ΣΤΗΝ
ΚΑΛΥΜΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ
Την δεκαετία του 1960, η
ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ προγραμμάτιζε κατά την θερινή περίοδο πτήσεις ΤΣΑΡΤΕΡΣ. Για καλύτερη μάλιστα
εξυπηρέτηση των τουριστών τα αεροσκάφη της DC-6 προσγειώνονταν - απογειώνονταν χρησιμοποιώντας το αεροδρόμιο Αράξου, τόσο για
το σκέλος από τον Άραξο προς το Μάλμε της Σουηδίας όσο και τανάπαλιν.
Επίσης εκείνη την περίοδο
στην Ρόδο η ΟΑ εξυπηρετούσε και τις πτήσεις από την Ρόδο προς Λονδίνο που γίνονταν
με COMET-4 σε συνεργασία με την αγγλική Β.Ε.Α.
Στο δεύτερο κλιμάκιο του προσωπικού της Ρόδου συμμετείχε και ο γράφων.
Εκείνη την θερινή περίοδο όλοι
εργασθήκαμε πολύ εντατικά γιατί εκτός από τους ΚΟΜΗΤΕΣ, έπρεπε να
εξυπηρετήσουμε και τα αεροπλάνα μας, των τακτικών πτήσεων, καθώς και κάποιες
φορές και τα αεροσκάφη άλλων ξένων εταιρειών.
Η Ρόδος την εποχή εκείνη,
ήταν ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η χώρα μας στους τουρίστες. Οι Ροδίτες
είχαν μεγαλύτερη εμπειρία στον τουρισμό, κάτι που τους έδινε σημαντικό προβάδισμα
στην τουριστική κίνηση καθώς δεν είχαν ανάγκη εκπαιδεύσεως, όπως οι λοιποί έλληνες
που είχαν ξεκινήσει να ασχολούνται με τον τουρισμό.
Μετά το τέλος της τουριστικής
περιόδου η εταιρεία, μας έδωσε τρεις ημέρες μπόνους προκειμένου να παραμείνουμε
στο νησί για δική μας αναψυχή.
Όμως δεν μείναμε στην Ρόδο
αλλά πήγαμε στην Κάλυμνο. Οι Ροδίτες συνάδελφοι μας συμβούλευσαν να μην χάσουμε
τις γιορτές και τα γλέντια που γίνονταν εκεί για τον γυρισμό των σφουγγαράδων κάτι
που όπως έλεγαν θα μας έμενε αξέχαστο.
Πήραμε λοιπόν το καραβάκι και
μετά δύο ώρες φτάσαμε στην Κάλυμνο.
Ο καιρός είχε αρχίσει να
χαλάει και τα μποφόρια δεν αστειεύονταν. Αυτή είναι και η αιτία που οι σφουγγαράδες
σταματάνε με τέτοιο καιρό τις βουτιές και επιστρέφουν στο νησί τους.
Η Κάλυμνος, που γνωρίσαμε,
ήταν και είναι ένα νησί κατάξερο, άδενδρο και άνυδρο όπως άλλωστε τα
περισσότερα νησιά, εκτός από την Ρόδο και την Κω, που είναι καταπράσινα και με περίσσιες
φυσικές ομορφιές. Παρόλα αυτά όμως πολλοί τουρίστες προτιμούν την Κάλυμνο και
τα γύρω νησιά ακριβώς γι' αυτήν τους την ιδιαιτερότητα.
Όμως υπάρχει και κάτι άλλο
εξίσου σημαντικό, πέρα από την ομορφιά του νησιού και αυτό είναι οι υπέροχοι κάτοικοί της. Αρκεί να τους γνωρίσεις
για να καταλάβεις γιατί το διαλαλώ παντού. Ότι δηλαδή καλύτερους, πιο ζεστούς,
πιο φιλόξενους, αλλά και πιο γλεντζέδες Έλληνες, πουθενά δεν θα βρεις.
Την άλλη μέρα και με το
φως του ήλιου, η Κάλυμνος μας εντυπωσίασε με τις βουκαμβίλιες, τους ιβίσκους
και τα γιασεμιά που ταίριαζαν αρμονικά με τα φρεσκοασβεστωμένα κατάλευκα σπίτια
του νησιού. Στην πλατεία και στο λιμάνι είδαμε τα ίδια καλαίσθητα κτίρια που
έχει και η Ρόδος, κτισμένα με πελεκημένη πέτρα, έργο Ιταλών και ντόπιων
μαστόρων.
Στο λιμάνι τώρα είχαν
αρχίσει να μαζεύονται οι κάτοικοι για να υποδεχθούν τους ξενιτεμένους τους. Δεν
άργησε λοιπόν να σκάσει μύτη το πρώτο σφουγγαράδικο, μακριά στο πέλαγος, και μερικοί
μάλιστα το γνώρισαν· ήταν
του καπετάν Νικόλα του Καρακούκου, η γολέτα. Σε λίγο έμπαινε στο λιμάνι και η
μπάντα του νησιού - που περίμενε σιωπηλή· με
τις φανταχτερές στολές των μελών της ατσαλάκωτες, τα καλογυαλισμένα όργανα της,
πνευστά και κρουστά, να λαμποκοπούν στον ήλιο - ξεκίνησε να παίζει για το καλωσόρισμα.
Ο καπετάν Νικόλας όρθιος
στην πλώρη μας χαιρετούσε με ενθουσιασμό, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε
από το μουράγιο. Στα ξάρτια του καραβιού υπήρχαν απλωμένα σε αρμαθιές τα
σφουγγάρια.
-Πώς πήγε η καλάδα καπτάν
Νικόλα; Τον ρωτούσαν οι φίλοι «Πέντε τόνους από τα καλύτερα σφουγγάρια έχω στα
αμπάρια, χώρια τα στρείδια, τα γιούσουρα και τα κοράλια, πλούσια σοδιά και χωρίς
αβαρίες. Άμπωτες να τα δώσει ο θεός και στα αδέρφια μας που θα μας έρθουν σε
λίγο.
Μέχρι το απόγευμα, το ένα
μετά το άλλο είχαν αγκυροβολήσει άλλες πέντε φρεγάτες και γολέτες κατάμεστες
από το πολύτιμο φορτίο που με τόσο μόχθο και κινδύνους είχαν μαζέψει από το
βυθό τα παλικάρια μας. Αργά το απόγευμα έδεσε στο λιμάνι και το πλεούμενο του
καπετάν Γιακουμή, ο οποίος όμως μας έφερε και συνταρακτικά νέα.
Έμαθε ότι στου καπετάν
Βαρνάβα, το τσούρμο ένα παλικάρι στην αποκοτιά του να βγάλει περισσότερα
σφουγγάρια χτυπήθηκε από την νόσο των δυτών. Όμως ο καπετάνιος έβαλε αμέσως
πλώρη για τα Χανιά και πλέοντας με πάσα δύναμη, έφτασε έγκαιρα στην Σούδα στο
Ναυτικό νοσοκομείο και οι γιατροί έσωσαν το παλικάρι!. Έπειτα από λίγη ώρα ήρθε
και σήμα επιβεβαιωτικό στο Λιμεναρχείο, που είχε επικοινωνήσει με την Σούδα.
«Το παλικάρι είναι καλά
και αύριο το πλεούμενο βάζει ρότα για το νησί». Το τι επακολούθησε από το πλήθος
που με κομμένη την αναπνοή περίμενε την εξέλιξη του συμβάντος είναι αδύνατον να
σας το περιγράψω.
Κραυγές χαράς, δάκρυα συγκίνησης,
και ο ένας αγκάλιαζε τον άλλον με ζητωκραυγές που δονούσαν τον αέρα για «να
ζήσει ο γιατρός που τον έσωσε κι ο καπετάνιος που ξέχασε το κέρδος και φρόντισε
να σώσει το παλικάρι που κινδύνευε».
Το βράδυ ακολούθησε ένα
μεγάλο τραπέζι που είχε θέσεις για όλους. Οι καπετάνιοι των σφουγγαράδικων
είχαν προσφέρει για το τσιμπούσι που θα επακολουθούσε, κάθε λογής λιχουδιές της
θάλασσας, αστακούς, στρείδια και άφθονο ροδίτικο κρασί. Τα όργανα άρχισαν να
παίζουν σκοπούς και τραγούδια νησιώτικα και τα παλικάρια με τις νιες ρίχτηκαν
στο χορό που κράτησε ως το πρωί προς μεγάλη τέρψη όλων των παρισταμένων.
Όμως εκείνο που με
συγκίνησε ιδιαίτερα και μ' έκανε να βουρκώσω ήταν όταν ένα παλικάρι, χτυπημένο
από την νόσο των δυτών με παράλυτα και τα δυο του πόδια μπήκε στο χορό γιατί η
καρδιά του δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Χόρευε με όλο του το κορμί και μόνο τα
πόδια του δεν έλεγαν να ακολουθήσουν τον ρυθμό της μουσικής.
Αξέχαστες και ανεπανάληπτες
στιγμές που όταν τις θυμάμαι βουρκώνω.
Διασκευή
από το άρθρο του Δημήτρη Βέργου Συνταξιούχου μηχανικού αεροπλάνων της Ολυμπιακής που δημοσιεύτηκε στο τεύχος
Σεπ.-Οκτ.2016 του περιοδικού «Τα δικά μας φτερά» με τίτλο : «Ένας συνταξιούχος μηχανικός της Ολυμπιακής
θυμάται : ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ ΠΕΤΟΥΣΑΝ ΟΙ ΝΤΑΚΟΤΕΣ
ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΜΝΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου