Τα δύο
μεγαλύτερα εμπόδια, τα οποία στηλίτευσε και πολέμησε σε ολόκληρο τον βίο του,
ήταν ο πιθηκισμός διεθνών αρχιτεκτονικών προτύπων και η σκηνογραφική μίμηση
παραδοσιακών μορφών.
Τα λαϊκά θεμέλια του μοντερνισμού
Ο
Άρης Κωνσταντινίδης έθεσε τις βάσεις για τον προσδιορισμό «ενός νεοελληνικού αρχιτεκτονικού
στοχασμού»
του ΣΠΥΡΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Ο Άρης Κωνσταντινίδης
(1913 -1993) ήταν μια από τις σημαντικότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της
Ελλάδας του 20ου αιώνα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μόναχο μέχρι το 1936 όπου
και ήρθε σε επαφή με τα ριζοσπαστικότερο αρχιτεκτονικά ρεύματα της εποχής,
ιδιαίτερα με το κίνημα του μοντερνισμού. «Τα πρώτα μεγάλης κλίμακας έργα του»,
σημειώνει ο Δημήτρης Φιλιππίδης στην «Νεοελληνική Αρχιτεκτονική», «σχετίζονται
με τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας όπου υπηρέτησε ως προϊστάμενος της
Υπηρεσίας Μελετών από το 1955 ως το 1957. Ο Κωνσταντινίδης καταπιάστηκε έτσι με
ένα "άχαρο" θέμα χωρίς όμως αυτό να τον εμποδίσει να αλλάξει
κυριολεκτικά τη ροή της ελληνικής αρχιτεκτονικής. (...) Επέβαλε ένα νέο ρόλο
στην αρχιτεκτονική, για πρώτη φορά εξελληνίζοντας σε βάθος τις αρχές του
μοντερνισμού».
Υπήρξε, μαζί με τον
Δημήτρη Πικιώνη. από τους πρώτους αρχιτέκτονες που έθεσαν τις βάσεις για τον
-προσδιορισμό «ενός νεοελληνικού αρχιτεκτονικού στοχασμού», μιας ·σύγχρονης
ελληνικής αρχιτεκτονικής. «Να στήσουμε μια σύγχρονη αρχιτεκτονική που θα 'ναι
-στον τόπο μας- ελληνική, γιατί θα είναι αληθινή, αυτό είναι το πρόβλημα μας»,
σημειώνει στο βιβλίο του «Δυο "χωριά" απ' τη Μύκονο». Τα δύο
μεγαλύτερα εμπόδια το οποία στηλίτευσε και πολέμησε σε ολόκληρο τον βιο του,
προβάλλοντας μια αρχιτεκτονική που προκύπτει από τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε
τόπου και κάθε εποχής, ήταν ο πιθηκισμός διεθνών αρχιτεκτονικών προτύπων και η
σκηνογραφική μίμηση παραδοσιακών μορφών.
«Και μελετήστε, πώς μέσα από τη μία, για όλους κοινή αναγκαιότητα,
προβάλλει σε κάθε τόπο -περιοχή- και κάποια διαφορετική οικοδομική και
αισθητική μορφολογία», σημειώνει στα «Δυο χωριά».
Τα τρία βιβλία που
επανεκδόθηκαν το 2011 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ), «Δυο
"χωριά" απ' τη Μύκονο» (1947), «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» (1950) και
«Ξωκκλήσια της Μυκόνου» (1953) σφράγισαν τη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική
προωθώντας την αναγνώριση και μελέτη της λαϊκής κατοικίας και ναοδομίας. Στα
λαϊκά σπίτια της Μυκόνου ή τα παλιά της Αθήνας, ο Κωνσταντινίδης δεν αναζητούσε
ένα εθνικό πρότυπο προς αντιγραφή, αλλά ένα ολοκληρωμένο έργο το οποίο δίνει
εξαιρετικές απαντήσεις σε δεδομένες -ακόμα και σήμερα- κλιματικές και
κατασκευαστικές δεσμεύσεις. Μελετώντας τις διαδοχικές λύσεις στα κοινά και εν
πολλοίς σταθερά προβλήματα που θέτει το δεδομένο φυσικό τοπίο, (π.χ. τη σχέση
του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο) τις οποίες έδωσαν οι προηγούμενοι
κάτοικοι του τόπου μπορούμε, όπως λέει, να κατανοήσουμε κατ' αρχάς σε βάθος τις
αληθινές δικές μας ανάγκες και να αναζητήσουμε τις πιο πρόσφορες για μας σήμερα
λύσεις.
Η
ανακάλυψη της αυλής
Να ανακαλύψουμε το δικό
μας πρόσωπο. «Το "λαϊκό" αρχιτεκτονικό έργο (...) δεν θα το δούμε σαν
κάτι το έτοιμο, σαν ένα μέγεθος σταθερό, που μας δίνεται σε μια προκαταβολικά
συγκεκριμένη μορφή, ή σε ένα προκαταβολικά συγκεκριμένο όγκο. Θα το δούμε,
αντίθετα, σαν μια δυνατότητα, τη δυνατότητα, την ορθάνοιχτη δυνατότητα, που θα
κατοπτρίζει το εσωτερικό σχήμα της και την εσωτερική της ουσία, την αρχή του
είναι μας, γι' αυτό και την κάθε πιο νέα κατασκευαστική ή αισθητική
τεχνοτροπία. (. .) Γιατί στο τέλος, το "λαϊκό" αρχιτεκτονικό έργο
είναι μια πρώτη ύλη, μια πρώτη ζύμη, η μόνη νόμιμη για να οργανωθεί και
συντεθεί σε κάθε πιο σύγχρονη εποχή κάτι ακόμη πιο αληθινό, κάτι ακόμη πιο
συνειδητό και δυνατό και ωραίο», σημειώνει στα «Παλιά αθηναϊκά σπίτια».
Η ουσιαστική ανακάλυψη, αποκάλυψη
την ονομάζει ο Κωνοταντινίδης στο ίδιο βιβλίο, της λαϊκής αρχιτεκτονικής είναι
η αυλή, η εξέλιξη του αρχαιοελληνικού αίθριου: «Η αυλή όπου γύρω της ή προς το
ένα μέρος της αραδιάζονται οι κλειστοί χώροι». Η σχέση μεταξύ κλειστών
χωρών και αυλής υποδηλώνει μια εντελώς ιδιαίτερη σχέση εσωτερικών και
εξωτερικών χώρων γέννημα των συγκεκριμένων κλιματολογικών συνθηκών και του κάλλους
του ελλαδικού τοπίου, το οποίο ο λαϊκός «αρχιτέκτων» το θέλει να «εισβάλλει»
μέσα στην κατοικία. «Γιατί πραγματικά η αυλή της "λαϊκής" αθηναϊκής κατοικίας»,
υπογραμμίζει πιο κάτω, «δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αρχαίο αίθριο, και το
χαγιάτι ή η τζαμαρία (με το υπόστεγο που δημιουργείται από κάτω τους) δεν είναι
παρά η αρχαία στοά, το "περίστυλον": τα δυο βασικά συνθετικά στοιχεία
της ελληνικής αρχιτεκτονικής από τους πιο παλιούς χρόνους. Δηλ. η μορφή -ο τύπος--
του αρχιτεκτονικού έργου, που σύμφωνα με ειδικές κλιματολογικές και ηθικές
συνθήκες του ελληνικού τοπίου, εκφράζει τη μορφοποίηση των λειτουργιών της ζωής
μας, κατά τον πιο ουσιαστικό και καθολικό τρόπο».
Η δουλειά που
παρουσιάζεται στα τρία μικρά βιβλία δεν έχει ακαδημαϊκό ή μουσειακό χαρακτήρα.
Αντανακλά τον βαθύ πόθο ενός ανθρώπου για μια αρχιτεκτονική που θα βρίσκεται σε
αρμονία με το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται προσφέροντας ψυχική αγαλλίαση
και δημιουργική ζωτικότητα στους ανθρώπους που κατοικούν, αυτά τα «δοχεία ζωής»
όπως σοφά τα χαρακτήριζε. Ο Κωνσταντινίδης «πολέμησε με απίστευτο σθένος όσο κανείς
άλλος κάθε τι που ευτέλιζε κατά τη γνώμη του την αρχιτεκτονική, παίρνοντας
πάντοτε θέση στα ζητήματα του καιρού του. Έφυγε μ' ένα μεγάλο παράπονο βλέποντας
την κατάντια του κτισμένου περιβάλλοντος στον τόπο μας», επισημαίνει ο
αρχιτέκτων Τάσης Παπαϊωάννου. Το ερώτημα που προκύπτει από το διάβασμα των
τριών βιβλίων είναι πως μπορεί να προκύψει σήμερα σύγχρονη ελληνική
αρχιτεκτονική, όπως την εννοεί ο Κωνσταντινίδης, όταν το «λαϊκό» από το οποίο
άντλησε έχει εντελώς αλωθεί από το ομογενοποιημένο και καταναλωτικό
«τηλεοπτικό»; Ίσως γι' αυτό τα κακώς κείμενα που πολεμούσε διαιωνίζονται και η
οπτική του παραμένει περιθωριοποιημένη.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ / .03/07/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου