Γιώργος
Σεφέρης : Μέρες Αυγούστου 1940
Δευτέρα,
12 Αύγουστου
Τηλέφωνο, στο Υπουργείο το
πρωί. Το πρακτορείο Στεφάνι τηλεγραφεί από τα Τίρανα μια είδηση σκηνοθετημένη μ’
όλη την αδιαφορία των δυνατών για το δίκιο των αδυνάτων : Οι Έλληνες, λέει,
σκότωσαν κάποιον Δαούτ Χότζα «μεγάλον Αλβανό πατριώτη», του πήραν το κεφάλι, το
φέρανε στο ελληνικό έδαφος και το πομπέψανε σε διάφορα χωριά της Τσαμουριάς.
(Πρόκειται για έναν κοινό ληστοφυγόδικο, επικηρυγμένο εδώ και είκοσι χρόνια).
Το τρομερό αυτό κακούργημα, συνεχίζει το Στεφάνι, αναστάτωσε τους Αρβανίτες,
άναψε τον πατριωτισμό τους. Και οι μεγάλοι φίλοι τους οι Ιταλοί βρίζουν την
Ελλάδα και της θυμίζουν πώς και άλλοτε, την εποχή του Ταλλίνι, έκαμε τα ίδια,
τότε που ο ιταλικός στόλος μπομπάρδισε την Κέρκυρα, σκοτώνοντας δυστυχισμένους
πρόσφυγες.
Ό Μεταξάς κρατάει μια
στάση αποφασιστική : «Αν με πειράξουν, θα βάλω φωτιά στα μπουρλότα.» Έτσι
μπορεί κανείς να δουλέψει.
Τετάρτη
Όλη την ώρα δουλειά στο Υπουργείο.
Το τηλέφωνο δε σταματά. Η δημοσιογραφική επίθεση των Ιταλών δυναμώνει, μολονότι
δεν έχει γίνει ακόμη καμιά διπλωματική ή άλλη ενέργεια. Ο Νικολούδης πάει κι
έρχεται στο Υπουργείο Εξωτερικών ιδρωμένος, τσακισμένος. Κρατά καλά. Ό Μεταξάς
πάντα σταθερός· αλλά ορισμένοι συνεργάτες του πού φοβούνται, καθώς
φαίνεται, τον βαραίνουν. Αλίμονο αν, από τώρα,
δείξουμε το φόβο μας.
Παράξενες εντυπώσεις από
όσους βλέπω ή ακούω έξω από την υπηρεσία. Άλλοι πού, πριν λίγους μήνες ακόμη,
φώναζαν να βγούμε με τους Αγγλογάλλους τώρα λακίζουν. Άλλοι, πολιτικατζήδες, δε
συλλογίζουνται τίποτε άλλο παρά πώς θα τα καταφέρουν να βρίσκουνται μ' εκείνους
πού μπορεί να διαδεχτούν την κυβέρνηση — ελεεινή ράτσα.
15
Αύγουστου
Βούλιαξαν την 'Έλλη. Στις
10 ο Υπουργός μου τηλεφώνησε να είμαι στο γραφείο·
στις 12 γύρισε με τα ανακοινωθέντα μας. Το βράδυ, ως τις 10 πάλι στο Υπουργείο.
Πυρετός τριγύρω. Κρατώ αρκετά καλά. Όσο συμφωνώ, τίποτε δε με πειράζει. Φτάνει να
σταθούν γερά οι παραπάνω. Γυρίζοντας το μεσημέρι από το γραφείο, πέρασα από τον
Κήπο. Μόνη στιγμή πού μπόρεσα να συλλογιστώ. Προσπάθησα να φανταστώ το ασπροθαλασσίτικο
λιμάνι, το μάζεμα των προσκυνητάδων, το συνωστισμό, τη μυρωδιά των κακοταξιδεμένων
και ξενυχτισμένων κορμιών, τους μικροπουλητάδες, την ατμόσφαιρα της δέησης και
του θαύματος. Ο πρωινός ήλιος, η θάλασσα, το καραβάκι στολισμένο μ' όλες του
τις σημαίες, τ’ άσπρα σκουφιά του αγήματος
στο κατάστρωμα. Και ξαφνικά, χωρίς να
φανεί τίποτε, χωρίς να περιμένει, κανείς τίποτε, σαν ένας άντρας πού σωριάζεται
με μια μαχαιριά στη ράχη καθώς ψέλνει ο παπάς, τις τρεις τορπίλες, τη φωτιά στο
καράβι, τον τρόμο στ' ανθρωπομάζωμα. Προσπάθησα ακόμη να φανταστώ το νέο
παλικάρι, τον καπετάνιο του υποβρύχιου πού έκανε την άναντρη πράξη, κι αν δεν είχε
στο στόμα του, την ώρα εκείνη, μια γέψη σα να είχε μασήσει σκατά. Ένας νέος
χριστιανός πού έγινε μπόγιας μέσα στο σπίτι της Παναγιάς, καθώς θα 'λεγε ο
Μακρυγιάννης.
Στο μεταξύ ο ανταποκριτής
του Στεφάνι τηλεγραφεί : «Ευτυχώς, εδώ δεν κακομεταχειρίζουνται όλοι την
αλήθεια. Γιατί υπάρχουν πολλοί πού υποστηρίζουν πώς το ελληνικό πολεμικό το
βούλιαξαν οι Εγγλέζοι για να χαλάσουν τις σχέσεις της Ιταλίας με την Ελλάδα.»
Ο ίδιος άνθρωπος, το πρωί,
όταν του τηλεφωνήσαμε να 'ρθει να πάρει το ανακοινωθέν, μας αποκρίθηκε πώς δεν
αξίζει τον κόπο να ενοχληθεί για τόσο μικρό
ζήτημα.
Οι Γερμανοί ακολουθούν την
ίδια ταχτική : «Θα ευχόμουνα», μου έλεγε ένας απ' αυτούς, «να ήταν η υπόθεση
της Έλλης μια δεύτερη υπόθεση Athenian —
μα, πέστε μου, αλήθεια, δεν ξέρετε τι υποβρύχιο ήταν;» Και όταν είπα πώς δεν
ξέρουμε : «Μα δεν έχετε ούτε υπόνοιες;» ξαναρώτησε. «Όσο για τις υπόνοιες»,
αποκρίθηκα, «είμαστε ουδέτεροι.»
Παρασκευή,
16 Αυγούστου
Την υπόθεση Athenian, πού μου έλεγε χτες ο
Γερμανός, τη βλέπω σήμερα στην είδηση πού μας στέλνει το Στεφάνι από τη Ρώμη : Την
Έλλη τη βούλιαξε ο Churchill
και η κλίκα του. Συμφωνούν τόσο καλά οι χτεσινές απόψεις των Γερμανών και των
Ιταλών με τα σημερινά τηλεγραφήματα, πού θαυμάζεις πόσο ωραία οργανωμένη ήταν
όλη αυτή ή υπόθεση.
Υπερβολικά ωραία ωστόσο, για
να κρυφτεί η συμπαιγνία, Σήμερα μοιάζει να έχει περάσει η μέρα πιο αλαφριά. Ο
Νικολούδης μου λέει πώς «ο πρόεδρος είναι χαρούμενος σαν παιδί». Αλλά το πρωί
είπε στο Υπουργικό συμβούλιο : «Ζούμε τις μέρες του 1453.»
Έξοχο φως του φεγγαριού — livide — όπως το καλοκαίρι του '36 στην
Αίγινα.
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ 1940
Τετάρτη,
21 Αυγούστου
H επίθεση του ιταλικού Τύπου, πού είχε
σταματήσει από το περασμένο Σάββατο, περιορισμένη μόνο στην Τομόρι των Τιράνων,
μοιάζει να ξαναρχίζει σήμερα στο Giornale
d’ Italia. Στο μεταξύ o ιταλικός στρατός — 130-150 χιλιάδες
όπως λένε — συγκεντρώνεται στα σύνορα μας. Οι Γερμανοί μας συμβουλεύουν : «Μην
κάνετε επιστράτευση· μη δώσετε, προς θεού, αφορμή.» Πολλοί
στην Κυβέρνηση τους πιστεύουν. . . Πιστεύω πώς μας κοροϊδεύουν. Άν οι Ιταλοί
θέλουν να κάνουν το κόλπο τους, οι σύμμαχοι τους έχουν κάθε συμφέρον να
επιτύχουν εύκολα και γρήγορα, έχουν συμφέρον να μην είμαστε έτοιμοι. Ωστόσο
κρατούμε στον πόλεμο των νεύρων. Πάρα κάτω όμως; Σημεία όπου αισθάνομαι διακοπή
της στερεότητας.
Παρασκευή,
23 Αυγούστου
Χτες βράδυ, o Νικολούδης* στο γραφείο του,
διαδήλωνε, απηχώντας ποιος ξέρει τι, την πεποίθηση του στην ευμένεια των
Γερμανών. Ούτε κάν ν' ακούσει τις αντιρρήσεις πού προσπάθησα να υποστηρίξω.
Σήμερα το πρωί, στ' όνομά τους, κουνούσε λυπητερά το κεφάλι: «Κι αυτοί
κοροϊδεύουν», έλεγε.
Καλέσαμε λίγους ανθρώπους
υπό τα όπλα' οι Ιταλοί δυναμώνουν περισσότερο. Ρωτώ ποιος θα είναι ο αρχηγός
του στρατού· και οι στρατηγοί ποιοι θα είναι; Χαώδεις απαντήσεις.
Το φρόνημα του λαού σπουδαίο. Αλλά ποιος θα τ' αρπάξει στα χέρια του; Ποιος θα
του δώσει πνοή; Κάπου να κρατήσουμε· με ποιους; Τέτοιες
σκέψεις κουράζουν περισσότερο από το αδιάκοπο λαχάνιασμα της μέρας.
Κυριακή,
25 Αυγούστου
Χτες Σάββατο, λίγο πιο
ήσυχα στο γραφείο υστέρα από 15 μέρες ακατάπαυτη ένταση. Κούραση, πρώτη φορά
αισθητή. Σήμερα, πρώτη μέρα πού μπόρεσα να ξεμακρύνω από την οδό Φιλελλήνων.
Πήγα στο Μαρούσι, χαιρόμουνα τον ήλιο πού με χτυπούσε, καθώς καθόμουν στο
πεζούλι της Άγιας Παρασκευής, σαν ένα σπάνιο και μεγάλο ευεργέτημα.
Μα γιατί, ενώ δουλεύω από
το πρωί ως τη νύχτα, έρχουνται στιγμές πού αισθάνομαι πώς δεν κάνω τίποτε.
Σάββατο,
31 Αυγούστου
Η εβδομάδα πέρασε ήσυχη,
μπορεί να πει κανείς. Σήμερα βράδυ μου τηλεφώνησαν πώς η Giornale d’ Italia παραπονιέται για την προκλητική στάση
κάποιων ελληνικών εφημερίδων. «Μιλούν για τους τρακόσους του Λεωνίδα», λέει ή
ιταλική εφημερίδα, «ξεχνώντας πώς ό σημερινός πόλεμος δε γίνεται με σαΐτες και
με κοντάρια, άλλα με τανκ, αεροπλάνα και βαριά κανόνια».
Χτες απόγεμα τέλειωσε με
τον ταπεινωτικότερο τρόπο για τη Ρουμανία η υπόθεση της Τρανσυλβανίας. Οι
Ούγγροι θριαμβεύουν. Πρόσκαιρος θρίαμβος, αν θυμηθεί κανείς τουλάχιστο τους
Πολωνούς, πού συλλογίστηκαν ν'
αρπάξουν την τελευταία στιγμή, ξεδιάντροπα, ένα κομμάτι της
Τσεχοσλοβακίας. Σε λίγο θα είναι προτεκτοράτο κι αυτοί. Το τελευταίο τσεκούρεμα
της Ρουμανίας —η παραχώρηση της Δοβρουτσάς δεν αργεί — αφήνει τον Άξονα
ελεύθερο να κοιτάξει τις άλλες βαλκανικές υποθέσεις του. θα είμαστε εμείς; θα
είναι οι Γιουγκοσλάβοι; Το πιθανότερο εμείς, αφού είναι το ζήτημα μας ανοιχτό.
Άλλα μια δράση στην Ελλάδα θα εσήμαινε πολλά μπερδέματα: ίσως Τουρκία — ίσως
Ρωσία — και αγγλική επέμβαση. Έπειτα, αν σχεδιάζουν και οι δυο τους μια δράση
πιο γενική, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τη Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι απίθανο να
ιδούμε μια γιουγκοσλαβική κρίση πού θα παραμέριζε τη δική μας για ένα διάστημα.
Αυτό θα φανεί σύντομα. Η Αγγλία πολεμά καλά στο νησί της, και Ο Άξονας, πού δεν
μπόρεσε να την πατήσει, χρειάζεται επιτυχίες για τη σοδειά του χειμώνα. Δε
σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά να βρεθώ, σαν έρθει η ώρα, σε μια γωνιά όπου η
Ελλάδα θα μπορεί να πολεμήσει.
Αύγουστος
1940
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΣΕΦΕΡΗΣ ΜΕΡΕΣ Γ’
Εκδόσεις
ΙΚΑΡΟΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ
Υπουργός Προπαγάνδας 1940
*Ο
Θεολόγος Νικολούδης, Έλληνας εθνικιστής δημοσιογράφος, εκδότης και πολιτικός
που υπήρξε για δεκαετίες στενός φίλος και συνεργάτης του Ιωάννη Μεταξά, ενώ
διατέλεσε υπουργός σε προπολεμικές κυβερνήσεις, σε κυβερνήσεις της 4ης
Αυγούστου υπό τον Ιωάννη Μεταξά και τον Αλέξανδρο Κορυζή, ως τις αρχές του 2ου
Παγκοσμίου πολέμου καθώς και στην κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, γεννήθηκε
το 1890 στο Μεσολόγγι και πέθανε το 1946 στην Αθήνα.
Ήταν
παντρεμένος με την Ειρήνη Μάνου, κόρη του Κωνσταντίνου Μάνου, και πρώτη
εξαδέλφη της Ασπασίας Μάνου συζύγου του βασιλιά Αλέξανδρου Α΄ και κόρη τους
ήταν η Ρωξάνη Μαρία Α. Πουρή-Νικολούδη.
Άμεσος
βοηθός του ήταν ο Γεώργιος Σεφεριάδης, διπλωμάτης καριέρας άγνωστος –τότε- στους
πολλούς, αλλά πολύ γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους ως Γεώργιος Σεφέρης, που
είχε αποδεχθεί την απόσπαση του στο υπουργείο Προπαγάνδας. Σύμφωνα με όσα
γράφει ο Γεώργιος Σεφέρης στα «Απομνημονεύματα» του, ο Νικολούδης ήταν από τους
πρώτους που έφτασαν στο Υπουργείο Εξωτερικών τα ξημερώματα της κηρύξεως του
Ελληνοϊταλικού πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 και μαζί συνέταξαν το διάγγελμα
του Βασιλιά Γεώργιου Β’.
Ο
Νικολούδης ήταν στην ουσία επικεφαλής του τομέα της Προπαγάνδας και στη
δικαιοδοσία του υπάγονταν εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και έντυπα εν γένει,
θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές προβολές, διαλέξεις και σεμινάρια,
ηχογραφήσεις και ραδιοφωνικά προγράμματα, ενώ μέσα από τις σελίδες του
περιοδικού «Το Νέον Κράτος» εξέφραζε συστηματικά τις θέσεις της 4ης Αυγούστου.
Από τους αντιπάλους του καθεστώτος του είχε αποδοθεί ο τίτλος του «Έλληνα
Γκέμπελς». Ο Νικολούδης συνάντησε τον Γιόζεφ Γκέμπελς στην Αθήνα κατά τη
διάρκεια της επίσκεψης του Γερμανού υπουργού Προπαγάνδας από τις 20 έως 29
Σεπτεμβρίου 1936. Φρόντισε για την προβολή της εικόνας του καθεστώτος της 4ης
Αυγούστου στην Ελληνική κοινωνία και για την αντικομμουνιστική προπαγάνδα, ενώ
ενέκρινε μέτρα για την τόνωση του εσωτερικού και εξωτερικού Τουρισμού. Το καλοκαίρι
του 1939 υπέβαλε γραπτή αίτηση στον Ιωάννη Μεταξά να αναβαθμισθεί το
Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού σε Υπουργείο Λαϊκής Διαφώτισης, µε την προσθήκη
σ’ αυτό και της Διεύθυνσης του Κωστή Μπαστιά, πρόταση που απέρριψε ο Μεταξάς.
Ο
Νικολούδης ήταν ο πρώτος που έφθασε στο σπίτι του Μεταξά στην Κηφισιά λίγο μετά
την αναχώρηση του Ιταλού πρέσβη Γκράτσι και έλαβε εντολές για την σχετική
δημοσίευση στον ημερήσιο Τύπο της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου 1940, όπως σημειώνει ο
Μεταξάς στο ημερολόγιο του. Μετά τη Γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, συνυπέγραψε
το διάγγελμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως και συμμετείχε από τις 30 Ιανουαρίου
1941 έως τις 19 Απριλίου 1941 στην κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κορυζή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου