Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ
ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Ο Καßάφης εµπνεύσθηκε το ποίηµα αυτό, που αναφέρεται σε γνωστά
περιστατικά και σε γνωστά ιστορικά πρόσωπα, από ένα νόµισµα της
αρχαιότητας, το αργυρό τετράδραχµο που έκοψε ο ßασιλιάς της Καππαδοκίας
Οροφέρνης. Η πηγάζουσα από την Ιστορία –ιδίως από την Ελληνιστική
περίοδο– έµπνευση του Αλεξανδρινού ποιητή δεν ήταν δυνατόν να µείνει
ασυγκίνητη από τη ζωή και τα πεπραγµένα του µοιραίου ßασιλιά της
Καππαδοκίας, που ßασίλευσε από το 159/158 ως το 156 π.Χ.
Η ιστορία του Οροφέρνη
Ο Οροφέρνης ήταν γιος της Αντιοχίδας, που παντρεύτηκε τον ßασιλιά της Καππαδοκίας Αριαράθη Δ’. Ο φερόµενος ως πατέρας του, Αριαράθης Δ’, ήταν εξελληνισµένος Καππαδόκης και η µητέρα του ήταν Ελληνίδα, κόρη του Αντιόχου Γ’ του Μεγάλου. Ήταν επίσης και εγγονός της Στρατονίκης, κόρης του Αντιόχου Β’. Είχε, λοιπόν, ο Οροφέρνης ρίζες από τους Σελευκίδες, δηλαδή ρίζες ελληνικές. Αλλά και ο πατέρας του, Αριαράθης Δ’, ήταν γιος και εγγονός εξελληνισµένων Καππαδόκων ßασιλέων, του Αριαράθη Γ’ και του Αριαράµνη Β’ αντίστοιχα.
Ασαφής είναι η πραγµατική καταγωγή του Οροφέρνη. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, η µητέρα του Αντιοχίδα, πριν από τον γάµο της, είχε ήδη γεννήσει δύο παιδιά, ένα από τα οποία ήταν αυτός. Μετά τον γάµο της µε τον Αριαράθη Δ’, επειδή φαινόταν ότι δεν τεκνοποιεί, παρουσίασε αυτά τα δύο παιδιά στον σύζυγό της ως δικά του. Πιθανολογείται πάντως ότι τα παιδιά αυτά της Αντιοχίδας είχαν φυσικό τους πατέρα τον σύζυγό της. Η µοίρα όµως έπαιξε παράξενο παιχνίδι, γιατί στη συνέχεια γέννησε δύο κόρες και έναν γιο, που ονοµάστηκε Μιθριδάτης αλλά έµεινε στην Ιστορία ως Αριαράθης Ε’. Αφού αποκάλυψε την αλήθεια στον σύζυγό της, και για να αποφευχθεί στο µέλλον η διαµάχη µε τον Μιθριδάτη για τη διαδοχή του θρόνου, φυγαδεύτηκαν οι δύο µεγαλύτεροι γιοι της Αντιοχίδος, ο Αριαράθης στη Ρώµη και οι άλλος, ο Οροφέρνης, στην Πριήνη, όπου πέρασε τα χρόνια της νεότητάς του και «µυήθηκε» στον τρόπο ζωής της Ιωνίας. Τα χρόνια που πέρασε εκεί σφράγισαν τη ζωή και τον χαρακτήρα του Οροφέρνη. «Μεσ’ στην καρδιά του πάντοτε Ασιανός, αλλά στους τρόπους του και στη λαλιά του Έλλην», όπως λέει ο Καßάφης.
http://www.nectos.gr/?q=node/6286
Στην ποιητική συλλογή του ολιγογράφου Κων/νου Π. Καβάφη ξεχωρίζει το γνωστό ποίημα με τίτλο "Οροφέρνης". Εμπνευσμένο από ένα νόμισμα της δεύτερης εκατονταετίας π.Χ. που εικονίζει τον ατυχή αυτόν βασιλιά της Καππαδοκίας, αμφιλεγόμενο γιο του Αριαράθη Δ΄, κατατάσσεται στα πλέον δημοφιλή ποιήματά του. Το ποίημα αποπνέει ευγενικά αισθήματα μελαγχολίας αλλά και ηττοπάθειας, αισθήματα που χαρακτηρίζουν πολλά από τα δημιουργήματα της καβαφικής ποίησης
του ΤΑΚΗ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ
*Το πορτρέτο του Κ. Καβάφη είναι του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη
Το ποίημα
Οροφέρνης
Αυτός πού εις τό τετράδραχμον επάνω
μοιάζει σάν νά χαμογελά τό πρόσωπό του
τό έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Αριαράθου.
Παιδί τόν έδιωξαν απ’ τήν Καππαδοκία,
απ’ τό μεγάλο πατρικό παλάτι,
καί τόν εστείλανε νά μεγαλώσει
στήν Ιωνία, καί νά ξεχασθεί στούς ξένους.
Ά εξαίσιες τής Ιωνίας νύχτες
πού άφοβα, κ’ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε πληρή τήν ηδονή.
Μές στήν καρδιά του, πάντοτε Ασιανός
αλλά στούς τρόπους του καί στήν λαλιά του Έλλην,
μέ περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
τό σώμα του μέ μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,
κι απ’ τούς ωραίους τής Ιωνίας νέους,
ο πιό ωραίος αυτός, ο πιό ιδανικός.
Κατόπι σάν οί Σύροι στήν Καππαδοκία
μπήκαν, καί τόν εκάμαν βασιλέα,
στήν βασιλεία χύθηκεν επάνω
γιά νά χαρεί μέ νέον τρόπο κάθε μέρα,
γιά νά μαζέυει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,
καί γιά νά ευφραίνεται καί νά κομπάζει
βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα νά γυαλίζουν.
Όσο γιά μέριμνα τού τόπου, γιά διοίκηση -
ούτ’ ήξερε τί γένονταν τριγύρω του.
Οί Καππαδόκες γρήγορα τόν βγάλαν
καί στήν Συρία ξέπεσε, μές στό παλάτι
τού Δημητρίου να διασκεδάζει καί νά οκνεύει.
Μιά μέρα ωστόσο τήν πολλήν αργία του
συλλογισμοί ασυνείθιστοι διέκοψαν
θυμήθηκε πού ατ’ τήν μητέρα του Αντιοχίδα,
κι απ’ τήν παληάν εκείνη Στρατονίκη
κι αυτός βαστούσε απ’ τήν κορώνα τής Συρίας,
καί Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Γιά λίγο βγήκε απ’τήν λαγνεία κι απ’τήν μέθη,
κι ανίκανα, καί μισοζαλισμένος
κάτι εζήτησε νά ραδιουργήσει,
κάτι νά κάμει, κάτι νά σκεδίασει,
κι απέτυχεν οικτρά κ’ εξουδενώθει.
Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ' εχάθη·
ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,
και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.
Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρι αφήκε απ' τα ωραία του νειάτα,
απ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός είν' ο Οροφέρνης Αριαράθου.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Αυτός πού εις τό τετράδραχμον επάνω
μοιάζει σάν νά χαμογελά τό πρόσωπό του
τό έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Αριαράθου.
Παιδί τόν έδιωξαν απ’ τήν Καππαδοκία,
απ’ τό μεγάλο πατρικό παλάτι,
καί τόν εστείλανε νά μεγαλώσει
στήν Ιωνία, καί νά ξεχασθεί στούς ξένους.
Ά εξαίσιες τής Ιωνίας νύχτες
πού άφοβα, κ’ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε πληρή τήν ηδονή.
Μές στήν καρδιά του, πάντοτε Ασιανός
αλλά στούς τρόπους του καί στήν λαλιά του Έλλην,
μέ περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,
τό σώμα του μέ μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,
κι απ’ τούς ωραίους τής Ιωνίας νέους,
ο πιό ωραίος αυτός, ο πιό ιδανικός.
Κατόπι σάν οί Σύροι στήν Καππαδοκία
μπήκαν, καί τόν εκάμαν βασιλέα,
στήν βασιλεία χύθηκεν επάνω
γιά νά χαρεί μέ νέον τρόπο κάθε μέρα,
γιά νά μαζέυει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,
καί γιά νά ευφραίνεται καί νά κομπάζει
βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα νά γυαλίζουν.
Όσο γιά μέριμνα τού τόπου, γιά διοίκηση -
ούτ’ ήξερε τί γένονταν τριγύρω του.
Οί Καππαδόκες γρήγορα τόν βγάλαν
καί στήν Συρία ξέπεσε, μές στό παλάτι
τού Δημητρίου να διασκεδάζει καί νά οκνεύει.
Μιά μέρα ωστόσο τήν πολλήν αργία του
συλλογισμοί ασυνείθιστοι διέκοψαν
θυμήθηκε πού ατ’ τήν μητέρα του Αντιοχίδα,
κι απ’ τήν παληάν εκείνη Στρατονίκη
κι αυτός βαστούσε απ’ τήν κορώνα τής Συρίας,
καί Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.
Γιά λίγο βγήκε απ’τήν λαγνεία κι απ’τήν μέθη,
κι ανίκανα, καί μισοζαλισμένος
κάτι εζήτησε νά ραδιουργήσει,
κάτι νά κάμει, κάτι νά σκεδίασει,
κι απέτυχεν οικτρά κ’ εξουδενώθει.
Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ' εχάθη·
ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,
και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο
πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.
Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρι αφήκε απ' τα ωραία του νειάτα,
απ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως,
μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,
αυτός είν' ο Οροφέρνης Αριαράθου.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Το ποίημα κατατάσσεται χρονολογικά στο 1915. Δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας, στο τεύχος του Ιουνίου του έτους εκείνου
(που κυκλοφόρησε όμως το επόμενο). Φαίνεται ότι γράφηκε, τουλάχιστον σε πρώτη
μορφή, γύρω στο 1904, ενώ η αφορμή που κινητοποίησε την καβαφική έμπνευση
πρέπει να είναι ακόμη προγενέστερη. Ίσως τον Ιούλιο του 1901, όταν ο
Αλεξανδρινός ποιητής, συνοδευόμενος από τον αδελφό του, ήρθε στην Αθήνα, όπου
είχε την ευκαιρία να θαυμάσει μέρος της νομισματικής συλλογής του Ερρίκου Σλήμαν,
στο σπίτι της κόρης του κυρίας Μελά. «Η
συνάντηση είχε ορισθεί» γράφει ο Καβάφης «να να δω τη συλλογή αρχαιοτήτων του μακαρίτη του πατέρα τού Μελά. Ο
Μελάς μου έδειξε πρώτα το μέρος των αρχαιοτήτων που είναι προσωπικό του μερίδιο
και που διατηρεί στο σπίτι της οδού Πανεπιστημίου, όπου κατοικεί με τη μητέρα του. Ύστερα με πήρε στο σπίτι
του αδελφού του (το μέγαρο Σλήμαν, η κυρία Μελά ήταν κόρη Σλήμαν) για να δω το υπόλοιπο της συλλογής. Καθώς ο
αδελφός του έλειπε από τας Αθήνας είδα μονάχα όσες αρχαιότητες ήταν
τοποθετημένες στις βιτρίνες του καπνιστηρίου». Είναι πιθανόν, μέσα στις
τόσο καλαίσθητες βιτρίνες όπου ο διάσημος ανασκαφέας της Τροίας και των Μυκηνών
τοποθετούσε τη νομισματική του συλλογή, και οι οποίες βρίσκονται ως σήμερα στο
Νομισματικό Μουσείο των Αθηνών, να θαύμασε ο Καβάφης και κάποιο τετράδραχμο του
Οροφέρνη.
Ο Καβάφης όμως είναι ποιητής και με τις δικές του κεραίες
διέκρινε και άλλα πράγματα στο νόμισμα αυτό. Διέκρινε τον ιωνικό χαρακτήρα της
μορφής του, ίσως από το ρεμβώδες βλέμμα του, ίσως από τα ηδονικά χείλη του ή
και από την όλη ευγένεια του προσώπου του, και ανίχνευσε τα αίτια της αποτυχίας
του νέου βασιλιά, εκείνα δηλαδή τα ανθρώπινα ελαττώματα που δεν συνάδουν με τις
αρετές ενός ικανού ηγεμόνα. Διέκρινε όμως και μια υποψία χαμόγελου, «μια χάρη
από τα ωραία του νειάτα, απ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως, μια μνήμη
αισθητική αγοριού της Ιωνίας». Το αισθητικό αγόρι της Ιωνίας δεν ήταν δυνατόν
να ευδοκιμήσει ως μονάρχης του βασιλείου της εξελληνισμένης Καππαδοκίας του 2ου
αιώνα π.Χ. Από την παρατήρηση αυτήν ξεκινά για τον ποιητή και η δραματοποίηση
των ιστορικών δεδομένων που αφορούν τον Οροφέρνη.
Βαθύς γνώστης και μελετητής της Ελληνιστικής Εποχής, ο
Αλεξανδρινός ποιητής δεν ήταν δυνατόν να μη γοητευθεί από τον σαφή συμβολισμό
και την αφηγηματικότητα των παραστάσεων που είναι χαραγμένες επάνω στις όψεις
των ελληνιστικών ιδίως νομισμάτων, οι οποίες παραπέμπουν ευθέως στο ιστορικό,
κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής που κυκλοφόρησαν. Ο Καβάφης ήξερε
να φωτίζει με τη δική του ματιά και τη δική του ευαισθησία τα πρόσωπα και τα γεγονότα
που αποτυπώνονται επάνω στα νομίσματα, όπως το έκανε και σε άλλες ποιητικές του
δημιουργίες.
Έτσι, στο εξίσου γνωστό ποίημα του Φιλέλλην παρακολουθούμε
την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας του νομίσματος και τον ίδιο τον ηγεμόνα
να δίνει οδηγίες προς τον χαράκτη για τον τρόπο της απεικόνισης της μορφής του:
«Τη χάραξη φρόντισε τεχνικά να γίνει Έκφραση
σοβαρή και μεγαλοπρεπής. Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό, Εκείνα τα φαρδιά
τον Πάρθων δε μ' αρέσουν».
Στο ποίημα του Νομίσματα ο Καβάφης διαβάζει τα ινδικά ονόματα
των βασιλέων της Ελληνιστικής Βακτριανής (Εβουκρατιτιντάζα, Στρατάγα, Μεναντράζα,
Εραμαΐάζα), αλλά στη συνέχεια προσθέτει:
«ότι συγκινείται ο
Γραικός διαβάζοντας Ερμαίος, Ευκρατίδης, Στράτων Μένανδρος».
Τέλος, στο ελάχιστα γνωστό ποίημα του Σκλάβος και δούλος ο
Καβάφης συμπάσχει με την πίκρα ενός γέροντος δούλου, που επί βασιλείας του
Σεπτιμίου Σεβήρου ελέγχει ένα ένα επί 40 και πλέον χρόνια τα νεόκοπα νομίσματα
της Νίκαιας για να ξεχωρίσει τα τυχόν κακέκτυπα ή λανθασμένα. Τα χέρια του
τρέμουν από την κοπιαστική και μονότονη αυτή δουλειά, τρέμει ολόκληρος και ο
ίδιος, μην τύχει και ξανακάνει κανένα λάθος και τον βασανίσουν πάλι οι αφέντες
του. Πόσο τραγική είναι η μοίρα του και πόσο έρχεται σε αντίθεση με τα
αναγραφόμενα επάνω στα ίδια τα νομίσματα, που έχει μπροστά του, που
διατυμπανίζουν ότι:
«Σευήρου βασιλεύοντος
ο κόσμος ευτυχεί»
Όλα αυτά τα ποιήματα τα εμπνεύσθηκε ο Καβάφης από την
ελληνιστική Μικρά Ασία (Νίκαια Βιθυνίας, Καππαδοκία), ή από τα πέραν της
Μεσοποταμίας ελληνιστικά βασίλεια (Βακτριανή). Ο Καβάφης κατέχει την τέχνη να
δραματοποιεί τις αλλαγές του ιστορικού γίγνεσθαι όπως αυτές αναδίδονται από τις
έκτυπες παραστάσεις των μικρών αυτών κομψοτεχνημάτων, που είναι μερικές φορές
τα αρχαία νομίσματα. Ιδιαίτερα στον Οροφέρνη βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ποίημα
που συνιστά και ένα μικρό θεατρικό δρώμενο. Έτσι βιώνουμε και εμείς την ηδονική
ζωή του γιου της Αντιοχίδας στην Ιωνία, την αποτυχημένη βασιλεία του στην
Καππαδοκία, την απέλπιδα προσπάθεια του κάτι να κάνει, κάπως να βγει επιτέλους
από την άβουλη αδράνεια και την έκλυτη ζωή. Τόσο οι ικανότητες του, όμως, όσο
και οι συνθήκες της εποχής τον οδηγούν κατευθείαν στο μοιραίο, στην απόλυτη
ήττα. Ο Οροφέρνης γίνεται έτσι το ποιητικό σύμβολο της ανικανότητας και της
αποτυχίας, που μπορεί κανείς να την αποδώσει στον αδύναμο χαρακτήρα του ή απλά
και γενικευτικά σε αυτό που αποκαλούμε Μοίρα.
Από τη συμπλοκή της Ιστορίας με τη λυρική ποίηση (όπως αυτά
τα μεγέθη προβάλλουν στο ποίημα του Καβάφη) μπορούμε να πούμε ότι νικήτρια
αναδεικνύεται η τελευταία. Τα ιστορικά πεπραγμένα του Οροφέρνη δεν αποτελούν
παρά μια παρένθεση μέσα στην ανέμελη και ηδονική ζωή του. Ο επαρκής αναγνώστης
του καβαφικού ποιήματος αντιλαμβάνεται ότι η μία όψη του νομίσματος (ο οπισθότυπος)
είναι αυτή όπου κυριαρχούν τα ιστορικά στοιχεία (όπως το όνομα Οροφέρνης, το
αλαζονικό προσωνύμιο Νικηφόρος, η παράσταση της θεάς Νίκης κ.λπ.). Όλα αυτά
θέτουν σε κίνηση την άκρα ερμηνευτική ακρίβεια του Καβάφη, που εμβαθύνει τη
δομή του μύθου και πλουτίζει την εξέλιξη της δραματοποίησης του ποιήματος. Αλλά
στον εμπροσθότυπο είναι που θαυμάζουμε την ωραία μορφή του πρόσκαιρου και
μοιραίου βασιλιά της Καππαδοκίας, αυτή είναι που γοητεύει τον ποιητή. Η
ιστορική πραγματικότητα και η λυρική ενατένιση της μορφής του Οροφέρνη είναι
δύο διαφορετικές αναγνώσεις, δύο επίπεδα που αναπτύσσονται ανεξάρτητα,
συμπλέκονται αδιάσπαστα και καταλήγουν άφευκτα στην αποδοχή της μοίρας του
άβουλου και ηδονόχαρου νεαρού μονάρχη, που τον κατέλαβε ξαφνικά η δίψα της
εξουσίας. Τα γκρίζα ίχνη που άφησε το πρόσκαιρο πέρασμα του από τις σελίδες της
Ιστορίας υποχωρούν μπροστά στη φωτεινή γοητεία της μορφής του. Η λυρική
ενατένιση της μορφής αυτής είναι που τελικά κυριαρχεί. Η ιστορική δράση του
ήρωα παραμένει μια απλή παρένθεση.
Υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση του ποιήματος. Αυτή που
διακρίνει δύο προσωπεία του ποιητή, το ένα μάλιστα να χαρακτηρίζεται από κάποια
ειρωνική διάθεση. Τα δύο αυτά προσωπεία του δημιουργού του ποιήματος μπορούν
σχηματικά να θεωρηθούν ότι είναι το προσωπείο του ποιητή και το προσωπείο του
ιστορικού. Και σε τούτο ταυτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, ο ποιητής με τον ήρωα
του ποιήματος του, που υπήρξε και ένας ανέμελος αρτίστας της ζωής αλλά και ένας
από τους πρωταγωνιστές, ή μάλλον τους δευτεραγωνιστές της Ιστορίας. Συνέπεια
αυτής της διεδρικής προσωπικότητας είναι και η αμφιθυμία, που οπωσδήποτε θα
διακατείχε και τον Καβάφη, αφού και ο ίδιος ήταν ιεροφάντης των Μουσών αλλά και
της Ιστορίας. Η αμφιθυμία αυτή τελικά λύεται με τη νίκη της Τέχνης. Ο
αναγνώστης του ποιήματος μένει με την εντύπωση πως ό,τι μας κληροδοτήθηκε δεν
είναι τα πεπραγμένα του Οροφέρνη, αλλά αυτό που αποτυπώθηκε επάνω στο αργυρό
καππαδοκικό τετράδραχμο, δηλαδή: «μια χάρι... απ' τα ωραία του νειάτα απ' την
ποιητική εμορφιά του ένα φως, μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας».
Απόσπασμα από το άρθρο
"Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ
ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ"
που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ"
Τ.539/ΜΑΪΟΣ 2013
"Αχ! ο Καβάφης. Πάντα μπροστά μας βγαίνει ο πονηρός ο γέρος. "(Δ. Λιαντίνης)
Ο
πονηρός ο γέρος ή ο πονηρός Λιαντίνης; Ολόκληρο μεταλλείο υπάρχει εδώ.
Να έχεις όρεξη και χρόνο να μελετάς και να γράφεις. Και πρώτα πρώτα,
αυτό ο αρχοντογεννημένος Οροφέρνης ποιον σύγχρονο πολιτικό σας φέρνει
στο μυαλό; Που τον εκάμαν και αυτόν "βασιλιά" του τόπου και τα έκαμε
θάλασσα; Για μέριμνα του τόπου, για διοίκηση, έχοντας πλήρη άγνοια και
έχοντας "διαζύγιο" με την πραγματικότητα γύρω του; Κι αφού τον
καθαιρέσανε, άρχισε τώρα τις ραδιουργίες και πάλι στο "θρόνο" να
γυρίσει;
Εκείνος ο παλιός ήτανε λέει ο Καβάφης στην καρδιά Ασιανός, στα άλλα Έλλην. Τον τωρινό μια άλλη ήπειρος τον διεκδικεί μα όπως και να έχει μισός Έλληνας κι αυτός.
Τι τα θες όμως και τι τα γυρεύεις. Τα τραγούδησε τα κατορθώματα του Οροφέρνη ο Καβάφης, τα υπογράμμισε ο Λιαντίνης, εμείς όμως εκεί. Να ανεβάζουμε Οροφέρνηδες στην εξουσία. Ίσα ίσα για να δούμε πως δεν καταφέρνουν ούτε δυο γαϊδουριών άχυρα να μοιράσουν. Μάλιστα κι εκείνος ο παλιός δύο χρονάκια πρόλαβε τα σκήπτρα να κρατήσει. Από το 159 π. μέχρι το 157.
Άραγε τα είχε προβλέψει όλα αυτά ο Λιαντίνης; Ή έτσι τυχαια πέταξε στο κείμενο για τον Οροφέρνη; Πάντως η συνέχεια του κειμένου στα Ελληνικά λέγει τούτα:
Ποια δίκη γινόταν στην Ελλάδα την εποχή που ο Λιαντίνης γράφει τα Ελληνικά; Θυμίζω ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε αρχές της δεκαετίας του '90.
Κι ακόμη. Ποιος είχε εκείνη την περίοδο αναλάβει (τρομάρα του) το υπουργείο Παιδείας;
Μάλιστα, πριν γράψει όλα αυτά στη σελίδα 117 ο Λιαντίνης, σημειώνει και τούτο:
Είναι πραγματικά απίστευτο αλλά ακόμη και στο σημείο αυτό, την εισβολή των ηλεκτρονικών μέσων, ή αν θες την ηλεκτρονική διακυβέρνηση που τα δύο τελευταία χρόνια κουραστήκαμε να το ακούμε, ο λόγος του Λιαντίνη είναι προφητικός. Και μόνο εμείς στραβοί, κουφοί και μπουμπούνες. Που μας τα έλεγε στα ίσα και δεν καταλαβαίναμε ότι μας λέει όσα ακριβώς θα συμβούν. Κι όχι υποθέσεις...
Κι εκείνο "οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε" ευθέως λέει πως εν αρχή ην η πράξις και όχι τα όμορφα τα λόγια τα μεγάλα που όλο εκείνο το διάστημα είχαν γεμίσει τις κεφάλες μας και μυαλό δεν είχαμε να καταλάβουμε για πού τραβάμε...
Κλείνοντας λίγα χρόνια αργότερα τη Γκέμμα και πάλι ο Λιαντίνης το ίδιο θα επισημάνει. Τη διαφορά, την τρομερή. Πως έζησε την αλήθεια. Δεν την είπε απλά... Ένα ο λόγος του και η ζωή του. Όπως δηλαδή θα έπρεπε και όπως δυστυχώς δεν είναι ο λόγος και η ζωή και τα έργα των ηγετών μας. Από τον καιρό του Οροφέρνη και μέχρι σήμερα...
Εκείνος ο παλιός ήτανε λέει ο Καβάφης στην καρδιά Ασιανός, στα άλλα Έλλην. Τον τωρινό μια άλλη ήπειρος τον διεκδικεί μα όπως και να έχει μισός Έλληνας κι αυτός.
Τι τα θες όμως και τι τα γυρεύεις. Τα τραγούδησε τα κατορθώματα του Οροφέρνη ο Καβάφης, τα υπογράμμισε ο Λιαντίνης, εμείς όμως εκεί. Να ανεβάζουμε Οροφέρνηδες στην εξουσία. Ίσα ίσα για να δούμε πως δεν καταφέρνουν ούτε δυο γαϊδουριών άχυρα να μοιράσουν. Μάλιστα κι εκείνος ο παλιός δύο χρονάκια πρόλαβε τα σκήπτρα να κρατήσει. Από το 159 π. μέχρι το 157.
Άραγε τα είχε προβλέψει όλα αυτά ο Λιαντίνης; Ή έτσι τυχαια πέταξε στο κείμενο για τον Οροφέρνη; Πάντως η συνέχεια του κειμένου στα Ελληνικά λέγει τούτα:
"Σήμερα μία μυλόπετρα πλακώνει την παιδεία των παιδιών μας. Ένας βραχνάς γράφει το παρόν μίζερο, και διαγράφει απαίσιο το μέλλον της χώρας.
Γιατί η αγωγή των νέων είναι κακή. Και η αγωγή των νέων είναι το θεμέλιο της πολιτείας. Και κρίνει τη σωτηρία και την ικμάδα της από το Α ως το Ψ. Αφήνω σκόπιμα έξω τα Έκτορος λύτρα, γιατί εκεί ο χαλασμός και ο θρήνος είναι μέγας.
Η παιδεία των νέων είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών. Επένδυση πιο ασφαλή για προοπτική μακρόπνοη δεν πρόκειται να βρεις. Την αλήθεια αυτή τη λαλούν και την κράζουν από τους νόμους του Λυκούργου μέχρι τους χάρτες του ΟΗΕ. Όμως της δικής μας παιδείας το αίμα έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας.
Χρειάζεται να στηθούν οδοφράγματα στους δρόμους. Να στηθούν δικαστήρια στις αίθουσες. και ίσως ίσως γκιλοτίνες στις πλατέες. Να σταυρωθεί το κακό και να πάψει η βασκανία.
Από τον καιρό του Σχινά και του Μαυροκορδάτου μας βαραίνει ο σοφολογιότατος και ο φαναριώτης. Το δίκαιο του μέλλοντος όμως χρειάζεται πολλούς δικαστές σαν τον Τερτσέτη τίμιους. Και σαν τον Πολυζωίδη. Για να εξαλειφθούν κάποτε οι αιτίες της δίκης του Κολοκοτρώνη."
Δ. Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 117
Ποια δίκη γινόταν στην Ελλάδα την εποχή που ο Λιαντίνης γράφει τα Ελληνικά; Θυμίζω ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε αρχές της δεκαετίας του '90.
Κι ακόμη. Ποιος είχε εκείνη την περίοδο αναλάβει (τρομάρα του) το υπουργείο Παιδείας;
Μάλιστα, πριν γράψει όλα αυτά στη σελίδα 117 ο Λιαντίνης, σημειώνει και τούτο:
"Σήμερα μάλιστα που είμαστε "και τέλος πάντων, να, τραβούμε εμπρός", που λένε οι ηλεκτρονικοί και ο πολιτικός αναμορφωτής του Καβάφη, στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών θα χρησιμοποιήσουμε και την "προηγμένη τεχνολογία".
Υπολογιστές, μικροδιδασκαλίες, κλειστά κυκλώματα, βιντεοκασέτες, οπτικοακουστικά, και τα συναφή.
Όλα αυτά είναι έγκριτα και να τα χαιρετάς. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού. Και το πρόβλημα, είναι το ένα, που έχουμε μόνο τη δική του ανάγκη, και κανενός άλλου. Όπως ακριβώς κάποτε το είπε και ο Ιησούς, δάσκαλος πρώτος, καθώς επιτιμούσε τρυφερά τη Μάρθα, και κοίταζε έμπιστα τη Μαρία.
Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις "ηλεκτρικές τρίπλες" του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;
Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκηση -
ούτ' ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.
Αχ! ο Καβάφης. Πάντα μπροστά μας βγαίνει ο πονηρός ο γέρος."
Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά, σελ. 116 - 117
Είναι πραγματικά απίστευτο αλλά ακόμη και στο σημείο αυτό, την εισβολή των ηλεκτρονικών μέσων, ή αν θες την ηλεκτρονική διακυβέρνηση που τα δύο τελευταία χρόνια κουραστήκαμε να το ακούμε, ο λόγος του Λιαντίνη είναι προφητικός. Και μόνο εμείς στραβοί, κουφοί και μπουμπούνες. Που μας τα έλεγε στα ίσα και δεν καταλαβαίναμε ότι μας λέει όσα ακριβώς θα συμβούν. Κι όχι υποθέσεις...
Κι εκείνο "οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε" ευθέως λέει πως εν αρχή ην η πράξις και όχι τα όμορφα τα λόγια τα μεγάλα που όλο εκείνο το διάστημα είχαν γεμίσει τις κεφάλες μας και μυαλό δεν είχαμε να καταλάβουμε για πού τραβάμε...
Κλείνοντας λίγα χρόνια αργότερα τη Γκέμμα και πάλι ο Λιαντίνης το ίδιο θα επισημάνει. Τη διαφορά, την τρομερή. Πως έζησε την αλήθεια. Δεν την είπε απλά... Ένα ο λόγος του και η ζωή του. Όπως δηλαδή θα έπρεπε και όπως δυστυχώς δεν είναι ο λόγος και η ζωή και τα έργα των ηγετών μας. Από τον καιρό του Οροφέρνη και μέχρι σήμερα...
______________________
* Στίχους από τον Οροφέρνη του Καβάφη συναντούμε στο Εδώ Μεσολόγγι της Γκέμμας:
"Τι φρόνιμο που θα 'ταν, συλλογίστηκε, βρίσκοντας οι άνθρωποι το χρυσάφι μέσα στο νερό να λογαριάζανε πολυτιμότερο το δεύτερο και ευτελέστερο το πρώτο. Όμως ετούτοι θαμπώνουνται από το χρυσάφι, και αλησμονούν το νερό. Μέσα στο μυαλό τους έχουν αναποδογυρισμένη την τάξη. Γι' αυτό η ιστορία τους δεν τραβάει φυσικά. Όπως, λόγου χάρη, τραβάνε τα βουνά. Που κάθε άνοιξη βλέπουμε ν' ανθίζει σταθερά στις πλαγιές τους ο γαύρος και η οξυά. Έσκυψε, πήρε στο χέρι του ένα φλουρί και κοίταξε προσεχτικά το ωραίο κεφάλι που είχε χαράξει ο αρχαίος χαράκτης. Το καλολόγιαζε και το θωρούσε. Σα να διάβαζε τους στίχους του μακρυνού ποιητή:
Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνωμια χάρη αφήκε απ' τα ωραία του νιάτα,απ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως.
Άφηκε το νερό της στέρνας και τα φλουριά, και πιάστηκε ν' ανηφορίζει πάλι στα ψηλώματα."
Δ. Λιαντίνης, Γκέμμα, 160
http://liantinis-o-daskalos-mas.blogspot.gr/2011/12/blog-post_1757.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου