Η πλατεία Ομονοίας την Ρομαντική Εποχή
Το κέντρο των Αθηνών δεν είναι πια αποκλειστικά η Ερμού και η Αιόλου. Εκτός
από το Σύνταγμα αναβαθμίζεται και η περιοχή της Ομονοίας και των
Χαυτείων με νέες «αφίξεις»: «Σολώνειο», «Βυζάντιο», «Ζούνης», «Χαραμής»
και «Ομόνοια». Ξεκινά έτσι μια άτυπη κόντρα ανάμεσα στους
επαγγελματίες του Συντάγματος και της Ομόνοιας. Οι ιδιοκτήτες των
καφενείων της κάθε περιοχής προσπαθούν να την αναβαθμίσουν και με κάθε
μέσο να προσελκύσουν όλο και περισσότερη πελατεία.
Έτσι ανοίγουν τις πόρτες τους στις κυρίες και δανείζονται πολλά στοιχεία από τα ζαχαροπλαστεία. Το μπιλιάρδο γίνεται απαραίτητο «αξεσουάρ». Ελληνικές και ξένες, κυρίως γαλλικές εφημερίδες, καθώς και περιοδικά δημιουργούν άτυπα αναγνωστήρια, ενώ ορχήστρες φροντίζουν για τη μουσική υπόκρουση. Τραγουδιστές και τραγουδίστριες του μελοδράματος συμπληρώνουν την εικόνα.
Δίπλα στον ταμπή που πάντα ψήνει τον τούρκικο καφέ «δέκα λεπτά το φλιτζάνι», κομμένο και ραμμένο στις εντολές του πελάτη, παρασκευάζεται και ευρωπαϊκός καφές με γάλα ή κρέμα. Μπορεί να κοστίζει 40 λεπτά, αλλά είναι «Βιενναίος». Ως γνωστόν, la noblesse oblige (η ευγένεια υποχρεώνει). Το νερό έρχεται από το Μαρούσι σε στάμνες και πληρώνεται ξεχωριστά, 5 λεπτά το ποτήρι. Οι ευρωπαϊκές πάστες κοστίζουν 25 έως 35 λεπτά, ενώ τα γλυκά φούρνου 15 λεπτά. Μεγάλη ποικιλία παγωτών και ηδύποτων συμπληρώνει τον κατάλογο.
Φυσικά δεν λειτουργούν μόνο καφενεία. Έχουμε και ζυθοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, γαλακτοπωλεία, ταβέρνες, ξενοδοχεία ακόμη και… καφωδεία και καφέ-αμάν που διαμορφώνουν ένα νέο πρόσωπο στην πλατεία. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.
Ξεκινάμε με τα ζυθοπωλεία. Σας παρουσιάζω ενδεικτικά δύο χαρακτηριστικά μαγαζιά της περιοχής: «Το χρυσούν ποτήριον» («Le verre d’or») στην 3η Σεπτεμβρίου και την «Ήβη» στην Ομόνοια:
Έγραψαν για το πρώτο: «Το κατάστημα τούτο θεωρούμεν ειλικρινώς ως ένδειξιν προόδου βιομηχανικής εν Αθήναις αξίας λόγου. Είναι κατά παρισινόν όλως τρόπον διασκευασμένον, μετά φωτισμού απλέτου και ωραίου εν τω συνδυασμώ των λαμπτήρων, μεθ’ υπηρεσίας προθυμοτάτης και αφθονίας των ποτών και παροψίδων (σ.σ. πετσέτες). Είνε δε το πρώτον κατάστημα εν Αθήναις, όπερ έχει ευρύ υπόγειον, κατά το σύστημα των γερμανικών Keller, όπου εν χειμώνι δύναται αρίστη να είνε η συναναστροφή». (Από τις Μικρές Ειδήσεις στην εφημερίδα «Εφημερίς», Οκτώβριος 1874).
Ενώ στο «Ρωμηό» του 1907 διαβάζουμε για το δεύτερο:
«Ίτε πάντες εις της Ήβης το γνωστόν ζυθοπωλείον
Νικολή του Γιακουμάκη, τέλειον εκ των τελείων.
Ανοιχτόν μέχρι πρωίας στην Ομόνοιαν εκεί,
εντελής καθαριότης κι’ έξοχος μαγειρική,
μπύρα πρώτη Κλωναρίδη και ποικίλα φαγητά,
ο καλλίτερος ο κόσμος, πάντοτε σ’ αυτό φοιτά».
Έτσι ανοίγουν τις πόρτες τους στις κυρίες και δανείζονται πολλά στοιχεία από τα ζαχαροπλαστεία. Το μπιλιάρδο γίνεται απαραίτητο «αξεσουάρ». Ελληνικές και ξένες, κυρίως γαλλικές εφημερίδες, καθώς και περιοδικά δημιουργούν άτυπα αναγνωστήρια, ενώ ορχήστρες φροντίζουν για τη μουσική υπόκρουση. Τραγουδιστές και τραγουδίστριες του μελοδράματος συμπληρώνουν την εικόνα.
Δίπλα στον ταμπή που πάντα ψήνει τον τούρκικο καφέ «δέκα λεπτά το φλιτζάνι», κομμένο και ραμμένο στις εντολές του πελάτη, παρασκευάζεται και ευρωπαϊκός καφές με γάλα ή κρέμα. Μπορεί να κοστίζει 40 λεπτά, αλλά είναι «Βιενναίος». Ως γνωστόν, la noblesse oblige (η ευγένεια υποχρεώνει). Το νερό έρχεται από το Μαρούσι σε στάμνες και πληρώνεται ξεχωριστά, 5 λεπτά το ποτήρι. Οι ευρωπαϊκές πάστες κοστίζουν 25 έως 35 λεπτά, ενώ τα γλυκά φούρνου 15 λεπτά. Μεγάλη ποικιλία παγωτών και ηδύποτων συμπληρώνει τον κατάλογο.
Φυσικά δεν λειτουργούν μόνο καφενεία. Έχουμε και ζυθοπωλεία, ζαχαροπλαστεία, γαλακτοπωλεία, ταβέρνες, ξενοδοχεία ακόμη και… καφωδεία και καφέ-αμάν που διαμορφώνουν ένα νέο πρόσωπο στην πλατεία. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.
Ξεκινάμε με τα ζυθοπωλεία. Σας παρουσιάζω ενδεικτικά δύο χαρακτηριστικά μαγαζιά της περιοχής: «Το χρυσούν ποτήριον» («Le verre d’or») στην 3η Σεπτεμβρίου και την «Ήβη» στην Ομόνοια:
Έγραψαν για το πρώτο: «Το κατάστημα τούτο θεωρούμεν ειλικρινώς ως ένδειξιν προόδου βιομηχανικής εν Αθήναις αξίας λόγου. Είναι κατά παρισινόν όλως τρόπον διασκευασμένον, μετά φωτισμού απλέτου και ωραίου εν τω συνδυασμώ των λαμπτήρων, μεθ’ υπηρεσίας προθυμοτάτης και αφθονίας των ποτών και παροψίδων (σ.σ. πετσέτες). Είνε δε το πρώτον κατάστημα εν Αθήναις, όπερ έχει ευρύ υπόγειον, κατά το σύστημα των γερμανικών Keller, όπου εν χειμώνι δύναται αρίστη να είνε η συναναστροφή». (Από τις Μικρές Ειδήσεις στην εφημερίδα «Εφημερίς», Οκτώβριος 1874).
Ενώ στο «Ρωμηό» του 1907 διαβάζουμε για το δεύτερο:
«Ίτε πάντες εις της Ήβης το γνωστόν ζυθοπωλείον
Νικολή του Γιακουμάκη, τέλειον εκ των τελείων.
Ανοιχτόν μέχρι πρωίας στην Ομόνοιαν εκεί,
εντελής καθαριότης κι’ έξοχος μαγειρική,
μπύρα πρώτη Κλωναρίδη και ποικίλα φαγητά,
ο καλλίτερος ο κόσμος, πάντοτε σ’ αυτό φοιτά».
Στην ρομαντική, όπως αποκαλείται, αυτή εποχή κάνουν την εμφάνισή
τους στην περιοχή του Ιλισσού (Στάδιο-Στήλες Ολυμπίου Διός) και τα
πρώτα καφέ-σαντάν. Για όσους δεν γνωρίζουν ήταν κέντρα διαφθοράς·
«μάστιγξ ολεθρία όπου από της δύσεως του ηλίου μέχρι βαθείας νυκτός, το
άνθεμον της αθηναϊκής κοινωνίας πάσης ηλικίας και τάξεως και παντός
γένους και φύλου, εκζητούσιν ίασιν των πόνων αυτών εις τας μολπάς και τα
άσματα των ηδυφώνων και καλλισφύρων αυλητρίδων και ορχηστρίδων εκ
Βοεμίας, Γαλλίας και Ιταλίας».
Επηρεασμένα απόλυτα από τον δυτικό τρόπο διασκέδασης και κυρίως τον γαλλικό, τα καφέ-σαντάν, προπομπός των επιθεωρήσεων που θα συναντήσουμε στην Belle Époque και την περίοδο του Μεσοπολέμου, προσέφεραν χορό, ελαφρά τραγούδια κι ένα υποτυπώδες flair σατιρικού θεάτρου. Η όλη ατμόσφαιρα οδηγούσε γρήγορα σε μεγάλο κέφι και το «πρόγραμμα» ξεστράτιζε εντελώς σε αναιδέστατα και σκανδαλώδη νούμερα, που οι εισαγόμενες «σαντέζες» (από τη γαλλική λέξη chanson = τραγούδι) προσέφεραν γενναιόδωρα.
Το πλήθος, περισσότερο αντρικό και λιγότερο γυναικείο, παραληρούσε με τα σκέρτσα τα οποία έκαναν οι «αλήτιδες τούμπλες», παρατσούκλι που τους κόλλησαν από την επωδό μιας επιτυχίας τους.
Οι άντροι είνε όλοι ανήμερα τιρία
Ιφτίς μετά το γκάμο σού σκίζουν την καρντία Κι’ ακόμα κάτι τι...
Κι’ αν κάνει ο συντζικό σου σ’ άλλες γλυκά ματάκια
Το βράντυ που κοιμάται κόψε του τα μουστάκια Κι’ ακόμα κάτι τι...
Επηρεασμένα απόλυτα από τον δυτικό τρόπο διασκέδασης και κυρίως τον γαλλικό, τα καφέ-σαντάν, προπομπός των επιθεωρήσεων που θα συναντήσουμε στην Belle Époque και την περίοδο του Μεσοπολέμου, προσέφεραν χορό, ελαφρά τραγούδια κι ένα υποτυπώδες flair σατιρικού θεάτρου. Η όλη ατμόσφαιρα οδηγούσε γρήγορα σε μεγάλο κέφι και το «πρόγραμμα» ξεστράτιζε εντελώς σε αναιδέστατα και σκανδαλώδη νούμερα, που οι εισαγόμενες «σαντέζες» (από τη γαλλική λέξη chanson = τραγούδι) προσέφεραν γενναιόδωρα.
Το πλήθος, περισσότερο αντρικό και λιγότερο γυναικείο, παραληρούσε με τα σκέρτσα τα οποία έκαναν οι «αλήτιδες τούμπλες», παρατσούκλι που τους κόλλησαν από την επωδό μιας επιτυχίας τους.
Οι άντροι είνε όλοι ανήμερα τιρία
Ιφτίς μετά το γκάμο σού σκίζουν την καρντία Κι’ ακόμα κάτι τι...
Κι’ αν κάνει ο συντζικό σου σ’ άλλες γλυκά ματάκια
Το βράντυ που κοιμάται κόψε του τα μουστάκια Κι’ ακόμα κάτι τι...
«Οι νέοι τέρπονταν ακούγοντας τα γαλλικά και ιταλικά τραγούδια και
καταφλέγονταν, βλέποντας τις σταχιές κνήμες των χορευτριών, οι οποίες σε
ορισμένες στιγμές ύψωναν τους πόδας τόσον υψηλά, ώστε επαρουσίαζον
απόκρυφα θέλγητρα, τα οποία ο τότε συρμός (σ.σ. μόδα) τα απέκρυπτεν
επιμελέστατα και η εμφάνισις των οποίων ηδύνατο να προκαλέση δημόσιον
σκάνδαλον και την αστυνομικήν επέμβασιν».
Τα καφέ-σαντάν προσέλκυαν κυρίως την ανώτερη και τη μεσαία τάξη, η δε επιλογή των μουσικών ακουσμάτων ήταν αποκλειστικά δυτική. Η ανατολική απάντηση δεν άργησε να έρθει. Το 1874 ξεκίνησε κοντά στην Ιερά Οδό, με ονόματα όπως «Πανανθών», ένα νέου είδους θεατρικό καπηλειό για τις λαϊκές τάξεις. Με αοιδούς από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και σερβιτόρες από την Κέρκυρα και την Ιταλία, προσέφεραν ανατολίτικα μακρόσυρτα ακούσματα (αμανέδες), γεμάτα πίκρες και θύμησες. Οι θαμώνες έπιναν ρετσίνα ή μαστίχα και παρακολουθούσαν συνήθως αμίλητοι τον χαβά (σκοπό) και τα σπαραξικάρδια λόγια των αμανέδων:
Εσ’ ήσουνα που μούλεγες η αγάπη δεν χτικιάζει
και τώρα με κατήντησες γιατρός να με κοιτάζει. Ή ακόμη:
Αναστενάζω βγαίνει αχνός και μέσα βράζει ο πόνος
κι’ αν δεν προφτάσουν οι γιατροί δεν θα με εύρη ο χρόνος.
Τα καφέ-σαντάν προσέλκυαν κυρίως την ανώτερη και τη μεσαία τάξη, η δε επιλογή των μουσικών ακουσμάτων ήταν αποκλειστικά δυτική. Η ανατολική απάντηση δεν άργησε να έρθει. Το 1874 ξεκίνησε κοντά στην Ιερά Οδό, με ονόματα όπως «Πανανθών», ένα νέου είδους θεατρικό καπηλειό για τις λαϊκές τάξεις. Με αοιδούς από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη και σερβιτόρες από την Κέρκυρα και την Ιταλία, προσέφεραν ανατολίτικα μακρόσυρτα ακούσματα (αμανέδες), γεμάτα πίκρες και θύμησες. Οι θαμώνες έπιναν ρετσίνα ή μαστίχα και παρακολουθούσαν συνήθως αμίλητοι τον χαβά (σκοπό) και τα σπαραξικάρδια λόγια των αμανέδων:
Εσ’ ήσουνα που μούλεγες η αγάπη δεν χτικιάζει
και τώρα με κατήντησες γιατρός να με κοιτάζει. Ή ακόμη:
Αναστενάζω βγαίνει αχνός και μέσα βράζει ο πόνος
κι’ αν δεν προφτάσουν οι γιατροί δεν θα με εύρη ο χρόνος.
Το 1872 η αστυνομία αποφάσισε να κλείσει τα καφωδεία, ως κέντρα
ακολασίας. Με «ιστορική» του απόφαση, ο Άρειος Πάγος όχι μόνο εμπόδισε
το κλείσιμο, αλλά επέτρεψε να λειτουργούν και χειμερινά καφέ-σαντάν! Έτσι, τα
υπόγεια της πλατείας Ομονοίας γέμισαν καφωδεία και η καημένη η πλατεία
έχασε τη μάχη του αριστοκρατικού κέντρου από την πλατεία Συντάγματος!
Με ονόματα όπως «Παράδεισος» και «Ποσειδών», τα νέα μαγαζιά υπόσχονταν ακόμη πιο καυτό ξεφάντωμα με τις εκλεκτές τους ορχήστρες και τις ζωηρούλες αοιδούς τους. Η συνταγή έπιασε. Στο τέλος της περιόδου λειτουργούσαν στην Ομόνοια 20 τέτοια μαγαζιά. Μπορεί η Ομόνοια να ήταν πλέον πιο λαϊκή από το Σύνταγμα αλλά οι μαγαζάτορες έτριβαν τα χέρια τους αφού έκαναν χρυσές δουλειές.
Στο τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, τα αμανετζίδικα κάνουν κι’ αυτά προέλαση στην Ομόνοια κι απλώνονται στην Αθηνάς μέχρι του Ψυρρή. Σμίγουν, έτσι, με τα καφωδεία και «αναβαθμίζουν» με τον τρόπο τους όλη την πλατεία Ομονοίας και τις γύρω περιοχές, αφού γίνονται κράχτης για ακόμη περισσότερο κόσμο που αποζητά διασκέδαση.
Το πιο ονομαστό καφέ-σαντάν βρισκόταν στην πλατεία Λαυρίου και είχε καπαρώσει το μεγάλο αστέρι της εποχής, τη Γαλλίδα αοιδό Ζαν δ’ Αρά. Σε κάθε εμφάνισή της τρέλαινε τους θεατές «διά των ασμάτων και ακισμών της», αφού έκρυβε «θερμουργόν δύναμιν εντός της». Αντίστοιχα, το πιο γνωστό καφέ-αμάν λειτουργούσε στη Γερανίου.
Ένας τρίτος παράγοντας βοήθησε στην ανάδειξη της Ομόνοιας την περίοδο αυτή: Από το 1860 οι ορχήστρες της Φρουράς και του Α΄ Τάγματος προσέφεραν κάθε βδομάδα θέαμα και διασκέδαση στον κόσμο που μαζευότανε στην Ομόνοια, με απαιτητικό ρεπερτόριο (Βέρντι, Στράους, Ντονιτσέτι, Όφενμπαχ). Οι εφημερίδες, μάλιστα, προανήγγειλαν το πρόγραμμα, ώστε να γνωρίζει ο κόσμος τι θα ακούσει. Τα καφενεία οικειοποιούνταν φυσικά τη δωρεάν αυτή ατραξιόν, απλώνοντας περισσότερα τραπεζάκια στην πλατεία. Δεν δίσταζαν, μάλιστα, να νοικιάζουν και καρέκλες στους απένταρους φιλόμουσους.
Το 1870, η Ομόνοια είχε ήδη καθιερωθεί ως σημείο κοσμικής συνάντησης. Μετά το 1880 όμως, όταν οι στρατιωτικές συναυλίες περιορίστηκαν στην πλατεία Συντάγματος, άρχισε ο κόσμος να εγκαταλείπει την Ομόνοια και οι καταστηματάρχες ξεκίνησαν να μετακαλούν, αναγκαστικά, ορχήστρες από το εξωτερικό, για να σώσουν τις επιχειρήσεις τους.
Με ονόματα όπως «Παράδεισος» και «Ποσειδών», τα νέα μαγαζιά υπόσχονταν ακόμη πιο καυτό ξεφάντωμα με τις εκλεκτές τους ορχήστρες και τις ζωηρούλες αοιδούς τους. Η συνταγή έπιασε. Στο τέλος της περιόδου λειτουργούσαν στην Ομόνοια 20 τέτοια μαγαζιά. Μπορεί η Ομόνοια να ήταν πλέον πιο λαϊκή από το Σύνταγμα αλλά οι μαγαζάτορες έτριβαν τα χέρια τους αφού έκαναν χρυσές δουλειές.
Στο τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, τα αμανετζίδικα κάνουν κι’ αυτά προέλαση στην Ομόνοια κι απλώνονται στην Αθηνάς μέχρι του Ψυρρή. Σμίγουν, έτσι, με τα καφωδεία και «αναβαθμίζουν» με τον τρόπο τους όλη την πλατεία Ομονοίας και τις γύρω περιοχές, αφού γίνονται κράχτης για ακόμη περισσότερο κόσμο που αποζητά διασκέδαση.
Το πιο ονομαστό καφέ-σαντάν βρισκόταν στην πλατεία Λαυρίου και είχε καπαρώσει το μεγάλο αστέρι της εποχής, τη Γαλλίδα αοιδό Ζαν δ’ Αρά. Σε κάθε εμφάνισή της τρέλαινε τους θεατές «διά των ασμάτων και ακισμών της», αφού έκρυβε «θερμουργόν δύναμιν εντός της». Αντίστοιχα, το πιο γνωστό καφέ-αμάν λειτουργούσε στη Γερανίου.
Ένας τρίτος παράγοντας βοήθησε στην ανάδειξη της Ομόνοιας την περίοδο αυτή: Από το 1860 οι ορχήστρες της Φρουράς και του Α΄ Τάγματος προσέφεραν κάθε βδομάδα θέαμα και διασκέδαση στον κόσμο που μαζευότανε στην Ομόνοια, με απαιτητικό ρεπερτόριο (Βέρντι, Στράους, Ντονιτσέτι, Όφενμπαχ). Οι εφημερίδες, μάλιστα, προανήγγειλαν το πρόγραμμα, ώστε να γνωρίζει ο κόσμος τι θα ακούσει. Τα καφενεία οικειοποιούνταν φυσικά τη δωρεάν αυτή ατραξιόν, απλώνοντας περισσότερα τραπεζάκια στην πλατεία. Δεν δίσταζαν, μάλιστα, να νοικιάζουν και καρέκλες στους απένταρους φιλόμουσους.
Το 1870, η Ομόνοια είχε ήδη καθιερωθεί ως σημείο κοσμικής συνάντησης. Μετά το 1880 όμως, όταν οι στρατιωτικές συναυλίες περιορίστηκαν στην πλατεία Συντάγματος, άρχισε ο κόσμος να εγκαταλείπει την Ομόνοια και οι καταστηματάρχες ξεκίνησαν να μετακαλούν, αναγκαστικά, ορχήστρες από το εξωτερικό, για να σώσουν τις επιχειρήσεις τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου