Ο
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Γράφει ο Χρυσός Ευελπίδης*
Ένα πρωί του Αύγουστου
1957 πήγα να ιδώ τον Καζαντζάκη στο Δημοτικό νοσοκομείο της Κοπεγχάγης, όπου
νοσηλεύονταν τότε λίγον καιρό πριν πεθάνη. Το δωμάτιο του ήταν στολισμένο με
λουλούδια, πού του είχαν στείλει διάφοροι θαυμαστές και θαυμάστριες του από τη
Σκανδιναβία. 'Εκείνος ήταν εξαιρετικά καλοδιάθετος και ομιλητικός, ενώ τα
τελευταία χρόνια είχε γίνει υπερβολικά λιγόλογος.
—Μίλα, μου έλεγε συχνά, όταν
είμαστε στο Μποχίνι της Γιουγκοσλαβίας, μίλα μου για την Ελλάδα και για τους Έλληνες.
Εκείνη τη μέρα, όμως
μιλούσε αυτός και μού είπε τη γνώμη του για το έργο του και για τη θέση του
μέσα στην Ελληνική λογοτεχνία.
—Βασικό έργο μου θεωρώ την
«'Οδύσσεια». Το σκέφτηκα και το δούλεψα χρόνια πολλά, ώσπου να του δώσω την
τελική του μορφή. Έπειτα από αυτό έρχεται η μετάφραση της Ιλιάδας, πού έκανα
μαζί με το Γιάννη Κακριδή. Τα άλλα τα έργα μου είχαν επιτυχία - και μάλιστα
μεγαλύτερη από τα παρά πάνω - γιατί εκφράζουν την ανησυχία μου, πού είναι και
ανησυχία της εποχής. Γι' αυτό και το ύφος τους δεν είναι στρωτό, όσο θα έπρεπε,
είναι κι αυτό ανήσυχο. Και όμως πάντα έδωσα μεγάλη προσοχή στη γλώσσα. Δε
δημιούργησα λέξεις, ούτε μεταχειρίζομαι ιδιωματικές εκφράσεις και προ πάντων
κρητικές, όπως με κατηγόρησαν. Μελέτησα τη γλώσσα του λαού και προσπάθησα να
πάρω από αυτήν όσες λέξεις κ' εκφράσεις πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να μπουν και
στο γραπτό μας λόγο. Νομίζω πώς η γλώσσα μου θα είναι αύριο η γλώσσα των
σχολικών βιβλίων. Βέβαια στη διαμόρφωση της δημοτικής εργάστηκαν κι άλλοι λογοτέχνες
και ιδιαίτερα μεγάλη υπήρξε η συμβολή του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού.
Είναι λυπηρό, προσέθεσε,
πώς η νεοελληνική λογοτεχνία δεν είναι αρκετά γνωστή στο εξωτερικό. Γιατί θεωρώ
τη σημερινή λογοτεχνία μας ανώτερη από τη σύγχρονη γαλλική. Έχει βέβαια κι αυτή
ακόμα αρκετούς καλούς συγγραφείς, όπως ο Βαλερύ, ο Μωριάκ κι ό Καμύς, αλλά
παρουσιάζει σημάδια παρακμής. Ο Σικελιανός μαζί με τον Ισπανό Χουάν Χιμένεθ
είναι οι μεγαλύτεροι ποιητές του αιώνα μας. Εκτιμώ ιδιαίτερα την ποίηση του
Βάρναλη και χαίρομαι τη γλώσσα και τη δροσιά του Αθανασιάδη Νόβα. Νομίζω όμως
πώς ο Καβάφης έκανε πολύ κακό στα ελληνικά γράμματα, δίνοντας τους κατεύθυνση
κουρασμένη και ντεκαντάντ, απαράδεκτη σε μια νέα λογοτεχνία, όπως η δικιά μας. Αλλά
και στην πρόζα η νεοελληνική λογοτεχνία παρουσιάζει έργα πού μπορούν να
συγκριθούν διεθνώς. Ο Θεοτόκης ξεχάστηκε γρήγορα. Και όμως έχει μεγάλη αξία και
παρουσίασε σοβαρή επίδραση στα ελληνικά γράμματα. Από τα σύγχρονα έργα μεγάλη
εντύπωση μου έκανε «Η Παναγιά η Γοργόνα» του Μυριβήλη. Είναι μεγάλος συγγραφέας
και συστήνω σ' όλους μου τους ξένους εκδότες να μεταφράσουν το έργο του.
Τα δοκίμια του Θεοτοκά
είναι ανώτερα από τα περισσότερα σύγχρονα γαλλικά. Με τη μόρφωση και την
ανωτερότητα του αυτός θα έπρεπε ν' αναλάβη τη θέση του πολιτιστικού ακολούθου
(attache culture!) στο Υπουργείο των 'Εξωτερικών, για να γνωρίση στο εξωτερικό τη
λογοτεχνία μας. Οι διάφοροι ξένοι εκδότες μου παραπονιούνται, πώς ενώ όλες οι
πρεσβείες λαβαίνουν κάθε λίγο περιλήψεις από τα κυριότερα βιβλία πού τυπώνονται
στις χώρες τους και τα γνωστοποιούν στους ξένους εκδότες, μόνο οι ελληνικές
πρεσβείες αγνοούν τη λογοτεχνική και πνευματική κίνηση του τόπου μας. Δεν
πρέπει να υποτιμάται η λογοτεχνική αξία του έργου του Σπύρου Μελά. Μπορεί να
μας χωρίζουν διαφορές αντιλήψεων, είναι όμως αληθινός μάστορης του λόγου, πού κατορθώνει
να μένη πάντα νέος. Είναι κι ο Βενέζης, άλλα έχουμε διαφορά αντιλήψεως με αυτόν
σε ό,τι άφορα τις επιδιώξεις της λογοτεχνίας. Τα μυθιστορήματα του συγκινούν
τον αναγνώστη, ενώ εγώ θέλω τη λογοτεχνία γεννήτρα σκέψεων. Στυλίστας μεγάλος
είναι ό Πρεβελάκης, άξιος διάδοχος του Παπαντωνίου. Όσο για τον Ίω.
Παναγιωτόπουλο, είναι ένας αγνός Ρουμελιώτης με πλατειά μόρφωση και στρωτό
ύφος. Από τους νεώτερους αξιοπρόσεχτο θεωρώ το έργο του Γιάννη Μαγκλή. Κι από
τις γυναίκες την Εύα Βλάμη, πού μεταχειρίζεται άνετα και καλοδουλεύει τη
δημοτική. Δεν έχω τώρα πρόχειρα άλλα ονόματα συγγραφέων πού τιμούν τον τόπο
μας, απ' οπού χρόνια λείπω. Αλλά δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον Ευάγγελο
Παπανούτσο, τον άξιο εκπρόσωπο της φιλοσοφίας στην Ελλάδα. Απορώ πώς είναι ακόμα
έξω από την 'Ακαδημία, αφού αντιπροσωπεύει το αληθινό ακαδημαϊκό πνεύμα.
Βρίσκουμε λοιπόν στην
Ελλάδα άξιους συγγραφείς, σ' όλα τα λογοτεχνικά είδη. Έχουμε όμως κ' ένα σοβαρό
κενό: την έλλειψη συστηματοποιημένης κριτικής. Συνήθως στην Ελλάδα οι κριτικοί
κρίνουν μόνο τα βιβλία των φίλων ή των εχθρών τους. Έτσι πολλά σημαντικά βιβλία
περνούν απαρατήρητα και προ πάντων το κοινό δεν καθοδηγείται ποια έργα πρέπει να
διάβαση. Έχω παράδειγμα την Παναγιά Γοργόνα του Μυριβήλη και το δικό μου τον
Φτωχούλη του Θεού. Δεν γράφτηκαν
σχεδόν τίποτε γι'
αυτά, ενώ βέβαια άξιζαν κάποια
προσοχή από τους κριτικούς μας.
***
Όπως ο Ντάντε, ο
αγαπημένος του συγγραφέας, διατύπωσε το έργο του στη γλώσσα του ιταλικού λαού,
έτσι κι ο Καζαντζάκης φιλοδόξησε να διαμόρφωση τη δημοτική μας σε γλώσσα ικανή να
έκφραση υψηλά νοήματα. Πολλές φορές όμως η εξυπνάδα του κι ο βαθύς στοχασμός
του ξεπερνούσαν τη δύναμη της πραγματοποίησης. Μ' όλη την επιμελημένη
παρουσίαση της γλώσσας και του ύφους του, ο Καζαντζάκης άνθρωπος και στοχαστής
μένει ανώτερος από τον Καζαντζάκη συγγραφέα. Αυτό ήταν το τραγικό σημείο του
ποιητή της 'Οδύσσειας. Το έργο του θα μείνη αθάνατο στην ελληνική λογοτεχνία
και για την μορφή του αλλά προ πάντων γιατί δεν έχει για κύριο χαρακτηριστικό την
επικαιρότητα, μα καταπιάνεται με τις αιώνιες μεγάλες και αφηρημένες ιδέες. Ακόμα
και τα ταξίδια του, τα μόνα γνωστά προπολεμικά στο πολύ κοινό, είναι δοκίμια κι
όχι περιγραφές. Προσπαθεί ταξιδεύοντας να βρή στους διαφόρους λαούς ότι τους
ενώνει σε μια πλατύτερη ανθρωπότητα, να μας τους κάνη αγαπητούς. Και γενικά στο
έργο του συνδυάζει τη χριστιανική αγάπη με τη βουδδιστική απόσπαση από τη ζωή
και τη δράση, όχι όμως και την αποχή από αυτές, σύμφωνα με τα λόγια του Ινδού
Δασκάλου : «Επιδοθείτε στην ορθή δράση με όλη σας τη δύναμη και την ενεργητικότητα,
άλλα μείνετε πάνω από αυτήν και μην αδημονείτε υπερβολικά για τ' αποτελέσματα
αυτής της δράσης». Το πλατύ μυαλό του Καζαντζάκη δεν περιορίζονταν να έξετάζη
μόνο τη μια πλευρά των ζητημάτων. Γι' αυτό τα μυθιστορήματα, του αποτελούν
διάλογους από αντίθετες γνώμες και η αλήθεια πού αναζητά βρίσκεται στη
διαλεκτική τους. Ενώ πολλοί, είτε στενοκέφαλοι είτε κακόπιστοι, πήραν
αποσπάσματα μόνο απ' αυτές, παρουσίασαν την μία μόνο πλευρά, όποια τους συνέφερε
στις σκοτεινές επιδιώξεις τους. Όπως κι αν είναι στον Καζαντζάκη εφαρμόζονται
τα λόγια του Camus; «Η αλήθεια κ' η ελευθερία είναι οι δυο οδηγήτρες του
καλλιτέχνη». Αλλ' ό Καζαντζάκης πρόσθεσε και κάτι άλλο: την αξιοπρέπεια. Η
πρώτη αρετή των ανθρώπων, έλεγε, είναι Η αξιοπρέπεια, χωρίς να φτάση την περηφάνεια,
είναι δηλαδή το ελληνικό και ιδιαίτερα το κρητικό φιλότιμο.
Ό Καζαντζάκης γνωρίζει
μεγάλη επιτυχία και μετά τον θάνατο του. Οι μεταφράσεις των έργων του έρχονται επανωτές
σ' όλες σχεδόν τις γλώσσες. Κι ακόμη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έγεινε
μεγαλειώδης όπερα από τον Μαρτινού. Βέβαια κ' εδώ γράφηκαν πολλά για τον
Καζαντζάκη και προ πάντων το βαθύ και όλο αγάπη βιβλίο του Πρεβελάκη. Αλλά
δίπλα σ' αυτά κυκλοφόρησαν και διάφορα άλλα δημοσιεύματα όπου προσπαθούν να
υποβιβάσουν την αξία του. Και επειδή δεν βρίσκουν ψεγάδια στα έργα του χτυπούνε
τον άνθρωπο, που δεν είναι εδώ για ν' αμυνθή. Αυτό βρίσκει την εξήγηση του στο ότι
μερικοί λογοτέχνες, μη μπορώντας να φτάσουν το ύψος του, προσπαθούν να τον
κατεβάσουν στο ανάστημα τους. Αλλ' ό Καζαντζάκης πήρε πια την ηγετική του μορφή
στα ελληνικά γράμματα και σκόρπισε τη λάμψη του νεοελληνικού πνεύματος σ' όλον
τον κόσμο. Μια σύγκριση όμως επιβάλλεται. Ενώ ο μεγάλος μας συγγραφέας μιλούσε
με αγάπη ακόμα και για τους πιο μέτριους λογοτέχνες μας, η φθονερή μετριότητα
ξεσπάθωσε εναντίον του, χωρίς βέβαια κανένα αποτέλεσμα.
Από την «Κρητική
Πρωτοχρονιά»
Χρυσός
Ευελπίδης
(photo: www.lib.auth.gr/el/συλλογή-ευελπίδη-χρυσού)
Ο Χρυσός Ευελπίδης του
Δημητρίου γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 1895 και πέθανε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 1971. Ήταν Έλληνας γεωπόνος,
καθηγητής, βουλευτής και υπουργός.
Βιογραφία
Φοίτησε στο Ελληνογαλλικό
Λύκειο Χατζηχρήστου και σπούδασε γεωπόνος και μηχανικός στο Πανεπιστήμιο του
Μονπελιέ της Γαλλίας καθώς επίσης πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία
του ως νομογεωπόνος στην Αχαιοήλιδα, το 1917. Από το 1924 ως το 1951 δίδαξε
Αγροτική Νομοθεσία και Πολιτική στην Πάντειο Σχολή και έπειτα Γεωργική
Οικονομία στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή των Αθηνών. Από το 1944 ως το 1945 ήταν
πρύτανης της Παντείου και έπειτα ομότιμος καθηγητής. Την περίοδο 1964-65 ήταν
πρύτανης στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν πρόεδρος της Εταιρείας
Γεωργοοικονομολογίας.
Ο Χρυσός Ευελπίδης ήταν
φίλος με τον Νίκο Καζαντζάκη και ταξίδεψε στην μαζί του στην Ασία.
Εξελέγη βουλευτής Έβρου με
το Κόμμα Φιλελευθέρων το 1933 και με την Εθνική Πολιτική Ένωση Κέντρου το 1951.
Υπηρέτησε ως γενικός
γραμματέας (1924-27) και αργότερα ως υπουργός Γεωργίας στην κυβέρνηση Σοφούλη
από τις 22 Νοεμβρίου 1945 ως τις 29 Μαρτίου 1946. Έπειτα θήτευσε ως υπουργός
Οικονομικών στην κυβέρνηση Πλαστήρα από τις 27 Οκτωβρίου 1951 ως τις 11
Οκτωβρίου 1952, οπότε η κυβέρνηση παραιτήθηκε.
Ασχολήθηκε και με τη
λογοτεχνία, γράφοντας με το ψευδώνυμο Χρ. Εσπέρας. Το 1957 τιμήθηκε με κρατικό
λογοτεχνικό βραβείο (β΄ βραβείο δοκιμίου) για το δοκίμιό του «Πολιτισμός και
πολιτισμός». Επίσης, δημοσίευσε πολλά άρθρα και μελέτες, ενώ έγραψε και βιβλία.
Από το 1935 ως το 1967 ήταν εκδότης του περιοδικού Αγροτική Οικονομία.
Απεβίωσε στις 29 Απριλίου
1971. Η βιβλιοθήκη του περιλαμβάνει σήμερα 8.639 τόμους βιβλίων.
Από τη Βικιπαίδεια, την
ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου