ΑΝΑΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ
(AUF
DEN IDA)
ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟY ΚΑΛΙΤΣΟYΝΑΚΗ
Ακαδημαϊκού
Ό
Φράντς φόν Λέχερ (1818 — 1892) είναι
Γερμανός συγγραφεύς πλην των άλλων και ενός συντόμου άλλα πολύ περιγραφικού
βιβλίου για την περιήγηση του εις την Κρήτη κατά το έτος 1876. Το βιβλίο φέρει
την επιγραφή «Κρητικάι Ακταί» (Kretische Gestade) και εκδόθηκε στο Μπιέλεφελδ το 1887.
Την περιήγηση αυτήν, εις την Κρήτη, όπως δε αναγράφεται κατωτέρω και σε άλλα
Ελληνικά νησιά, το έκαμε κατ' έντολήν τού βασιλέως Λουδοβίκου Β' της Βαυαρίας
(1845-1886) εγγονού του φιλέλληνα, Λουδοβίκου Α' (1786 - 1868) του οποίου γιός
ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας ο Όθων.
Ο Λέχερ
είχε σπουδάσει Νομικά, Ιστορία
και Φυσικές Επιστήμες, κατέλαβε δε πολλά αξιώματα. Έγινε τακτικός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο τού
Μονάχου (1855), Μέλος της εκεί Βασιλικής Ακαδημίας των Επιστημών, και κατά το
1865 Διευθυντής των Κρατικών Βαυαρικών Αρχείων. Περιηγήθηκε πολλές χώρας και
έγραψε για αυτές τις περιηγητικές του αναμνήσεις όπως Σικελία και Νεάπολη
(1864), Ουγγαρία (1874), Ελληνικές Νήσοι (;), Κύπρος (1877) Ρωσία (1881), Καναρίοι Νήσοι (1877) κτλ. Επίσης
αυτός ο πολυγραφότατος άνδρας έγραψε και πλείστα νομικά, Ιστορικά και αρχειακά
επιστημονικά έργα.
«Οι πρώτες πρωινές ώρες χρωμάτιζαν με
κόκκινα χρώματα τις κορυφές των βουνών όταν εμείς
ανεβαίναμε από τις
τοποθεσίες των κήπων του χωριού
(Πισταγή). Για εμένα ήταν μια
πραγματική απόλαυση η
ευκαιρία αυτή για να κάμω άλλην μίαν φορά πεζή μιαν ορειβασία.
Ο δρόμος πήγαινε
ήρεμα προς μίαν φάραγγα της όποιας οι πλευρές ανήρχοντο προς τα ύφη ως πύργοι και
φρούρια
Ύστερα από μια ώρα είχαμε κατορθώσει να ανέβουμε
το πρώτον τμήμα του ορεινού δρόμου. Εκεί εκτεινόταν ένα στενό πράσινο λιβάδι με
ανθισμένες λευκάκανθες, και μέσα σε ένα βράχο ανακαλύψαμε μια φυσική στέρνα, η οποία
μας δρόσισε ανέλπιστα με το νοστιμότατο νερό της. Αυτό το νερό εις τα μέρη αυτά
είναι ξακουστό, και όλοι γνωρίζουν πώς η στέρνα αύτη το μεγάλο καλοκαίρι είναι
πάντοτε γεμάτη από δροσερό νερό.
Τρία τέταρτα της ώρας αργότερα ανήλθαμε, βλέποντες
το θαυμάσιο θέαμα της πεδιάδος και των απέναντι Λευκών Ορέων, το δεύτερο τμήμα του
ορεινού μας δρόμου. Ήταν ακόμη το έδαφος πράσινο. Περάσαμε τρεις μεγάλες
φυσικές στέρνες με νερό, και μια τετάρτη τεχνητή, κατασκευασμένη υψηλότερα. Από
εδώ έφθανε το βλέμμα μας εις την απέραντη λαμπερή θάλασσαν και στις οδοντωτές
παραλίες της νοτιάς πλευράς της Κρήτης. Και τώρα εις το ύψος αυτό μας συνόδευε
μακρά σειρά από δρυς, οι οποίες φαινόντουσαν στις σταχτιές ή βαθέως πράσινες
πλαγιές του όρους σαν να ήσαν εκεί
σπαρμένες. Έπειτα εξακολουθούσε αδιάκοπα το θέαμα αυτό, και μάλιστα χωρίς να
κοπιάζουμε ιδιαίτερα, και σκαρφαλώναμε σε γυμνά πετρώδη υψώματα, από τα οποία πάρα
πολύ συχνά παρουσιαζόταν η κεντρική κορυφή του Ψηλορείτη, κατάλευκη σαν μάρμαρο
και με τόσο τέλειες καμπύλες όσον μπορεί να δημιουργήσει η γλυκεία και έξυπνη
φύσις για μια στρογγύλωση.
Σε αυτές τις ανοικτές πλαγιές ανάμεσα στις δρυς
ξεπηδούσαν λαγοί εμπρός και οπίσω μας. Ως επί το πλείστον όμως, επειδή
κατρακυλούσαν οι πέτρες, γινόταν τούτο πάντοτε σε αρκετά μεγάλη από εμάς απόσταση,
και ο ιατρός και ο Αναγνώστης πυροβολούσαν πολύ αργά και περιγελούσαν έπειτα
τους εαυτούς των μόνοι των. Θέλοντας και
εγώ να εξοικονομήσω τις δυνάμεις μου αντιστάθηκα πολύ στον πειρασμό να λάβω
μέρος και εγώ, άλλα επί τέλους με έπιασε με όλα αυτά ή μανία του κυνηγιού. Μοιραστήκαμε
και αρχίσαμε και ανεβαίναμε γρήγορα – γρήγορα. Πυροβολούσαμε σε παν ότι ξετρύπωνε,
ή έκανε τσάλαχο, ή πηδούσε, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε αντηχούσαν όλες οι
πλαγιές από πυροβολισμούς και φωνές, και οι αρχαίοι Κουρήτες και Δάκτυλοι και
κάθε τι τετράποδο το οποίο διασώθηκε σε αυτές τις πλαγιές τού Ψηλορείτη θα
έσπευδε με τρόμο και φρίκη να απομακρυνθεί.
Επί τέλους χάθηκε από κάτω από τα πόδια μας
κάθε ξεθωριασμένη πρασινάδα και βρεθήκαμε μπροστά σε σωρούς από γκρίζες πέτρες,
οι οποίες ατελείωτα ανυψώνονταν ήρεμα - ήρεμα προς τα επάνω, προς τον ουρανό.
Όλο και όλο το κυνήγι μας συνίστατο από ένα
λαγό και δύο πέρδικες· αυτές ήταν μικρότερες από τις ιδικές μας άλλα πιο
χρωματιστές (εις την βόρεια Ευρώπη). Σε αντιστάθμισμα αυτών είχαμε κόκκινα
μάγουλα και τρεμουλιασμένα γόνατα, και ένα ακόμη μακρινό δρόμο μπροστά μας· είχαμε
κάμει μια μεγάλη βλακεία, άλλα και ποιος δεν κάνει τέτοιες; Όσον κανείς
προχωρεί στην ηλικία τόσον και μεγαλύτερη γίνεται η σειρά από έξοχες βλακείες.
Βλακείες κανείς κάνει όλη του τη ζωή με μόνην την διαφορά ότι οι βλακείες της
νεότητας είναι αρνητικές, ενώ οι βλακείες της προχωρημένης ηλικίας είναι
θετικές.
Αφού λοιπόν ξεκουραστήκαμε και κοίταξα εγώ την φύση
κάτω από τα πόδια μου, παρατήρησα με έκπληξη πόσον αυτές οι μεγάλες πλαγιές της
Ίδης είναι γυμνές και χωρίς φυσική πρασινάδα.
Τίποτε από φυλλοφόρα δάση, από σκιερούς θάμνους
από μουχλιασμένους κορμούς δένδρων ή από κελαρύζοντα ρυάκια. Εδώ επί αιώνας
πηγαινοερχόντουσαν αγέλες ζώων και άνθρωποι. Εκεί κάτω χαμηλότερα κοντά στις
στέρνες βεβαίως θα υπήρχαν οικήσεις, οι οποίες θα εκτεινόντουσαν υψηλότερα προς τα επάνω· Από
όλα αυτά τίποτε δεν διασώθηκε και αυτά τα ονόματα τους χάθηκαν. Όλο το βουνό
γύρω - γύρω είναι γυμνό και λείο σαν ένα γιγαντιαίο πορτοκάλι. Σε παρόμοια κατάσταση
είδα όλα τα ξακουστά βουνά στην Ανατολή.
Η φυσική πράσινη κόμη της γής χάθηκε και μόνον
κάπου - κάπου μένει ακόμη ένα μαυριδερό σημείο στην άτριχη φαλάκρα. Και μαζί με
τα δάση έφυγαν και οι φλύαρες πηγές και τα θορυβώδη ρυάκια, και μαζί με αυτό και
τα άνθη και τα πουλιά. Ως τελευταίο χάθηκε και το χώμα το οποίο παρασύρθηκε από τους κατακλυσμούς ή αν
είχε ξεραθεί από τη λαύρα τού ήλιου οπότε το πήραν οι άνεμοι.
Αφού λοιπόν συνήλθαμε από τον πυρετό του
κυνηγίου, προχωρήσαμε με μεγάλο κόπο επάνω στους σωρούς των λιθαριών, το έδαφος
ήταν σε μερικά μέρη πολύ κατηφορικό. Δεν ξεκουραζόμασταν διόλου, διότι κάθε
φορά ο δρόμος τον οποίο είχαμε να κάμουμε μπροστά μας φαινόταν διαρκώς
μακρύτερος εάν κοιτάζαμε πίσω για να δούμε αν ανεβήκαμε ψηλότερα. Επί τέλους φθάσαμε
σε ένα μέρος όπου φαινόταν η ράχη τού βουνού να ανυψώνεται αρκετά υψηλά. Επάνω
ήτο καταχιονισμένο. Με αυστηρή γραμμή εισορμά εκεί η υψηλή λάμπουσα πλαγιά στο
καθαρό κυανό τού ουρανού χρώμα. Υπολόγιζα
μίαν ακόμη ώρα για να φθάσουμε στα όρια της χιονισμένης γραμμής, αλλ' αυτό
υστέρα βάσταξε τρεις ολόκληρους ώρας έτσι που είχαμε να διαβούμε από τόσους
μεγάλους πετρώδεις όγκους. Αυτοί οι πέτρινοι όγκοι γινόντουσαν διαρκώς
μεγαλύτεροι και δυσανάβατοι και οι μεταξύ τους μικροί γκρεμοί πολλαπλασιαζόντουσαν
διαρκώς και διαρκώς γινόντουσαν βαθύτεροι. Όπου και αν άγγιζε κανείς σε αυτά τα
μέρη ήταν σουβλερές γωνίες.
Άμα φθάσαμε στη χιονισμένη γραμμή σωριάστηκε ο
μικρός και καλός αγωγιάτης μας πού βαστούσε το καλάθι μας χάμω στην γή. Είχαν
τελειώσει οι δυνάμεις του. (Αναγκάσθηκε να γυρίσει πίσω και να μάς περιμένει σ'
ένα μητάτο πού ήταν παρακάτω).
Επειδή η επιφάνεια του χιονιού ήταν κάπως
παγωμένη ανεβαίναμε ευκολότερα. Αλλα
τώρα άρχισε η δυσκολία της αναπνοής, διότι σε ύψος οκτώ χιλιάδων ποδών, ο αέρας
είναι αραιός, και εκτός τούτου ένας διαπεραστικός νότιος άνεμος μας έκανε
αδύνατο το να προχωρούμε γρήγορα. Στο στήθος μας είχαμε ένα αίσθημα σαν να
ήθελε αυτό να σπάσει (…). Η θέα, από εδώ ήταν μεγαλοπρεπής και ιδιόρρυθμος. Όλο
το νησί φαινόταν μικρά και ωχρά και σα προσκολλημένη στο βουνό. Από τις δύο
πλευρές φαινόταν απέραντος η θάλασσα. Βρισκόμασταν στο μέσον της μακροεκτεινομένης
νήσου Κρήτης. Δεξιά και αριστερά εκτεινόντουσαν υπεράνω της νήσου οι σκοτεινές
πετρώδεις ακρογιαλιές και ράχες και ακρώρειες, και μαζί με αυτές ανασηκωνόταν η
νήσος στα ανατολικά και δυτικά. Στις άκρες αυτών των κατευθύνσεων η νήσος
παρείχε την εντύπωση ως εάν ανυψωνόταν εναντίον του ορίζοντα. Αλλά τα πάντα φαινόντουσαν
από αυτό το ύψος μικρά και χαμηλά. Η Κρήτη είχε σουφρώσει σε αξιολύπητο βαθμό.
Μόνον οι Σφακιανές Μαδάρες φαινόντουσαν σαν ένα τρομερό γιγαντιαίο φρούριο.
Επισκοπήσαμε όλους τους κόλπους όλα τα νησιά
και τα βουνά της Κρήτης, αλλά το διάγραμμα του όλου μπορούσε κανείς να
παρακολούθηση μόνον μεταξύ νεφών και ομίχλης, η οποία εδώ και εκεί κάλυπτε μεγάλες
εκτάσεις με άσπρα και γκρίζα χρώματα. Μερικά ακρωτήρια και ωραία σχηματισμένοι
κόλποι παρουσιάζονταν φωτιζόμενοι από τον ήλιο καθαροί και φωτεινοί. Πάντοτε
όμως οι εικόνες ήσαν τμηματικές. Μια συνολική εικόνα του μεγάλου νησιού δεν ήτο
δυνατόν να γίνει αντιληπτή, και ο οδηγός μας ο οποίος είχε ξανανέβει έλεγε ότι
πάντα έτσι είναι. Αλλά νομίζω ότι και εάν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή πάντοτε η
θέα θα είναι τμηματική και περιορισμένη σε όποια κατεύθυνση και αν βλέπει
κανείς. Πάντοτε θα κρέμεται εδώ ή εκεί ένα γκρίζο πλεκτό αδιαπέραστο.
Ο άνεμος μας έκανε και τουρτουρίζαμε μέχρι
μυελού οστών. Όπως στην ράχη των Καρπαθίων ορέων, τα όποια κείνται ανάμεσα σε εκτεταμένες
πεδιάδες, ακριβώς έτσι και στη ράχη του Ψηλορείτη, η οποία βρίσκεται μεταξύ δύο
θαλασσών, πνέει διαρκώς τσουχτερός άνεμος. Ο άνεμος αυτός έρχεται πότε από τη μια
μεριά και πότε από την άλλη, και κάνει να κρέμονται πυκνοί πέπλοι από αέρα στην
γύρω - γύρω θέα.
Επειδή ο ψυχρός αυτός αέρας έκανε αδύνατο την μακρότερη
παραμονή μας εκεί επάνω και η μεταμεσημβρία τελείωνε, αρχίσαμε την επιστροφή
μας. Εγώ είχα πολλές έγνοιες μέσα μου και ανησυχίες αν ή επιστροφή αυτή θα γινόταν χωρίς
περιπέτειες ώστε να φθάσουμε κάτω σώοι και αβλαβείς. Ευτυχώς η επιστροφή έγινε
καλά και γρηγορότερα απ' ότι φανταζόμουν. Μας βοήθησαν πολύ οι παγωμένες
επιφάνειες. Παραμείναμε βαδίζοντες διαρκώς εις την δυτική ράχη όπου από το βόρειο μέρος κι' από το ιδικόν μας
η κατωφέρεια ήτο μεγάλη. Όλα ήταν χιονισμένα, και όταν παίρναμε λίγη φόρα και πετούσαμε
απάνω από το στηριζόμενο κάτω στο χιόνι ραβδί μας γλιστρούσαμε σε μεγάλη απόσταση που αντιστοιχούσε
με τριάντα ή σαράντα βήματα. Τρέχαμε προς τα κάτω ως εάν ήμασταν επάνω σε ορμητικώς
παγοδρομούντα έλκηθρα (..), Επιτέλους και ταυτό υπερνικήθηκε και μπορούσαμε πλέον να
χαιρόμαστε τα λαμπρά τοπία, τα οποία με την ζωηρή λάμψη του μεταμεσημβρινού
ηλίου περιέβαλε το Ιερό τούτο Βουνό. Χρυσαφένιο χρώμα και κόκκινο και βαθύ
γαλάζιο αναμιγνυόντουσαν σε ένα θαυμάσιο
φαινόμενο φωτός και αποχρώσεων. Όλες οι βουνοκορφές ήσαν χρωματισμένες με ελαφρό
κόκκινο χρώμα, και γύρω μας, όταν φθάσαμε χαμηλότερα μέσα στα δάση, βασίλευε μια
ουράνια, θα έλεγα μία εορταστική ειρήνη, σαν να περιτριγύριζαν σε αυτά τα μέρη
οι μακάριοι θεοί του Ολύμπου».
Η διασκευή στην καθομιλουμένη
έγινε από τον Κ. Γραικιώτη.
Τίτλος πρωτοτύπου «ΑΝΑΒΑΣΙΣ
ΣΤΟΝ ΨΗΛΩΡΕΙΤΗ»
Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «ΚΡΗΤΙΚΗ
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1962»
φωτογραφίες από το ιστολόγιο
http://www.kritionline.gr
Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο
Ιωάννης Καλιτσουνάκης στο κατάστρωμα του αρματαγωγού «Χίος», στο Κερατσίνι, την
ώρα του απόπλου. 1945. (Η φωτογραφία φέρει την υπογραφή του φωτογράφου Κ.
Κουτουλάκη)
Από το ιστολόγιο
Ιωάννης
Ε. Καλιτσουνάκης
Ο Ιωάννης
Ε. Καλιτσουνάκης (και Καλλιτσουνάκης, Χανιά, 1878 - Βουκουρέστι, 1η Οκτωβρίου
1966), ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας
Κρητικών Σπουδών το 1938 και πρόεδρος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός το
1961.
Γεννήθηκε
στα Χανιά, όπου ολοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του. Συνέχισε τις σπουδές του
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σε ηλικία 24 ετών μετέβη στη
Γερμανία με υποτροφία της Κρητικής Πολιτείας για να παρακολουθήσει φιλολογικά,
φιλοσοφικά και παιδαγωγικά μαθήματα. Το 1905 διορίστηκε καθηγητής Ανατολικών
Γλωσσών στο Βερολίνο. Από το 1924 ως το 1948 ήταν τακτικός καθηγητής στη
Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Το 1926 αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος
της Ακαδημίας Αθηνών και το 1947 ανέλαβε για 1 έτος πρόεδρος της Ακαδημίας.
Το
1933 ήταν πρόεδρος του Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών Ελλάδος.
Από
το 1936 ως το 1937 ήταν κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Αργότερα έγινε καθηγητής Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο
Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και μετέπειτα επίτιμος εν ενεργεία
καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του εν λόγω πανεπιστημίου.
Τιμήθηκε
με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Φοίνικα.
Το
φθινόπωρο του 1966 μετέβη στο Βουκουρέστι ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών
για τους εορτασμούς της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της Ρουμανικής
Ακαδημίας. Πέθανε εκεί από καρδιακή προσβολή.
Από
τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου