Ο
χώρος της πρώτης έκθεσης με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο,
όπως ήταν στις αρχές του 1817. Η ανυπαρξία τίτλων ιδιοκτησίας οδήγησε το
βρετανικό Κοινοβούλιο, ενάμιση αιώνα μετά την πρώτη αρπαγή, σε μια ακόμη ηθικά
και νομικά διάτρητη απόφαση: να αποδώσει το 1963 στο μουσείο τίτλους
ιδιοκτησίας.
Η
ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΒΟΥΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
Αρπαγή
εις το όνομα του βρετανικού ...μεγαλείου
Διακόσια χρόνια μετά την
«κρατικοποίηση» της λεηλασίας του Παρθενώνα από τον Ελγιν ή, κομψά, της αγοράς
των «Ελγινείων Μαρμάρων» από το Βρετανικό Μουσείο, το αίτημα της επιστροφής
έχει υπερωριμάσει από κάθε άποψη. Το μοναδικό, ίσως, που δεν προβάλλει
αδιαμφισβήτητο είναι η τυπική νομική πτυχή του επαναπατρισμού.
Στην επέτειο της αγοράς
των Μαρμάρων (Ιούνιος - Ιούλιος 1816), της μεταφοράς (Αύγουστος - Σεπτέμβριος)
και της πρώτης δημόσιας έκθεσης των αριστουργημάτων της παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς (Ιανουάριος 1817), νέο φως ήρθε να ρίξει το διεθνές συνέδριο την
περασμένη βδομάδα στο Μουσείο Ακρόπολης. Αλλά και άλλες εκδηλώσεις και
πρωτοβουλίες προβολής και ενίσχυσης του πάγιου ελληνικού αιτήματος.
Το νέο διοικητικό
συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης για Επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα, που
μόλις εκλέχτηκε, εκτός των άλλων, είναι «εξοπλισμένο» και με την πρόταση, που
κατέθεσαν και εκκρεμεί στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, Άγγλοι βουλευτές. Σύμφωνα με
το σκεπτικό τους. «Είναι καιρός... να διορθώσουμε ένα λάθος 200 ετών. Αυτά τα
υπέροχα έργα τέχνης πριονίστηκαν βίαια και σύρθηκαν μακριά από τον Παρθενώνα...».
Με την ευκαιρία, είναι
χρήσιμο και εξόχως αποκαλυπτικό να δούμε πώς η βρετανική βουλή «νομιμοποίησε»
μία από τις πιο διάσημες και πολύκροτες κλοπές στην Παγκόσμια Ιστορία του
Πολιτισμού. Επειδή, αυτή περνά συνήθως απαρατήρητη ή μένει στη σκιά. Κρυπτόμενη
πίσω από ουδέτερες φράσεις που εξαντλούνται στην «κομψή» πληροφορία ότι
«αγοράστηκε από το βρετανικό Κοινοβούλιο» ή «ιδιοποιήθηκε από το Βρετανικό
Μουσείο».
Τα κωμικοτραγικά
παρασκήνια της αγοράς και οι σχετικές επαφές λόρδου Ελγιν - βρετανικού Δημοσίου
εντοπίζονται ήδη από το 1810. Δεν θα προχωρήσει η υπόθεση για μια πενταετία,
λόγω εθνικών και παγκόσμιων έκτακτων γεγονότων (από τη δολοφονία του
πρωθυπουργού Πέρσεβαλ το 1812 έως το Βατερλό).
Λόρδος
Ελγιν. Αν δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχαν τα Μάρμαρα, λένε μερικοί. Η αλήθεια είναι
ότι θα υπήρχαν στον Παρθενώνα και όχι στο Λονδίνο.
Η
συνδιαλλαγή
Η επίσημη διαδικασία θα
ξεκινήσει τον Ιούνιο του 1815. Εκ προοιμίου, και για να γίνουν σαφή τα κίνητρα,
αξίζει μια καθ' όλα σαφής δήλωση ενός βουλευτή «κέρβερου» των βρετανικών
συντηρητικών αρχών: «Η πρόκληση των πολυτίμων τούτων λειψάνων της αρχαίας
μεγαλοφυΐας και καλαισθησίας θέλει συντελέσει ου μόνον εις την ανάπτυξιν των
τεχνών, αλλά εις την ανύψωσιν του εθνικού ημών χαρακτήρος, του δημοσίου ημών
πλούτου και το πραγματικού μεγαλείου ημών» (Τζον Γουίλσον Κρόκετ).
Στο βρετανικό το μεγαλείο,
λοιπόν, οφείλεται η αρπακτικότητα του κοινοβουλίου. Γι' αυτό και ψηφίστηκε η
ιδιοποίηση. Η απόφαση που καθόρισε τα πάντα. Διότι από τότε οποιαδήποτε
συνδιαλλαγή δεν θα γινόταν, πια, με κάποιον ευγενή ή άλλο ιδιώτη κάτοχο, αλλά
με μία αυτοκρατορία.
ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΤΟΥ 1816
«Ο,τι
δεν έκαμαν οι Γότθοι, το έκαμε ο Ελγιν...»
Τον Ιούνιο του 1815 ο
Ελγιν ζήτησε από τον Βρετανό υπουργό Οικονομικών να συγκροτηθεί κοινοβουλευτική
επιτροπή για να εξετάσει την αγορά. Χρεοκοπημένος ο ίδιος δεν ήταν σε θέση,
όπως έλεγε, να δωρίσει τη συλλογή. Ζητούσε 73.600 λίρες υπολογίζοντας τα έξοδα
που έκανε, συν τους τόκους δώδεκα χρόνων. «Προσέφερε» τους κόπους δεκαέξι ετών
για να την αποκτήσει.
Φανταστική
αναπαράσταση της «Αίθουσας Ελγιν» το 1819 στο Βρετανικό Μουσείο από τον ζωγράφο
A. Aρτσερ. Ανάμεσα στα Γλυπτά επισκέπτες και έφοροι του μουσείου.
Η πρώτη συζήτηση στη Βουλή
για το θέμα δεν είχε θετική κατάληξη γι΄ αυτόν. Ο προεδρεύων στη συνεδρίαση
σημείωνε στο ημερολόγιο: «Η αίτησις του λόρδου Ελγιν υπεβλήθη.
Η συλλογή επηνέθη. Η
διαγωγή του λόρδου Ελγιν και το επί της συλλογής δικαίωμα αυτού ως περί ιδίου
κτήματος λίαν διημφισβητήθη». Για την ακρίβεια υπήρξαν φωνές δριμύτατων
καταγγελιών, όπως του Σερ Τζον Νιούπορτ: «(Ο Ελγιν) επωφελήθη των πλέον
αδικαιολογήτων μέσων και διέπραξε τας μάλλον καταφώρους διαρπαγάς. Φαίνεται ως
να επέπρωτο αντιπρόσωπος της χώρας ημών να αρπάση όσα οι Τούρκοι και οι άλλοι
βάρβαροι ανέκαθεν εθεώρησαν ως ιερά...». Εκτός Βουλής θα εκφραστεί το ίδιο με
τη θρυλική φράση του λόρδου Βύρωνα: «Ο,τι δεν έκαμαν οι Γότθοι, το έκαμαν οι
Σκώτοι» (ο Ελγιν ήταν Σκοτσέζος). Η υπόθεση, μετά από νέα υπομνήματα του Ελγιν,
απασχόλησε ξανά τη Βουλή τον Φεβρουάριο του 1816. Τότε επαναλήφθηκαν και οι
ενστάσεις. Σύμφωνα μ' αυτές ο λόρδος καταχράστηκε τη θέση του ως πρεσβευτής της
Βρετανίας στην Πόλη για να αποκτήσει τη συλλογή. Πρέπει να διερευνηθεί αν
εντίμως δαπάνησε τα ποσά που ο ίδιος αναφέρει και αν χρησιμοποίησε νόμιμα μέσα.
Ετσι συγκροτήθηκε 18μελής επιτροπή για να συντάξει και να καταθέσει σχετικό
πόρισμα.
Υπέρ
της αγοράς
Η σύνθεση της επιτροπής
ήταν ευνοϊκά διακείμενη υπέρ της αγοράς, αν και όχι με τους όρους που ζητούσε ο
Ελγιν. Αγνόησε τις καταγγελίες, οι οποίες απλώς καταχωρήθηκαν στο πόρισμά της
τον επόμενο Μάρτιο. Οπως για παράδειγμα του λόγιου βουλευτή και περιηγητή στον
ελλαδικό χώρο κατά τα τέλη του 18ου αιώνα Τζον Μπέικον Σόρεϊ Μόριτ. Τη
διαβεβαίωσή του ότι οι Αθηναίοι «διέκειντο σφόδρα εναντίον της απαγωγής των
Μαρμάρων» και ότι μόνο ανώτερος δημόσιος λειτουργός θα μπορούσε «να εκβιάσει
άδεια», όπως αυτή του Ελγιν. Για την ιστορία υπήρχαν και απόψεις που θεωρούσαν
δευτερεύουσας τάξης τα γλυπτά. Οτι η Καρυάτιδα άξιζε μόλις 200 λίρες, ότι
πρόκειται για ρωμαϊκά έργα κ.ά. Δυστυχώς, με μια έννοια δεν έγιναν δεκτές, αν
και προέρχονταν από επιφανείς προσωπικότητες. Οπως ο πιο έγκυρος Βρετανός
νομισματολόγος Π. Νάιτ. Η επιτροπή εισηγήθηκε την αγορά των Μαρμάρων αντί του
μισού ποσού από εκείνο που ζητούσε ο Ελγιν: «...Ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος
συμφώνησε να πωλήσει τα αυτά (Μάρμαρα) στο ποσό των 35.000 λιρών με τον όρο ότι
όλη η παραπάνω αναφερόμενη συλλογή θα κρατείται αδιαχώριστη στο Βρετανικό
Μουσείο και ανοικτή για επιθεώρηση και θα ονομάζεται Ελγίνεια. Και ότι ο
ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος και κάθε πρόσωπο που θα αποκτά τον τίτλο του Ελγιν
θα πρέπει να προστίθεται στους Επιτρόπους του Μουσείου...».
Γκραβούρα
με όψη της πρώτης «Αίθουσας Ελγιν», όπου έμειναν τα Γλυπτά έως το 1831 και την
κατασκευή νέας στο Βρετανικό Μουσείο.
ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑΝ
ΤΗΝ ΚΑΡΥΑΤΙΔΑ, ΞΕΧΑΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Με
82 υπέρ και 30 κατά η αποδοχή των κλοπιμαίων
Η έκθεση της επιτροπής
προκάλεσε ζωηρή συζήτηση και έντονες αντιπαραθέσεις στη Βουλή, όταν κατατέθηκε
για να ψηφιστεί (7 Ιουνίου 1816). Ο εισηγητής της και προεδρεύων της επιτροπής
παραδέχτηκε ότι ο Ελγιν συγκέντρωσε τα Γλυπτά ως πρεσβευτής. Πρόκειται γα μια
σημαίνουσα παραδοχή, που «ξέφυγε» τότε. Επειδή καθιστά υπόλογη τη Μεγάλη
Βρετανία για τις πράξεις του Ελγιν, αφού οι πράξεις ενός πρέσβη αντανακλούν στο
κράτος του, ακόμα κι αν δεν έχουν σχέση με το αξίωμά του. Αλλά αυτά δεν ήταν
προϊόν λαφυραγωγίας, σύμφωνα με τον εισηγητή. Επομένως, δεν συντρέχανε λόγοι
για επιστροφή τους, όπως με άλλα μνημεία εκείνη την εποχή, που είχαν αρπάξει οι
Γάλλοι του Ναπολέοντα και επαναπατρίζονταν.
Υποστήριζε ακόμη ότι «οι
ιθαγενείς» αδιαφορούσαν για την τύχη τους, τόσο πολύ, ώστε τα χρησιμοποιούσαν
για σκοποβολή. Αλλά και οι ξένοι περιηγητές προκαλούσαν καταστροφές. Επομένως
σωστά «μεταφέρθηκαν» στη Βρετανία για να... σωθούν.
Αυτός είναι και ο πυρήνας
ενός σημερινού επιχειρήματος : «No Elgin, no marbles» («αν δεν υπήρχε ο Ελγιν
δεν θα υπήρχαν τα Μάρμαρα»). Μόνο που στην πραγματικότητα χωρίς τον Ελγιν τα
γλυπτά θα ήταν στον Παρθενώνα. Ο δριμύτερος κατήγορος του Ελγιν και σφοδρότερος
πολέμιος της αγοράς ήταν ο βουλευτής Χιου Χάμερσλεϊ (1775-1840). Κατήγγειλε το
«άτιμο» της συμφωνίας, που υποτίθεται ότι είχε κάνει ο Ελγιν με τους Οθωμανούς,
καθώς τότε θεωρούσαν υπαρκτό το ανύπαρκτο «φιρμάνι» του σουλτάνου.
Τροπολογία
«Η Βουλή, είπε, δεν πρέπει
να ερωτευθή με τας κόρας του αετώματος λησμονούσα ετέραν δέσποιναν, την
Δικαιοσύνην. Ο Ελγιν ώφειλε να σεβασθή το υψηλόν αξίωμά του...».
Κατέθεσε τροπολογία με την
οποία πρότεινε μεν να αγοραστεί η συλλογή (25.000 λίρες), αλλά να φυλαχθεί με
ασφάλεια στο Βρετανικό Μουσείο. Για να αποδοθεί εκεί απ΄ όπου απρεπώς
αφαιρέθηκε. Η Μεγάλη Βρετανία, σύμφωνα με την πρόταση, κρατεί τα μάρμαρα ως
παρακαταθήκη μέχρις ότου ζητηθούν από τους τωρινούς ή οποιουσδήποτε
μελλοντικούς κυρίους της Πόλης των Αθηνών. Μετά από ένα τέτοιο αίτημα
αναλαμβάνει, χωρίς διατυπώσεις ή διαπραγματεύσεις, να τα επανατοποθετήσει, ενώ
στο μεταξύ θα φυλάσσονται προσεκτικά στο Βρετανικό Μουσείο.
Η ρεαλιστική πρότασή του,
που κοσμεί και το παγκόσμιο βιογραφικό του σήμερα, απορρίφθηκε. Η Βουλή έκανε
δεκτή την πρόταση της επιτροπής με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά.
Το Βρετανικό Μουσείο θα
δαπανούσε 800 λίρες για τη μεταφορά των Μαρμάρων από την καρβουναποθήκη, όπου
ήταν στοιβαγμένα έως τότε. Αλλες 1.700 λίρες για την ανέγερση προσωρινής
αίθουσας για την έκθεσή τους. Εγκρινόταν επίσης η ονομασία της συλλογής ως «The
Elgin Marbles».
Μετά από μερικές εβδομάδες
επικυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ.
ΤΟ
ΕΠΙΣΗΜΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Η
καταλληλότερη χώρα για «έντιμο άσυλο»
Η έκθεση-εισήγηση με την
οποία το βρετανικό Κοινοβούλιο «κρατικοποίησε» τα Μάρμαρα από τη λεηλασία του
Παρθενώνα είναι ένα περίτεχνο κείμενο κλασικών Αγγλων ευγενών.
Ουσιαστικά αντανακλά
ακριβώς τα αυτοκρατορικά οράματα της Βρετανίας μετά τη συντριβή της Γαλλίας στο
Βατερλό. Στο πλαίσιο προβάλλει και ως η «καταλληλότερη χώρα» για να κατέχει τα
Γλυπτά. Απλοϊκά διατυπωμένη η ιδέα είναι ότι ο Φειδίας και η αθηναϊκή
δημοκρατία του Περικλή βρίσκονται στο Λονδίνο.
«...Παρατηρώντας το
μεγαλείο και τη δόξα στην οποία έφτασε μια τόσο μικρή δημοκρατία, όπως η Αθήνα,
εξαιτίας της μεγαλοφυΐας και της ενεργητικότητας των πολιτών της που τις
χρησιμοποίησαν στον τομέα αυτό, είναι αδύνατο να παραβλέψουμε πόσο παροδική
είναι η ανάμνηση και η δόξα εκτεταμένων αυτοκρατοριών και ισχυρών κατακτητών,
σε σύγκριση με εκείνους, που έκαναν ασήμαντες πολιτείες εξέχουσες και δόξασαν
το όνομά τους με τα έργα τους.
Αν όμως είναι αλήθεια,
όπως διδάσκει η Ιστορία και η πείρα, ότι οι ελεύθερες κυβερνήσεις παρέχουν
έδαφος πιο κατάλληλο για τη δημιουργία γηγενών ιδιοφυϊών, για την ωρίμανση των
δυνάμεων του ανθρώπινου νου και την ανάπτυξη κάθε είδους αρετής, διανοίγοντας
στις αξίες την προοπτική ανταμοιβής και διάκρισης, καμιά χώρα δεν είναι καταλληλότερη
από τη δική μας να προσφέρει έντιμο άσυλο στα μνημεία αυτά της σχολής του
Φειδία και της διακυβέρνησης του Περικλή. Εδώ όπου ασφαλή από περαιτέρω βλάβη
και φθορά μπορούν να δέχονται εκείνο τον θαυμασμό και την τιμή που τους αξίζει,
και να χρησιμεύουν με τη σειρά τους σαν πρότυπα και υποδείγματα γι' αυτούς οι
οποίοι, ξέροντας να τα σέβονται και να τα εκτιμούν, ίσως μάθουν αρχικά να τα
αντιγράφουν και, τελικά, να δημιουργήσουν έργα αντάξια μ΄ αυτά».
Σαθρά
επιχειρήματα
Το μόνο που διαφεύγει
είναι ότι γίνεται λόγος για «έντιμο άσυλο». Ζήτημα «ασύλου», όμως, δεν
υφίσταται από τη στιγμή τουλάχιστον που το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος ζητά πίσω
τα Γλυπτά. Και σήμερα ξέρουμε από αρχεία που ήρθαν πρόσφατα στο φως ότι αίτημα
για επιστροφή διατυπώθηκε αμέσως μετά την ανακήρυξη του ελληνικού βασιλείου και
την έναρξη των έργων αποκατάστασης της Ακρόπολης.
Άλλωστε όλα τα σχετικά
επιχειρήματα περί προστασίας έχουν καταπέσει παταγωδώς μετά την οικοδόμηση του
νέου Μουσείου Ακρόπολης.
Τ. Κατσιμάρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου