαρρείς και είσαι μωρό, από πίσω σου πρέπει να
τρέχω!
-Μα έψαχνα εκείνο τον
έγχρωμο να μου αλείψει την πλάτη, αλλά δεν είδα κανέναν.
-Ποιον έγχρωμο;
-Εκείνον τον υπηρέτη που
είπες χθες ότι θα μας έχουν εδώ.
-Μα, καλά, βρε μαμά,
έλεος! Δε μπορείς να ξεχωρίσεις την πλάκα από το σοβαρό;
-Πλάκα ήταν;
-Ε και βέβαια! Ξέρεις
πολλά κάμπινγκ να διαθέτουν "υπηρέτες" για να σου απλώνουν
αντηλιακό;.. Έλα, Παναγιά μου!.
-Χθες πάντως, που βλέπαμε
εκείνη την ωραία παλιά ταινία, η Κατρίν Ντενέβ είχε δούλους. Κι εγώ η έρμη γι' αυτό
σε ρώτησα αν θα έχουμε κι εμείς κανέναν βοηθό, έστω στις διακοπές μας...
-Ξεχνάς τρία σημαντικά! Η
δουλεία καταργήθηκε, δε ζούμε στο 1900 και δεν είμαστε πλούσιες... Σε κάμπινγκ
του Νομού Πιερίας είμαστε, σ' αρέσει-δε σ' αρέσει, κυρία αριστοκράτισσα...
-Δε μ' αρέσει! Πού είναι
κάποιος υπεύθυνος, να διαμαρτυρηθώ; Κανένας υπεύθυνος εδώ, καλέ;; Διαμαρτύρομαι!
-Σταμάτα, βρε μαμά, να
χαρείς! Θα μας πετάξουν έξω, ακόμη δεν ήρθαμε!
-Παρακαλώ! Με ζήτησε
κανείς; Τι συμβαίνει, κυρίες μου; Υπάρχει κανένα πρόβλημα;
-Κανένα απολύτως και ζητώ
συγγνώμη για τη συμπεριφορά της μητέρας μου! Δε θα επαναληφθεί. Παρασύρεται, ξέρετε
από ταινίες Εποχής και τα μπερδεύει λίγο στο μυαλουδάκι της.
-Να μου κάνεις τη χάρη!
Εγώ τα έχω τετρακόσια! Εσύ πάσχεις! Κάνε παιδιά να δεις καλό, λένε...
-Ησυχάστε, καλή μου κυρία!
Η κόρη σας δε σας μάλωσε. Κανείς δε μας μάλωσε. Ελάτε, καθίστε, θα πάω να φέρω
κι ένα χυμό, να δροσιστούμε όλοι μαζί παρέα.
-Εσείς ποιο ακριβώς μέλος
του υπηρετικού μας προσωπικού είστε, για να έχουμε καλό ρώτημα;;
-Το...ανώτερο. Χαχαχα! Είμαι
ο ιδιοκτήτης του κάμπινγκ και είμαι στις υπηρεσίες, τόσο τις δικές σας, όσο και
της κόρης σας, μαντάμ Ευαγγελία!
-Μα, πού μας ξέρετε; Πέφτω
από τα σύννεφα!...Κολακευμένη, μεσιέ...
-Θωμάς. Μεγάλη μας τιμή
που σας έχουμε στις εγκαταστάσεις μας! Έμαθα ότι η κόρη σας είναι συγγραφέας.
-Μα, τι λέτε; Ποιος με
ξέρει εμένα, κύριε Θωμά;
-Όποιος ενδιαφέρεται, μαθαίνει,
κυρία Χρύσα!..Επιτρέψτε μου να λείψω τρία λεπτάκια κι επιστρέφω με δροσερή
σπιτική λεμονάδα, να συζητήσουμε για λογοτεχνία, που είναι η μεγάλη μου
αδυναμία!
-Χαχαχα! Α, ρε άντρες,σας
κάνω ακόμη ό,τι θέλω! Τον είδες χαμόγελα, Χρυσουλιό μου, τον κύριο Θωμά;; Μέλι
έσταζε, μέλι! Μωρέ, εγώ θα σε ξαναπαντρέψω, αλλιώς δεν πεθαίνω!
-Άντε πάλι το επίμαχο
θέμα!
-Ε, τι άλλο να με νοιάζει;
Ποιος θα αποχωρήσει από το Σαβουραβάιβορ;... Κοίτα να μαθαίνεις! Μπορεί ο νέος
να είναι ωραίος, κόρη μου, αλλά ο παλιός είναι αλλιώς! Όση ώρα εσύ ξεφόρτωνες
τις αποσκευές μας, εγώ πήγα στη ρεσεψιόν κι έδωσα γνωριμία και πήρα
πληροφορίες. Ο ιδιοκτήτης, λέει, είναι ανύπαντρος, απόφοιτος Φιλοσοφικής, πλούσιος,
που μόλις βγήκε στη σύνταξη, έκανε αυτό τον παράδεισο. Και απ' ό,τι είδαμε, είναι
και μια χαρά άντρας!! Αν μια από τις δυο μας τα φτιάξει μαζί του, θα έχουμε
τζάμπα κάμπινγκ όλο το καλοκαίρι! Και με υπηρετικό προσωπικό, παρακαλώ! Τέλειο;;
-Μαμά, συμμαζέψου! Άρχισες πάλι τα χαζά!
-Εντάξει, εγώ τον περνάω
καμιά εικοσαριά χρόνια...Όχι ότι θα' χα πρόβλημα δηλαδή...
-Μαμάααα!
-Χαχαχα! Καλά, καλά, ντιπ
απονήρευτη είσαι πια, όλα τα πιστεύεις, όλα! Και μετά λες εμένα...
-Μη μου πεις... ότι όλη
αυτή η φασαρία ήταν σκηνοθετημένη για να τον γνωρίσουμε!...
-Ακριβώς! Με παραδέχεσαι;;
-Υποκλίνομαι! Είσαι
δαιμόνια! Χαχααχα! Α, ρε μαμά!...Μια και μοναδική!...Κάτι μόνο δε μπορώ να
καταλάβω. Πώς έμαθε ότι είμαι συγγραφέας... Λες να με αναγνώρισε από καμία
φωτογραφία του φβ;...
-Α, ρε Χρυσούλα, πόσο
αγαθή είσαι; Καθόλου δε μου έμοιασες, καθόλου! Εγώ το είπα στη ρεσεψιονίστ, καλέ,
για να του το ξεφουρνίσει...Σιγά μη σε αναγνώριζε!...Αφού εσένα, "εκτός
από τη μάνα σου, κανείς δε σε γνωρίζει"...,για ν' αλλάξουμε και λίγο τον
Καββαδία... Τι με κοιτάς σα χάνος; Έχει γούστο να θύμωσες!...Για τη μανούλα, να
ξέρεις, είσαι η σπουδαιότερη του κόσμου, μωρό μου, κι ας μη σε ξέρει κανείς!
Δεν πειράζει, εξάλλου νέα είσαι ακόμη! Πόσο είσαι, πενήντα πέντε; Ε, ελπίζω σε
τριάντα -σαράντα χρόνια να σε μάθουν! Χαχααχα! Έλα, μωρέ, να μη κάνουμε και λίγη
πλάκα; Χαμογέλα μου λίγο,κοριτσάκι μου! Και πήγαινε μέσα και βάψου! Άντε, άντε,
έρχεται ο λάτρης της λογοτεχνίας!
Από τις ιστορίες
"Η ζωή με τη μανούλα"
της Χρύσας Λουλοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου