Ρέιμοντ
Κάρβερ ο «Αμερικανός Τσέχοφ»
και
ο
«Βρώμικος Ρεαλισμός»
της Ντόρας Μακρή
Όταν το 1988 σε ηλικία 50
χρόνων, ο Ρέιμοντ Κάρβερ πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα, είχε ήδη γνωρίσει την
εκδοτική επιτυχία και τη θερμή αποδοχή των κριτικών, αφού πολλοί θεώρησαν ότι
είχε ξαναδώσει πνοή στο αμερικανικό διήγημα με τις ελλειπτικές αφηγήσεις και τη
μινιμαλιστική του γραφή, ενώ άλλοι τόνιζαν τις υφολογικές ομοιότητες με τον
Τσέχοφ.
Ωστόσο, ο συγγραφέας που περιέγραφε
τον εαυτό του ως «ένα τσιγάρο απ' όπου κρέμεται ένα σώμα» είχε αντικρίσει ξανά
τον θάνατο 10 χρόνια πριν, εξαιτίας της μακρόχρονης, καταστροφικής εξάρτησης του από το αλκοόλ, που άλλωστε είχε στοιχίσει
τη ζωή του πατέρα του στα 53 του χρόνια. «Προς το τέλος της αλκοολικής μου σταδιοδρομίας, ήμουν εντελώς εκτός ελέγχου», έλεγε προσπαθώντας να
εξηγήσει τη συγγραφική ανασφάλεια και την αποξένωση από την οικογένεια του.
Βέβαια, η ζωή του Κάρβερ
κάθε άλλο παρά εύκολη υπήρξε: γεννήθηκε το 1938, στο τέλος της Μεγάλης Ύφεσης,
και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στερημένα. Στα 19 του ήταν ήδη παντρεμένος
με τη 16χρονη Μαριάν. Στα 20 του ήταν πατέρας δύο παιδιών και -χωρίς σίγουρο εισόδημα-
αναγκάστηκε να κάνει περιστασιακές δουλειές, που δεν άφηναν αρκετό χρόνο για τη
συγγραφή. Παρ' όλες τις δυσκολίες, παρακολουθούσε μαθήματα δημιουργικής γραφής
και κατάφερε να δημοσιεύσει διηγήματα και ποίηση με διάφορα ψευδώνυμα. Η σκληρή
δουλειά, οι υποχρεώσεις στην οικογένεια και η αυξανόμενη εξάρτηση από το αλκοόλ
συνετέλεσαν ώστε να πάρει η γραφή του τη σύντομη, λακωνική της μορφή: «Έπρεπε
κάτι να γράψω για να βγάλω άμεσα λεφτά,
οπότε έγραφα ποιήματα και ιστορίες».
Στα τέλη του 1960, ο Κάρβερ
γνώρισε τον Γκόρντον Λις, τον μέντορα, εκδότη και επιμελητή του έργου του για
την επόμενη δεκαετία. Ο Λις τον παρότρυνε να στείλει διηγήματά του στο
κοσμοπολίτικο περιοδικό Esquire,
τη λογοτεχνική διεύθυνση του οποίου είχε ο ίδιος. Ακλουθώντας τη συμβουλή του,
ο Κάρβερ έστειλε το διήγημα «Οι γείτονες» (1971), που ο Λiw δημοσίευσε όχι μόνο διαγράφοντας το
άρθρο του τίτλου, αλλά και περικόπτοντας δραστικά το κείμενο. Έτσι, ξεκίνησε
μια γόνιμη περίοδος στη συγγραφική σταδιοδρομία του Κάρβερ, αλλά και μια
μακρόχρονη και αμφιλεγόμενη σχέση ανάμεσα στους δύο άνδρες. Η αλληλογραφία τους
αποκαλύπτει την αμφίθυμη στάση του Κάρβερ προς τον επιμελητή του: ευγνωμοσύνη
για τον άνθρωπο που τον έβγαλε από την αφάνεια, αλλά και πικρία που εκείνος
αμφισβητούσε τη συγγραφική του ικανότητα παρεμβαίνοντας τόσο καθοριστικά στα
κείμενα του. Με τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων, «Λοιπόν, θα πάψεις,
σε παρακαλώ;» (1976), όπου περιλαμβάνεται το διήγημα «Γείτονες», η κριτική
εγκωμίασε το ελλειπτικό στυλ, τον απέριττο λόγο και τους λιτούς διαλόγους και
αποφάνθηκε ότι ο Κάρβερ είχε υπερβεί τον περιγραφικό ρεαλισμό και είχε βρει τη
«φωνή» του: ενώ θύμιζε υφολογικά τον Χέμινγουεϊ και τη γνωστή εικόνα του
παγόβουνου που μόνον το 1/8 φαίνεται πάνω από το νερό. Η γραφή του Κάρβερ ήταν τόσο φρέσκια με την
υπαινικτική ένταση και απειλή που την διέκρινε, καθώς και τις απεικονίσεις ενός
κόσμου αντιηρωικού, βουβού και αγνοημένου, που έγινε αντιπροσωπευτική του κινήματος
«βρώμικος ρεαλισμός».
Η κριτική επίσης
αναγνώριζε ότι, υπό την καθοδήγηση του Λις, ο Κάρβερ είχε εκλεπτύνει το
μινιμαλιστικό στυλ και είχε προσηλωθεί στις θεματικές του «εμμονές», επιχειρώντας
να αποτυπώσει τα βαθύτερα αδιέξοδα των ζευγαριών, την υπνωτική παράλυση της καθημερινότητας,
την υποβόσκουσα οικογενειακή βία και κυρίως τους αυτοκαταστροφικούς τρόπους διαφυγής
από όλα αυτά.
«Όταν είσαι νέος, όλοι σου
λένε "γράψε αυτά που ξέρεις καλύτερα" και τι ξέρεις καλύτερα από τα
ίδια σου τα μυστικά;», σχολίαζε ειρωνικά ο Κάρβερ, προκειμένου να μην ομολογήσει
το τέλμα στο οποίο είχε πέσει η προσωπική ζωή του την εποχή που άρχιζε η
συγγραφική του αναγνώριση. Το 1976-77 νοσηλεύθηκε για βαρύ αλκοολισμό 4 φορές
και θα είχε πεθάνει στα 40 του αν δεν αποφάσιζε να κόψει εντελώς το ποτό και να
ξεκινήσει μια «ζωή χωρίς λάθη». Τότε, γνώρισε τη δεύτερη σύζυγο του, την
ποιήτρια Τες Γκάλαχερ. «Είχα δύο ζωές», έλεγε, «μια ζωή που τέλειωσε όταν
τέλειωσε η σχέση μου με το ποτό και μια καινούργια που άρχισε όταν σταμάτησα το
ποτό και γνώρισα την Τες».
Έχοντας περάσει μια εποχή στην κόλαση και ως
εκ θαύματος επιβιώσει, ίσως ο Κάρβερ να μην είχε τη συγγραφική αυτοπεποίθηση ή
το ψυχικό σθένος να αναμετρηθεί με τον ολοένα αυξανόμενο έλεγχο που ασκούσε στα
γραπτά του ο Λις. Η επανέκδοση το 2008 -ύστερα από μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα της
Γκάλαχερ με τον εκδοτικό οίκο- της πιο επιτυχημένης συλλογής του, «Γιατί πράγμα
μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη», στην αρχική της εκδοχή, δηλαδή, πριν από τη
δραστική παρέμβαση του Λις, αποκάλυψε πως οι διορθώσεις του επιμελητή δεν είχαν
περιοριστεί σε λεξικογραφικές ή συντακτικές αλλαγές, διαφορετικούς τίτλους ή
αφηγηματικά τέλη, αλλά, σύμφωνα με μερίδα μελετητών, ήταν αυτές που
δημιούργησαν το μοναδικό ιδίωμα του Κάρβερ, με τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά
του, όπως το αφαιρετικό, υπαινικτικό του ύφος. Ο Λις όχι μόνον άλλαξε 10 από 17
τίτλους διηγημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του αρχικού τίτλου της συλλογής,
που ήταν «Αρχάριοι», αλλά έκοψε το 70% του αρχικού κειμένου, δίνοντας του άλλο
ρυθμό, πύκνωση και στόχευση, σε βαθμό που να αμφισβητείται η πατρότητα των
κειμένων του Κάρβερ.
Ωστόσο, για τους μελετητές
που υπερτονίζουν τη συμβολή του Λις στη συγγραφική δραστηριότητα του Κάρβερ, η
απάντηση ίσως βρίσκεται στα διηγήματα που εκδόθηκαν μετά τη διακοπή της συνεργασίας
Κάρβερ - Λις. Η συλλογή «Ο καθεδρικός ναός», αλλά και η ανθολογία «Where I'm Calling From», που περιλαμβάνει τα καλύτερα
διηγήματα του επιλεγμένα από τον ίδιο τον Αμερικανό λογοτέχνη, αναδεικνύουν
έναν ωριμότερο συγγραφέα. Αποκαθιστώντας στην αρχική τους έκταση, τα
επονομαζόμενα «μινιμαλιστικά» αριστουργήματα ή συνθέτοντας νέα διηγήματα, που
διατηρούν την υπαινικτική ένταση και απειλή ή τη δραματική κορύφωση
-χαρακτηριστικά του ιδιώματος του-, ο Κάρβερ απέδειξε πως διέθετε την
ψυχογραφική διορατικότητα και διεισδυτική ματιά ενός μεγάλου καλλιτέχνη, η θέση
του οποίου είναι εξασφαλισμένη στον αμερικανικό λογοτεχνικό Κανόνα, πλάι στους
Χέμινγουεϊ, Φώκνερ, Φλάνερι Ο' Κόνορ κ.λπ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΕΙΔΙΚΗ
ΕΚΔΟΣΗ / .03/07/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου