ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ
Δικαιοσύνη:
Αυτονομία και λαϊκή κυριαρχία
Δικαστική
εξουσία και λαϊκή κυριαρχία
Ποια είναι τα όρια της
περίφημης αυτονομίας της Δικαιοσύνης; Ποια τα όρια της δυναμένης να ασκηθεί
κριτικής στις αποφάσεις της; Ποια είναι, άραγε, η σχέση μιας τυπικής - νομικής
διάταξης με το περιεχόμενο, την ουσιολογική πλευρά της φιλοσοφίας του δικαίου;
Καίρια ερωτήματα, για τα οποία δεν γίνεται καμιά συζήτηση, αφού τα πάντα τα
καλύπτει η ευτελής κομματική σκοπιμότητα, η ιδιοτέλεια, η επιστημονική άγνοια…
Εκτελεστική, νομοθετική
και δικαστική εξουσία, και οι τρεις μαζί και καθεμιά χωριστά, αποτελούν
εκφράσεις και θεσμικά - κανονιστικά πεδία τα οποία εκφράζουν τη γενική βούληση
(volonte generale) και τη λαϊκή κυριαρχία, εκφράσεις πρωτογενείς και απόλυτες.
Η λαϊκή εξουσία διαθέτει και τη βούληση αλλά και την ισχύ για να εφαρμόσει
αυτήν τη βούληση. Αυτήν την ισχύ την αναθέτει στην εκτελεστική και στη
νομοθετική εξουσία και μπορεί σε κάθε περίπτωση να την ανακαλέσει.
Συνεπώς, τόσο η
εκτελεστική και η νομοθετική όσο και η δικαστική εξουσία υπόκεινται στην
αδιαπραγμάτευτη αυτή δέσμευση.
Η Δικαιοσύνη, η δικαστική
εξουσία, λειτουργεί, διαβουλεύεται και κρίνει στα πλαίσια αυτόν τον απόλυτο
περιορισμό. Δεν πρέπει να συγχέουμε τη λειτουργική - κανονιστική αυτονομία της
δικαστικής εξουσίας με την αυθαίρετη αυτονόμηση και περιχαράκωσή της από τη
λαϊκή κυριαρχία, από τις θεμελιώδεις αρχές του δημοσίου συμφέροντος, από τις
απαράγραπτες αρχές της Δικαιοσύνης και της ελευθερίας, τις οποίες η καντιανή
αρχή του δικαίου θεωρεί ως πρώτες - απόλυτες αρχές, που πρέπει να βρίσκουν
έκφραση στον ιστορικό νόμο και να τον καθορίζουν.
Γι’ αυτό και η κριτική και
η επικριτική στάση σε ορισμένες αποφάσεις της Δικαιοσύνης που αγνοούν ή και
παραβιάζουν τις αρχές αυτές είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία για την
προστασία της ίδιας της Δικαιοσύνης και για την αποτροπή της χειραγώγησής της
από ιδιοτελή συμφέροντα.
Όπως κάθε ιστορικός θεσμός
του κράτους και του θεσμικοπολιτικού και δικαιϊκού εποικοδομήματος, έτσι και ο
θεσμός της Δικαιοσύνης επηρεάζει αλλά και διαπερνάται πολλές φορές από τις
ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και τα ευρύτερα συμφέροντα. Όπως σημειώνει
ο αείμνηστος Νίκος Πουλαντζάς, οι κρατικοί θεσμοί, ακόμα και οι ύπατοι,
αποτελούν πεδία συμπύκνωσης και έκφρασης των αντιθέσεων αυτών. Τόσο όμως οι
νόμοι, οι δικαιικοί κανόνες όσο και η προσωπικότητα και υψηλή συνείδηση του
δικαστή οφείλουν να οδηγούν σε αποφάσεις όπου η πάταξη του δημοσίου συμφέροντος
και η προστασία των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των πολιτών μπορούν να
εμπεδώσουν το αίσθημα του δικαίου και της εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη και
τους λειτουργούς της.
Θύλακες
συμφερόντων
Δυστυχώς, κάποιοι, οι
οποίοι επικαλούνται την πλήρη αυτονομία της Δικαιοσύνης και απαγορεύουν την
οποιαδήποτε άσκηση κριτικής στις αποφάσεις της, έχουν, οι ίδιοι, καταλύσει την
αυτονομία της και την έχουν εργαλειοποιήσει, μετατρέποντάς την, κάποιες φορές, σε
όργανο κομματικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.
Όλες οι μεγάλες υποθέσεις
των σκανδάλων και των δωροδοκιών, της μεγάλης φοροδιαφυγής, της ίδιας της
παράνομης επί δεκαετίες λειτουργίας και δράσης των ΜΜΕ είτε παρέμειναν επί
χρόνια στα συρτάρια είτε αγνοήθηκαν. Οι παράνομες πράξεις και κάποιες φορές η
εγκληματικού χαρακτήρα δράση μεγαλοεπιχειρηματιών θάφτηκαν και ξεχάστηκαν…
Την τελευταία όμως περίοδο
κάποιοι ελεγχόμενοι θύλακες στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης πέρασαν στην
αντεπίθεση με καθαρώς πολιτική επιχειρηματολογία.
Η αρχή έγινε πριν από έναν
χρόνο, με το περίφημο αποτέλεσμα «14-11» της ψηφοφορίας του ΣτΕ για τη
συνταγματικότητα του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες. Τις παραμονές της
ψηφοφορίας ο πρόεδρος του ΣτΕ προπηλακίσθηκε δημόσια στο Κολωνάκι από
εντεταλμένους τραμπούκους, ενώ η ιδιωτική ζωή άλλου δικαστή έγινε πρώτη είδηση.
Εμφανής η προειδοποίηση των συστημικών συμφερόντων… και να μην ξεχνάμε
επιπρόσθετα ότι πολλοί συγγενείς ανωτάτων δικαστών έχουν προσληφθεί σε
επιχειρήσεις της διαπλοκής και κάνουν καριέρα… Με τον τρόπο αυτό, το μιντιακό -
διαπλεκόμενο team κέρδισε πολύτιμο χρόνο για να ανασυνταχθεί και να ασκήσει
ακώλυτα την ακραία αντικυβερνητική του προπαγάνδα.
Η
πολιτικολογούσα Δικαιοσύνη
Κάποιοι συνταγματολόγοι
και νομικοί, που στήριξαν είτε άμεσα είτε περιφερειακά το «μνημονιακό δίκαιο»
όλα αυτά τα χρόνια, καταγγέλλουν και αποδοκιμάζουν κάθε κριτική που
διατυπώνεται για τις πρόσφατες αποφάσεις των ανώτατων δικαστικών σωμάτων.
Ασφαλώς, στο καθαρώς τυπικό δικαιικό - κανονιστικό πλαίσιο είναι αποδεκτή και
σεβαστή η νομική θεμελίωση και αιτιολόγηση των αποφάσεων.
Όμως τι έχουν να πουν οι
συνταγματολόγοι αυτοί όταν κάποιες αποφάσεις θεμελιώνονται πάνω σε καθαρώς
πολιτικά σκεπτικά και μάλιστα με επιχειρήματα που δεν αντέχουν στον καθημερινό
διάλογο;
Ποια επιστημονική βάση
μπορεί να επικαλεσθεί η απόφαση για τη μη αναδρομική διερεύνηση και δίωξη των
μεγαλοφοροφυγάδων που κοσμούν τις διεθνείς λίστες, όταν ο δικαστής επικαλείται
τον φόρτο εργασίας που υπάρχει στις εφορίες ή το γεγονός ότι κάποιοι
επιχειρηματίες επικαλούνται το κλείσιμο των επιχειρήσεων; Μπορεί ο δικαστής να
αποφαίνεται ότι η δίωξη για φοροδιαφυγή κρίνεται επιβλαβής για την οικονομική
δραστηριότητα, γι’ αυτό και θα πρέπει να υπάρξει οριστική παραγραφή; Μπορεί ο
δικαστής να δέχεται ότι οι οιονεί απλήρωτη εργασία αποτελεί κανονικότητα και
δεν αίρει την νομιμότητα της σύμβασης, εκτός εάν υπάρχει δόλος από την πλευρά
του εργοδότη; Και πώς θα αποδειχθεί ο δόλος; Με τεστ αλήθειας;
Δεν γνωρίζουν, άραγε, οι
κύριοι δικαστές ότι πάνω από 700.000 εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα παραμένουν
απλήρωτοι από τρεις έως επτά μήνες; Το να εργάζεσαι και να παραμένεις απλήρωτος
δεν ακυρώνει μόνο τη σύμβαση εργασίας αλλά την ίδια τη δυνατότητα επιβίωσης,
την ίδια τη ζωή… Στ’ αλήθεια, τι έχουν να μας πουν οι κύριοι δικαστές για την
τραγική υπόθεση της αυτοκτονίας της εργαζόμενης που παρέμενε απλήρωτη επί 15
μήνες; Μήπως ο δόλος δεν αφορά μόνον τον εργοδότη αλλά και εκείνους που
περιφρονούν με τις αποφάσεις τους την αξία της εργασίας αλλά και της ίδιας της
ανθρώπινης ζωής; Δυστυχώς, ορισμένοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης θέλουν να
μετατρέψουν τον θεσμό σ’ ένα κλειστό κύκλωμα, συντεχνιακού μάλιστα χαρακτήρα,
πλήρως αυτόνομο από κάθε είδους κοινωνική διεργασία. Οι μισθοί, οι συντάξεις,
τα αναδρομικά και ό,τι άλλο αφορά απολαβές ή παροχές των δικαστών κατοχυρώνεται
αυτόματα με δικαστικές αποφάσεις, όταν ο κοινός πολίτης ταλαιπωρείται επί
χρόνια. Ακόμα και για τη δήλωση του «πόθεν έσχες» εξεδήλωσαν την αντίρρηση και
την άρνησή τους κάποιοι δικαστικοί λειτουργοί… Μπορεί τα POS να ισχύουν για
όλους, όμως οι δικηγόροι, με δικαστική απόφαση, εξαιρούνται…
Το κύρος της Δικαιοσύνης
δεν κινδυνεύει από την κριτική αλλά από την άρνησή της. Κι αυτό το κύρος
κατοχυρώνεται όχι μόνο από την υψηλή επιστημονική επάρκεια και γνώση του
δικαστή αλλά και από την άμεση, την οργανική σχέση που πρέπει να έχει η τυπική
- νομική θεμελίωση με το δημόσιο συμφέρον, με το ήθος και τις αξίες μιας
δοκιμαζόμενης κοινωνίας, η οποία πρέπει να έχει τη Δικαιοσύνη ως καταφύγιο, ως
αρωγό και όχι ως ένα τυπικό, σκληρό και απρόσιτο μηχανισμό. Το αίσθημα του
δικαίου και των ανθρωπίνων αξιών που εμπεδώνεται σε μια κοινωνία απέναντι στον
ίδιο τον θεσμό της Δικαιοσύνης και στους λειτουργούς αποτελεί ιστορικά το πλέον
αυθεντικό και σταθερό θεμέλιο της Δικαιοσύνης.
Και τέλος σημάδια των
καιρών ή μάλλον δίδαγμα το πώς το «σύνταγμα του νεοφιλελευθερισμού» έγινε
«ευαγγέλιο» για ένα τμήμα της διανόησης και της νομικής επιστήμης…
Από άρθρο του ΜΕΝΕΛΑΟΥ
ΓΚΙΒΑΛΟΥ Αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην
εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου