Παραθέτουμε δύο κείμενα με το ίδιο
αντικείμενο, την `Ανεργη Ανάκαμψη. Το ένα είναι της δημοσιογράφου Ρίτσας
Μασούρα και το άλλο του καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Σαράντη Καλυβίτη. Το πρώτο δημοσιεύθηκε στο www.newsplus.gr και το δεύτερο στο www.thetoc.gr
- Η «άνεργη» ανάκαμψη, το παράδοξο φαινόμενο της μείωσης των θέσεων
εργασίας σε μια ανθηρή οικονομία, ήταν αποκλειστικό προνόμιο των
Ηνωμένων Πολιτειών, ιδιαίτερα μετά την εποχή Ρέιγκαν.
Στα μέσα της δεκαετίας του ʼ90, ο «ιός των γιάνκηδων» πέρασε τον
Ατλαντικό και διείσδυσε στους εργασιακούς χώρους της Ευρώπης,
προκαλώντας πρωτοφανείς ανακατατάξεις στο μεταπολεμικό εργασιακό
περιβάλλον, με εκτίναξη των δεικτών ανεργίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε
πανίσχυρα συνδικάτα να προβούν σε δραματικούς συμβιβασμούς με τις
εργοδοσίες, προκειμένου να διατηρήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας.
Πυρήνας αυτών των εξελίξεων ήταν η Γερμανία, η μεγαλύτερη ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και του κράτους πρόνοιας Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εργαζόμενοι σε επιχειρηματικούς κολοσσούς, όπως η Siemens, η DaimlerChrysler και ηVolkswagen παρακολουθούσαν έντρομοι την ανατροπή της παραδοσιακής εργασιακής ειρήνης και την αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος τους, καθώς ο κίνδυνος μαζικής εξαγωγής θέσεων εργασίας σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης καθήλωνε τους ίδιους και τους μισθούς τους.
Το Νοέμβριο του 2004, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen πρότεινε πάγωμα μισθών επί μια διετία. Στόχος της ήταν η μείωση του εργατικού κόστους κατά δύο δισ. ευρώ την επόμενη εξαετία, αν και γνώριζε ότι η σύγκρουση με το ισχυρό συνδικάτο της IG Metall θα ήταν τρομακτική. Λίγο νωρίτερα, τα γερμανικά συνδικάτα είχαν υποστεί σοβαρή ήττα, αυτή τη φορά έναντι του κεκτημένου του 35ώρου, καθώς ηDaimlerChrysler συμφώνησε με τους εργαζομένους να δουλεύουν περισσότερο, χωρίς επιπλέον αμοιβή. Ακόμη και τα στελέχη της επιχείρησης δέχτηκαν να υποστούν μείωση κατά 10% του μισθού τους. Η Siemens εξάλλου έπεισε τους εργαζομένους να εγκαταλείψουν το 35ωρο, υπό την απειλή της «μετοίκησης» της παραγωγής στην Ουγγαρία,ενώ οι εργαζόμενοι στο μεγάλο ταξιδιωτικό πρακτορείο Thomas Cook συμφώνησαν να αυξήσουν τις ώρες εργασίας σε 40 εβδομαδιαίως από 38,5 για ένα χρόνο, με προοπτική επέκτασης για 12 ακόμη μήνες.
Στην πραγματικότητα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000,το εργασιακό σε συνδυασμό με την πολιτική των επιδομάτων ετέθη εξ αρχής στο μικροσκόπιο και χιλιάδες Γερμανών εργαζομένων επί εβδομάδες παρέμεναν στους δρόμους των μεγάλων γερμανικών πόλεων, διαμαρτυρόμενοι για το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Σρέντερ.
O οικονομικός όρος που υπερίσχυε εκείνη την περίοδο και είχε σαφή σχέση με τις αναδυόμενες αγορές της Ασίας ήταν η ανταγωνιστικότητα. Τον χρησιμοποίησε κατʼ επανάληψιν στην ομιλία του ο νεοεκλεγείς το Νοέμβριο του 2004 πρόεδρος της Ευρωπαϊκής ΕπιτροπήςMανουέλ Mπαρόζο. Κι ήταν ακριβώς εκείνη η εποχή που πολλοί διατείνονταν πως η Ευρώπη, αν πραγματικά ήθελε να επιβιώσει στο διεθνές στερέωμα, θα έπρεπε να αποδεχτεί την προς τα κάτω προσαρμογή των μισθών, ως μοναδικό μέσον ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Προ ετών στις ΗΠΑ μεταξύ των ευπώλητων βιβλίων βρέθηκε το Κράτος Ελεύθερων Επαγγελματιών (μια ενημερωτική σελίδα θα μπορούσε να είναι αυτή.)
Το βιβλίο καλωσόριζε την προοπτική μιας αγοράς εργασίας, η οποία θα αποτελείτο αποκλειστικά από ελεύθερους επαγγελματίες που θα μπορούσαν να μεταπηδούν από μια καλά αμειβόμενη εργασία, σε άλλη, με υψηλότερες αμοιβές, δίχως πλαφόν. Ωστόσο ένας προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρούσε ότι στο βιβλίο δεν γινόταν αναφορά στο ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας εκτίθετο σε περιβάλλον αβεβαιότητας, ενώ παράλληλα όφειλε να συμβιβαστεί με την απουσία κοινωνικών προνομίων ή και ασφαλιστικών δικλείδων.
Αυτού του είδους η προοπτική ήταν κάτι σαν εφιάλτης για τους εργαζομένους στην Ευρώπη Αμέσως μετά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο,η Γηραιά Ήπειρος είχε δείξει εξαιρετικά σπάνια ευαισθησία στην ανοικοδόμηση του κράτους πρόνοιας. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, στοχεύοντας στον περιορισμό του κινδύνου εξάπλωσης του σοβιετικού κοινωνικού μοντέλου και υπό την ασφυκτική πίεση των αριστερών συνδικάτων οδηγήθηκαν στη δημιουργία ισχυρού κράτους πρόνοιας κι ενός εξίσου ισχυρού συστήματος εργασιακών αξιών. Επομένως, βιβλία σαν αυτό των Ελεύθερων Επιχειρηματιών μόνο δέος προκάλεσαν στους εργαζόμενους, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήδη γίνονταν μάρτυρες περικοπών σε κεκτημένα δεκαετιών. Νόμοι, όπως ο μεταρρυθμιστικός νόμος Xαρτζ IV, στη Γερμανία, συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που οδήγησαν στις μεγαλύτερες ανατροπές στο εργασιακό πεδίο. Εκείνη την περίοδο μάλιστα στην ημερήσια συζήτηση ήταν το εξής ζήτημα: κατά πόσον μπορείς να στέλνεις έναν απόφοιτο του Πολυτεχνείου να εργάζεται σε φούρνο,προκειμένου να απαγκιστρωθεί από τα επιδόματα και να επιστρέψει στην εργασία. (Ο συγκεκριμένος νόμος, με εμπνευστή τον διευθύνοντα σύμβουλο της VW Peter Hartz συνέβαλε τελικά στην ανόρθωση της γερμανικής οικονομίας μετά παρέλευση πολλών ετών)
Το ίδιο κλίμα εργασιακής ανασφάλειας επικρατούσε στην Ισπανία, όπου τα σχέδια αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας αναχαιτίστηκαν από τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φελίπε Γκονζάλες, η οποία υπέκυψε στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, με αποτέλεσμα η Ισπανία να συνεχίσει να στηρίζει την ανάπτυξή της σε ένα λανθασμένο οικονομικό μοντέλο (αυτό της οικοδομής), τη στιγμή που ήδη οι δείκτες ανεργίας ήταν πολύ υψηλότεροι του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Γρήγορα αυτό το μοντέλο απαξιώθηκε και η Ισπανία, εξαιτίας και της φούσκας των τραπεζών της ζει σήμερα σε προ-μνημονιακές συνθήκες. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλύτερα στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και στην Ιταλία. Ούτε όμως και στη Γαλλία, η οποία συχνά καυχιόταν για τα 3Ατων Οίκων Αξιολόγησης.
Σήμερα, στην Ελλάδα κυρίως, γνωρίζουμε ότι η λαϊκιστική πολιτική της δεκαετίας του ʼ90, η αύξηση κι όχι ο περιορισμός των κεκτημένων στις αρχές της δεκαετίας του 2000,το άγος του ασφαλιστικού που όφειλε να έχει αντιμετωπιστεί προ δεκαπενταετίας από την εποχή του καθηγητή Σπράου και του Γιαννίτση αργότερα, είναι μερικοί από τους πολλούς άξονες της σημερινής οικονομικής κρίσης. Αν ωστόσο οι τότε κυβερνήσεις είχαν μερικώς αποδεχτεί και υλοποιήσει εκείνες τις προτάσεις, ή είχαν εγκαίρως αντιγράψει το «μισητό» γερμανικό μοντέλο, σήμερα η οικονομία μας θα ήταν περισσότερο ανταγωνιστική και πιθανότατα τα μέτρα τα οποία θα λαμβάνονταν για τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του χρέους θα ήταν κατά πολύ ελαφρότερα.
Κυρίως δε, δεν θα κτυπούσαν με τέτοια σφοδρότητα την επίπλαστα ανθηρή μεσαία τάξη. Όσοι εντρυφούν στα της οικονομίας, δηλώνουν ότι το μέλλον της Ευρώπης θα στηριχθεί στην «άνεργη ανάκαμψη», δηλαδή θα δούμε να αναπτύσσονται νέες τεχνολογίες χωρίς ανάλογη αύξηση θέσεων εργασίας. Η Ελλάδα έχει πλέον καθήκον να χαράξει μια, έστω και αυτής της εμβέλειας στρατηγική και η μείωση του κόστους εργασίας από κοινού με την άνευ προηγουμένου συμπίεση των μισθών να γίνει εφαλτήριο ανάπτυξης. Αλλιώς η χώρα θα παραμείνει δέσμια των μεταπολιτευτικών παθογενειών της.
Πυρήνας αυτών των εξελίξεων ήταν η Γερμανία, η μεγαλύτερη ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και του κράτους πρόνοιας Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, εργαζόμενοι σε επιχειρηματικούς κολοσσούς, όπως η Siemens, η DaimlerChrysler και ηVolkswagen παρακολουθούσαν έντρομοι την ανατροπή της παραδοσιακής εργασιακής ειρήνης και την αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος τους, καθώς ο κίνδυνος μαζικής εξαγωγής θέσεων εργασίας σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης καθήλωνε τους ίδιους και τους μισθούς τους.
Το Νοέμβριο του 2004, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen πρότεινε πάγωμα μισθών επί μια διετία. Στόχος της ήταν η μείωση του εργατικού κόστους κατά δύο δισ. ευρώ την επόμενη εξαετία, αν και γνώριζε ότι η σύγκρουση με το ισχυρό συνδικάτο της IG Metall θα ήταν τρομακτική. Λίγο νωρίτερα, τα γερμανικά συνδικάτα είχαν υποστεί σοβαρή ήττα, αυτή τη φορά έναντι του κεκτημένου του 35ώρου, καθώς ηDaimlerChrysler συμφώνησε με τους εργαζομένους να δουλεύουν περισσότερο, χωρίς επιπλέον αμοιβή. Ακόμη και τα στελέχη της επιχείρησης δέχτηκαν να υποστούν μείωση κατά 10% του μισθού τους. Η Siemens εξάλλου έπεισε τους εργαζομένους να εγκαταλείψουν το 35ωρο, υπό την απειλή της «μετοίκησης» της παραγωγής στην Ουγγαρία,ενώ οι εργαζόμενοι στο μεγάλο ταξιδιωτικό πρακτορείο Thomas Cook συμφώνησαν να αυξήσουν τις ώρες εργασίας σε 40 εβδομαδιαίως από 38,5 για ένα χρόνο, με προοπτική επέκτασης για 12 ακόμη μήνες.
Στην πραγματικότητα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000,το εργασιακό σε συνδυασμό με την πολιτική των επιδομάτων ετέθη εξ αρχής στο μικροσκόπιο και χιλιάδες Γερμανών εργαζομένων επί εβδομάδες παρέμεναν στους δρόμους των μεγάλων γερμανικών πόλεων, διαμαρτυρόμενοι για το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Σρέντερ.
O οικονομικός όρος που υπερίσχυε εκείνη την περίοδο και είχε σαφή σχέση με τις αναδυόμενες αγορές της Ασίας ήταν η ανταγωνιστικότητα. Τον χρησιμοποίησε κατʼ επανάληψιν στην ομιλία του ο νεοεκλεγείς το Νοέμβριο του 2004 πρόεδρος της Ευρωπαϊκής ΕπιτροπήςMανουέλ Mπαρόζο. Κι ήταν ακριβώς εκείνη η εποχή που πολλοί διατείνονταν πως η Ευρώπη, αν πραγματικά ήθελε να επιβιώσει στο διεθνές στερέωμα, θα έπρεπε να αποδεχτεί την προς τα κάτω προσαρμογή των μισθών, ως μοναδικό μέσον ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Προ ετών στις ΗΠΑ μεταξύ των ευπώλητων βιβλίων βρέθηκε το Κράτος Ελεύθερων Επαγγελματιών (μια ενημερωτική σελίδα θα μπορούσε να είναι αυτή.)
Το βιβλίο καλωσόριζε την προοπτική μιας αγοράς εργασίας, η οποία θα αποτελείτο αποκλειστικά από ελεύθερους επαγγελματίες που θα μπορούσαν να μεταπηδούν από μια καλά αμειβόμενη εργασία, σε άλλη, με υψηλότερες αμοιβές, δίχως πλαφόν. Ωστόσο ένας προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρούσε ότι στο βιβλίο δεν γινόταν αναφορά στο ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας εκτίθετο σε περιβάλλον αβεβαιότητας, ενώ παράλληλα όφειλε να συμβιβαστεί με την απουσία κοινωνικών προνομίων ή και ασφαλιστικών δικλείδων.
Αυτού του είδους η προοπτική ήταν κάτι σαν εφιάλτης για τους εργαζομένους στην Ευρώπη Αμέσως μετά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο,η Γηραιά Ήπειρος είχε δείξει εξαιρετικά σπάνια ευαισθησία στην ανοικοδόμηση του κράτους πρόνοιας. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, στοχεύοντας στον περιορισμό του κινδύνου εξάπλωσης του σοβιετικού κοινωνικού μοντέλου και υπό την ασφυκτική πίεση των αριστερών συνδικάτων οδηγήθηκαν στη δημιουργία ισχυρού κράτους πρόνοιας κι ενός εξίσου ισχυρού συστήματος εργασιακών αξιών. Επομένως, βιβλία σαν αυτό των Ελεύθερων Επιχειρηματιών μόνο δέος προκάλεσαν στους εργαζόμενους, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ήδη γίνονταν μάρτυρες περικοπών σε κεκτημένα δεκαετιών. Νόμοι, όπως ο μεταρρυθμιστικός νόμος Xαρτζ IV, στη Γερμανία, συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που οδήγησαν στις μεγαλύτερες ανατροπές στο εργασιακό πεδίο. Εκείνη την περίοδο μάλιστα στην ημερήσια συζήτηση ήταν το εξής ζήτημα: κατά πόσον μπορείς να στέλνεις έναν απόφοιτο του Πολυτεχνείου να εργάζεται σε φούρνο,προκειμένου να απαγκιστρωθεί από τα επιδόματα και να επιστρέψει στην εργασία. (Ο συγκεκριμένος νόμος, με εμπνευστή τον διευθύνοντα σύμβουλο της VW Peter Hartz συνέβαλε τελικά στην ανόρθωση της γερμανικής οικονομίας μετά παρέλευση πολλών ετών)
Το ίδιο κλίμα εργασιακής ανασφάλειας επικρατούσε στην Ισπανία, όπου τα σχέδια αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας αναχαιτίστηκαν από τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φελίπε Γκονζάλες, η οποία υπέκυψε στις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις, με αποτέλεσμα η Ισπανία να συνεχίσει να στηρίζει την ανάπτυξή της σε ένα λανθασμένο οικονομικό μοντέλο (αυτό της οικοδομής), τη στιγμή που ήδη οι δείκτες ανεργίας ήταν πολύ υψηλότεροι του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Γρήγορα αυτό το μοντέλο απαξιώθηκε και η Ισπανία, εξαιτίας και της φούσκας των τραπεζών της ζει σήμερα σε προ-μνημονιακές συνθήκες. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλύτερα στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και στην Ιταλία. Ούτε όμως και στη Γαλλία, η οποία συχνά καυχιόταν για τα 3Ατων Οίκων Αξιολόγησης.
Σήμερα, στην Ελλάδα κυρίως, γνωρίζουμε ότι η λαϊκιστική πολιτική της δεκαετίας του ʼ90, η αύξηση κι όχι ο περιορισμός των κεκτημένων στις αρχές της δεκαετίας του 2000,το άγος του ασφαλιστικού που όφειλε να έχει αντιμετωπιστεί προ δεκαπενταετίας από την εποχή του καθηγητή Σπράου και του Γιαννίτση αργότερα, είναι μερικοί από τους πολλούς άξονες της σημερινής οικονομικής κρίσης. Αν ωστόσο οι τότε κυβερνήσεις είχαν μερικώς αποδεχτεί και υλοποιήσει εκείνες τις προτάσεις, ή είχαν εγκαίρως αντιγράψει το «μισητό» γερμανικό μοντέλο, σήμερα η οικονομία μας θα ήταν περισσότερο ανταγωνιστική και πιθανότατα τα μέτρα τα οποία θα λαμβάνονταν για τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του χρέους θα ήταν κατά πολύ ελαφρότερα.
Κυρίως δε, δεν θα κτυπούσαν με τέτοια σφοδρότητα την επίπλαστα ανθηρή μεσαία τάξη. Όσοι εντρυφούν στα της οικονομίας, δηλώνουν ότι το μέλλον της Ευρώπης θα στηριχθεί στην «άνεργη ανάκαμψη», δηλαδή θα δούμε να αναπτύσσονται νέες τεχνολογίες χωρίς ανάλογη αύξηση θέσεων εργασίας. Η Ελλάδα έχει πλέον καθήκον να χαράξει μια, έστω και αυτής της εμβέλειας στρατηγική και η μείωση του κόστους εργασίας από κοινού με την άνευ προηγουμένου συμπίεση των μισθών να γίνει εφαλτήριο ανάπτυξης. Αλλιώς η χώρα θα παραμείνει δέσμια των μεταπολιτευτικών παθογενειών της.
—————————————————————————————————
Καθώς η στροφή στην ανάπτυξη φαίνεται προ των πυλών στις οικονομίες του μνημονίου, ένα νέο φάντασμα πλανάται: ο κίνδυνος να μετατραπεί η σημερινή ανεργία σε μόνιμο φαινόμενο, ακόμα και αν επιτευχθούν ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Ενα νέο φάντασμα πλανάται: ο κίνδυνος να μετατραπεί η σημερινή ανεργία σε μόνιμο φαινόμενο, ακόμα και αν επιτευχθούν ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης.
Οι οικονομολόγοι έχουν εντοπίσει εδώ και πολλά χρόνια το φαινόμενο της συνύπαρξης ανάκαμψης και ανεργίας, που αποκαλούν “jobless recovery”. Η πίτα δηλαδή μεγαλώνει, αλλά την μοιράζονται οι ίδιοι και οι ίδιοι..
Το φαινόμενο αυτό είχε εντοπιστεί κυρίως στην Ευρώπη τη δεκαετία του 80, όταν οι πετρελαϊκές κρίσεις άφησαν το στίγμα τους μέσω της μόνιμα υψηλής ανεργίας, ακόμα και όταν οι οικονομίες μπήκαν σε τροχιά ανάπτυξης.
Τώρα πια όμως φαίνεται ότι αυτή η “παγίδα ανεργίας” γίνεται παντού ενδημικό χαρακτηριστικό των μεγάλων κρίσεων. Στην Αμερική για παράδειγμα, όπου η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μεγάλη ευελιξία, ώστε να διευκολύνεται περισσότερο η απασχόληση παρά η αύξηση των πραγματικών μισθών, η κρίση φαίνεται να αφήνει πίσω έντονα σημάδια στην αγορά εργασίας με υψηλό ποσοστό μακροχρόνια άνεργων σε σχέση με προηγούμενες υφέσεις.
Ειδικά για την Ελλάδα, το ενδεχόμενο μιας “παγίδας ανεργίας” μπορεί να είναι καταστροφικό. Αν για παράδειγμα η ανεργία κατέβει από το 28% στο 20% και η οικονομία ισορροπήσει σε αυτό το επίπεδο, η κατάσταση αυτή είναι δυνατόν να παγιωθεί για πολλά χρόνια, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις της οικονομίας σε όρους ανάπτυξης.
Το ανενεργό τμήμα του πληθυσμού θα παγιδευτεί σε συνθήκες φτώχειας, τροφοδοτώντας μια μόνιμη εστία αναταράξεων
Σε μια τέτοια περίπτωση, πέρα από το ότι ένα μεγάλο κομμάτι του εργατικού δυναμικού θα παραμένει παραγωγικά ανεκμετάλλευτο, το χτύπημα στην κοινωνική συνοχή θα είναι τεράστιο. Το ανενεργό τμήμα του πληθυσμού θα παγιδευτεί σε συνθήκες φτώχειας, τροφοδοτώντας μια μόνιμη εστία αναταράξεων, με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα.
Πολιτικές όπως η χορήγηση επιδομάτων ή τα κοινωνικά τιμολόγια ανακουφίζουν τους άνεργους, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημά τους. Αντίθετα, καθώς οι πόροι της δημοσιονομικής πολιτικής είναι πια πολύ συγκεκριμένοι, υπάρχει το ενδεχόμενο να αμβλύνουν τις συνέπειες της ανεργίας με το κόστος να την καταστήσουν μόνιμη.
Επομένως η πολιτική της άμεσης ενίσχυσης σε συγκεκριμένες ομάδες που πλήττονται σχετικά περισσότερο από την κρίση δεν μπορεί να αποτελέσει τον πολιορκητικό κριό για την καταπολέμηση της μόνιμα υψηλής ανεργίας. Για να αποφευχθεί η “παγίδα ανεργίας”, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε επιθετικές πολιτικές ενάντια στην ανεργία, με έμφαση στους μακροχρόνια άνεργους και στους νέους που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας.
Για παράδειγμα, κάθε δημόσια επένδυση που αποδίδει σε μακροχρόνιο ορίζοντα, όπως τα μεγάλα έργα, πρέπει να συνδυάζεται με ένα πρόγραμμα για την καταπολέμηση της ανεργίας με στοχευμένες προσλήψεις από αυτές τις κατηγορίες ανέργων. Έτσι, ακόμα και μετά τη λήξη των έργων, όσοι απασχολήθηκαν σε αυτά θα έχουν θεμελιώσει ένα βιογραφικό που θα δίνει τη δυνατότητα να βρουν νέα δουλειά χωρίς να παραμένουν αποκλεισμένοι από την αγορά εργασίας.
Σαράντης Καλυβίτης,
καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
http://ritsmascorner.eu/content/η-άνεργη-ανάκαμψη-και-οι-επιπτώσεις-της-jobless-recovery
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου