Translate -TRANSLATE -

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

ΟΤΑΝ Ο ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ





ΟΤΑΝ Ο ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
"Ο ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ "
Μια τραγωδία του Καζαντζάκη Μια όπερα του Καλομοίρη
Το 1883 γεννήθηκαν δύο μεγάλες μορφές της ελληνικής διανόησης που επρόκειτο, αλληλοεκτιμούμενοι να συναντηθούν μέσα από ένα μεγάλο τους έργο τον Πρωτομάστορα. Πρόκειται για τον μεγάλο λογοτέχνη μας Νίκο Καζαντζάκη και μια μεγάλη μουσική μορφή τον Μανώλη Καλομοίρη.


Κατ' αρχάς ποιος είναι ο Πρωτομάστορας και πως συνέδεσε τις δύο μεγάλες αυτές μορφές;
Ο Πρωτομάστορας γράφτηκε από τον Καζαντζάκη το 1908  και αποτελεί δραματοποίηση της παραλογής «Του Γιοφυριού της Άρτας». Το ποτάμι απειλεί να ξαναρίξει το γεφύρι και οι θεριστές φοβούνται ότι θα τα καταφέρει. Κάποιοι θεωρούν υπεύθυνο τον Πρωτομάστορα και σκέφτονται να τον ρίξουν θυσία στον ποταμό. Τις σκέψεις τους διακόπτει ο Τραγουδιστής, ανακοινώνοντας περιχαρής την άφιξη της όμορφης Σμαράγδας που μπαίνει σκορπίζοντας δώρα στους θεριστές, πριν τελικά συναντηθεί με τον Πρωτομάστορα με τον οποίο έχουν κρυφή ερωτική σχέση. Ο αγαπημένος της έρχεται σε σύγκρουση με τους χωρικούς που τον θεωρούν βλάσφημο και αλαζόνα και πιστεύουν ότι το γιοφύρι θα γκρεμιστεί ξανά. Τη σύγκρουση τους διακόπτει ο πατέρας της Σμαράγδας, ο Άρχοντας που νιώθει ικανοποιημένος από το γεγονός ότι το γιοφύρι που επιθυμεί να χτίσει δείχνει πια να έχει στεριώσει. Σε λίγο όμως, όλοι μαθαίνουν ότι το γεφύρι έχει αρχίσει και πάλι να γκρεμίζεται. Τελικά, την απάντηση θα δώσει η γριά Μάνα, η προφήτης του χωριού: φταίχτης είναι η ερωτική σχέση του Πρωτομάστορα. Για να στεριώσει το γιοφύρι, η γυναίκα που τον ξεμυάλισε πρέπει να χτιστεί με τη θέληση της στα θεμέλια του πριν τη δύση του ήλιου. Αυτή είναι και η λύση που ακολουθείται: η Σμαράγδα ομολογεί τον έρωτα της, ακολουθεί τον δρόμο της εθελοθυσίας παρά τις διαμαρτυρίες του Τραγουδιστή και το γιοφύρι στεριώνει. Το έργο τελειώνει μέσα σ' ένα γαλήνιο ηλιοβασίλεμα, ενώ όλοι οι μάστορες μαζεύουν τα πράγματα τους αποθεώνοντας τον αρχηγό τους.
Το έργο σώζεται σε τρεις ουσιαστικά μορφές: το «δίπρακτο δράμα» Θυσία (1908), την τραγωδία Ο Πρωτομάστορας (1910) και το σχεδίασμα μιας ανολοκλήρωτης «β' version» (1916).
Το έργο αυτό εντυπωσιάζει και ενθουσιάζει τον συνθέτη Μανώλη Καλομοίρη και έτσι στις αρχές το 1909, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ελληνική κλασσική μουσική, συνθέτει τον  δικό του «Πρωτομάστορα», βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Την σύνθεσή του την αφιερώνει στον Ελευθέριο Βενιζέλο, «Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδας», που γεννήθηκε με τους βαλκανικούς πολέμους και τις εδαφικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν.
Η τραγωδία πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αθήνα  το 1916 και χαιρετίστηκε ως μουσικός σταθμός. Ο συνθέτης στον πρόλογο του το 1916 σημειώνει: "Ο “Πρωτομάστορας” δεν είναι όπερα - όπως τουλάχιστον ο κόσμος συνήθισε να λέει κοινά το μουσικό δράμα. Δεν έρχεται τα παρουσιάσει διάφορα κομματάκια μουσικά, δεμένα όπως-όπως μεταξύ τους με μια υπόθεση, όπου παίζουνε μέρος μεγάλο οι φανταχτερές στολές. Κάθε άλλο. Θέλει με όλα τα εκφραστικά μέσα που η μουσική τέχνη έχει στην υποταγή της να δυναμώσει την τραγική εντύπωση που γεννιέται από το δράμα. Και η μουσική του έχει τη φιλοδοξία να δείξει όχι τόσο και μόνο, το ελληνικό χρώμα, παρά την ψυχή την ελληνική. Γιατί ο μουσικός του Πρωτομάστορα προσπάθησε να μη σταματήσει μόνο στις μελωδίες του λαού, στα ελληνικά θέματα, παρά πριν από όλα να δημιουργήσει νέα θέματα δικά του και δικές του μελωδίες, ελληνικά, όμως, πάντοτε, και με χαρακτήρα ελληνικό. Διάλεξε ο μουσικός την τραγωδία του Πρωτομάστορα, μια λεύτερη δημιουργία θεμελιωμένη πάνω σε γνώριμο δημοτικό θρύλο, γιατί πιστεύει πως ο θρύλος μονάχα, ο μύθος της αρχαίας τραγωδίας, καλοδέχεται και τη ζητάει μάλιστα, την επεξεργασία της μουσικής, τη μουσική ατμόσφαιρα. Σε τέτοια ατμόσφαιρα ίσα-ίσα ο κόσμος του θρύλου, ο φανταστικός, ζει πιο άνετα και πιο έντονα την παραμυθένια του ζωή…
Όμως αν για τον Καζαντζάκη και το έργο του γνωρίζουμε πάρα πολλά δεν συμβαίνει το ίδιο  - στους μη μουσικόφιλους - και για τον Καλομοίρη και το έργο του. 

 Πορτραίτο του Μ. Καλομοίρη

Ποιος είναι λοιπόν ο Καλομοίρης και ποια η θέση του στην ελληνική «έντεχνη» μουσική;
Ο Καλομοίρης γεννήθηκε στη Σμύρνη και πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου στην Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ 1901 και 1906 σπούδασε αρμονία, αντίστιξη και σύνθεση στη Βιέννη ενώ αμέσως μετά, μέχρι το 1910, εργάστηκε ως δάσκαλος μουσικής στο Χάρκοβο της Ρωσίας. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε το 1910. Η δραστηριότητα του υπήρξε έκτοτε πολύπλευρη. Συνθέτης, δάσκαλος, ιδρυτής του Ελληνικού και του Εθνικού Ωδείου, επιθεωρητής στρατιωτικών μουσικών και Ακαδημαϊκός (από το 1945). Πέθανε το 1962.
Έγραψε όπερες (όπως «Πρωτομάστορας»,· «Το δαχτυλίδι της Μάνας» και «Κωνσταντίνος Παλαιολό-« γος»), συμφωνίες (όπως την «Παλαμική» και «της Λεβεντιάς») συμφωνικά ποιήματα (όπως «Ο Θάνατος της Ανδρειωμένης» και «Μηνάς ο Ρέμπελος»). Κοντσέρτα, μουσική δωματίου, τραγούδια κ.λπ....
Ο Καλομοίρης είναι ο ιδρυτής και ο κύριος εκπρόσωπος της «εθνικής» μουσικής μας σχολής. Εν τούτοις οι απόψεις των μουσικολόγων για το έργο του είναι διχασμένες.
Όπως αναφέρει ο Χάρης Πολιτόττουλος, «ο μουσικολόγος Παπαϊωάννου πιστεύει πως το έργο του έχει μόνο ιστορική σημασία». Ο Φοίβος Ανωγειαννάκης λέει ότι «έργα όπως το «Μαγιοβότανα» είναι που πρέπει να παρουσιάσουμε στο παγκόσμιο κοινό», ενώ ο Γιώργος Λεωτσάκος έχει γράψει ότι αν ο Καλομοίρης είχε «το δέκατο της προβολής που έχει γίνει στον Χατζατουριάν τότε ο Καλομοίρης θα είχε πολλαπλάσια καθιέρωση». Νεώτεροι μουσικολόγοι, όπως ο μαέστρος Βύρων Φιδετζής (που διηύθυνε την ορχήστρα της Σόφιας στην ηχογραφημένη «Συμφωνία της Λεβεντιάς») και ο κ. Ίων Ζώτος στρέφονται με εκτίμηση προς το έργο του. Ο Ιων Ζώτος μας αναφέρει ότι με μια κατάλληλη ερμηνεία το «Δαχτυλίδι της Μάνας», για παράδειγμα, θα μπορούσε άνετα να καθιερωθεί διεθνώς δίπλα σε άλλα γνωστά έργα εθνικών σχολών...
Ο «Πρωτομάστορας» όμως είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό έργο του Καλομοίρη. Χαρακτηριστικό και εμπνευσμένο για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί ο συνθέτης όταν το συνέθεσε βρισκόταν στο κορύφωμα της ώριμης νιότης του. Ήταν 35 ετών... Δηλαδή σε μια ηλικία, στην οποία - όπως έχει πει ο Ανδρέας Παρίδης- είχε κατασταλάξει η μουσική του αντίληψη και είχαν εμπεδωθεί και βρει έκφραση οι επιρροές τις οποίες δέχτηκε ο Καλομοίρης: η «Ρωμαϊκή», με τη δημοτική ποίηση, τα τραγούδια, τις παραδόσεις του λαού καθώς και η επίδραση του Καζαντζάκη στη λογοτεχνία και του Ριχάρδου Βάγκνερ και των Ανατολικοευρωπαϊκών εθνικών σχολών στη μουσική.
Ο Ανδρέας Παρίδης χαρακτηρίζει την ενορχήστρωση του "Πρωτομάστορα" «πληθωρική» και όπως είπε, κάποια στιγμή όταν ανέβηκε στην σκηνή χρειάστηκε να κάνει ορισμένες περικοπές και «διορθώσεις», γιατί αλλιώς σε ορισμένα σημεία δύσκολα θα ακούγονταν οι τραγουδιστές.
Πάνω σ' αυτό το θέμα είναι δύσκολο να πάρει κανείς θέση αν δεν ακούσει το έργο όπως ακριβώς γράφτηκε.
Ο «Πρωτομάστορας», τραγωδία του Ν. Καζαντζάκη, χωρισμένη σε δυο μέρη με ιντερμέδιο, είναι γραμμένη από το 1908. Είχε υποβληθεί και πήρε το βραβείο στο Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα του 1910 με τον τίτλο «Θυσία», όπως αναφέρεται και στην έκθεση της Κριτικής Επιτροπής που είναι τυπωμένη στο περιοδικό «Παναθήναια», (Ετος Υ, τεύχος 232, 31 του Μάη 1910). Στο ίδιο περιοδικό (τεύχος 233-234) πρωτοτυπώθηκε το κείμενο της τραγωδίας. Και τον ίδιο χρόνο τυπώθηκε χωριστά σε τόμο.
Η «μουσική τραγωδία», το έργο του Μανώλη Καλομοίρη, έχει συντεθεί σε διάστημα δυόμισι χρόνων, από τη Λαμπρή του 1913 ως τον Οκτώβρη του 1915. Την πρωτοπαρουσίασε στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών κατά τα μέσα του Μάρτη του 1916, ο «Ελληνικός Μουσικός Θίασος, διεύθυνσις Α. Κονταράτου». Στη διδασκαλία του έργου είχαν επιστατήσει ο συνθέτης ο ίδιος, ο διευθυντής της ορχήστρας του θιάσου κ. Στέφανος Βαλτετσιώτης και η κ. Χαρίκλεια Καλομοίρη.
Τον «Πρωτομάστορα» ξαναδούλεψε ο συνθέτης του συστηματικά και ριζικά από το 1926 έως το 1930 και τον παρουσίασε στο θέατρο «Ολύμπια» με τη Μελοδραματική του Εθνικού Ωδείου, σε μια σειρά από παραστάσεις, το 1930, καθώς και στις γιορτές της Εκατονταετήρίδος με τη διεύθυνση του Μητρόπουλου και με μουσική βοήθεια του κ. Λεωνίδα Ζώρα.

Το έργο όπως προαναφέραμε βασίζεται στο δημοτικό τραγούδι του Γιοφυριού της  Άρτας. Πρόκειται για θέμα θαυμάσιο και πολύ κατάλληλο για μουσική μεταχείριση.
«Ο Καζαντζάκης, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει σε άλλους, μου αρέσει πολύ σαν θεατρικός συγγραφέας», έχει πει στο παρελθόν ο σκηνοθέτης Μίνως Βολανάκης. «Το έργο είναι το παλιότερο απ' όλα του Καζαντζάκη και είναι σημαντικό για την κατανόηση του ίδιου σαν ατόμου και της ιδέας του ότι σαν άντρας πρέπει να ξεπεράσει ακόμα και την αγάπη και την ευτυχία για «να στεριώσει το γιοφύρι» του ανώτερου προορισμού του. Μέσα στο έργο βρίσκουμε και την έκφραση του πατριαρχικού στοιχείου στην παράδοση μας. Η ιδέα αυτή της θυσίας, του ξεπεράσματος της ευτυχίας για να οδηγηθεί το άτομο στην ολοκλήρωση της αποστολής του, σημαδεύει όλο το έργο του Καζαντζάκη. Είναι ενδιαφέρον ότι παρατηρούμε σ' αυτό και μια σύγκρουση φύλων στην οποία όμως οι μεν γυναίκες πεθαίνουν οι δε άντρες επιζούν!
Απ' τη νεανική «Μέλισσα» ως τον ώριμο «Ζορμπά» η σύγκρουση αυτή στον Καζαντζάκη είναι πάντοτε παρούσα.
«Στο έργο τούτο», συνεχίζει ο Βολανάκης, «υπάρχουν τρεις "κόσμοι": η πατροπαράδοτη, στυγνή πατριαρχία (άρχοντας, σκληρές παραδόσεις, χωριό), ο πρωτομάστορας με τους μαστόρους του, κόσμος πλάνης, ελεύθερος, χωρίς οικογένεια, με μόνη ακολουθία τις γύφτισσες. Ο δεύτερος τούτος κόσμος συγκρούεται, φυσικά, με τον πρώτο.
Ανάμεσα τους βρίσκεται ένας κόσμος αγάπης και τρυφεράδας που τον εκπροσωπεί η Σμαράγδα, η κόρη του άρχοντα, που θυσιάζεται, ένα σακάτικο παιδί, ο τραγουδιστής, καθώς και όλες οι γυναίκες- κατά στιγμές όμως (όπως όταν πρόκειται να επιλεγεί το θύμα που θα θυσιαστεί).


Όταν στον εορτασμό των εκατό χρόνων από την γέννηση του Καλομοίρη ανέβηκε η παράσταση στο φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη αυτός δήλωνε :
«Ο αργός ρυθμός της μουσικής ζητάει το πλάτεμα της σκέψης. Ο χρόνος του ονείρου είναι ο χρόνος της μουσικής... Οφείλω να παραδεχτώ ότι ο χρόνος που διαθέτω είναι απελπιστικά περιορισμένος… Δεν γνωρίζω ακόμα τη μουσική!» καταλήγει...
Ας δούμε όμως τι είπαν τοτε οι βασικοί ερμηνευτές του έργου για τους ρόλους τους. Η Κική Μορφωνιού, (μάνα);
«Ο ρόλος της μάνας (που υποδεικνύει την τραγική λύση) είναι για μένα ένα σύμβολο. Η διορατικότητα της - όχι μαγική (μόνο ο πρωτομάστορας τη λέει μάγισσα, γιατί έτσι τον συμφέρει, πηγάζει από μια εσωτερική διαίσθηση και προσωπική γαλήνη, από μια υπερφυσική σχεδόν πνευματικότητα.
Η στατικότητα που συνιστά ο σκηνοθέτης στην αντιμετώπιση του ρόλου μου, μου αρέσει γιατί τονίζει την αξιοπρέπεια και την πνευματική ανωτερότητα του χαρακτήρα της μάνας».
Ο Τζων Μοδινός (άρχοντας): «Το 1962, λίγο πριν πεθάνει ο Καλομοίρης,  γνωρίζοντας  ότι  θα τραγουδούσα   στον   "Κωνσταντίνο Παλαιολόγο" μου είπε ότι θά 'θελε να τραγουδήσω τον Άρχοντα στον "Πρωτομάστορά" του. Εικοσιένα χρόνια μετά πραγματοποιείται η επιθυμία του. Ρόλος δύσκολος, με ψηλή Tessitura (Σ.Σ. φωνητική περιοχή μέσα στην οποία κυμαίνεται το τραγούδι), ρόλος δραματικός, με ελληνικότητα στη μελωδία.
Ο άρχοντας προκαλεί το φόβο, αντιπροσωπεύει το συντηρητισμό. Είναι όμως τραγικό πρόσωπο. Για να στεριώσει το γιοφύρι δίνει όρκο ότι θα χτίσει ζωντανή τη γυναίκα που έχει τον παράνομο έρωτα με τον πρωτομάστορα.
Η γυναίκα αυτή είναι, τελικά, η κόρη του. Ο άρχοντας κρατάει το λόγο του»...
Δημήτρης Στεφάνου (Πρωτομάστορας): «Φωνητικά πολλοί τενόροι καταστράφηκαν μ' αυτό το ρόλο. Είναι ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο το έργο δεν παιζόταν στο παρελθόν. Ο Πρωτομάστορας είναι το όργανο της μοίρας την οποία αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια. Ευνόητο είναι ότι οι ερμηνευτικές απαιτήσεις είναι τεράστιες».
Φώφη Σαραντοπούλου (Σμαράγδα): «Πολύ δύσκολος ρόλος. Καλύπτει όλη τη γκάμα της φωνής, όπως συμβαίνει και στην «Τραβιάτα». Η Σμαράγδα είναι αρχικά μια απλή κοπέλα του χωριού κι αυτό χρειάζεται φρεσκάδα στη φωνή. Δεν αντιλαμβάνεται πού την οδηγεί ο έρωτας της για τον πρωτομάστορα. Στο ντουέτο της όμως με τον καλό της δείχνεται γυναίκα και μάλιστα γυναίκα που γνωρίζει τη σαρκική ηδονή...
Στη δεύτερη πράξη η Σμαράγδα ωριμάζει, νιώθοντας το βάρος των καταγγελιών της μάνας και με την αλλαγή αυτή πρέπει να αλλάξει και η φωνητική μου αντιμετώπιση.
Ο θρήνος της - καθώς για πρώτη φορά συνειδητοποιεί το φως, τον ήλιο - καθώς και το τελικό της μοιρολόι είναι τέλος στιγμές στις οποίες φαίνεται καθαρά ότι έχει πλέον μεταβληθεί σ' ένα δραματικά ώριμο, τραγικό πρόσωπο».
Ελληνικότητα, (με χρήση και δύο ηπειρωτικών τραγουδιών και ενός μανιάτικου μοιρολογιού), «βαριά» ενορχήστρωση, πάθος, μηνύματα πάλης του Καζαντζάκη και του συνθέτη, προσφέρουν στον ακροατή μια απ' τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της ελληνικής μουσικής, ένα μουσικο-δραματικό σύνολο άξιο κάποια στιγμή να το γνωρίσουμε όλοι μας.
Διασκευή από άρθρο του Δημήτρη Κατσούδα στο περιοδικό "ΕΝΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: