ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ...
Με κρατούσες, λέει, απ’ τους ώμους και
γελούσαμε. Κι ήμασταν ξανά νιόπαντροι, είκοσι δύο χρονών. Γεμάτοι τρέλα
κι όνειρα για τη ζωή, θαρρείς κι ήμασταν άτρωτοι και αθάνατοι.
Παραξενεύτηκα .Είχες χρόνια να έρθεις στον ύπνο μου. Δεν σε είδα σε
όνειρο και πολλές φορές από τότε που ‘έφυγες’. Και να ήθελες, πώς να
τολμήσεις, όταν τα χέρια μου σε κρατούσαν απέναντι, πέρα από την τάφρο
που γέμισα με λασπόνερα; Η αγάπη που σου είχα φόρεσε ανάποδα το ρούχο
της κι έγινε μίσος. Έκανες ό,τι
μπορούσες γι’ αυτό. Στρατολόγησες λόγια κι έργα σκληρά σαν βράχια κι όσο
νερό του χρόνου κι αν πέρασε από πάνω τους, δεν μπόρεσε να απαλύνει τις
οξείες άκρες που μου μάτωναν τα πόδια όταν πήγαινα να τα περπατήσω για
να τα καταλάβω. Η ζωή από λιβάδι καταπράσινο, έγινε με μιας καμένη γη.
Κι ήρθε το παράπονο κι έγινε θυμός, οργή, μίσος. Τα ανέβηκα ένα -ένα τα
θλιβερά σκαλοπάτια. Κι έφτασα στην κορυφή.
Χρόνια τώρα αποκαμωμένη άφησα
κατάχαμα την προσπάθεια να καταλάβω γιατί συνέβησαν τόσα ανάμεσά μας.
Το μίσος όμως δεν μπορούσα να το αφήσω. Το κουβαλούσα όπου κι αν
πήγαινα, φορτίο βαρύ, που ήθελα να το αποδιώξω, μα δεν μου ήταν
μπορετό. Κι απόδιωχνα τη σκέψη σου με πείσμα. Μα χθες το βράδυ φαίνεται
πως το δικό σου πείσμα ξεπέρασε το δικό μου κι ήρθες να με βρεις. Δεν
μιλούσαμε, μόνο γελούσαμε.
Ξύπνησα με μια γλυκιά αίσθηση. Παραξενεύτηκα
που είχες το θράσος να με επισκεφθείς. Κι ενώ ετοιμαζόμουν για τη μέρα,
κοίταξα το ημερολόγιο. Και τότε είδα την ημερομηνία. Σαν σήμερα
παντρευτήκαμε. Πριν τριάντα χρόνια. Αν δεν σε είχα δει στον ύπνο μου,
θα περνούσε απαρατήρητη η μέρα αυτή. Άλλαξα ζωή, την είχα χρόνια
ξεχασμένη. Ξέσπασα σε κλάματα. Γιατί διάλεξες αυτή τη μέρα για να
έρθεις; Ψυχοσάββατο σήμερα κιόλας. Να είναι αλήθεια ότι οι ψυχές
έρχονται και μας ζητούν κάτι; Ίσως ήρθε η ώρα να στο δώσω, αναστέναξα.
Πήγα και σου πήρα μια ανθισμένη γλάστρα. Την ακούμπησα απαλά στο
υπόλευκο μάρμαρο κι έμεινα εκεί να σε κοιτώ και να κλαίω, να σε κοιτώ
και να σε μισώ, να σε κοιτώ και να τρέχει απ’ τα μάτια το παράπονο, ο
θυμός, η οργή, το μίσος. Κι έσταξαν όλα στη γη κι άδειασα. Κι άφησα
επιτέλους κάτω το βαρύ φορτίο μου. Και κατέβηκα τα σκαλοπάτια του
εγωισμού κι έκανα και στους δυό μας το ωραιότερο δώρο: τη συγγνώμη.
Σε
κοίταξα μια τελευταία φορά και μου φάνηκε πως χαμογελούσες με
ευγνωμοσύνη επειδή αυτό χρειαζόταν η ψυχή σου για να ηρεμήσει. Τη δική
μου συγγνώμη. Μα κι εγώ χρειαζόμουν να στη δώσω. Φοβόμουν πως αν το
έκανα, δεν θα είχα από κάπου να πιαστώ για να σε ξεχάσω. Ανόητοι φόβοι
που με κράτησαν δέσμια τόσα χρόνια! Ήταν τόσο απλό τελικά!...Λυτρωμένη
σου χαμογέλασα και ψιθύρισα : «Άντε γεια, τα λέμε!...»
Χρυσούλα Λουλοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου