Translate -TRANSLATE -

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ ΠΑΪΖΗ




ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ 
ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ ΠΑΪΖΗ
Το τραγούδι "Πόσο πολύ σ’ αγάπησα" που έγινε επιτυχία με τη φωνή του Χρήστου Θηβαίου ανήκει στην Ηρακλειώτισσα ποιήτρια του μεσοπολέμου Κατίνα Παΐζη.
Η ποιήτρια με καταγωγή από την Ιθάκη (από πατέρα) και από την  Κρήτη (από μητέρα) γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1911. Έζησε στο Ηράκλειο και πέθανε στην Αθήνα το 1996. Υπηρέτησε ως δασκάλα όπως και η αδελφή της, μετέπειτα γνωστή ηθοποιός Αλέκα Παϊζη,  στο Ηράκλειο, όμως άνθισε και ως ποιήτρια, τη δεκαετία του '30.  Εκτός από πέντε ποιητικές συλλογές, έγραψε μικρά πεζά για τη γενέτειρά της (ιστορίες στα τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα για απαγορευμένους έρωτες, «κλεψίματα» κοριτσιών, οικογενειακή θαλπωρή, δύσκολους γάμους και φονικές μπαλοθιές, που τις διηγούνταν η μητέρα της). Ενταγμένη στο ΕΑΜ τα χρόνια της Κατοχής, όπως η αγαπημένη της αδελφή Αλέκα Παΐζη υπήρξε μια ξεχωριστή ποιητική φωνή της γενιάς του μεσοπολέμου που ξεχασμένη στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστή τα τελευταία χρόνια με το ποίημα της "Πόσο πολύ σ’ αγάπησα" που έγινε τραγούδι με τη φωνή του Χρήστου Θηβαίου.
 Η Κατίνα Παΐζη ήταν μια δυναμική γυναίκα και παραγνωρισμένη δημιουργός, της οποίας «η ποίηση διέθετε δύο σημαντικά προσόντα, αθωότητα και αυθεντικότητα», όπως τονίζει η Νίκη Τρουλλινού, μια ξενομπάτισα Ηρακλιώτισα, που επιμελήθηκε το τέταρτο βιβλίο της σειράς "Οι λησμονημένοι του τόπου’’ από τις εκδόσεις Δοκιμάκη με τίτλο «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ, Πόσο πολύ σ΄ αγάπησα».
Στο αφιέρωμα αυτό στην μνήμη της Κατίνας Παϊζη θεωρήσαμε σκόπιμο να περιλάβουμε και αναμνήσεις-αφιερώματα δύο ακόμα φιλότεχνων. Του Ηρακλειώτη Μανόλη Καρέλλη και της Ιθακίσιας Ρίτας Τσιντίλη-Βλήσμα που μας ολοκληρώνουν την εικόνα της ποιήτριας. 

Πόσο πολύ σ’ αγάπησα

Την ιστορία αυτού του τραγουδιού ή καλύτερα του ποιήματος της Κατίνας Παΐζη αποκάλυψε ο  Χρήστος Θηβαίος από μία ιστορία όπως του την αφηγήθηκε ο γιος της.
Γύρω στο 1920 στην Αλεξάνδρεια η μικρή Κατίνα είχε πάει σε φιλικό σπίτι με την οικογένειά της, όπως συνηθίζονταν, ν’ ακούσουν μουσική δωματίου. Εκεί ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον βιολοντσελίστα της ορχήστρας όπως εκμυστηρεύτηκε το ίδιο βράδυ στην αδερφή της Αλέκα. Αυτό το γεγονός την ενέπνευσε αν γράψει αυτό το υπέροχο ποίημα. Το σημαντικό βέβαιο για εκείνη ήταν ότι μετά από κάποια χρόνια παντρεύτηκε αυτόν που την ενέπνευσε.

Πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις
καλέ που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.

Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου.
Δεν έσταξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντίλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.

Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δε μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή.
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρινών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ’ άγγιζε προσευχή.

Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μου 'παιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.

Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μου 'δωσες αξίζουν μια ζωή.



Το παραπάνω ποίημα της Κατίνας Παΐζη έχει μελοποιηθεί από το Βασίλη Δημητρίου κι ερμηνευθεί απ' το Χρήστο Θηβαίο (Ο μεγάλος θυμός, 1998).
 


“Δεν είναι φοβερό πραγματικά να σε τραγουδούν όλοι και κανείς να μην ξέρει τ’ όνομά σου;”
ΗΝίκη Τρουλλινού μιλά για την Κατίνα Παϊζη και το «πόσο πολύ σ’ αγάπησα»
“ΗΚατίνα Παΐζη είναι η κατ’ εξοχήν λησμονημένη του τόπου. Παρά το ότι τα ποιήματά της αγκαλιάστηκαν από τους ομότεχνούς της κάτι που διαπιστώνεται από τις ενδιαφέρουσες επιστολές που υπάρχουν στο αρχείο της, σήμερα είναι ξεχασμένη. Και, κοιτάξτε, τι ειρωνεία! Όλοι μας σιγοτραγουδάμε τους στίχους της, εδώ και κάποια χρόνια, στο καταπληκτικό, ομολογουμένως, τραγούδι που λέει ο Χρήστος Θηβαίος. ‘’Πόσο πολύ σ’ αγάπησα, ποτέ δε θα το μάθεις… απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά’’. Δεν είναι φοβερό, πραγματικά, να σε τραγουδούν όλοι και κανείς να μην ξέρει το όνομά σου; Νιώθω πως το βιβλίο που έγραψα γι’ αυτήν είναι μια μικρή πράξη δικαιοσύνης για τη μνήμη της.»

«Πόσο πολύ σ’ αγάπησα»

Η ποιήτρια, Κατίνα Παϊζη, γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1911, έζησε στο Ηράκλειο και πέθανε στην Αθήνα το 1996. Ξεχωριστή ποιητική φωνή της γενιάς του μεσοπολέμου, αδελφή της σπουδαίας ηθοποιού, Αλέκας Παΐζη, τα τελευταία χρόνια έγινε γνωστή με το ποίημα της « Πόσο πολύ σ΄αγάπησα» που έγινε τραγούδι με τη φωνή του Χ. Θηβαίου. Το βιβλίο περιλαμβάνει ανθολόγιο των ποιημάτων της και των πεζών της, τόσο από τις εκδόσεις των βιβλίων της, όσο και αθησαύριστα κείμενα για τη ζωή της από τη συγγραφέα Νίκη Τρουλλινού, καθώς και ένα μέρος της αλληλογραφίας της με τον Νίκο Πλουμπίδη, τον Γ. Ρίτσο, τον Γ. Σκαρίμπα, τον Ν. Καζαντζάκη και τον Τ. Καλμούχο, τον Β. Δασκαλάκη, τον Κ. Θ. Δημαρά και άλλους, με σχόλια από την επιμελήτρια του τόμου .
Το «εισιτήριό» της για το Ηράκλειο ήταν για τη Νίκη Τρουλλινού οι ιστορίες που άκουσε από την Κατίνα Παϊζη.
“Οι ιστορίες που άκουσα από την Κατίνα ήταν ένα είδος εισιτηρίου εισόδου σε τούτο τον τόπο λέει η Νίκη Τρουλλινού και συνεχίζει :
Ως γνωστόν, δεν είμαι  Ηρακλειώτισσα.  Ήρθα μετά τις σπουδές και το γάμο μου εδώ, είχα την ανάγκη να ενσωματωθώ, να γίνω μέρος αυτού του τόπου. Δεν μ’ αρέσουν οι περίπατοι σε δυο βάρκες, τα ατυχήματα παραμονεύουν… Οι ιστορίες που άκουσα από την Κατίνα, και όχι μόνο, ήταν ένα είδος εισιτηρίου εισόδου σε τούτο τον τόπο. Ή, όπως σημειώνω και στον επίλογο του βιβλίου, ‘’ μια πόλη μπορείς να την αγαπήσεις αν μάθεις τις ιστορίες της, αν ρίξεις φως στο παρελθόν της, αν δεις τους ανθρώπους σου μέσα στον καθρέπτη των άλλων… Μοιάζει να πιάνεις το νήμα έτσι και να προσπαθείς να προχωρείς και συ η ίδια σε τόπους που θα τους αγαπήσεις μέσα από τη ματιά τους αλλά και μέσα από την δική τους απώλεια των πραγμάτων.’’ Έχω περπατήσει την πόλη ακούγοντας τις ιστορίες τόσο της Κατίνας όσο και της Αλέκας Παΐζη, μαζί τους. Και πιστέψτε με, ήταν πολύ ωραία, όχι πάντα ευχάριστες οι ιστορίες, πάντα η σκοτεινή μεριά του φεγγαριού παρούσα και αυτή, όμως έτσι δεν είναι η πραγματικότητα;»
Η κ. Τρουλλινού επιμελήθηκε το τέταρτο βιβλίο της σειράς «Οι λησμονημένοι του τόπου’’ από τις εκδόσεις ΔΟΚΙΜΑΚΗ με τίτλο «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ, Πόσο πολύ σ΄ αγάπησα». Έχουν ήδη εκδοθεί τα βιβλία για τον Μανόλη Δερμιτζάκη, τον Μηνά Δημάκη, τον Άρη Δικταίο, αλλά και το πέμπτο της σειράς για τον Λευτέρη Αλεξίου με επιμέλεια και ανθολόγιο από τον Δ. Δασκαλόπουλο.
Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο ζωγράφος, Μανόλης Αποστολάκης, τις διορθώσεις έκανε η Τασούλα Μαρκομιχελάκη. Το βιβλίο περιέχει CD. Διαβάζει κείμενα της ποιήτριας η Λήδα Δημητρίου, ηθοποιός – παραγωγός στο Γ’ πρόγραμμα της ΕΡΤ. Παίζει πιάνο ο Ορέστης Ζωγράφος, επιμέλεια ήχου Στεφανία Τσακίρη.
Παρακάτω η κ. Τρουλλινού μιλά στην «Π» για την προσωπική της γνωριμία με την ποιήτρια, για το παλιό και το νέο Ηράκλειο.
Ποια ήταν η προσωπική σας σχέση με την Κατίνα Παΐζη;
«Η Κατίνα Παΐζη γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων, στα Χανιά, αδιευκρίνιστο πότε η οικογένεια μετακόμισε στο Ηράκλειο, το 1926 πάντως τελειώνει το περίφημο Διδασκαλείο εδώ, εδώ γράφει τις δύο πρώτες ποιητικές της συλλογές που θα την κάνουν γνωστή και βεβαίως εργάζεται ως δασκάλα στην πόλη μας. Πρώτα στα προσφυγόπουλα του Μασταμπά, και έπειτα στο Πρότυπο δημοτικό σχολείο. Υπήρξε, ξέρετε, και αναφέρομαι στο βιβλίο αναλυτικότερα, μια παρέα νέων διδασκαλισσών αποτελούμενη από την Κατίνα, την αδελφή της και αργότερα πολύ σπουδαία ηθοποιό Αλέκα Παΐζη, δασκάλα και αυτή τότε, και την Ευρυδίκη Σπυριδάκη, αργότερα Τρουλλινού, δηλαδή τη μητέρα του άνδρα μου Θεόφιλου Τρουλλινού. Η ποιήτρια ήταν άλλωστε και η νονά του. Έτσι η γνωριμία μας έγινε στα πλαίσια του οικογενειακού περιβάλλοντος, και υπήρξε, πιστεύω, ουσιαστική. Ήταν και οι δύο αδελφές τόσο γοητευτικές γυναίκες, με μια τέτοια αύρα, που σου την μετέφεραν με τον τρόπο τους, και κυρίως με τις καταπληκτικές ιστορίες που αφηγούντο. Όχι μόνο από το παλιό Ηράκλειο, αλλά και για την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο, και πάει λέγοντας. Μην ξεχνάμε ότι έζησε αυτή η γενιά, από το ΄22 και μετά, πολέμους, δικτατορίες, κλπ.»
Επρόκειτο για μια γυναίκα μορφωμένη, με δυναμισμό και ανεξάρτητη. Πόσο δύσκολο ήταν στην εποχή της να έχει αυτά τα γνωρίσματα;
«Έχω την αίσθηση πως δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου εύκολο. Από την άλλη, θα έλεγα, ότι το μεγάλο πλεονέκτημα ήταν η εργασία τους. Σε εποχές που η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών ήταν εγκλωβισμένες στον ένα και μοναδικό ρόλο, και ξέρουμε καλά ποιος είναι αυτός, η εργαζόμενη και κυρίως η δασκάλα είχε ανοίξει τα φτερά της, ήταν αποδεκτή και σεβαστή από τον κοινωνικό περίγυρο. Αν προερχόταν και από καλή αστική οικογένεια, ακόμα καλύτερα. Και επιπλέον, το Ηράκλειο του μεσοπολέμου φαίνεται πως είχε ανοικτές κάποιες πόρτες του για τις μορφωμένες της εποχής. Έγραφαν στα έντυπα, λογοτεχνικά κυρίως, απίστευτα πολλές γυναίκες. Είθε κάποιος ερευνητής να βρεθεί και να τις βγάλει από την λήθη. Γίνονταν πολιτιστικές εκδηλώσεις που οι γυναίκες είχαν λόγο, η κριτική ασχολούνταν με την πνευματική τους εργασία, κυκλοφορούσε το καλό βιβλίο. Βεβαίως, για να είμαστε και προσγειωμένοι, δεν νομίζω ότι το ίδιο ίσχυε και στη σφαίρα της προσωπικής τους ζωής. Το λογικό για την εποχή ήταν να υπερισχύει ο πουριτανισμός, ο έλεγχος της ζωής από την οικογένεια, και από κοντά το ασυναγώνιστο στερεότυπο ‘’τι θα πει ο κόσμος’’.»
Ποιο ποίημά της ξεχωρίζετε;
«Κάποιο που δημοσίευσε το 1937 στις Κρητικές Σελίδες της Θάλειας Καλλιγιάννη με τίτλο ‘’Προσπάθεια’’. Κι αυτό γιατί δείχνει πως οι ορθάνοιχτες πόρτες γίνονται ερμητικά κλειστές όταν η οικονομική κρίση θα χτυπήσει την πλούσια οικογένειά της. Η εγκατάλειψη του φίλου στα δύσκολα, η υποκρισία, βλέπετε, έχουν τον δικό της ιδιαίτερο ρόλο. Πάντα.»
Από άρθρα της Κατερίνας Μυλωνά στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» Ηρακλείου Κρήτης


Κατίνα Παΐζη: Η σπουδαία δασκάλα και η ευαίσθητη ποιήτρια
Του ΜανόληΚαρέλλη
Η πρώτη μου δασκάλα, στο Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που τότε στεγαζόταν στην οδό Μονής Καρδιωτίσσης, εκεί που διασταυρώνεται με την οδό Τομπάζη, ήταν η Κατίνα Παΐζη.
Την είχα, μάλιστα, για δασκάλα μου, τρία ολόκληρα χρόνια-στην πρώτη “μικρή” και τα τρία. Όχι ότι ήμουνα τόσο “μπουμπούνας” ώστε να χρειαστούν τρία χρόνια για να πάρω το ενδεικτικό της πρώτης, αλλά γιατί “υπηρέτησα”, άγνωστο για ποιους λόγους και δύο χρόνια ως “ακροατής”, πέραν της χρονιάς που φοίτησα, με την “κανονική” ηλικία, στην πρώτη τάξη.
Έτσι μπορώ να πω ότι τη γνώρισα, όσο γίνεται καλύτερα.Και να εκμυστηρευτώ ότι την αγάπησα κιόλας. Όπως και οι πιο πολλοί από τους μαθητές της.
Ήταν η ιδανική δασκάλα από κάθε άποψη. Το πιο σπουδαίο προσόν της ήταν ότι επικοινωνούσε με τους μαθητές της και ότι αναγνώριζε την προσωπικότητά τους και τη σεβόταν. Κάτι που δεν συμβαίνει, βέβαια, στους πιο πολλούς από τους εκπαιδευτικούς μας, όλων των βαθμίδων που το παίζουν απροσπέλαστοι και αυταρχικοί.
Η αγάπη, η εκτίμηση και ο θαυμασμός που ένοιωθα για την Κατίνα Παΐζη, τη δασκάλα μου, ανέβηκαν στα ύψη όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο που είχε εκδώσει-μιλάμε για το 1938, πάνε δηλαδή 73 χρόνια από τότε-με τον τίτλο “τραγούδια για μικρά παιδιά”.
Ήταν ένα μικρού μεγέθους βιβλίο, με 36 σελίδες “όλες και όλες που είχε τυπωθεί” στα “καταστήματα “Αλεξίου”, γραμμένο για να διαβαστεί από μικρά παιδιά-και εμπνευσμένο από μικρά παιδιά, τους μαθητές της, όπως κρίνω σήμερα.
Θεωρούσα τότε τους συγγραφείς των βιβλίων που διάβαζα-τη Σέλμα Λάγκερλοφ που είχε γράψει το γοητευτικό, “ταξίδι με τις αγριόχηνες του Νιλς Χόλγκερσεν”, τον Ντιφόε Ντάνιελ που είχε γράψει τον αγέραστο “Ροβινσώνα Κρούσο”, τον Θερβάντες που μας είχε δώσει τον “δον Κιχώτη” (μας προσφερόταν μια διασκευή για παιδιά από τον Νίκο Καζαντζάκη), τον Αίσωπο που είχε γράψει τους πασίγνωστους “Μύθους” του, την Πηνελόπη Δέλτα που έχει γράψει τον “Τρελαντώνη” τον Εβαλτ και τον Αντερσεν που είχαν γράψει τα παραμύθια τους και όλους τους άλλους, μυθικά πρόσωπα που δεν ήταν γραφτό μου να τα συναντήσω ποτέ.
Και ξαφνικά, προς μεγάλη μου έκπληξη αλλά και μεγάλη μου ικανοποίηση, βρέθηκε ένας της μυθικής παρέας να είναι τόσο κοντά μου, να έχω την ευκαιρία να του απευθύνω το λόγο κάθε πρωινό στο σχολείο, να του ζητώ να μου ξεδιαλύνει τις απορίες μου.
Περιττό να πω ότι διάβασα με απληστία το βιβλίο της δασκάλας μου και το αποστήθισα όπως τα παιδιά μπορούν να κάνουν με ευκολία, σχεδόν ολόκληρο. Επιπλέον αναγνώρισα τους “ήρωες” του σε μαθητές του Προτύπου.
Εντόπισα έτσι τον “καυχησιάρη” που “έξυπνος;. Δεν γίνεται άλλο-Είμαι σπίρτο μοναχό-μη ρωτήσετε μονάχα-πόσο κάνουν δυο και δυο”. Και τον “αεροπόρο” που “το σκέφτηκα από τώρα-κι αεροπόρος θα γενώ-θα ‘χω δικό μου αεροπλάνο-και θα πετώ στον ουρανό”. Το “παλληκάρι της φακής” που κοκορευόταν ότι “Δεν μπορεί τη θέση μου-κανείς σας να μου πάρει-γιατί εγώ μαι της φακής-το ανδρείο το παλληκάρι”. Τον “Ναπολέοντα” που ήταν, βέβαια, ο Θωμάς (Κολυβάκης) που μια αποκριά διαλαλούσε “έχω γίνει Ναπολέων-και φορώ λαμπρή στολή-κι έχω στρατηγού καπέλο-στη μικρή μου κεφαλή”. Εντόπισα και τον “χοντρό”, δεν ήταν δύσκολο άλλωστε, που ομολογούσε χωρίς δισταγμό “έχω ένα ελάττωμα φρικτό, καθώς θα πουν πολλοί-τις σοκολάτες αγαπώ, το ρύζι, τα ζυμαρικά-μ’ άλλα λογάκια είμαι φαγάς-για τούτο πάχυνα πολύ”. Και, ασφαλώς, “εταυτοποίησα” τον “απροβίβαστο” που παρ’ όλα αυτά τραγουδούσε “ένα κανόνι εβρόντηξε στην τάξη μου για μένα-και τώρα συλλογίζομαι και τον πατέρα που θα πει-πως της χρονιάς τα έξοδα επήγανε χαμένα”.
Ένα τραγούδι μόνο, από τα 32 του βιβλίου, μου “ξέφυγε”. Ήταν το πρώτο και είχε τον τίτλο “ο μικρός μαθητής”.
Έληγε το χαριτωμένο ποιηματάκι:
“Μη με λοξοκοιτάξετε με γέλια και λέτε:
“Tι μικρούλης, τι κοντός
χαριτωμένο κι όμορφο
παιδάκι
μα μαθητής
δεν φαίνεται σωστός!
Κι αν είμαι τόσος δα,
σαν τι πειράζει
τα γράμματα τα ξέρω
στο νερό.
Και ξέρω και παιχνίδια
και τραγούδια
για να σας τραγουδήσω
ένα σωρό.
Κι αν είμαι τόσος δα,
θα μεγαλώσω
και κύριος σπουδαίος
θα γενώ.
Ε! τότε πια να δείτε
κορδωμένος
και ‘γω, καθώς εσείς,
πως θα περνώ.

Όσο, όμως και να έστιβα το παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσα να βρω ποιος από τους μαθητές του Προτύπου Δημοτικού Σχολείου της Μονής Καρδιωτίσσης και Τομπάζη είχε αποτελέσει την πηγή έμπνευσης για να γραφεί το ποίημα της Κατίνας Παΐζη.
Την απάντηση την βρήκα πολλά χρόνια αργότερα. Για την ακρίβεια: μου την έδωσε η ίδια η Κατίνα Παΐζη.
Ήταν ένα μαγευτικό βράδυ τουΙουλίου και οι αξέχαστες για πολλούς καλοκαιριάτικες εκδηλώσεις του Ηρακλείου βρισκόντουσαν στην κορύφωσή τους.
Παρακολουθούσα, στο μικρό κηποθέατρο μια μεταμεσονύχτια θεατρική πρόβα-που είναι για μένα μια ξεχωριστή απόλαυση καθώς αποκαλύπτονται σ’ αυτές πολλά από τα καλά φυλαγμένα θεατρικά μυστικά. Στο έργο, την πρόβα του οποίου παρακολουθούσα, είχε ένα από τους κύριους ρόλους, η σπουδαία ηθοποιός Αλέκα Παΐζη, αδελφή της Κατίνας Παΐζη, της παλιάς δασκάλας μου.
Μια συμπαθέστατη γριούλα ήλθε μια στιγμή και κάθισε δίπλα μου.
- Είμαι η Κατίνα Παΐζη, η παλιά δασκάλα σου, μου είπε χωρίς να κάμει χρήση του σπαστικού “μάντεψε ποια είμαι”.
Η χαρά μου ήταν μεγάλη και εντελώς ειλικρινής που συναντούσα, ύστερα από τόσα χρόνια κοντά πενήντα, την αγαπημένη μου δασκάλα. Πώς πέρασαν δυο-δυόμισι ώρες ούτε που το καταλάβαμε. Μιλήσαμε για τους δασκάλους και τις δασκάλες που υπηρετούσαν στο Πρότυπο, τον Χανιωτάκη, τον διευθυντή, τον Καπετανάκη, την κυρία Μαρίκα, την κυρία Κορνηλία, τη δεσποινίδα Πόπη, τις άλλες δασκάλες.
Μιλήσαμε για τις τιμωρίες, ιδιαίτερα εκείνη του διευθυντή Χανιωτάκη που έπιανε τον άτακτο από τις τρίχες του κροτάφου και τον σήκωνε στον αέρα-θα πρέπει να ήταν σκέτο μαρτύριο.
Μιλήσαμε για τους μαθητές και τις μαθήτριες, τον Θωμά, την Αργενζινή, τη Λουκία, την Τιτίκα και τ’ άλλα παιδιά και έδωσα πληροφορίες, όσες μπορούσα να δώσω, για το τι κάνουν, αν έκαναν οικογένειες, αν είχαν παιδιά.
Και ήλθε βέβαια, η σειρά να μιλήσουμε για το βιβλίο της Κατίνας Παΐζη με τα “Τραγούδια για μικρά παιδιά”. Εγώ ήμουνα εκείνος που το έφερε στην κουβέντα μας.
Εντυπωσιάστηκε η αγαπημένη μου δασκάλα από το πόσο καλά το είχα διαβάσει, για το πώς θυμόμουνα τα πιο πολλά ποιηματάκια του “από στήθους”.
- Θυμάσαι το πρώτο ποίημα του βιβλίου; με ρώτησε η Κατίνα Παΐζη.
- Και βέβαια το θυμάμαι, της απάντησα. Και άρχισε να το απαγγέλλω.
- Ξέρεις για ποιο παιδί το έγραψα; Με ρώτησε.
- Όχι, δεν ξέρω και ήθελα πάντα μα το μάθω, της απάντησα.
- Εσύ ήσουνα ο πιο μικρός μαθητής μου, ο ακροατής στην πρώτη τάξη για δυο χρόνια, που μου έδωσε την έμπνευση για να γράψω το ποιηματάκι.
Έγινα ξαφνικά “άλλος τόσος” διαπιστώνοντας ότι μια αυθεντική ποιήτρια, όπως ήταν η Κατίνα Παΐζη είχε ασχοληθεί με την ασημότητά μου, ότι την είχα εμπνεύσει.
Την είχα, βέβαια, με κάποιον τρόπο “διαψεύσει” γιατί μπορεί να μεγάλωσα στα χρόνια-να παραμεγάλωσα, μάλιστα-μα ούτε “σπουδαίος”, ούτε, πολύ περισσότερο, “σπουδαιοφανής” έγινα ποτέ, ούτε “κορδωμένος” ήμουνα, στο περπάτημά μου. Κάτι που η δασκάλα μου δεν το αρνήθηκε.
Την ευκαιρία για να ανακαλέσω στη μνήμη μου την Κατίνα Παΐζη μου την έδωσε, βέβαια, ένα βιβλίο που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δοκιμάκη, στη σειρά “Οι λησμονημένοι του τόπου”. Συγγραφέας του είναι η δικηγόρος και συγγραφέας κ. ΝίκηΤρουλινού και μας “ανακεφαλαιώνει” με κάποιο τρόπο τη ζωή και την ποιητική παραγωγή της Κατίνας Παΐζη.
Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και συνιστάται ιδιαιτέρως η ανάγνωσή του.
Από το βιβλίο της κ. Τρουλινού αποσπώ ένα πανέμορφο ποίημα της Κατίνας Παΐζη.
Επιγράφεται “Το θέρος” και “προέρχεται” από τη συλλογή της “Παραλλαγές”.
Πέρασε το κορίτσι
με το πράσινο φουστάνι,
μια παπαρούνα στα μαλλιά της
ονειρεύονταν,
στο λαιμό της ανάσαινε
ένας φιόγκος,
στα χέρια της
ένα δεμάτι στάχια
θρόιζε στ’ αλαφρό της
πέρασμα τ’ αγέρι.
Μια πεταλούδα ετόξευε
τον ήλιο
ένα στεγνό πηγάδι
αφουγκραζόταν
την προσευχή του θερισμένου
κάμπου.
Τραγουδούσε το κορίτσι
και πήγαινε
το πέλμα της λαμποκοπούσε
σα φτερό περιστεριού.
Τα μάτια της παιζογελούσαν
με τη μέρα,
τα χείλη της μια προσφορά
μαζί και δίψα.
Κι όλα τα τύλιγε
μια διάφανη χρυσόσκονη
των αστεριών
σα να θρυμματιστήκαν
τα πετράδια.
Πέρασε το κορίτσι
με το πράσινο φουστάνι
κι έτρεχε πίσω του
το καλοκαίρι
σαν παραλοϊσμένο παλληκάρι.

Το “Κορίτσι με τα πράσινα” της Κατίνας Παΐζη είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα, τα πιο όμορφα πορτρέτα γυναίκας ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης. Είναι τόσο χυμώδες, τόσο απέραντα γοητευτικό, τόσο γήινο και την ίδια ώρα, υπερβατικό τόσο υποσχόμενο, τόσο τραβηχτικό το “Κορίτσι με τα πράσινα” που γεννιέται η ασυγκράτητη επιθυμία, ακόμα και σε όψιμα παλληκάρια να το ακολουθήσουν κατά πόδας, όπως το παραλοϊσμένο παλληκάρι του τραγουδιού.
Το ίδιο ποίημα το είχε ξεχωρίσει και τ’ αγαπούσε και η αδελφή της Κατίνας Παΐζη, η εκλεκτή ηθοποιός Αλέκα, χαρακτηρίζοντάς το, το αγαπημένο της. Αυτό μου είχε γράψει στέλνοντάς μου κάποτε φωτογραφίες και άλλα ενθυμήματά της αδελφής της.
Διαβάζοντας το “Θέρος” συνειδητοποίησα πόσο γνήσια και πόσο ευαίσθητη αλλά και πόσο σημαντική ποιήτρια ήταν η Κατίνα Παΐζη, πόσο δικαιούται ένα ακόμα τίτλο, πέρα από εκείνον της σπουδαίας δασκάλας.
Και μας “υποχρεώνουν” αυτοί οι δυο τίτλοι, της ποιήτριας με ευαισθησίες και της δασκάλας με ευθύνες να τη θυμόμαστε την Κατίνα Παΐζη. Ισοβίως.
ΗΡΑΚΛΕΙΟ/ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΠΑΤΡΙΣ» /20.7.2011


Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ-ΖΩΓΡΑΦΟΥ (1911–1996)
Η Κατίνα Παίζη-Ζωγράφου, (1911–1996) σημάδεψε το πέρασμά της απ’ τη ζωή και το χώρο της διανόησης με γερή μολυβιά. Εξαίρετη ως άνθρωπος, ως εκπαιδευτικός, αλλά και ως πνευματική δημιουργός, υπηρέτησε το ιδανικό της με φρόνημα υψηλό και δικαίωσε μέχρι τέλους την αποστολή της. Η Κατίνα Παίζη-Ζωγράφου καταγόταν απ’ την Ανωγή της Ιθάκης – από πατέρα – και από την Ανώπολη Σφακίων της Κρήτης – από μητέρα – από μεγάλη οικογένεια αγωνιστών.
Γεννήθηκε κι η ίδια στην Ανώπολη και στο Ηράκλειο της Κρήτης τελείωσε το Διδασκαλείο, αργότερα ήρθε στην Αθήνα για μετεκπαίδευση, όπου και πήρε πτυχίο Παιδαγωγικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Όταν, όμως, ήρθε στην Αθήνα εργάστηκε στο Μαράσλειο, όπου για πολιτικούς λόγους πήρε μετάθεση για το Β΄ Εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας. Οι γνώσεις, η αξία, το αναμφισβήτητο κύρος της την έφεραν στη θέση της Διευθύντριας, στην οποία παρέμεινε για πολλά χρόνια. Μετά τη σύνταξη δίδαξε γι’ αρκετά χρόνια στο σπουδαίο σχολείο της Γουδέλη, σχολείο στο οποίο εφαρμοζόταν το σύστημα Μοντεσόρι. Και – για όσους δεν γνωρίζουν – θα πούμε ότι η Μαρία Μοντεσόρι, υπήρξε παγκοσμίου φήμης Ιταλίδα παιδαγωγός και αρχή απαράβατη του συστήματός της ήταν ο σεβασμός και η προαγωγή της ελευθερίας του παιδιού, που επιτρέπει την κανονική ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του κτλ. Αυτό το προοδευτικό σύστημα υπηρέτησε η Κατίνα Παίζη, όμως δεν έπαψε να υπηρετεί και την ποίηση.
Οι ωραίοι στίχοι της δημοσιεύονταν σε έντυπα της εποχής – ακόμα τους βρίσκουμε και τους θαυμάζουμε – έβγαλε όμως και ποιητικές συλλογές, όπως ΡΟΔΟΠΕΤΑΛΑ, 1931, ΑΠΛΟΙ ΣΚΟΠΟΙ, 1936, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ, 1938, ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ, 1953, ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ, 1985, τα οποία είχε ντύσει με μουσική ο σύζυγος της ποιήτριας, βιολοντσελίστας Γιώργος Ζωγράφος. Τελευταίο βιβλίο της Κατίνας Παίζη ήταν τα διηγήματα ΣΦΑΚΙΑΝΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ, 1989, τα οποία προέρχονταν από αληθινές ιστορίες, αφηγήματα της μητέρας της ποιήτριας. Είναι απαραίτητο να πούμε, ότι, την είσοδο της ποιήτριας στο χώρο της ποίησης τη χαιρέτισαν μ’ ενθουσιασμό οι μεγάλοι του είδους, όπως π.χ. ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Βάσος Δασκαλάκης, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Θράσος Καστανάκης και πολλοί άλλοι, ο δε δικός μας Φώτος Γιοφύλλης, θυμάμαι που μου έλεγε πάντα με πολύ καμάρι: «Έχουμε κι εμείς την Κατίνα Παίζη, που είναι εξαίρετη»!
Δυνατό κρασί, κερνά η ποιήτρια τους ζεστούς ανθρώπινους στίχους της, κράμα Ιθάκης και Κρήτης! Θα πει για το χτίσιμο της «Καινούριας πολιτείας»:
«…. Θεμέλιο τη ζωή μας βάζομε – και την καρδιά μας αγκωνάρι…….»
Ωραία στις καινούριες αναζητήσεις της μες απ’ τους ανήσυχους στίχους της, η Κατίνα Παίζη, όμως κι απέραντα τρυφερή μες απ’ τους παλμούς και την έντεχνη ροή των παραδοσιακά σμιλεμένων. Στέκει ο αναγνώστης αμφιταλαντευόμενος, ποια απ’ τις δυο μορφές να διαλέξει ποια να πει καλύτερη….. για να καταλήξει, ότι και οι δύο – σύγχρονη και παραδοσιακή – έχουν ομορφιά και τέχνη, έχουν το πελέκημα που με μαεστρία φροντίζει η δημιουργός, για να δώσει και να πετύχει το αποτέλεσμα που θέλει, το αποτέλεσμα που πρέπει. Οι εικόνες είναι με χρώματα λαμπερά, οι παραλληλισμοί και οι παρομοιώσεις δείχνουν το εύστροφο πνεύμα, το ποιητικό τοπίο σχηματίζεται καθάριο στο φως! Στους στίχους της Κατίνας Παίζη εναλλάσσονται τα συναισθήματα και διακρίνεται καθαρά ο εσωτερικός άνθρωπος.
Στα λίγα μας λόγια, δεν είναι δυνατό να ξεδιπλώσουμε ολόκληρο το χάρτη της ζωής της ποιήτριας. Θα πούμε μόνο, ότι, πάνω σ’ αυτόν το χάρτη χάραξε η ίδια τη ρότα της σ’ έναν κύκλο ζωής αρμονικό, καλός καπετάνιος η ίδια, σαν άνθρωπος, σαν εκπαιδευτικός, σαν ποιήτρια, αλλά και με τη σειρά μέσα στο χρόνο: κόρη, αδελφή, σύζυγος, μάνα, γιαγιά….. Το έχουμε πει και άλλοτε, όταν πεθαίνει ένας ποιητής κάπου στο στερέωμα σβήνει εν αστέρι….
Κι είναι αυτό το δάκρυ του σύμπαντος για τον εκλεκτό. Αλλά κι αν κάπου ενστάλαξε το σύμπαν το δάκρυ του, το φως του σβησμένου αστεριού ταξιδεύει….
Είναι τιμή στο νησί μας που έδωσε στην ποιήτρια την καταγωγή απ’ το γονιό της, τον πατέρα. Το Νήριτο, το πανάρχαιο βουνό της Ιθάκης, το διάσπαρτο με τους λατρευτικούς μονόλιθους, τα μενίρ, πόσα αλήθεια έμψυχα μενίρ δεν έχει δώσει μες απ’ τους αιώνες…. Μονόλιθος που αντιστέκεται στους ανέμους, η Κατίνα Παίζη, με μια ποίηση όμοια ανθεκτική στο χρόνο, μας στέλνει από κει που βρίσκεται το γλυκό, ευγενικό, ζεστό της χαμόγελο, για να δηλώσει πάντα παρούσα, πάντα ζωντανή.
Οι τρεις εξαίρετες ποιήτριες των νησιών μας δεν κλείνονται μέσα σε ελάχιστες αράδες, γιατί η ποίησή τους είναι πλατειά και μεγάλη και διαχρονική, αλλά κι η βιογραφία καθεμιάς χωριστά έχει ανάλογα πολλά να δώσει ή να διδάξει. Εμείς, κάναμε μια επί τροχάδην αναφορά, σα θυμίαμα μνήμης και σεβασμού, σ’ αυτές τις εξαίρετες μορφές που βάλανε αγκωνάρια γερά για τον Πολιτισμό. Ας μην τις ξεχνάμε κι αν είναι δυνατό ας μεταλαμπαδεύουμε παρόμοιες αξίες και στη νέα γενιά. Είναι καθήκον και χρέος ιερό.
ΡΙΤΑ ΤΣΙΝΤΙΛΗ-ΒΛΗΣΜΑ
Πηγές:

Δεν υπάρχουν σχόλια: