Η
Βρετανική πολιτική βυσσοδομεί κατά της Κύπρου
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Υπογραμμίσθηκε και σε
προηγούμενο άρθρο ένα πολύ ενδεικτικό γεγονός για τις επιδιώξεις της Βρετανικής
πολιτικής στην Κύπρο. Εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για τα οικόπεδα της Κυπριακής ΑΟΖ
οι Αμερικανοί, οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, η Νότια Κορέα, ακόμη και το Κατάρ. Γιατί
δεν εξεδήλωσε ενδιαφέρον μια Βρετανική εταιρεία, όπως, π.χ., η BP, κολοσσός
στον χώρο των υδρογονανθράκων;
Η απορία είναι προφανής
και η απάντηση δεν είναι καθόλου δύσκολη. Η Μεγάλη Βρετανία δεν είναι,
προφανώς, αδιάφορη για το φυσικό αέριο της Κυπριακής ΑΟΖ. Έχει όμως στρατηγική
συμμαχία με την Άγκυρα και επιδιώκει να μπει στο φυσικό αέριο της Κύπρου, σε
συνεργασία με την Άγκυρα, μέσα από τη «λύση» του Κυπριακού. Στο ενδεχόμενο μιας
«λύσεως» όπως αυτή που συζητείται στις διακοινοτικές συνομιλίες και συζητήθηκε
στις δύο πρόσφατες Πενταμερείς Διασκέψεις, η νέα διζωνική Κύπρος, που θα
αντικαθιστούσε την Κυπριακή Δημοκρατία, θα ήταν κυριολεκτικά στο έλεος της
Άγκυρας και του Λονδίνου.
Ποιος θα υπεράσπιζε την
Κυπριακή ΑΟΖ και τα συμφέροντα του Ελληνισμού, όταν, μετά την κατάλυση της
Κυπριακής Δημοκρατίας, οι αποφάσεις θα παίρνονταν «ισοτίμως», κατά 50% με 50%,
με τους Τουρκοκυπρίους και όταν θα υπήρχε Τουρκικό βέτο σε όλες τις αποφάσεις
που δεν θα ήταν της αρεσκείας της Άγκυρας; Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το φυσικό
αέριο, θα ετίθετο συγκεκριμένα, μετά τη «λύση», το θέμα της οριοθετήσεως της
ΑΟΖ μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας. Πιστεύει κανείς ότι το υποτελές
ψευδοκράτος, που θα μετατρεπόταν σε ισότιμο εταίρο, θα έφερνε οποιαδήποτε
αντίρρηση στις Τουρκικές διεκδικήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ; Προφανώς θα ασκούσε
εκβιασμό στην Ελληνική πλευρά για την αποδοχή τους.
Έτσι εξηγείται η Βρετανική
αποχή από τους διαγωνισμούς εκδηλώσεως ενδιαφέροντος που προεκήρυξε η Κυπριακή
κυβέρνηση για το οικόπεδο της Κυπριακής ΑΟΖ. Εφόσον όμως η Βρετανική πολιτική
κάνει μια τέτοια στρατηγική επιλογή, είναι φυσικό να μην αντιμετωπίζει παθητικά
τα πράγματα στην Κύπρο αλλά να πρωταγωνιστεί στο παρασκήνιο για την προώθηση
της «λύσεως» που θα εξυπηρετούσε το κοινό Βρετανο-Τουρκικό συμφέρον.
Η Μ. Βρετανία πρωτοστάτησε
γι’ αυτό για τον επανεγκλωβισμό της Κύπρου στη διπλωματική διαδικασία των
Διακοινοτικών συνομιλιών και στο πλαίσιο της λεγόμενης διζωνικής ομοσπονδίας. Ο
Κυπριακός λαός, με την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, το 2004, απέρριψε ουσιαστικά
τη διζωνική ομοσπονδία, στην οποία το σχέδιο έδινε συγκεκριμένο περιεχόμενο. Με
την ένταξή της επίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κύπρος ενίσχυε τη διεθνή της
υπόσταση, παρά την Τουρκική κατοχή, και αποκτούσε το πλεονέκτημα του Ευρωπαϊκού
κεκτημένου, το οποίο θα αποτελούσε το πλαίσιο αναφοράς για την επίλυση της
εσωτερικής πτυχής, χωρίς οποιαδήποτε υποψία ή κατηγορία διακρίσεως πάνω σε
εθνική ή θρησκευτική βάση.
Γιατί η Κύπρος υπέκυψε
στις πιέσεις και επανήλθε στο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών και της
διζωνικής ομοσπονδίας; Γιατί δεν ενέμεινε στη θέση ότι τώρα που η Κύπρος είναι
χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η λύση του Κυπριακού πρέπει να έχει ως βάση
την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού κεκτημένου, την αποχώρηση του Τουρκικού στρατού
κατοχής και την απόρριψη οποιασδήποτε ιδέας εγγυητριών δυνάμεων και εγγυήσεων;
Η απάντηση βρίσκεται στην
ενδοτική και αυτοκαταστροφική πολιτική την οποία ακολουθούν οι ηγεσίες των δύο
κομμάτων ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, η σύμπλευση των οποίων στο εθνικό θέμα έγινε
απροκάλυπτη κατά την τελευταία περίοδο. Εκκινώντας από διαφορετική, υποτίθεται,
ιδεολογική αφετηρία, οι ηγεσίες των δύο κομμάτων συμπίπτουν στην προβολή της
ψευδούς και παραπλανητικής ιδέας ότι δήθεν είναι εφικτή μια «λύση» του
Κυπριακού «που θα αποτρέπει τη διχοτόμηση και θα επανενώνει την Κύπρο». Έφτασαν
μάλιστα στο σημείο να καταγγέλλουν τους αντιπάλους τους, που τους εγκαλούν για
την ανερμάτιστη και αυτοκαταστροφική αυτή πολιτική, ότι «δεν θέλουν λύση» και
ότι με τη στάση τους «προάγουν τη διχοτόμηση».
Ειδικότερα η ηγεσία του
ΑΚΕΛ, υπό τον πρώην Πρόεδρο Δημήτρη Χριστόφια και τον Γενικό Γραμματέα σήμερα
Άντρο Κυπριανού, έχει αναγάγει την «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους σε
θέση-κλειδί για τη «λύση» του Κυπριακού. Οι Τουρκοκύπριοι όμως, μ’ ελάχιστες
τιμητικές εξαιρέσεις, ταυτίζονται με το ψευδοκράτος και το τελευταίο με τον
Αττίλα και την Άγκυρα. Ποιο είναι, λοιπόν, το νόημα της «προσεγγίσεως» με τους
Τουρκοκυπρίους, υπό τις συνθήκες αυτές; Είναι δυνατόν ένα αριστερό κόμμα να
υπολαμβάνει ως δήθεν «διεθνιστική πολιτική» τη συνεργασία με τους εισβολείς και
τους κατακτητές της πατρίδας του και να θεωρεί ότι είναι δήθεν «πολιτική αρχών»
η αποδοχή της καταλύσεως της δημοκρατικής αρχής και της υποδουλώσεως της
πλειοψηφίας στη μειοψηφία και μέσω αυτής στην Άγκυρα;
Η κατάσταση αυτή στο
εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου δεν προέκυψε τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα μιας
συστηματικής διαβρωτικής δραστηριότητας του ξένου παράγοντα αλλά και της
αποστασιοποιήσεως της Αθήνας, που άφησε το πεδίο ελεύθερο στην ξένη προπαγάνδα.
Ο Βρετανικός παράγων κινείται δραστήρια σήμερα για να μην επιτρέψει την
απαγκίστρωση της Κύπρου από το σημερινό διαπραγματευτικό πλαίσιο και τις
υποχωρήσεις στις οποίες έχει προβεί η Ελληνική πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον
μοιραίο και ολέθριο Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη.
Η Βρετανική πολιτική
προσπαθεί ειδικότερα να ρυμουλκήσει την Αμερικανική πολιτική για το Κυπριακό
του Προέδρου Τραμπ στη γραμμή της πρώην υφυπουργού για Ευρωπαϊκά και
Ευρασιατικά Θέματα Βικτώριας Νούλαντ. Η πολιτική αυτή έχει ως κεντρικό πυρήνα
την ικανοποίηση της Άγκυρας και στο θέμα του φυσικού αερίου, με τη μορφή της
δήθεν «συμμετοχής» της Τουρκίας στους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής
Μεσογείου! Οι προαγωγοί της πολιτικής αυτής υποδεικνύουν ότι τα «ανταλλάγματα»
αυτά σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδος θα βοηθούσαν για τον προσεταιρισμό της
Τουρκίας και την ενίσχυση των δεσμών της με τη Δύση.
Η πολιτική Ερντογάν και τα
προβλήματα που υπάρχουν στις Αμερικανο-Τουρκικές σχέσεις λειτουργούν ανασχετικά
μέχρι τώρα στην υπερίσχυση στην Ουάσινγκτον της πολιτικής αυτής, την οποία
προωθούν ενεργά οι Βρετανοί. Ισραήλ και Αίγυπτος αντιμετωπίζουν επίσης απολύτως
αρνητικά το ενδεχόμενο αναμείξεως της Άγκυρας στα ενεργειακά της Ανατολικής
Μεσογείου, μέσω μιας δήθεν «λύσεως» του Κυπριακού, και έστειλαν τα μηνύματά
τους στη Λευκωσία και στην Αθήνα.
Είναι τραγικό το εσωτερικό
μέτωπο της Κύπρου, με τον σημερινό Πρόεδρο και τις ηγεσίες των δύο κομμάτων
ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, να έχει οδηγήσει το Κυπριακό σ’ αυτήν την κατάσταση και σε
έσχατο κίνδυνο καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Αθήνα, παρ’ όλα τα
προβλήματα που έχει και τις αδυναμίες που παρουσιάζει, πρέπει να εξαντλήσει την
επιρροή της για τη συγκράτηση της καταστάσεως στην Κύπρο και τη διαφύλαξη της
Κυπριακής Δημοκρατίας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου