Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Δημ. Καμπούρογλου : Ο Βύρωνας στη σκλαβωμένη Αθήνα





Ένα Ιστορικά αφήγημα του αλησμόνητου Δημ. Καμπούρογλου*

Ο ΒΥΡΩΝΑΣ 
ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΑΘΗΝΑ

Στα 1810 η σκλαβωμένη Αθήνα φιλοξενεί το μεγάλο άγγλο ποιητή και θερμό φιλέλληνα λόρδο Βύρωνα.
Λίγα κιτρινιασμένα φύλλα απόμειναν πια στη μεγάλη κληματαριά, πού σκεπάζει όλο το παζάρι. Γύρω στο σιντριβάνι είναι τοποθετημένοι μεγάλοι πάγκοι, για να χωρούν τους κατακτητές, πού κάθονται σταυροπόδι. Ο καφετζής πηγαινοέρχεται κι αυτοί καπνίζουν το τσιμπούκι τους ή ρουφούν το ναργιλέ τους, ευχαριστημένοι πού έχουν σκλάβα μια τέτοια όμορφη χώρα.
Είδαν να διαβαίνει από κει και να τους περιεργάζεται ο Βύρωνας. Του φώναξαν να πάρει καφέ, και αυτός δέχτηκε. Ήταν όλοι εύθυμοι και γελαστοί και ακόμη —σπάνιο πράμα για τους κατακτητές — ήταν ομιλητικοί.
Είπαν πολλά και διάφορα. Ανάμεσα στα άλλα ένας είπε, πώς τη νύχτα βρέθηκε σκοτωμένος ένας επίσημος Αθηναίος και κανείς δεν έμαθε ποιος τον σκότωσε.
— Μη σκοτίζεστε γι' αυτό, είπε ειρωνικά ένας άλλος, θα τον έφαγε η Λάμια...
—Αυτό θα είναι, αυτό θα είναι!... είπαν κ' οι άλλοι, κ' έβαλαν όλοι τα γέλια.
Ο Βύρωνας θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε σε λίγο κ' έφυγε, χωρίς καλά καλά να τους χαιρετήσει. Είχε πάρει όμως το μάτι του ένα χριστιανό, πού κοντοστεκόταν και κρυφάκουγε την κουβέντα των Τούρκων.
Ήταν ένα ωραίο και εύρωστο παλληκάρι ο νέος αυτός. Πιο κάτω ο Βύρωνας του γνέφει να σταθεί.
—Είσαι Έλληνας; του λέει.
—Ναι, Μιλόρδε.
—Αθηναίος;
— Μάλιστα.
—Πώς σε λένε;
—Νικόλα Σαρή.
—Άκουσες τί έλεγαν οι αγάδες και γελούσαν;
—Το άκουσα.
—Και τραβάς το δρόμο σου; Στάσου!...... Όχι έτσι ταπεινά. Στάσου ίσια! Δυστυχισμένοι, πώς καταντήσατε !
—Μας τσάκισε η σκλαβιά, Μιλόρδε, είπε ό νέος.
—Η σκλαβιά αυτή θηρίο είναι;
—Μεγάλο και φοβερό.
—Τότε σκοτώστε το.
—Έχει ένα σωρό κεφάλια.
—Και σεις έχετε ένα σωρό χέρια.
—Τα χέρια τί ωφελούν σαν...
—Σα δεν έχετε καρδιά;
—Σα δεν έχομε άρματα.
—Τα λιοντάρια έχουν άρματα;
Τότε ο Σαρής ήσυχα ήσυχα, και με κάποια αξιοπρέπεια του λέει.
—Άκουσε μ', Μιλόρδε.  Αν σηκώσει κανείς από μας χέρι πάνω σε κάποιον κατακτητή, δε θα χαθεί μονάχα αυτός. Θα πάθη όλο του το σόι. Θα πάθουν αθώοι άνθρωποι. Καμιά φορά κι' όλη η χώρα.  Έπειτα τι να κάμουν δυό και τρεις άνθρωποι ;
—Φρόνιμα τα λες, δυστυχισμένε ραγιά! Μα η φρονιμάδα δε χρησιμεύει πάντα. Φρονιμότερο απ' τη δειλία δεν υπάρχει στον κόσμο.  Πάντα έχει το δίκιο της. Μα όταν σας σκλάβωσαν οι κατακτητές ήταν φρόνιμοι; Το αλυσοδεμένο χέρι πρέπει να προσπαθεί να σπάσει τις αλυσίδες του, όχι να ζητά βοήθεια από τον ουρανό. Ένας αλυσοδεμένος σκλάβος σήκωσε μια φορά ψηλά το χέρι του και ζητούσε την προστασία του ουρανού- και ξέρεις τι έκαμε τότε ο ουρανός;  Έριξε κεραυνό και το έκαψε...
Όταν ένας κάμει το χρέος του στην πατρίδα του, το κάνουν, χωρίς να το καταλάβουν κι όλοι οι άλλοι μαζί. Φαίνεται πώς η φωτιά σας έσβησε πια! Όλο κυπαρίσσια είναι γεμάτη η  Αθήνα σας. Δεν είδα πουθενά μυρτιές!... Δε σας αξίζει πια ούτε αγάπη,   ούτε ελπίδα !
Ό   Σαρής,   όσο μιλά ό  Βύρωνας, αλλάζει ολοένα έκφραση στο πρόσωπό του. Και τώρα, σκεπάζει το πρόσωπό του με τα δυό του χέρια και κλαίει.
Ό Βύρωνας αλλάζει αμέσως, μαλακώνει και τον πλησιάζει.
—Δυστυχισμένο παιδί!... Μην αλλάζεις το αίμα σου σα δάκρυα!  Από τη σκλαβιά ως την ελευθέρα και τον τάφο, η εκλογή είναι εύκολη. Σώνει πια. Αν η χώρα σας είναι σκλαβωμένη, τα βουνά σας κ' η θάλασσα είναι ελεύθερα: Τί έχετε να φοβάστε εκεί;
Ό Σαρής προχωρεί δυο τρία βήματα και γυρίζει πίσω. Είναι τώρα άλλος άνθρωπος.
—Μιλόρδε! Κάθε φορά που βρίσκεται σκοτωμένος κι από ένας χριστιανός —το ακούσατε— οι κατακτητές μας εμπαίζουν και μας λένε πώς τον έφαγε η Λάμια...
—Λοιπόν;
—Σου ορκίζομαι, Μιλόρδε, πώς η Λάμια θ' αρχίσει από τώρα να τρώει και κατακτητές!
Και φεύγει. Τα μάτια του πετούν φλόγες.
Κι ό Βύρωνας από τ' άλλο μέρος τραβά με βήμα γοργό.
Από  τότες, αλήθεια,   βρίσκονταν συχνά σκοτωμένοι και κατακτητές: Τους σκότωνε ο Σαρής, πού είχε γίνει αντάρτης και με τα παλληκάρια του είχε πάρει τα βουνά της Αττικής.

Δημ. Καμπούρογλους
Ο θησαυρός των παιδιών 1948




*Δημήτρης Καμπούρογλου

Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (14 Οκτωβρίου 1852 - 21 Φεβρουαρίου 1942) ήταν ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, δικηγόρος, ποιητής και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Γρηγορίου Καμπούρογλου, ιδρυτή της Εθνικής σκηνής, και της λογίας Μαριάννας Σωτηριανού - Γέροντα, κόρης του Άγγελου Γέροντα. Βαφτίστηκε από τον αυλάρχη του Όθωνα, Π. Νοταρά. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1877 αναγορεύτηκε διδάκτορας.
Αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την ιστορική αναδίφηση. Από το 1873 έως το 1881 αναλαμβάνει την αρχισυνταξία της «Εφημερίδος», του εκδότη Δημήτριου Κορομηλά. To 1881 διαφωνώντας με τον Κορομηλά, αποχωρεί από την αρχισυνταξία της εφημερίδας και ιδρύει τη δική του εφημερίδα, που την ονομάζει «Νέα Εφημερίς» ενώ το 1882 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος.
Την περίοδο 1884-1886 ήταν διευθυντής του περιοδικού «Εβδομάς». Το 1891 προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τον επόμενο χρόνο διορίστηκε επιμελητής των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Την περίοδο 1904-1917 διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλά το 1917 με τον νόμο περί άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων παύτηκε από τη θέση του. Το 1923 τιμήθηκε από την πολιτεία με το αριστείο γραμμάτων. Το 1927 έγινε το πρώτο δια εκλογής μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών και την περίοδο 1934-1935 χρημάτισε πρόεδρος της Ακαδημίας. Στις αρχές του 1942 ασθένησε με πνευμονία, στις 10 Φεβρουαρίου υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 21 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς πέθανε. Ήταν παντρεμένος με την Καλλιόπη Μαράτου από το1884 και είχε τρία παιδιά: Τον Γρηγόρη, την Ελένη και την Τζένη. Στις 19 Απριλίου του 1939 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας στην Πλάκα.
Συγγραφικό έργο
Πριν ακόμα ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Βαρβάκειο, είχε γράψει σατιρικούς στίχους και τρεις μονόπρακτες κωμωδίες: Η φθισιώσα, Αι αγχόναι, Η αγγελιοφοβία. Χάθηκαν όμως και οι τρεις. Η ιστορική του έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και αφορούσε μόνο στην περιοχή της Αθήνας, γι' αυτό και του δόθηκε το προσωνύμιο «Αθηναιογράφος». Το 1896 ολοκληρώθηκε η έκδοση του τρίτομου έργου του η Ιστορία των Αθηναίων.
Άλλα έργα του είναι: η Δούκισσα της Πλακεντίας, Αι παλαιαί Αθήναι (1922), Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων (3 τόμοι, 1893), Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής (2 τόμοι), Ο αναδρομάρης (1914), Ο αναδρομάρης της Αττικής (1920), Ο τρελός της Αθήνας, Τοπωνυμικά παράδοξα (1920), Αθηναϊκό αρχοντολόγιο-Μπενιζέλοι (1921), Μελέται και έρευναι (1923-1926), Οι Χαλκοκονδύλαι, Ο Ελαιών των Αθηνών, "Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού" (1916) κ.α.
Αλλά και το ποιητικό του έργο είναι αρκετά αξιόλογο αν και δεν διακρίθηκε αρκετά. Η ποιητική συλλογή "Η φωνή της καρδιάς μου" ήταν από τα σημαντικότερα έργα του. Ήταν γραμμένο στη δημοτική και είχε έντονα αντιρομαντικά στοιχεία σε σχέση με το κλίμα της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή βραβεύτηκε το 1873 στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, ενώ στον ίδιο διαγωνισμό το 1874 επαινέθηκε, χωρίς να διακριθεί, ποιητική συλλογή του στην οποία σατίριζε και παρωδούσε το ρομαντικό ύφος των συγχρόνων ποιητών. Το 1874 εξέδωσε τη συλλογή του "Παλαιαί αμαρτίαι". Επίσης ασχολήθηκε και με την πεζογραφία, όπου αντλούσε τα θέματα του κυρίως από τη λαογραφία. Το 1881 εξέδωσε τα μη λαογραφικά αφηγήματα "Εικόνες. Σατυρικαί Διατριβαί", όπου σατιρίζει τα ήθη της εποχής. Μερικά από τα έργα του είναι: Αθηναϊκά διηγήματα, Αι Αθήναι που φεύγουν, Μύθοι και διάλογοι, Αττικοί έρωτες, Θρύψαλα, Ευσυνειδησία και ασυνειδησία κ.ά. Συνήθως υπέγραφε τα λογοτεχνικά του έργα με το ψευδώνυμο «Αναδρομάρης».
Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια: