ΒΡΑΒΕΙΑ
ΝΟΜΠΕΛ
και άλλα
Του ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ πρώην
βουλευτή,
πρ. ευρωβουλευτή και πρ.
αντιπροέδρου της Ευρωβουλής
Η απονομή βραβείων έχει
καταστεί εσχάτως σύνηθες φαινόμενο. Και ελάχιστες επιτεύξεις επισύρουν
τιμήσεις. Η προϊστορία των βραβεύσεων έχει παγκόσμια εξακτίνωση, με
αδιαμφισβήτητο προπομπό τη Σουηδική Ακαδημία, ειδικευμένη αρχικά στα ΒΡΑΒΕΙΑ
ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, τα οποία συνοδεύονται από σημαντικό έως αξιοζήλευτο
χρηματικό ποσό. (Τα τελευταία χρόνια, τα Βραβεία Νόμπελ απονέμονται και σε
επιστήμονες και σε πολιτικές προσωπικότητες με εξέχουσα προσφορά.)
Η διεθνής κοινή γνώμη είχε
πάντοτε αντιρρήσεις τόσο για ορισμένους βραβευόμενους όσο και για ορισμένους μη
βραβευόμενους. Δικαίως. Διότι υπήρξαν και τρανταχτές αδικίες.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, ο
οποίος, πέρα από τα εξαίρετα μυθιστορήματά του που έχουν μεταφραστεί σε όλες
σχεδόν τις γλώσσες της υφηλίου, έγραψε την πρωτότυπα διαμορφωμένη «Οδύσσειά»
του σε 33.333 στίχους με τη βοήθεια του Γιάννη Κακριδή (διάσημου φιλόλογου και
μελετητή του Ομήρου), καθώς και τα ταξιδιωτικά του έργα –Ιαπωνία και Κίνα τα
κορυφαία–, έχοντας προσδιορίσει υπαρξιακά με τις ακόλουθες τρεις φράσεις τον
εαυτό του: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβούμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος». Φράσεις
που, σύμφωνα με την επιθυμία του, διαβάζονται στον τάφο του τοποθετημένες η
δεύτερη κάτω απ’ την πρώτη και η τρίτη κάτω απ’ τη δεύτερη. Καθέτως, δηλαδή.
Θα με χαρακτηρίσει κανείς
ή φαταούλα ή ανερμάτιστο. Διότι οι πάντες γνωρίζουν ότι βραβεύτηκαν με το
Νόμπελ Ποίησης τόσο ο Γιώργος Σεφέρης το 1963, όσο και ο Οδυσσέας Ελύτης το
1979. Άλλο, όμως, ποίηση και άλλο λογοτεχνία. Ποιητές τεράστιου διαμετρήματος
διέθετε πάντοτε η χώρα μας – και δεν εννοώ τους ποιητές της αρχαιότητας. Τη
μέγιστη Σαπφώ, φερ’ ειπείν. Μυθιστοριογράφο, όμως, σαν τον Νίκο Καζαντζάκη δεν
γνώρισε, ούτε κατά προσέγγιση, η χώρα μας.
Ο πολυτάλαντος και
πολυσχιδής Ζαν-Πολ Σαρτρ –φιλόσοφος, συγγραφέας δοκιμίων, πεζογραφημάτων και
θεατρικών έργων (χώρια η αριστερή πολιτικοποίησή του)– πέταξε στα μούτρα της
Σουηδικής Ακαδημίας την εκ μέρους της βράβευσή του με ΝΟΜΠΕΛ. Πολλοί και
διάφοροι είναι οι λόγοι της άρνησής του να δεχθεί την ύψιστη αυτή τιμή, φρονούν
εγκάρδιοι φίλοι του και πλήθος θαυμαστών του. Προσωπικά εικάζω –αν δεν
απατώμαι, γράφτηκε εκείνη την εποχή η τωρινή εικασία μου (άρα, αντιγράφει το
μνημονικό μου τους γράψαντες)– ότι οι λόγοι ήταν πρωτίστως ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ. Πρωτίστως
και άκρως πολιτικοί.
Ο μεγαλοφυής διανοούμενος
είχε αντιληφθεί εγκαίρως ότι τα καπιταλιστικά συμφέροντα έκαναν θραύση.
Επιθυμούσε, επομένως, να τα τσακίσει αυτοπροσώπως με προκλητικές δηλώσεις.
Βδελυσσόταν τα λευκά κελιά και ζητούσε να τα επισκεφτεί, θεωρώντας τους φόνους
των πρωτοπόρων μαχητών περίπου ηρωικές ενέργειες. Δεν γνωρίζω, ούτε τολμώ να
προβλέψω τι θα καταγράψει η Ιστορία για το ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟ του Σαρτρ σε σχέση με
τα μόλις αναφερθέντα. Μελανές πτυχές οι ακροδεξιοί ιστοριογράφοι, ολοφώτεινες
σελίδες οι ακροαριστεροί συνάδελφοί τους. Η Ιστορία δεν θα παραμείνει, όμως,
αγκυλωμένη σ’ αυτά. Η Μεγάλη Ιστορία θα τα διεξέλθει επί τροχάδην και θα
ασχοληθεί λεπτομερειακά με το καθαυτό έργο του. Στο οποίο θα βαρύνουν οι
απόψεις του για τους άλλους τρεις υπαρξιακούς φιλοσόφους: Τον Κίρκεγκωρ, τον
Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς. Φρονώ ότι εκλεκτική συγγένεια δεν έχει με κανέναν
τους. Ίσως να φθονεί μάλιστα τον Χάιντεγκερ λόγω της προσχώρησής του στον
ναζισμό αλλά και για την ηθελημένα ακαταλαβίστικη γλώσσα του.
Τα ακαταλαβίστικα, πλην της
εκτενούς μνείας για τον Νίκο Καζαντζάκη, προήλθαν από παλαιές και δυσνόητες
αναγνώσεις της αφεντιάς μου. Δυσνόητες, ομολογώ, σε αρκετά σημεία, και για μένα
τον ίδιο.
Το ερέθισμα γι’ αυτό το
άρθρο προήλθε, ωστόσο, από αλλού. Από την τουλάχιστον αναπάντεχη φετινή
βράβευση –λίαν περίεργη και αμφισβητήσιμη– του Μπομπ Ντίλαν, τραγουδιστή και
στιχουργού, με το Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Ανατριχιάζω. Με ανατριχιάζει ορθότερα
κυρίως ο Ευάγγελος Αυδίκος, καθηγητής Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας, που έγραψε
την Τρίτη στην «Εφημερίδα των Συντακτών»: «Οι συναυλίες του είναι ένα μέρος
συνωμοσίας που εξυφαίνεται από τις μυστικές υπηρεσίες της Αμερικής για τη
δημιουργία ενός συναισθηματικού χυλού που θα απλωθεί σε όλο τον προμετωπιαίο
φλοιό του μυαλού εξουδετερώνοντας τη μνήμη»!
Και μόνο αυτή η
συγκλονιστική φράση, χωρίς σημεία στίξεως, ΤΑ ΛΕΕΙ ΟΛΑ. Αυτή η ριζοσπαστική
προσωπικότητα είναι απροκάλυπτα ετεροκινούμενη και γι’ αυτό εξαιρετικά
επικίνδυνη. Εκφράζει πεντακάθαρα τον ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ. Και αυτό με τη
συνειδητή ή ασυνείδητη –καμιά σημασία δεν έχει ο διττός επιθετικός
προσδιορισμός– ΒΟΥΛΗΣΗ της Σουηδικής Ακαδημίας.
Ο Μπομπ Ντίλαν, ως
αντικομφορμιστής και χαρισματικός αναμφισβήτητα, «στήνει παγίδες έκλυσης
υπερσυναισθήματος ανά τον κόσμο» και συναρπάζει τους αμβλύνοες, τους βλάκες με
περικεφαλαία δηλαδή, με το πολύπλευρο και ακανόνιστο κράμα μουσικής που χρησιμοποιεί.
Το κατά πόσο είναι ηθελημένα συνωμότης ουδόλως απασχολεί τους εχέφρονες. Οι οποίοι
ασχολούνται με τα πεζά προβλήματα του συγγενικού και φιλικού τους περίγυρου.
Ντίλαν ξε-Ντίλαν, λοιπόν,
η φρικτά πάσχουσα Ελλάδα μαζί με τους κατοίκους της, ξενόφερτους και μη,
αγωνίζεται για τον άρτον τον επιούσιον. Απεχθάνεται πρωτίστως τους γερμανούς
και γερμανόφιλους δυνάστες της, που τη… φίλεψαν με το καταστροφικό ευρώ, ένα
ευρώ το οποίο προκαλεί πάγια και παρατεταμένη εσωτερική υποτίμηση, και
ενδιατρίβει με τα του Εσουρού (ΕΣΡ), το οποίο τα ελληνικά κοράκια «το έκαναν
υπομόχλιο διακαναλικών εκβιασμών» (Θανάσης Καρτερός), καθώς και τους «ηθικούς
και φυσικούς αυτουργούς ενός λοιμώδους παρακράτους». (Επίσης Θανάσης
Καρτερός.)
Το φλέγον ζήτημα, τέλος,
για την πατρίδα μας είναι –αυτό δεν βγαίνει απ’ τον ξεροκέφαλο νου μου– μια
μαζική και μαχητική εξέγερση μέχρι τελικής πτώσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου