ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Η
μεγάλη επιδημία
Tου Νίκου Αμμανίτη
Δύο μεγάλες ασθένειες
ενδημούσαν στην Ελλάδα την «παλιά, καλή εποχή». Η φυματίωση και η ελονοσία. Το
«χτικιό», όπως αποκαλούσε ο λαός τη φυματίωση, ήταν ασθένεια μεταδοτική που
κυριολεκτικά θέριζε, ξαποστέλνοντας σ’ έναν καλύτερο κόσμο, «ένθα απέδρα οδύνη,
λύπη και στεναγμός», όσους είχαν την «τύχη» να προσβληθούν από δαύτη.
Για την αντιμετώπισή της
ειδικά φάρμακα δεν υπήρχαν και μοναδική θεραπεία που εξασφάλιζε κάποια
μακροημέρευση στον προσβληθέντα ήταν η καλοφαγία και ο καθαρός αέρας.
Δηλαδή… «προαπαιτούμενο»
που έθετε η ίδια η ασθένεια ήταν να είναι ο άρρωστος οικονομικά εύρωστος. Το
κράτος και η ιδιωτική πρωτοβουλία έφτιαχναν για την περίθαλψη των φυματικών
σανατόρια όπως η «Σωτηρία» στην περιοχή των Ελληνορώσων και το «Ασκληπιείον»
στη Βούλα. Βρίσκονταν σε εξοχικές περιοχές, μέσα σε δάσος.
Είχαν μεγάλες βεράντες,
όπου έβγαζαν τα κρεβάτια με ξαπλωμένους τους ασθενείς για θεραπεία, ώστε χωρίς
κόπο να αναπνέουν καθαρό αέρα… Αλλά και σπίτια σε κατάλληλες περιοχές νοίκιαζαν
δωμάτια σε φυματικούς για να κάνουν την κούρα τους ιδιωτικώς.
Η φυματίωση ήταν διεθνώς
διαδεδομένη. Τα σανατόρια επίσης. Χώρες όπως η Ελβετία, η Αυστρία και άλλες
παρόμοιες θεωρούνταν ενδεδειγμένες για την αντιμετώπιση της νόσου. Έτσι οι
Ελβετοί κέρδιζαν τα «άντερά τους», μιας και διέθεταν, τότε, περισσότερα
σανατόρια παρά… τράπεζες.
Την Ελλάδα κατά καιρούς
έπληξαν φοβερές επιδημίες, που εξόντωσαν μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
Αντιμετωπίζονταν με ξόρκια, γιατροσόφια και λιτανείες, τις μόνες πραγματικά
δραστικές.
Εκεί, όμως, στη δεκαετία
του ‘30, παρουσιάστηκε μια περίεργη επιδημία που έπληξε μόνον πολιτικούς,
στέλνοντας στον άλλο κόσμο, σε μικρό διάστημα, τέσσερις αρχηγούς κομμάτων και
έναν Πρόεδρο Δημοκρατίας. Το 1935 συνέβησαν δραματικά γεγονότα.
Πρώτον, ένα βενιζελικό
κίνημα, με τις ευλογίες του ίδιου του Βενιζέλου, απέτυχε και κατεστάλη από ένα
πρωτοπαλίκαρο του… Βενιζέλου, τον Γεώργιο Κονδύλη.
Με διάφορα
μικροπραξικοπήματα που ακολούθησαν, ανετράπη παρανόμως ο πρωθυπουργός Παναγής
Τσαλδάρης και ορκίσθηκε επιτόπου πρωθυπουργός, μέσα σε μια στρατοκρατούμενη
Εθνοσυνέλευση, εξίσου παρανόμως, ο Γεώργιος Κονδύλης. Διαμαρτυρόταν μέσα στην
κοσμοχαλασιά ο Τσαλδάρης για την αποπομπή του φωνάζοντας: «Όλα αυτά είναι
παράνομα. Έχω τη σφραγίδα του κράτους!». Ατάραχος ο Κονδύλης του απάντησε: «Εσύ
έχεις τη σφραγίδα και εγώ την κυβέρνηση…». Τέτοια νόστιμα έλεγε πάντοτε ο
Κονδύλης.
Δημοψήφισμα έγινε, ο
βασιλεύς επανήλθε και ο άναξ, με συμφωνία των κομμάτων, ανέθεσε στον Κ.
Δεμερτζή την κυβέρνηση και την προκήρυξη εκλογών για την 26η Ιανουαρίου 1936,
όπου ισοψήφησαν τα δύο κόμματα, οι Φιλελεύθεροι υπό τον Σοφούλη και οι Λαϊκοί
υπό τον Παναγή Τσαλδάρη.
Οι παραταξιακές διαφωνίες
δεν επιτρέπανε τη συμφωνία για τον σχηματισμό κυβερνήσεως. Μέχρις ότου τα
βρούνε, στην εξουσία παρέμενε η κυβέρνηση Δεμερτζή. Τέσσερις μόλις ημέρες μετά
τις εκλογές, την 31η Ιανουαρίου 1936, πέθανε αιφνιδίως ο Γεώργιος Κονδύλης,
αφήνοντας απαρηγόρητους τους οπαδούς του και μαυροφορεμένες τις πολυπληθείς του
θαυμάστριες. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Η σωρός του διακομίσθηκε
επί κιλλίβαντος τηλεβόλου και εκφωνήθηκαν επικήδειοι που εξήραν τις αρετές του
μεταστάντος. Ήταν ο πρώτος στο θανατικό που ακολούθησε.
Οι στρατιωτικοί όμως
εξακολουθούσαν να μην κάθονται ήσυχοι και ο Γεώργιος, για να τους «μαζέψει»,
απομάκρυνε τον Παπάγο και διόρισε υπουργό Στρατιωτικών -και αργότερα
αντιπρόεδρο κυβερνήσεως- τον Ιωάννη Μεταξά. Δεν πρόφθασαν να κάνουν τα σαράντα
του Κονδύλη, όταν μαύρα μαντάτα ήρθαν από το Παρίσι. Στις 13 Μαρτίου ο
Βενιζέλος υπέστη εγκεφαλική συμφόρηση. Παρά τη νοσηλεία, χαροπάλευε ως τις 18
Μαρτίου, που απεβίωσε.
Η Γαλλία απέδωσε ύψιστες
τιμές στον νεκρό, το ίδιο έγινε και στην Ιταλία, όταν έφθασε σιδηροδρομικώς η
σωρός στο Μπρίντεζι για να μεταφερθεί με αντιτορπιλικό, συνοδευόμενο τιμητικά
από δεύτερο αντιτορπιλικό, στην Ελλάδα, όπου υπήρχε θρήνος και οδυρμός.
Μόνον μερικοί φανατικοί
αντιβενιζελικοί διέδιδαν πως «αν τον φέρουν στην Αθήνα, θα τα κάνουμε γυαλιά
καρφιά», απειλές που ο Τύπος σιγοντάριζε. Έτσι η οικογένεια κιότεψε και
μετέφερε τον μεγάλο νεκρό κατευθείαν στην Κρήτη, ενώ ο Μεταξάς επέμενε να του
αποδοθούν οι δέουσες τιμές στην πρωτεύουσα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος προσωπικά
την ευθύνη να μην κουνηθεί φύλλο.
Το εθνικό πένθος
αμβλύνθηκε, καθώς πλησιάζαμε στο Πάσχα. Και ήταν πράγματι Πάσχα ξεχωριστό, αφού
την επομένη πέθανε ο πρωθυπουργός Δεμερτζής. Ακολούθησαν τα… συνηθισμένα:
Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.
Η σωρός του διακομίσθηκε
επί κιλλίβαντος τηλεβόλου και εκφωνήθηκαν επικήδειοι που εξήραν τις αρετές του
μεταστάντος.
Πρωθυπουργός ανέλαβε
εθιμικά ο αντιπρόεδρος Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη
Βουλή με 241 ψήφους υπέρ και 16 κατά και επιπλέον εξουσιοδότηση να κυβερνήσει
επί πεντάμηνο με διατάγματα. Και η Βουλή έκλεισε λόγω θερινών διακοπών.
Ο θάνατος όμως δεν πάει
διακοπές. Στις 17 Μαΐου ο μειλίχιος Παναγής Τσαλδάρης παίρνει τον δρόμο για το
υπερπέραν.
Κηδεύεται δημοσία δαπάνη.
Βγαίνει από την αποθήκη το τηλεβόλο, αλλά δεν εκφωνήθηκαν επικήδειοι, αφού οι
βουλευτές την είχαν «πουλέψει». Η επιδημία πέρασε στις 22 Αυγούστου, που
έκλεισε τα μάτια ο δαφνοστεφανωμένος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, πρώτος
Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και πέμπτος στη λίστα του «γραφείου κηδειών».
Εάν ζούσε η Λουκρητία
Βοργία θα έσκαγε από ζήλια, που τόσο σύντομα πέθαναν περισσότεροι απ’ όσους δεν
ξέφυγαν από τα χέρια της…
"ΤΟ ΠΑΡΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου