Κυπριακό
- εθνικά θέματα:
Εθνικιστική
ή πατριωτική η ελληνική εξωτερική πολιτική;
Του ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Kαι η Γενεύη ΙΙ ανήκει,
πλέον, στην ιστορία των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού, σαράντα τρία χρόνια
μετά την εισβολή του «Αττίλα». Με εξαίρεση ασφαλώς τα τουρκικά και ορισμένα
φιλοτουρκικά ΜΜΕ, τα περισσότερα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία απέδωσαν, άμεσα
ή έμμεσα, την αποτυχία της διάσκεψης στην τουρκική στάση.
Σχολιάζοντας από αυτές τις
στήλες την αρνητική έκβαση της διάσκεψης, την οποία πολλοί είχαν κρίνει ως
άκαιρη λόγω της πολιτικής ρευστότητας που επικρατεί στην Τουρκία αλλά και της
γενικότερης κατάστασης στον χώρο της Μέσης Ανατολής, παρατηρούσαμε ότι ήταν
τουλάχιστο παρήγορο το συναινετικό κλίμα που επικράτησε κατά την ενημέρωση των
εθνικών αντιπροσώπων στη Βουλή από τον πρωθυπουργό. Υπήρξαν όμως και μεμονωμένα
σχόλια και αρθογραφίες που χαρακτήρισαν την υπεύθυνη αυτή στάση των πολιτικών
δυνάμεων στη Βουλή ως συναίνεση προς εθνικιστικά αδιέξοδα. Οι στάσεις που
τήρησαν η ελληνοκυπριακή και η ελληνική αντιπροσωπεία κρίθηκαν ως εθνικιστικές
και θεωρήθηκε ότι συνετέλεσαν, μάλιστα, στο να περιορισθούν τα περιθώρια για
υποχωρήσεις από την τουρκοκυπριακή και τουρκική πλευρά! Πρόκειται, ασφαλώς, για
υπεραπλουστευμένες έως ακραίες ερμηνείες, που πιθανόν πηγάζουν από ιδεοληψίες ή
και ελλιπή παρακολούθηση της ασκούμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Σκόπιμο
λοιπόν να αναφερθούμε συνοπτικά στις επικρατούσες θεωρητικές προσεγγίσεις σε
ό,τι αφορά τους στόχους στους οποίους αποβλέπει η εξωτερική πολιτική, τη
σταθερότητα ή το ευμετάβλητο των αρχών που τη διέπουν.
Από τις πλέον εξειδικευμένες σχολές σκέψης σε
Ευρώπη και Αμερική γίνεται γενικά αποδεκτό ότι δεν υπάρχει δυσκολότερος τομέας
πολιτικής από εκείνον της εξωτερικής. Και τούτο επειδή οι διακρατικές σχέσεις,
που είναι το αντικείμενο ενασχόλησής της, εμπλέκει οικονομικά, πολιτικά,
στρατιωτικά, πολιτιστικά ακόμη και κοινωνικά συμφέροντα, τα οποία αλλάζουν
συνεχώς σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και μικρότερος και αλληλοεξαρτώμενος.
Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθορίζεται
από την πολιτική της ιδεολογία. Μια τέτοια ερμηνεία ήταν ελάχιστα πειστική
επειδή προσκρούει στη διεθνή πραγματικότητα. Σε αντίθεση με την ιδεαλιστική
προσέγγιση, η αναλυτική θεωρία εκτιμάει ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας
καθορίζεται από τη γεωπολιτική της θέση, τα πληθυσμιακά της μεγέθη, τον εθνικό πλούτο
της και άλλα συναφή μεγέθη. Ούτε όμως και αυτή η προσέγγιση απηχεί τη διεθνή
πραγματικότητα και πρακτική. Επικρατέστερη θεωρείται η ρεαλιστική ερμηνεία των
διεθνών σχέσεων, την οποία ασπαζόταν και ο Χένρι Κίσινγκερ, που εκτός από
γνωστός ακαδημαϊκός διετέλεσε επί σειρά ετών υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η ρεαλιστική θεωρία πρεσβεύει ότι η
εξωτερική πολιτική μιας χώρας καθορίζεται από τα εθνικά της συμφέροντα, τα
οποία άλλα είναι σταθερά και άλλα ευμετάβλητα και συναρτώνται και από τα
συμφέροντα των άλλων χωρών. Στα πλαίσια αυτά διαγράφονται και ιδιαίτεροι
χαρακτηρισμοί της εξωτερικής πολιτικής, όπως επιθετική, απομονωτική, ενδοτική,
μονοδιάστατη κ.ά. Ο τελευταίος χαρακτηρισμός αποδιδόταν επί σειρά ετών στην
ελληνική εξωτερική πολιτική, την οποία εξέφραζε επιγραμματικά η γνωστή ρήση του
Κωνσταντίνου Καραμανλή: «Ανήκομεν εις την Δύσιν». Επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ του
Ανδρέα Παπανδρέου επιχειρήθηκε μια διαφοροποίηση με ανοίγματα προς τον
Ανατολικό Μπλοκ, τους Αδέσμευτους και τον Τρίτο Κόσμο. Από τη σημερινή κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και ειδικότερα τον θεσμικά υπεύθυνο για την εξωτερική πολιτική
υπουργό επί των Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά γίνεται η χρήση του όρου -και
εφαρμόζεται- «ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΗ και ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ» ελληνική εξωτερική πολιτική, που
έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εθνοκεντρική ή εθνικιστική… Ο όρος, μεταξύ
άλλων, δηλώνει ότι δεν μένουμε προσδεδεμένοι και προσκολλημένοι αποκλειστικά
στα συμμαχικά σχήματα στα οποία η Ελλάδα ανήκει όπως ΕΕ, ΝΑΤΟ κ.ά., αλλά
επιδιώκουμε, χωρίς να απεμπολούμε τις συμμαχικές μας υποχρεώσεις, την ανάπτυξη
σχέσεων και με άλλες χώρες και συνασπισμούς, στη βάση του σεβασμού των αρχών
του διεθνούς δικαίου και των αμοιβαίων συμφερόντων. Είναι ακριβώς η αντίθετη
έννοια προς τον εθνικισμό και την εθνικιστική ιδεολογία.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική
κοινοτική χώρα που αντιμετωπίζει χρόνια και σοβαρά προβλήματα εξωτερικής
πολιτικής, που άπτονται ακόμη και της εδαφικής της ακεραιότητας. Αξίζει να τα
απαριθμήσουμε πιστεύοντας στη σοφία της λατινικής ρήσης: «Επανάληψη, μήτηρ
πάσης μαθήσεως».
Πρώτο και βασικό πρόβλημα
το Κυπριακό, με την τουρκική κατοχή μεγάλου μέρους του νησιού, που ναι μεν την
προκάλεσε η άφρων πολιτική της χούντας με το πραξικόπημα εναντίον του
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, παρέχοντας την κατάλληλη αφορμή στην Τουρκία, όμως η
διαιώνιση της κατοχής αποκαλύπτει τους βαθύτερους στόχους της Αγκύρας και τους
συναφείς κινδύνους για τον κυπριακό Ελληνισμό.
Δεύτερο πρόβλημα, που
συνδέεται με το πρώτο, είναι οι δύσκολες ελληνοτουρκικές σχέσεις, με τη συνεχή
τουρκική παραβατικότητα στο Αιγαίο και την αμφισβήτηση του status quo, που έχει
καθιερωθεί από διεθνείς συνθήκες.
Τρίτο μέλημα της
εξωτερικής μας πολιτικής αποτελεί το λεγόμενο «Μακεδονικό», με την ΠΓΔΜ να
επιδιώκει τον σφετερισμό της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της
ελληνικής Μακεδονίας.
Τέταρτο πρόβλημα οι επίσης
προβληματικές ελληνοαλβανικές σχέσεις, εξαιτίας των παραβιάσεων των δικαιωμάτων
της ελληνικής μειονότητας και της έγερσης από τα Τίρανα ανύπαρκτων θεμάτων,
όπως, π.χ., «Τσάμηδες - Τσαμουριά».
Τίθεται το ερώτημα αν τα
παραπάνω προβλήματα είναι δημιουργήματα των ελληνικών κυβερνήσεων, και δη της
σημερινής, από εθνικιστική διάθεση ή τα υφιστάμεθα συνεπεία των πολιτικών
βλέψεων γειτονικών χωρών ή και εξυπηρέτησης συμφερόντων τρίτων; Επίσης,
διερωτώμεθα αν η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων που συνδέονται με τα
παραπάνω προβλήματα συνιστούν εθνικιστική πολιτική ή την επιβάλλει το
πατριωτικό καθήκον.
Για να επανέλθουμε στο
Κυπριακό και την πρόσφατη Διάσκεψη της Γενεύης, μπορεί να λεχθεί ότι η
ελληνοκυπριακή και η ελληνική αντιπροσωπεία επέτυχαν να μην επαναληφθούν οι
διεθνείς αρνητικές κριτικές, προφανώς ενορχηστρωμένες, που είχαν ακολουθήσει
την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τον ελληνοκυπριακό λαό με δημοψήφισμα το
οποίο είχε προκαλέσει ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσος
Παπαδόπουλος. Αντίθετα, πολλά διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία αλλά και
επίσημοι κρατικοί φορείς, όπως Γαλλίας, Γερμανίας, Κίνας, Αιγύπτου και άλλων
χωρών, άμεσα ή έμμεσα, επέκριναν την τουρκική στάση και αδιαλλαξία. Εξάλλου, τα
καίρια και τεκμηριωμένα ερωτήματα που έθεσε ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ν.
Κοτζιάς ανάγκασαν τον τούρκο ομόλογό του να ομολογήσει δημοσίως ότι η Τουρκία
δεν προτίθεται να αποσύρει τα κατοχικά στρατεύματα και ότι αν χρειασθεί θα
επέμβει και πάλι στρατιωτικώς!
Η εν γένει συμπεριφορά της
Τουρκίας του Ερντογάν αρχίζει να προβληματίζει τις δυτικές χώρες αλλά και τη
διεθνή κοινή γνώμη. Στον προβληματισμό πολύ πιθανόν να προστέθηκε και η στάση
που η τουρκική αντιπροσωπεία τήρησε στη Διάσκεψη της Γενεύης. Το γεγονός αυτό
αναβαθμίζει τον ρόλο της Ελλάδος ως παράγοντα σταθερότητας και σημείο αναφοράς
των ανθρωπίνων αξιών. Ελπίζεται η διαφαινόμενη διαφορετική αντίληψη να ευνοήσει
και τις μελλοντικές προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου