ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Το
“Τραγούδι του νεκρού αδελφού”
Εντελώς τυχαία μέσα
στο αρχείο μου βρέθηκε ένα απόκομμα από περιοδικό που είχα κρατήσει και αναφερόταν
στην δεύτερη παράσταση -αν δεν με απατά η μνήμη μου η πρώτη ήταν το 1962 στο
θέατρο Καλουτά - του έργου του Μίκη Θεοδωράκη το “Τραγούδι του νεκρού αδελφού”
που ανέβηκε στις 25 Ιουνίου 1980 στο καλοκαιρινό θέατρο "Αθήναιον" σε
σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού και με εκτελεστές των τραγουδιών τον Γιώργο
Νταλάρα, τον Πέτρο Πανδή, την Μαργαρίτα Ζορμπαλά και τον Γιάννη Κούτρα. Κατά το
τέλος του Ιουλίου τον Νταλάρα τον αντικατέστησε ο Αντώνης Καλογιάννης.
Η παράσταση ήταν
εξαιρετική και άλλωστε πώς να μην ήταν αφού το “Τραγούδι του νεκρού αδελφού” είναι ένας ύμνος
στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια
«Με το “Τραγούδι
του νεκρού αδελφού”, ταυτίζομαι περισσότερο απ’ ό,τι με οποιοδήποτε άλλο έργο
μου, από κάθε άποψη: μουσική, ανθρώπινη, βιωματική, αγωνιστική και, προπαντός,
“ελληνική”, μιας και ο Εμφύλιος βύθισε την Ελλάδα στα δάκρυα, στο αίμα και στη
δίχως τέλος δοκιμασία» εξηγεί ο Μίκης Θεοδωράκης.
Γραμμένο το 1961,
το έργο είναι μια λαϊκή τραγωδία, εμπνευσμένη από τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό
που ξέσπασε μετά από την εθνική εποποιία κατά του φασισμού. Περιλαμβάνει οκτώ
ανυπέρβλητα λαϊκά τραγούδια, σε μουσική και στίχους του συνθέτη (πλην του "Κοιμήσου
αγγελούδι μου" τους στίχους του οποίου
έγραψε ο Κώστας Βίρβος). Διαπνεόμενο από μια συγκίνηση αρχετυπική, σχεδόν
θρησκευτική, είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στη συλλογική
ανάγκη για μνήμη. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα γενναίο κάλεσμα σε εθνική ομοψυχία,
σκύβοντας με συγκλονιστική ωριμότητα πάνω στις πληγές του Εμφυλίου, οι οποίες,
την εποχή που γράφτηκε, ήταν ακόμα ανοιχτές.
Για την ιστορία να θυμίσω
ότι τελευταία φορά το έργο ανέβηκε στην σκηνή του Badminton σε
σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου τον Μάρτιο του 2015.
Κων/νος Γραικιώτης
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΑΝΕΒΗΚΕ ΜΕΤΑ ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ
«ΑΘΗΝΑΙΟΝ» ΣΕ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΑΛΕΞΗ ΣΟΛΟΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΝΔΗΣ, Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
ΖΟΡΜΠΑΛΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΡΑΣ
Μια λαϊκή ζωγραφιά του Βασίλη Φωτόπουλου είναι φέτος το σκηνικό του
Θεάτρου «Αθήναιον». Κι επάνω απ' αυτήν ένα φεγγάρι κι ένας ήλιος κλείνουν το
χρόνο. Χθες, σήμερα αύριο. Αέναη διαδοχή της μέρας και της νύχτας. Και ο μύθος:
εμφύλιος σπαραγμός.
Τα όργανα (εννεαμελής ορχήστρα) παίζουν. Ο Πέτρος Πανδής τραγουδάει
ρωμαλέα «Δυό γιους είχες μαννούλα μου, δυό δέντρα, δυό ποτάμια...». Τό
«όνειρο». Ένα χορευτικό. Εικόνα
ποιητική. Και σε λίγο αρχίζει η δράση. Δυό αδέλφια (ο ένας αριστερός, ο άλλος
δεξιός) σε μιά γειτονιά. Μιά μάννα, χήρα από τον πόλεμο, φτώχια και πόνος.
Διχασμός και αγάπη. Μιά κοπελιά ρομαντική αγαπάει τον ένα γιό. Τον αριστερό. Ο
αδελφός της δεξιός. Ο πατέρας τίμιος. Ξέρει μόνο ν' αγαπάει και να προσφέρει.
Διηγείται, πώς σώθηκε η κόρη του, όταν κινδύνεψε να πνιγεί. Βούτηξαν ο ένας
μετά τον άλλον όλοι οι φίλοι κι ο ένας βοήθησε τον άλλο. Αν, ένας απ' αυτούς δεν έτρεχε, ίσως να μη ζούσε
η κόρη του. Σαν αλυσίδα. Κι όλος ό θίασος τραγουδάει με κίνηση χορευτική:
«φτιάξε την αλυσίδα κορμί με κορμί.
Την αλυσίδα πού μιλά την κάνω αστροπελέκι.
Ή Λευτεριά κερδίζεται.
Ραγιάδες σηκωθείτε!»
Για λίγο, δεξιοί και αριστεροί
θυμούνται κι αγαπιούνται. Στο συνοικισμό με τα σπίτια τα χαμηλά, τα νειάτα
θέλουν να χαρούν. «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε. Καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές...»
Κι όμως η σύγκρουση, η ιδεολογική οδηγεί μακριά. Σκοτωμοί! «Μου φέρνουν το
παιδί μου σκοτωμένο», τραγουδάει-ερμηνεύει πιο σωστά, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Και
το μοιρολόι συνεχίζεται με το «Νανούρισμα». Πόνος, τρυφερότητα και μιά άλλη
ανάσα στο κοινό, πού μουρμουρίζει μαζί με τη Μαργαρίτα σιγανά, για να μην
ακούγεται. «Κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι-νάνι». Μέσα από τη συγκίνηση
του τραγουδιού, το παράλογο του τυφλού διχασμού αγγίζει τον θεατή. Η αφανής
επιτυχία της παράστασης.
Η δράση συνεχίζεται. Η αλυσίδα σπάει. Κάποιος σκοτώνεται, κάποιος
συλλαμβάνεται, κάποιος προδίνει. Μπαίνει Η αστυνομεύουσα τάξη. Κάνει συλλήψεις.
«Αυτές επιτρέπονται». Ο αρχηγός τους γίνεται για λίγο «Εφιάλτης». Και ο Γιάννης
Κούτρας τραγουδάει από το βάθρο του ειρωνικά. «Ποιος δεν ξέρει τον Εφιάλτη; Ο
Εφιάλτης ήταν ο πρώτος προδότης. Τότε ακόμα η προδοσία ήταν αμάρτημα».
Μέρος δεύτερο. Τα πρόσωπα σκορπίζουν. Ένας τυφλός γέρος συνοδεύεται από την
κόρη του. Τα δυό αγόρια του έχουν σκοτωθεί στον εμφύλιο. Δεν το ξέρει. Αγνοεί το
δικό του βαθύ πόνο και παρακολουθεί τον αλληλοσπαραγμό των άλλων. Πού και πού
σχολιάζει αυτά πού του περιγράφει η κόρη του, όσα ακούει και ό,τι διαισθάνεται,
φτάσανε στο συνοικισμό. Η μέρα αρχίζει και πάλι. Ίδια όπως και πριν. Παράλογα. Με
σύγκρουση.
Ο ένας γιος κρύβεται πια στα βουνά. Κατεβαίνει για να δώσει Ένα μήνυμα στη
μάννα του. «Ζήτημα ζωής ή θανάτου». Να δει και την αγαπημένη του, πού τον
πατέρα της τον έχουν συλλάβει οι αριστεροί. Γιατί; Ο εμφύλιος φταίει. Κι εκείνη
μέσα στη παραζάλη και στη σύγχυση των αισθημάτων της προδίδει τον αντάρτη. «Τα
μεσάνυχτα πού σμίγουνε οι ώρες, προδομένη μου αγάπη. Ντάν-ντάν-ντάν-ντάν
σημαίνει. Ντάν το τέλος της αγάπης»...» Ή Μαργαρίτα Ζορμπαλά τραγουδάει και
πάλι. Λόγος, χορός, μιμική, τραγούδι. Λαϊκό ορατόριο!
Και οι εικόνες αρχίζουν και πάλι να παίρνουν πνοή. Ή ερωτευμένη κοπέλα
σπαράζει για την προδοσία της. Πάει να τον σώσει την τελευταία στιγμή. Τη
σκοτώνουν οι δεξιοί. Κύκλος φαύλος. Και έφτασε το βράδυ...
«Ένα δειλινό, ένα δειλινό, ένα δειλινό
σε δέσαν στο σταυρό.
Σου κάρφωσαν τα χέρια σου, μου κάρφωσαν τα σπλάχνα.
Σου δέσανε τα μάτια σου, μου δέσαν τη
ψυχή μου...»
Ό Πέτρος Πανδής στη σκηνή δεν μας θυμίζει απλώς παλιά τραγούδια. Μας τα
βάζει στην καρδιά μας. Φινάλε. Ό ήλιος φωτίζεται κόκκινος. Πανδής, Ζορμπαλά,
Κούτρας και όλος ό θίασος επί σκηνής. Δοξαστικό!
Ενωθείτε βράχια, βράχια. Ενωθείτε
χέρια, χέρια...
Πολυχρόνιος ήμερα. Ύπερμάχω,
Ύπερμάχω...»
Σκηνοθέτης αυτής της δουλειάς ο Αλέξης Σολωμός, πού λέει; «"Άξιος
εκπρόσωπος του θεατρικού είδους, πού είναι όραμα, αντίλαλος λόγου και στοχασμού,
ρυθμού και πάθους, με ξεκίνημα τον ανθρώπινο πόνο και στόχο την ελπίδα είναι το
έργο αυτό του Μίκη Θεοδωράκη. Λογάριαζα εδώ και χρόνια να το ανεβάσω, άλλα τα
οικονομικά του «Προσκήνιου» μου έδεναν τα χέρια. Αυτή την παράσταση οργάνωσε ό
Νίκος Σοφιανός, πού μου έδωσε την ευκαιρία, όχι μόνο να πραγματοποιήσω μιά
παλιά μου σκέψη, αλλά και να προσθέσω στο «Προσκήνιο» πολλούς καινούργιους
θεατρικούς συνεργάτες».
Το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» γράφτηκε από το Μίκη Θεοδωράκη στα 1960.
Παίχτηκε από το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη στα 1962. Σήμερα, ύστερα από είκοσι
χρόνια ο δημιουργός του σημειώνει, ότι όταν έγραφε τα τραγούδια του «Νεκρού αδελφού»
σχεδιάζοντας συνάμα και το θεατρικό έργο, η έντεχνη λαϊκή μας μουσική περνούσε τη
νηπιακή της ηλικία. Τώρα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια παρανοϊκή κατάσταση στο
χώρο του Ελληνικού τραγουδιού. Μιά εισβολή, πού θυμίζει εκπληκτικά την περίφημη
μόλυνση του περιβάλλοντος και την παραμόρφωση του φυσικού τοπίου.
«Είκοσι χρόνια λοιπόν μετά τη σύνθεση και συγγραφή του «Νεκρού αδελφού»,
συνεχίζει ο Μίκης Θεοδωράκης, έχω την αίσθηση, ότι παρουσιάζω το έργο αυτό για
πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό. Έτσι αισθάνομαι κι εγώ. Ένα νέο ξεκίνημα.»
Μια θεατρική δουλειά, πού άσχετα αν είναι σωστή ή όχι, είναι από τις πιο
καλές αυτού του καλοκαιριού. Από τις
παραστάσεις με κάποιο ήθος. Κι αυτό, γιατί ενώ τραγουδάνε τρεις μεγάλοι
τραγουδιστές, δεν οικειοποιούνται τίποτα. Διακριτικοί, δεμένοι οργανικά με την
παράσταση, ερμηνεύουν και θυμίζουν τραγούδια, πού έθρεψαν μια ολόκληρη γενιά.
Συγκινούν, αλλά κυρίως δεν προκαλούν την περίφημη πια αίσθηση του
«αναψυκτηρίου», πού κατά κόρον γίνεται, προκαλείται πιο σωστά τα τελευταία
χρόνια, για λόγους εμπορικούς. Το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» στο θέατρο
«Αθήναιον» είναι μια από τις πιο
πολυδάπανες θεατρικές δουλειές, μια και το κόστος της, απ' ό,τι μας είπε ο
επιχειρηματίας, ξεπερνάει τα 20 εκατομμύρια (δραχμές).
Ένα λαϊκό ορατόριο, πού αν μη τί άλλο, θυμίζει Ελλάδα. Αν το καλοσκεφτείς,
δεν είναι και λίγο αυτό. Πάντως, το ατού της παράστασης δεν είναι μόνο οι
βασικοί συντελεστές Θεοδωράκης - Σολωμός - Φλερύ (χορογραφίες), Φωτόπουλος
(σκηνικά) και οι τραγουδιστές, άλλα και οι ηθοποιοί, όλοι συγκινητικοί μέσα
στην προσπάθεια τους, πού έγινε πάθος, για το αποτέλεσμα. Στο θίασο παίζουν: Τη
μάννα η Ελένη Ζαφειρίου. Τα δύο αδέλφια ο Τάκης Χρυσικάκος και ο Γιώργος Γραμματικός.
Την αγαπημένη του ενός ή Κατερίνα Μαραγκού. Τον πατέρα της ο Νίκος Γαροφάλου και
τον τυφλό πατέρα (θυμίζει Οιδίποδα ή σκηνή) ο Νότης Περγιάλης. Παίζουν ακόμα ο
Ηλίας Πλακίδης, ο Ντίνος Δουλγεράκης, η Αφροδίτη Τζοβάνη, ο Μηνάς Κωνσταντόπουλος
και η Ερη Γκοδίμη.
(+) Έλενα Χατζηιωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου