Σμηναγός Αναστάσιος Μπαρδαβίλιας
Ο θάνατος ενός Λευκού Αετού
Ο θάνατος ενός ‘Λευκού Αετού’... Σαν
σήμερα, την 11η Φεβρουαρίου 1941, κατά τη διάρκεια άνισης αερομαχίας
βρίσκει το θάνατο ο ηρωικός Σμηναγός Αναστάσιος Μπαρδαβίλιας.
Ο Σμηναγός Αναστάσιος Μπαρδαβίλιας γεννήθηκε το 1915 στο
Κεραστάρι Αρκαδίας και ήταν γιος ιερέα. Τον Οκτώβριο του 1935 εισήλθε
στη Σχολή Αεροπορίας απ' όπου αποφοίτησε τον Αύγουστο του 1938 με τον
βαθμό του Ανθυποσμηναγού.
Κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου υπηρετούσε στην 3η Μοίρα Παρατήρησης, πετώντας με αεροσκάφη Henschel 126-K6, και τον Δεκέμβριο του 1940 επιλέχτηκε να λάβει μέρος στην ανασυγκρότηση της 21ης Μοίρας Διώξεως, με αεροσκάφη Gloster Gladiator, γνωστή τότε και ως η «Μοίρα των Λευκών Αετών».
Έλαβε μέρος σε πολλές δύσκολες αποστολές δίωξης και αερομαχίες. Το ξημέρωμα της 11ης Φεβρουαρίου 1941 προσπαθώντας να αντιμετωπίσει επιδρομή εναντίον του αεροδρομίου Κατσικά Ιωαννίνων, δέχθηκε ταυτόχρονη επίθεση ιταλικών καταδιωκτικών Fiat G50. Τα πολυβόλα των οποίων γάζωσαν κυριολεκτικά το κορμί του, με αποτέλεσμα το αεροσκάφος του να πέσει σε μια άκρη του αεροδρομίου και να συντριβεί.
Οι άντρες της 21ης
Μοίρας Διώξεως της Ε.Β.Α. ποζάρουν μπροστά στην κάμερα του πολεμικού
ανταποκριτή, στο πρόχειρο αεροδρόμια του Κατσικά Ιωαννίνων. Η
συγκεκριμένη φωτογραφία είχε δημοσιευτεί στον τύπο της εποχής, όπου για
λόγους εξυπηρέτησης της προπαγάνδας αναφέρετε ως «Η Μοίρα των Λευκών
Αετών». Επωνυμία που έλαβε εξαιτίας της λευκής μάλλινης φανέλας, τύπου
ζιβάγκο, που φορούσαν οι χειριστές της, δώρο του Υφυπουργού Αεροπορίας
Πέτρου Οικονομάκου. Σημειώνετε ότι κατά παράβαση του Κανονισμού Στολών,
οι χειριστές τη φορούσαν υπερήφανα και εκτός Μονάδας.
Όρθιος, τέταρτος από δεξιά, ο Μοίραρχος της 21ης
Μ.Δ. Επισμηναγός Ι. Κέλλας. Όρθιος, πρώτος από δεξιά, ο Υποσμηναγός Αν.
Μπαρδαβίλιας. Γονατιστός, πρώτος από δεξιά, ο Επισμηνίας Ν. Κοστορίζος.
(Φωτ. από το βιβλίο του Ηλ. Καρταλαμάκη “Η Αεροπορία στον Πόλεμο του
‘40” )
Το κείμενο που ακολουθεί, είναι απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο του
συγγραφέα και αρθρογράφου Ν. Χριστοφίλη, ο οποίος αξιοποιώντας έγγραφα
και αναφορές αυτοπτών μαρτύρων, απέδωσε με μυθιστορηματικό ύφος τη δράση
των Ελλήνων αεροπόρων στον πόλεμο του 1940 - 41.
«11 Φεβρουάριου 1941. Ο πόλεμος με την Ιταλία ήταν στην κορύφωσή του
και οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έχυναν το αίμα τους, πιστές στον όρκο
που είχαν δώσει.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη των Ιωαννίνων και κοντά στο χωριό Κατσικά, βρισκόταν ένα από τα πρόχειρα αεροδρόμια της Ελληνικής Αεροπορίας. Στην πραγματικότητα αυτό, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια εδαφική έκταση, που είχε διαμορφωθεί πρόχειρα, λίγους μήνες πριν την έναρξη του πόλεμου, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων. Εκεί είχε τη βάση της η 21η Μοίρα Διώξεως που χρησιμοποιούσε τα διπτέρυγα καταδιωκτικά Gladiator. Για την ανθρώπινη διαβίωση, στις ακραίες καιρικές συνθήκες του χειμώνα, υπήρχαν ελάχιστα μέσα, λίγες σκηνές και ένα μικρό πέτρινο κτίσμα.
Ο ήλιος σε λίγο θα ανέτειλε για να διαλύσει το σκοτάδι της νύχτας και
να μετριάσει την παγωνιά. Τα λίγα σύννεφα επέτρεπαν στα περισσότερα από
τα αστέρια να στείλουν τις τελευταίες ακτίνες φωτός τους στη γη, ενώ
όπως κάθε τέτοια ώρα η νεκρική ησυχία διαταράσσονταν από τις φωνές των
πετεινών του διπλανού χωριού.
Οι σκοτεινές φιγούρες των σκοπών του αεροδρομίου έμοιαζαν απόκοσμες, σχεδόν δαιμονικές, όπως κινούνταν αργά, άκαμπτες και παγωμένες στην περίμετρο του στρατοπέδου ή γύρω από τα αεροπλάνα, με τις μάλλινες χλαίνες τους κρυσταλλιασμένες.
Στο νότιο τμήμα του αεροδρομίου, όπου ήταν εγκατεστημένη η Μοίρα, τα
καραβόπανα στις εισόδους των αντίσκηνων άνοιξαν και μερικές
ανθρωπόμορφες σκιές κινήθηκαν αργά, προσπαθώντας να ξεμουδιάσουν, σαν
τις πεταλούδες που σκάζουν από τα κουκούλια τους.
Άλλη μια μέρα πολέμου ξημέρωνε και οι αεροπόροι που είχαν παραμείνει στο αεροδρόμιο για υπηρεσία, σε ετοιμότητα δηλαδή για πιθανό συναγερμό, προσπαθούσαν να συνεφέρουν τα παγωμένα μέλη του σώματός τους. Ο ύπνος τους - μέσα στα στερούμενα θέρμανσης κωνικά τους αντίσκηνα - ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο αφού η θερμοκρασία έπεφτε πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Όταν ξάπλωναν στα ράντζα τους για να αναπαυθούν, έπρεπε να φορούν ακόμα και τη φόρμα πτήσεως με τη γούνινη ζακέτα, και να φασκιώνονται με κουβέρτες σαν αιγυπτιακές μούμιες.
Το πρώτο φως μόλις είχε αρχίσει να αλλάζει τα ουράνια χρώματα και το
ιπτάμενο προσωπικό συγκεντρώνονταν στο παράπηγμα που χρησίμευε ως
σταθμός διοικήσεως. Οι τεχνικοί, όπως κάθε μέρα, από πολύ νωρίς έλεγχαν
και προετοίμαζαν τα καταδιωκτικά που είχαν οριστεί να βρίσκονται σε
άμεση ετοιμότητα. Από ώρα σε ώρα θα κατέφθανε οδικώς και το υπόλοιπο
προσωπικό της μονάδας, οι εκτός υπηρεσίας, που είχε διανυκτερεύσει στην
πόλη των Ιωαννίνων.
Ένα ελαφρύ παγωμένο βοριαδάκι έρχονταν από την πλευρά της λίμνης. Ο ήχος από τα κουδούνια των προβάτων που βοσκούσαν στην γύρο περιοχή και η εικόνα της γαλήνιας χειμωνιάτικης φύσης δημιουργούσαν ειρηνικά συναισθήματα. Τίποτα δεν θύμιζε τις τέσσερις επιδρομές βομβαρδιστικών της προηγούμενης ημέρας, εκτός από μερικούς κρατήρες και τα απομεινάρια ενός Gladiator που κείτονταν σε μία άκρη του αεροδρομίου απανθρακωμένο.
Η ώρα πλησίαζε οκτώ όταν ένας μακρινός βόμβος ακούστηκε και σιγά –
σιγά δυνάμωνε. Οι άντρες της 21ης Μοίρας Διώξεως στο νότιο τμήμα του
αεροδρομίου και οι συνάδελφοί τους του 2828 Σμήνους Παρατηρήσεως στο
βόρειο, έστρεψαν τα μάτια τους ψηλά στον ουρανό. Γύριζαν τα κεφάλια τους
δεξιά – αριστερά σαρώνοντας με το βλέμμα τους τον ορίζοντα και
προσπαθώντας να εντοπίσουν την πηγή του βουητού. Αναμφίβολα ο θόρυβος
προέρχονταν από κινητήρες αεροπλάνων.
«Τι αεροπλάνων;», σκέφτηκαν, « Δικών τους ή δικών μας; ».
«Τι αεροπλάνων;», σκέφτηκαν, « Δικών τους ή δικών μας; ».
Η απάντηση δόθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα όταν το πρώτο πέρασε σε χαμηλό ύψος σφυρίζοντας, σχεδόν ουρλιάζοντας από πάνω τους. Χωμάτινοι πίδακες ξεπετάχτηκαν στο έδαφος συνοδευόμενοι από το γνώριμο ήχο πολλών πολυβόλων που έβαλαν συγχρόνως.
« Macchi 200!», φώναξε κάποιος από το προσωπικό. Ενώ ένα δεύτερο αεροπλάνο περνούσε πολυβολώντας, κάποιος που στεκόταν δίπλα του τον διόρθωσε: « Όχι, Fiat 'Πενηντάρια' είναι!».
Τα ιταλικά καταδιωκτικά έρχονταν από νοτιοανατολικά, έχοντας τον ήλιο
στα δεξιά και πίσω τους ώστε να τυφλώνεται ο αντίπαλος. Περνούσαν
διαδοχικά, το ένα πίσω από το άλλο σε 'γραμμή παραγωγής', πολυβολώντας
κινητούς και ακίνητους στόχους, έχοντας σκοπό να καταστρέψουν ανθρώπους,
αεροπλάνα και υλικά. Στις πτέρυγές τους διακρίνονταν καθαρά τα
φασιστικά σύμβολα αλλά και ο λευκός σταυρός στην ουρά. Τότε ήταν που
σήμανε η σειρήνα του συναγερμού για να προειδοποιηθεί το προσωπικό. Η
αεράμυνα είχε αιφνιδιαστεί, τα ιταλικά αεροπλάνα είχαν διεισδύσει στην
ελληνική επικράτεια χωρίς η παρουσία τους να αναφερθεί έγκαιρα από τα
παρατηρητήρια, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι η οργάνωση και τα
μέσα του συστήματος εγκαίρου προειδοποιήσεως χώλαινε.
Οι άντρες έτρεχαν προς αναζήτηση κάποιου ασφαλούς σημείου κάλυψης και
όσοι προλάβαιναν έπεφταν μέσα στα ορύγματα που είχαν διανοιχτεί για τον
συγκεκριμένο σκοπό, ενώ όσοι δεν βρίσκονταν κοντά έπεφταν στο έδαφος
κολλώντας το πρόσωπό τους στο χώμα.
Μέσα στον ορυμαγδό των πολυβολισμών, στον θόρυβο των αεροπορικών κινητήρων και ενώ τα βλήματα περνούσαν σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια τους, κάποιοι έστεκαν ακόμα όρθιοι. Δύο απ' αυτούς, με φορεμένες τις δερμάτινες αεροπορικές ζακέτες τους, φάνηκαν να ανταλλάσσουν κουβέντες με έναν αξιωματικό, ο οποίος στεκόταν με το ακουστικό του μαγνητικού τηλεφώνου στα χέρια, δίπλα στην είσοδο του παραπήγματος της διοίκησης. Έπειτα κοίταξαν βιαστικά προς την διεύθυνση από την οποία έρχονταν με βύθιση τα ιταλικά καταδιωκτικά και άρχισαν να τρέχουν προς τα σταθμευμένα αεροπλάνα τους. Δύο ακόμα άντρες, ντυμένοι με τις φόρμες εργασίας που συνήθιζαν να φορούν οι μηχανικοί, βγήκαν από ένα χαράκωμα, έχοντας πετάξει από πάνω τους τις μακριές μάλλινες χλαίνες, για να μπορούν να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων. Οι βολίδες των ιταλικών όπλων χτένιζαν την επιφάνεια του εδάφους κουβαλώντας θάνατο, εκείνοι όμως τώρα έτρεχαν ακάλυπτοι ακολουθώντας τους χειριστές. Έμοιαζαν όλοι τους να συναγωνίζονται για το πόσο γρήγορα θα έφταναν στα Gladiator.
Σε μερικά δευτερόλεπτα ήταν αλώβητοι δίπλα στο πρώτο καταδιωκτικό
ένας χειριστής και ένας μηχανικός. Ο πρώτος άρπαξε το, ακουμπισμένο στη
ρίζα του κάτω αριστερού φτερού, αλεξίπτωτο τύπου Irvin και το έδεσε με
γρήγορες κινήσεις πάνω του για να σκαρφαλώσει στη συνέχεια με μεγάλες
δρασκελιές στο πιλοτήριο. Ήταν ο άνδρας της Μονάδας που ξεχώριζε για το
ανάστημά του και ίσως ένας από τους ψηλότερους άντρες στην Ελληνική
Αεροπορία, στους κόλπους της οποίας είχε διακριθεί για το ήθος και τον
χαρακτήρα του. Ήταν ο Υποσμηναγός Αναστάσιος Μπαρδαβίλιας του Ευαγγέλου,
από το Κεραστάρι Αρκαδίας.
Τα πυρά των ιταλικών καταδιωκτικών είχαν σταματήσει, ενώ κάποιες
εκρήξεις ακούγονταν μακρύτερα, προκαλούμενες από το φορτίο θανάτου που
έριχναν κάποια εχθρικά βομβαρδιστικά στα Γιάννενα. Ο σχηματισμός των
Fiat G50 είχε περάσει και προς στιγμή υπήρχε παύση των εχθρικών πυρών.
Αυτό έδειχνε με καλή ευκαιρία για γρήγορη και ασφαλή απογείωση και δεν
έπρεπε να πάει χαμένη, ήταν όμως σίγουρο ότι τα ιταλικά θα επέστρεφαν
γρήγορα και τότε κάθε προσπάθεια θα ήταν καθαρή αυτοκτονία.
Ο ψηλός Υποσμηναγός έμεινε για μια στιγμή όρθιος, πατώντας πάνω στο
κάθισμα του αεροπλάνου του, έβγαλε το πηλήκιο που όπως πάντα φορούσε
στραβά, με το γείσο χαμηλωμένο πάνω από το δεξί του μάτι, και το έριξε
στα χέρια του υπολόγου μηχανικού που τον παρακολουθούσε με φανερή
αγωνία. Με γρήγορες κινήσεις, φόρεσε τον δερμάτινο σκούφο του με τα
αεροπορικά γυαλιά, στριμώχτηκε στο κάθισμα και δέθηκε σφιχτά με τις
ζώνες. Ο υπαξιωματικός από κάτω ξεκούμπωσε την φόρμα εργασίας του στο
ύψος του στήθους και έχωσε το πηλίκιο του αξιωματικού στον κόρφο του.
Τέντωσε το κορμί του και πλησίασε, όσο ήταν δυνατό, το πρόσωπό του προς
το πιλοτήριο.
« Κύριε Τάσο, ... μην πετάξεις», είπε. Φροντίζοντας η ένταση της φωνής του να είναι τέτοια ώστε αυτό που θα ξεστόμιζε να φτάσει στα αυτιά του αξιωματικού, κάτω από το δερμάτινο σκούφο, αλλά και να μην ακουστεί παραπέρα μια και η κουβέντα αυτή αποτελούσε φοβερό αδίκημα.
Ο αξιωματικός τον κοίταξε, χαμογέλασε κάτω από το καστανόξανθο
μουστάκι του και με ένα νεύμα της κεφαλής του υπέδειξε να πάει στη θέση
του. Ο μηχανικός έτρεξε γύρω από την πτέρυγα, πήγε στην αριστερή πλευρά
του κινητήρα και σκαρφάλωσε πάνω στον αριστερό τροχό, όπου πάτησε με τα
δυο του πόδια. Έβαλε την μανιβέλα στην υποδοχή του μηχανισμού εκκίνησης
και κοίταξε προς τον χειριστή που τον παρακολουθούσε έχοντας γερμένο το
κεφάλι του έξω από την ανοικτή καλύπτρα. Συνεννοήθηκαν με τα βλέμματα, ο
υπόλογος άρχισε να περιστρέφει τον χειρομοχλό και σε δευτερόλεπτα ο
κινητήρας ζωντάνεψε. Την ίδια στιγμή που οι εξατμίσεις ξερνούσαν με
πάταγο τα πρώτα καυσαέρια, η τεράστια δίφυλλη έλικα, κινούμενη από τον
θορυβώδη, εννιακύλινδρο, αστεροειδή κινητήρα, άρχισε να ρουφά με τρομερή
ορμή τον παγωμένο αέρα.
Ο υπόλογος έφυγε από εκεί γρήγορα και στάθηκε ξανά κάτω από το
πιλοτήριο, κτύπησε με την παλάμη του την άτρακτο για να αποσπάσει την
προσοχή του αεροπόρου που ήταν στραμμένη στον πίνακα οργάνων. Τα
βλέμματά τους συναντήθηκαν, ο υπαξιωματικός σήκωσε το δεξί του χέρι και
χαιρέτισε στρατιωτικά με σεβασμό, φέρνοντας την παλάμη του δίπλα στο
δίκοχο που φορούσε. Ο Υποσμηναγός, έχοντας στα χείλη ζωγραφισμένο το
χαμόγελο εκείνο που πάντα συνόδευε την παρουσία του, του έκανε νόημα με
το γαντοφορεμένο του χέρι να απομακρυνθεί. Έκλεισε βιαστικά το πορτάκι
στην αριστερή πλευρά του πιλοτηρίου, έσυρε την καλύπτρα μέχρι αυτή να
ασφαλίσει και κοίταξε μπροστά. Άνοιξε τον διακόπτη που έθετε σε
λειτουργία το φωτοανακλαστικό σκοπευτικό, έλυσε τα φρένα και το
Gladiator άρχισε να κινείται προς τα εμπρός.
Την ίδια στιγμή τα Fiat είχαν επιστρέψει και πάλι, βύθιζαν πάνω από
το αεροδρόμιο το ένα πίσω από το άλλο αρχίζοντας μια νέα επίθεση. Με τα
δύο πολυβόλα των 12,7 χιλιοστών που διέθεταν έστελναν πυρωμένο μέταλλο
στο έδαφος. Σκοπός τους ήταν να παρεμποδίσουν την απογείωση οποιουδήποτε
καταδιωκτικού, ώστε τα βομβαρδιστικά να κτυπήσουν ανενόχλητα την πόλη
των Ιωαννίνων, αλλά και να προκαλέσουν όσες περισσότερες βλάβες ήταν
δυνατό στο ελληνικό αεροδρόμιο.
Το Gladiator του Υποσμηναγού Μπαρδαβίλια λικνίστηκε άκομψα, κινούμενο
πάνω στο γεμάτο πάχνη έδαφος του χωραφιού που χρησίμευε για διάδρομος
απογείωσης. Τροχοδρόμησε επιταχύνοντας με διεύθυνση από το Νότο προς τον
Βορρά και σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν στον αέρα. Μόλις σχεδόν οι τροχοί
του αεροπλάνου εγκατέλειψαν το έδαφος, ένα Fiat G50 βρέθηκε μπροστά του.
Ήταν ένα από τα εχθρικά που μόλις είχε πολυβολήσει το αεροδρόμιο και
έβγαινε από τη βύθιση. Ο Έλληνας αεροπόρος δεν δυσκολεύτηκε να το βάλει
στο σκοπευτικό του, για την ακρίβεια ο Ιταλός είχε μπει σχεδόν μόνος
του, απασφάλισε το κομβίο πυροδότησης των όπλων και το πίεσε βιαστικά με
τον αντίχειρα. Τα τέσσερα πολυβόλα BSA-Browning 0,303 κροτάλισαν, ο
χειριστής είδε τις τροχιοδεικτικές βολίδες του να προσπερνούν το εχθρικό
ενώ κάποιες σταμάτησαν πάνω του. Ο αντίπαλος αντιλήφθηκε έγκαιρα τον
κίνδυνο, έστρεψε σε μία δεξιά άνοδο και ο Έλληνας διώκτης τον
ακολούθησε. Η εμπλοκή αυτή όμως δεν άφησε αδιάφορους τους συντρόφους του
Ιταλού.
Τρία – τέσσερα Fiat τα οποία πετούσαν το ένα πίσω από το άλλο,
πολυβολώντας το έδαφος, είχαν δει να ξεπετάγεται μπροστά τους το
ελληνικό διπλάνο και να καταδιώκει τον προπορευόμενο συνάδελφό τους.
Τότε όλοι μαζί ρίχτηκαν ξωπίσω του προσπαθώντας να τον μπερδέψουν στον
φονικό ιστό που έπλεκαν οι τροχιές των βλημάτων τους. Το ιταλικό που
ηγείτο έστρεφε συνεχώς δεξιά, βαλλόμενο από τα πολυβόλα του Υποσμηναγού,
ενώ εκείνον τον ακολουθούσαν τα υπόλοιπα αντίπαλα αεροπλάνα
πολυβολώντας τον νευρικά. Ο Έλληνας χειριστής καταδίωκε με πείσμα το
εχθρικό μπροστά του και οι άλλοι ακολουθούσαν. Ήταν ένας αγώνας μηχανών,
ψυχικής αντοχής και δεξιοτεχνίας, ένας χορός θανάτου. Ο Υποσμηναγός
πάτησε άλλη μια φορά το κομβίο των πολυβόλων του χωρίς να κτυπήσει
καίρια το Fiat. Συγχρόνως αισθάνθηκε τις δονήσεις από τα μεγάλου
διαμετρήματος ιταλικά βλήματα να κτυπούν το αεροπλάνο του. Με την άκρη
του ματιού του είδε να αποσπώνται κομμάτια από την επικάλυψη των
πτερύγων του και άκουσε τον βίαιο μεταλλικό ήχο μερικών βολίδων που
χώνονταν στην άτρακτο πίσω του ...
Ο Υποσμηναγός Μπαρδαβίλιας δεν ήταν μόνος του σ' εκείνη του την
προσπάθεια. Με την ίδια αυτοθυσία είχε ριχθεί στη μάχη και ο
συμπολεμιστής του, Επισμηνίας Κοστορίζος Νικόλαος από τον Τυμφρηστό
Φθιώτιδας. Σχεδόν την ίδια ώρα που ο Υποσμηναγός αερομαχούσε, το δεύτερο
ελληνικό καταδιωκτικό με τον Επισμηνία στο χειριστήριο είχε απογειωθεί
μέσα στον καταιγισμό των πυρών. Δέχτηκε όμως και εκείνο μια πραγματική
βροχή εχθρικών βολίδων που ανάγκασαν τον πιλότο του να το προσγειώσει
διάτρητο κοντά στη λίμνη των Ιωαννίνων...»
Ο
ζωγραφικός πίνακας που απεικονίζει τον Σμηναγό Αν. Μπαρδαβίλια, όπως
ευλαβικά διατηρείτε σήμερα στην πατρική του εστία. (Αρχείο Ν.
Χριστοφίλη).
11-2-41
Περί της 08.00 εδόθη υπό Δ.Α.Π. / Ηπείρου συναγερμός, και ανυψώθηκαν τα εν επιφυλακή δύο αεροσκάφη, με πληρώματα τους Ανθ/γόν Μπαρδαβίλιαν και Επ/νίαν Κωστορίζον. Κατά της εν στροφή άνοδόν των προς συνάντησιν υπερθέν του αεροδρομίου, εθεάθηκαν ερχόμενα 18 εχθρικά διώξεως άτινα αιφνιδίασαν τα εις ύψος 300 μ. ευρισκόμενα ημέτερα και ενέπλεξαν αυτά εις αερομαχίαν, και ο μεν Κωστορίζος αερομαχήσας προσεγειώθη αναγκαστικώς εις Β. Αεροδρόμιον Ιωαννίνων, ο δε Μπαρδαβίλιας επιτεθείς κατά έμπροσθεν ευρισκομένου αεροσκάφους, εβλήθη εκ των όπισθεν εις την κεφαλήν και εφονεύθη, ενώ το αεροσκάφος αναφλέγη και κατέπεσεν εις Κατσικάν.
Περί της 08.00 εδόθη υπό Δ.Α.Π. / Ηπείρου συναγερμός, και ανυψώθηκαν τα εν επιφυλακή δύο αεροσκάφη, με πληρώματα τους Ανθ/γόν Μπαρδαβίλιαν και Επ/νίαν Κωστορίζον. Κατά της εν στροφή άνοδόν των προς συνάντησιν υπερθέν του αεροδρομίου, εθεάθηκαν ερχόμενα 18 εχθρικά διώξεως άτινα αιφνιδίασαν τα εις ύψος 300 μ. ευρισκόμενα ημέτερα και ενέπλεξαν αυτά εις αερομαχίαν, και ο μεν Κωστορίζος αερομαχήσας προσεγειώθη αναγκαστικώς εις Β. Αεροδρόμιον Ιωαννίνων, ο δε Μπαρδαβίλιας επιτεθείς κατά έμπροσθεν ευρισκομένου αεροσκάφους, εβλήθη εκ των όπισθεν εις την κεφαλήν και εφονεύθη, ενώ το αεροσκάφος αναφλέγη και κατέπεσεν εις Κατσικάν.
Απόσπασμα Ημερολογίου της 21ης Μ.Δ.
(σ.σ.: Από λανθασμένη καταχώριση ο Υποσμηναγός Μπαρδαβίλιας αναφέρεται ως Ανθυποσμηναγός, είχε προαχθεί λίγες ημέρες νωρίτερα.)
'Η κηδεία ενός Ήρωος', Η μονάς του κηδεύει σήμερον το απόγευμα
ώραν 5.30 μ.μ. εκ του Ι. Ναού της Μητροπόλεως, τον ηρωϊκώς πεσόντα χθές
εν τη εκτελέσει του καθηκοντός του υποσμηναγόν Τάσον Μπαρδαβίλιαν.
Εφημερίδα 'ΗΠΕΙΡΟΣ – ΚΗΡΥΞ – ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ', κοινή έκδοσις (ΙΩΑΝΝΙΝΑ, Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 1941, Αρ. φύλ. 98).
Ο
Αναστάσιος Μπαρδαβίλιας, εδώ με τα διακριτικά Υποσμηναγού, μαζί με τον
αδελφό του Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Γεώργιο Μπαρδαβίλια. Η φωτογραφία ελήφθη
λίγες μέρες πριν τον θάνατο του αεροπόρου, κατά τη διάρκεια αποστολής
του αδερφού του από το μέτωπο στην πόλη των Ιωαννίνων. Προσέξτε τη λευκή
φανέλα του αεροπόρου την οποία έφεραν όλοι οι χειριστές της Μοίρας.
(Αρχείο Μ. Μπαρδαβίλια).
« 10 – 2 – 41Σεβαστέ μου πατέρα είμαι πολύ καλά καθώς και ο Γιώργος είς όν έστειλα κάτι με ένα στρατιώτη του. Χθές κουτουπώσαμε μερικούς Μακαρονάδες. Δόξα τώ θεώ.
Χαιρετισμούς είς όλους.
Με αγάπην
Αναστάσιος Μπαρδαβίλιας »
(Επιστολή του Α. Μπαρδαβίλια προς τον πατέρα του, η οποία συντάχτηκε την παραμονή του θανάτου του - Αρχείο Μ. Μπαρδαβίλια)
Ο Υποσμηναγός Μπαρδαβίλιας Αναστάσιος προήχθη, μετά θάνατον, στο βαθμό του Σμηναγού και τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας και το Σταυρό Ιπταμένου.
http://defenceline.gr/index.php/history/item/1101-bardavilias
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου