Ο ΜΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΙΚΑΡΙΑ 1947-1948
Μίκης
Θεοδωράκης
ΠΩΣ
ΕΓΡΑΨΑ ΤΑ
«ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ»
Σε
μια συνέντευξη του, πού έστειλε από την Ευρώπη, τον καιρό της μεταπολίτευσης,
στον ΒΑΣ. ΚΑΒΒΑΘΑ, εξηγεί πώς και πού μελοποίησε τα ποιήματα πού περιέλαβε στον
καινούργιο του δίσκο· και λέει ότι «Τα τραγούδια της εξορίας» φτάνουν ως τις
ρίζες της μουσικής του.
Τού
ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΒΒΑΘΑ
Τα «Τραγούδια της εξορίας» φτάνουν ως τις ρίζες της
μουσικής μου.».Είναι η πρώτη αράδα μιας απαντητικής επιστολής, πού
έστειλε ό Μίκης Θεοδωράκης στον «Ταχυδρόμο».
Ακολουθούν πολλές άλλες, με
τις οποίες ο αγωνιστής - συνθέτης εξηγεί πώς το βίωμα του της εκτόπισης, έγινε
ποίημα και σήμερα τραγούδι.
Άλλα να, πώς έφτασε στα
χέρια μας το κείμενο τού Μίκη, πού, όπως είναι γνωστό, δρέπει δάφνες μουσικές σε
χώρες της Ευρώπης. Γράφει σχετικά ο Βασίλης Καββαθάς:
Πριν φύγει, συναντηθήκαμε
τυχαία στην οδό Σταδίου. Και μετά τα τυπικά λόγια, για την πολύπλευρη
«ελληνική» δραστηριότητα του, μπήκαμε για καλά σε μια συζήτηση πού δεν φαινόταν
να έχει τελειωμό. Μού εξηγούσε πώς έγραψε τα ποιήματα, πού μελοποίησε
πρόσφατα...
Μα, ο χρόνος δεν μάς
έπαιρνε να ολοκληρώσουμε μια σχετική συνέντευξη και συμφωνήσαμε να μού
απαντήσει όσο γινόταν πιο γρήγορα από την Ευρώπη.
«Θα τα γράψω και θα στα
στείλω από τον πρώτο σταθμό της περιοδείας μου...», μού είπε και έφυγε για να
προφτάσει το αεροπλάνο.
Τόπε και τόκανε. Και, πριν
λίγες μέρες, έφτασε στα χέρια μου ένας φάκελος, με το κείμενο πού ακολουθεί:
«Τα "Τραγούδια της εξορίας" φτάνουν ως τις ρίζες της
μουσικής μου... Ψάχνοντας πριν λίγο καιρό στα κιτρινισμένα μουσικά μου
χειρόγραφα, βρήκα μια μελωδία με τίτλο «ΦΥΣΗΞΕ ΒΟΡΙΑ ΜΟΥ» και με ημερομηνία
«1939- Πύργος». Ήταν ή εποχή, πού διάλεγα τους στίχους των τραγουδιών μου, μέσα
από τα σχολικά βιβλία: Δροσίνης, Πολέμης. Παλαμάς, Βαλαωρίτης, Σολωμός ήταν οι
πρώτοι ποιητές πού μελοποίησα.
Το «Φύσηξε βοριά μου» ήταν
ένα ποίημα τού Βαλαωρίτη κ' εγώ έγραψα μια ζωηρή μελωδία, πού θύμιζε μάχη...
Τέσσερα ή πέντε χρόνια αργότερα (1943 - 44), βαφτιζόμουν στην πρώτη μάχη κατά των
Γερμανοτσολιάδων, κοντά στην Καλλιθέα. Νέα πρόσωπα, νέοι φίλοι, συναγωνιστές.
Μάχες, συνεδριάσεις, κυνηγητά, παρανομία. Όμως, τα βράδια πάντα τραγουδούσαμε. Δε
θυμάμαι πότε και πού πρωτοτραγούδησα το τραγούδι τού Βαλαωρίτη.
Την άλλη μέρα, ένας νέος Ελασίτης,
ο Πάνος Λαμψίδης, έφερε νέους στίχους επαναστατικούς. Ήταν ο ύμνος τού ΕΛΑΝ,
δηλαδή τού ναυτικού τού ΕΑΜ. Από κει και πέρα, από στόμα σε στόμα, μελωδία και
στίχοι ταξίδεψαν. Έγιναν τραγούδι λαϊκό. Και σαν τέτοιο αποφάσισα να το
συμπεριλάβω μέσα σε δικό μου δίσκο ύστερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Απ' την Αντίκαιρα προβάλλει ο Ζαχαρίας
και ξεμακραίνει
το Ελανίτικο καράβι
θαλασσομάχοι εμείς της
λευτεριάς
απ' την Αντίκαιρα
προβάλλει ό Ζαχαρίας
Έγια μόλα έγια λέσα
μπρος θαλασσομάχοι εμείς της
λευτεριάς
μεσοπελάγου αρμενίζουμε
με μιας
όμοια μπουρλότο η ψυχή
φωτά κι' ανάβει
καθώς προβάλλει το λιμάνι της
Ιτιάς
μεσοπελάγου αρμενίζουμε
με μιας
Στο Γαλαξείδι οι Ελανίτες μέσα
κι' η
καμπάνα γλυκόψυχα να χτυπάει
έγια μόλα παιδιά έγια λέσα
στο Γαλαξειδι, οι 'Έλανιτες
μέσα»
Χτύπα
- χτύπα
Ιούλιος του 1947. Κοιμάμαι
στρωματσάδα στη βεράντα τού σπιτιού ενός θείου μου, στη Νέα Σμύρνη. Χαράματα, με
ξυπνούν φωνές. Σηκώνομαι και βλέπω το σπίτι ζωσμένο με αστυφύλακες:
-Κατέβα γρήγορα κάτω, όπως
είσαι... (πού σημαίνει... με το σώβρακο!)
Τρέχω μέσα, βάζω
παντελόνι, πουκάμισο, και παπούτσια.
Πάνε να σπάσουν την πόρτα.
Η μάνα μου, ο πατέρας, ο αδερφός, οι συγγενείς ξυπνούν.
-Τι τρέχει;
Το χώλ γέμισε
αστυνομικούς. Με τραβούν με βία στην σκάλα. Είπα - δεν είπα «γεια χαρά» στους
δικούς μου. Η μάνα μου βγαίνει στο μπαλκόνι και φωνάζει. Εγώ, όμως, με τη συνοδεία
μου βρίσκομαι μακριά.
Φτάνουμε στο Αστυνομικό τμήμα Νέας Σμύρνης.
Εκεί γίνεται χαλασμός
κόσμου. Πολλοί είναι ξυπόλητοι. Άλλοι με τις πυτζάμες... Οι συγγενείς από
μακριά φωνάζουν. Σε λίγο διακρίνω και τον πατέρα μου. Προσπαθεί να σπάσει τον
κλοιό. Τον χτυπούν. Το αίμα του πνίγει τα μάτια. Όμως δεν προφταίνω να
αντιδράσω. Με βία μάς σπρώχνουν ν' ανεβούμε στα καμιόνια, Στριμωγμένοι σαν σαρδέλλες,
κυκλωμένοι με αυτόματα, κατηφορίζουμε στη Συγγρού. Η Αθήνα κοιμάται. Ο Πειραιάς
ροδοαχνίζει, καθώς μπαίνουμε στο λιμάνι. Μάς κατεβάζουν γρήγορα κάτω και μάς
σπρώχνουν προς την προκυμαία. Μπαίνουμε τρέχοντας σε μικρά αποβατικά.
- Πού μάς πάνε; Τι
πρόκειται να μας κάνουν;
- Θα μάς φουντάρουν στο
πέλαγο, όπως τους Ιταλούς, λέει κάποιος αισιόδοξος.
-Δεν βαριέσαι, τίποτα δεν
μπορεί να μας κάνουν, λέει ένας Επονίτης και πιάνει το τραγούδι.
«Πόλεις,
βουνά δουλεύουμε με πίστη
οργανωμένοι
από το ΕΑΜ...».
Όλα τα αποβατικά τρέχουν
πλάϊ -πλάϊ και το τραγούδι, από χίλια στόματα, ξυπνάει τον Πειραιά. Φτάνουμε
στην Ψυττάλεια. Μάς περιμένουν ναύτες με αυτόματα. Πηδάμε και ανηφορίζουμε προς
την πλαγιά. Πόσοι είμαστε; Χίλιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα χιλιάδες; Τα αποβατικά
πάνε κι' έρχονται!
- Παιδιά ήρθε ο
Παρτσαλίδης! -Φέρανε και τον Γαβριηλίδη!
- Ζήτω το ΕΑΜ.
Και πάλι το τραγούδι,
αντηχεί. Είμαστε χαρούμενοι. Είμαστε πολλοί. Είμαστε ενωμένοι και
αποφασισμένοι.
Το μεσημέρι κάποιος λέει
σιγανά:
- Παιδιά, δεν έχει νερό!
Δεν έχει νερό; Τότε, διά μιας συνειδητοποιούμε ότι δεν ήπιαμε
ακόμα νερό, ότι είναι Ιούλιος, ότι είναι 40 βαθμοί και δεν υπάρχει σκιά: Γύρω
χώμα, σκίνα και βράχια. Κάτω θάλασσα, πάνω φρουροί.
Μάς ήρθε τρέλα. Μια βίαιη,
απέραντη ΔΙΨΑ μας κυρίεψε. Σε δύο ώρες 10.000 άνθρωποι είμαστε τρελλοί. Τα
μάτια θόλωσαν, η γλώσσα πρήστηκε και βγήκε έξω από το στόμα. Το δέρμα βγάζει
μαύρες κουκίδες.
- Να κάνουμε οικονομία
δυνάμεων. Να μη μιλάμε. Να μην περπατάμε.
- Πάει επιτροπή να ζητήσει
νερό.
- Μα δεν υπάρχει νερό για
10.000!
- Δεν έχουν βαρέλια!
- Δεν έχουμε κύπελλα.
Αρχίζουν οι φωνές. Σε λίγο
γίνονται κλάματα από τον πόνο. Ή δίψα πονάει. Ό ήλιος, καμίνι, μάς ψήνει.
Πέφτουμε κάτω. Σκεπάζουμε το κεφάλι με τα χέρια.
Βλέπω τον Παρτσαλίδη πάνω
σ' ένα βαρέλι.
-Σύντροφοι, ακούστε με.
Από κάτω ο Γαβριηλίδης τού
λέει:
- Μήτσο κατέβα, κανείς δεν
σ' ακούει, θα λιποθυμήσεις.
Με το σούρουπο δροσίζει
λιγάκι. Όμως η ΔΙΨΑ θεριεύει. Βογγητά βγαίνουν μέσα από τα βράχια και σχίζουν τη
νύχτα.
Τα χαράματα, μάς βρίσκουν
όλους μισοπεθαμένους. Κυττάμε την Ανατολή και περιμένουμε με αγωνία, μήπως ο
ήλιος αργήσει να βγει. Να, όμως, πού οι αχτίδες σκάνε και λίγο - λίγο προβάλλει
ένας ήλιος - δήμιος. Πού μάς αγγίζει το ζεστό φώς, πονάμε. Δεν αντέχουμε άλλο.
Τώρα, δεν βλέπει πια ο ένας τον άλλο. Οι πιο πολλοί έχουν γύρει κι έχουν
λιποθυμήσει πλάι στα εμετά.
Το μεσημέρι, φτάνουν
ξαφνικά αρματαγωγά. Σωθήκαμε, σκεπτόμαστε όλοι, χωρίς να μάς νοιάζει ποια τύχη
μάς περιμένει... Το πρώτο πλοίο γιομίζει. Ετοιμάζομαι να κατηφορίσω κι εγώ προς
την παραλία.
- Πάρτε τα χαρτιά μου, μού
ψιθυρίζει ό Γιώργος, γραμματέας της ΕΠΟΝ, και δόστα στη γυναίκα μου. Εγώ θα
μείνω πια εδώ.
Τον σηκώνουμε και τον
τραβάμε μαζί μας. Μπαίνουμε στο αρματαγωγό. Από πάνω, ναύτες μάς κοροϊδεύουν και
βρίζουν.
- Ας έρθει ο Μάρκος να σάς
γλυτώσει. Μερικοί έχουν κρεμάσει σε σπάγγους κονσερβοκούτια γεμάτα νερό. Τα
κουνούν πάνω από τά κεφάλια μας. Κι όταν κάποιος κάνει να τα πιάσει, τα τραβούν
ψηλά γελώντας. Ένας ξάδερφος μου, μού λέει:
- Να, εκεί, ένα βαρέλι με
νερό. Ανοίγω δρόμο. Τα βαρέλια, από λάδι μηχανής έχουν αδειάσει. Μόνο σ' ένα
διακρίνω νερό με λάδι και άλλες βρώμες·
ανακατεύω στον πάτο Με τόνα χέρι πιάνω στο χείλος, με τ' άλλο φέρνω «νερό» στα
χείλη. Δροσίζομαι. Δεν νοιώθω τίποτα, πού το μεγάλο δάχτυλο έχει μπηχτεί βαθειά
στο ατσάλι. Το αίμα τρέχει ποτάμι. Πίνω το αίμα μου και δροσίζομαι.
-Θα σού κοπεί το δάχτυλο,
μου λέει κάποιος. Τώρα έχω την πληγή, όπως ένας κάμπος έχει την παπαρούνα. Να
μού θυμίζει πάντα μιαν Άνοιξη.
Τέλος, βγάζουν τις μάνικες
και μάς περιλούζουν με νερό. Πιο
ευτυχισμένη στιγμή δεν έζησα. Οι ναύτες, παίζουν με τον πόνο μας. Μάς πετούν με
βία νερό στα πόδια, στο κεφάλι, στην κοιλιά. Πέφτουμε κάτου. Σηκωνόμαστε. Όμως,
όλη μας η προσπάθεια είναι να πιούμε. Πίνουμε, πίνουμε και στο τέλος έρχεταιη
πείνα και η κούραση.
Μας δίνουν μισή κουραμάνα.
Τρώμε, νυστάζουμε:
- Δεν έχει χώρο για να κάτσουμε όλοι!
- Ύπνος με βάρδιες. Οι μισοί κοιμόμαστε όρθιοι!
Και μετά, ξαφνικά:
- Μα πού μάς πάνε; Κανείς δεν ξέρει. Την
παράλλη μέρα ανοίγουν οι μπουκαπόρτες:
Άγιος Κήρυκας, Ικαρία!
Βγαίνουμε και λέμε:
- Νερό;
- Μόνο νερό έχουμε εδώ μπόλικο. Φαΐ δεν έχουμε!
Έτσι φεύγει ή δίψα κι' έρχεται ή πείνα.
Κάθομαι στο καφενεδάκι, πλάι
στη θάλασσα, παραγγέλνω καφέ και 5 νερά! Και γράφω στους γονείς μου την πρώτη
κάρτα. Όμως, αντί για γράμμα βγαίνει... ποίημα. Και σε λίγο βγαίνει τραγούδι!
Το βράδι η ομάδα μας
πρέπει να σκαρφαλώσει στο βουνό ως τα 900 μέτρα, να πάει στο χωριό Οξιές να
φτιάξει τη νέα κοινότητα εξόριστων. Καθώς ανεβαίνουμε, πεινασμένοι μα
πρόσχαροι, τραγουδούμε με κομμένη ανάσα, το καινούργιο τραγούδι:
ΧΤΥΠΑ ΧΤΥΠΑ
Τα πλοία
προσμένουν κρυφά στα σκοτάδια
δεμένα σε κάποια
ακτή μυστική
καμιόνια με φάρους
σβησμένους γεμάτα
συντρόφους πιστούς
γλιστρούν
μεσ' την πόλη πού
τώρα σφαδάζει
στα νύχια των
εχθρών τού λαού
Χτύπα χτύπα το
στήθος πού ανάβει
χτύπα χτύπα το νου
πού φωτά
στα χτυπήματα
θεριεύουν οι σκλάβοι
κάτω μας σπρώχνεις
μα πάμε ψηλά.
Τα πλοία στα βράχια
σκορπούν τους συντρόφους
τους ζώνουν σαν
φίδια φρουροί τρομεροί
μα κείνοι ψηλά το
κεφάλι ψηλά η σημαία
προχωρεί παιδιά τού
λαού τιμημένα γνωρίζουν
πώς πλάθουν την
καινούργια ζωή (δις)
ΤΗΣ
ΕΞΟΡΙΑΣ
Θάλασσες μάς ζώνουν
κύμματα μάς κλειούν
σ' άγριους βράχους πάνω
τα νειάτα μας φρουρούν
Στείλαν τού λαού μας
τ' άξια τα παιδιά
για να τα λυγίσουν
σε δεσμά βαρειά
Στων φρουρών το πείσμα
θα σταθούμε ορθοί
στις καρδιές ατσάλι
φλόγα στη ψυχή
Μάνα μη στενάζεις
μάνα μ ή θρηνείς
τώρα πέφτουν οι θρόνοι
και τραντάζει η γης
Τώρα πέφτουν οι θρόνοι
και τραντάζει η γης
η αυγή χαράζει
πάνω στα βουνά
ο εχθρός λουφάζει
φτάνει η λευτεριά
χτυπάτε τους αδέλφια
χτυπάτε δυνατά
σαν χτυπάει ο λαός μας
σύεται γη στεριά
ΒΑΣΙΛΗΣ
ΚΑΒΒΑΘΑΣ
'ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου