Σκέψεις
της εποχής
Η
Α.Μ. η πείνα
Που ήταν; Υπήρχε βέβαια· πως να μην υπάρχει αφού
είναι αδελφή της ζωής ; Μα όλοι δεν ξέραμε το μεγαλείο της, Μήπως δεν υπάρχει ο ηλεκτρισμός ; Αλλά τον βλέπουμε και τον ακούμε από μακριά, τον
νοιώθουμε εξ αποστάσεως. Μας θερμαίνει, μας φωτίζει, μας κινητοποιεί στο πι και
φι —αλλά εκείνοι πού ξέρουν την πραγματική αξία του είναι αυτοί που... κάθονται
στην ηλεκτρική καρέκλα.
Έτσι. και με την πείνα.
Όλοι λέγαμε «πεινώ»
«πείνασα», «έχω μια πείνα διαβολεμένη»— μα όλα αυτά ήταν φιλολογία. Και το
βραβείο Νόμπελ πού πήρε η «Πείνα» του Χάμσουν ήταν κι’ αυτό βραβείο φιλολογικό,
αν και ο μεγάλος Νορβηγός, αλήτης πριν να τη γράψει την «Πείνα» του, την έζησε
πραγματικά. Τι κι’ αν έλεγε ο Σίλερ ότι «ο έρως και η πείνα κυβερνούν τον κόσμο»
κλείνοντας μέσα στις λίγες αυτές λέξεις το νόημα της ζωής ; Την φράση του
μεγάλου ποιητή την περνούσαμε κι’ αυτήν στα φιλολογικά κατάστιχα.
Και η «Πείνα» (Μεγαλειότης
πού είναι;) θίχθηκε γι' αυτή μας την άγνοια, γι’ αυτή τη ντιλετάντικη* αδιαφορία
μας. Φόρεσε το στέμμα της και μας «ανηγγέλθη». Και ήρθε. Στυγνή, σκληρή,
αμείλικτη, όπως όλοι οι δυνάστες, όπως όλοι οι τύραννοι, που δεν ξέρουν το έλεος
και τον οίκτο, την συνδιαλλαγή και την επιείκεια. Πτοημένοι, τρομοκρατημένοι,
εμβρόντητοι —γεμάτοι κατάπληξι, μερικοί— γονατίζουμε και φιλάμε με δέος κι'
ευλάβεια τα κράσπεδα της πορφύρας της. Στο χρηματιστήριο της ζωής, όπου είχαν παρεισφρήσει
νόθοι συνδυασμοί και καταστάσεις ψεύτικες, σημειώθηκε άγριο κατρακύλισμα όλων
των άλλων «άξιων» και μόνον τα «χαρτιά» της γαστρονομίας περνούν κι' ανεβαίνουν
κάθε μέρα και ψηλότερα. Κοπιάστε τώρα, αν αγαπάτε να κάνετε κουβέντα για το «χρεόγραφο»
της τέχνης, της ποιήσεως και της φιλοσοφίας μηδέ του.. . «συμποσίου» του Πλάτωνος
εξαιρουμένου. Ορίστε να μιλήσετε τώρα παρακαλώ, για τη θεωρία του Δαρβίνου, του
Φρόυντ, ή τη θεωρία της σχετικότητας ! Ποιος γυρίζει να σάς δει και να σας ακούσει!
Κάντε όμως πως ξεδιπλώνετε μια εφημερίδα όπου υπάρχει μέσα κρυμμένο ψωμί, άσπρο,
μαύρο, κίτρινο -αδιάφορο - (ώ η δόξα της περιφρονημένης μπομπότας!) και θα δείτε
τριγύρω σας μάτια γουρλωμένα και… επιθετικά, θα νοιώσετε γύρω σας την καυστική ατμόσφαιρα
του υψίστου ενδιαφέροντος. Όταν το άστρο του Βολταίρου μεσουρανούσε, έλεγαν στη
Γαλλία στην Ευρώπη ολόκληρη, «ήρθε» «έφυγε» «είναι εδώ» κι’ αυτό αρκούσε : όλοι
ήξεραν ότι δεν επρόκειτο παρά για το Βολταίρο. Τώρα λέμε «ήρθε» «θα ‘ρθει;»— κι'
όλοι εννοούμε το ψωμί. Όλα τα’ άλλα έχουν πέσει στο βυθό της περιφρόνησης, έχουν
καταβαραθρωθεί στον καιάδα της ανυποληψίας. Ο μεγαλύτερος άνθρωπος της ημέρας
θα ήταν σήμερα εκείνος που θα παρήλαυνε δια των οδών με το μεγαλύτερο καρβέλι υπομάλης.
Ω! τα καημένα τ' ανθρωπάκια
πως ζάρωσαν όλα κι έχασαν κάθε «κεκτημένη» αξιοπρέπεια μπροστά στους
γουργουρισμούς του στομάχου. Ο «φτωχόκοσμος» βέβαια τα ήξερε όλα αυτά, η ταπεινή αγέλη των σκληρών ψωμομάχων τα ζούσε
πάντοτε όλα αυτά, μα εμείς οι άλλοι, οι
πολλοί κάναμε όλοι φιλολογία πάνω στην ιερή λέξη του ψωμιού, πάνω στην
αδυσώπητη πραγματικότητα της «πείνας».
Τώρα η Α.Μ. η πείνα μας ανακαλεί στην τάξη.
Οι σειρήνες χτυπούν
νυχθημερόν συναγερμό (δεν είναι το ίδιο οι γουργουρισμοί του στομάχου;) κι’ όλοι
— λυμβατίκοί, πληθωρικοί, χολερικοί, αδιάφορο — όλοι τρέχουμε φύρδην, μίγδην, στα
καταφύγια της αυτοσυντηρήσεως. Τι έγιναν οι ανόρεκτοι, οι δυσπεπτικοί, οι γκρινιάρηδες,
που κανένα τρόφιμο δεν τους ικανοποιούσε κι’ όλα τα περιφρονούσαν κι' όλα τα ‘βρισκαν
αδιάφορα ; Αυτοί έχουν γίνει τώρα οι μεγαλύτεροι φαγάδες του κόσμου. Οι
στομαχολόγοι τα ‘χουν χαμένα. Η υποβολή, αυτό το βασικό θεμέλιο πάσης νόσου και
πάσης μαλακίας, εσαρώθη τώρα από την
πείνα. Οι κατά φαντασία ασθενείς γιατρεύτηκαν. Οι μίζεροι, οι «μημουαπτικοί» και οι μυγιάγγιχτοι,
πού δεν καταδέχονταν ποτέ να πιάσουν το παϊδάκι με το χέρι, τώρα χουφτώνουν και
με τα πέντε δάχτυλα ό,τι νάνε— αρκεί να τρώγεται. Να και η άλλη όψης του
νομίσματος, να και η ευεργετική πλευρά του δράματος της ψωμοθηρίας.
Και τώρα είναι καιρός ν’
αναθεωρηθούν και μερικοί καθιερωμένοι όροι,
μερικές φράσεις πού είναι πια χωρίς
περιεχόμενο. Λέγαμε άλλοτε σε ένδειξη περιφρόνησης
και ευτελείας, «αντί πινακίου φακής». Σήμερα μια
τέτοια έκφραση είναι το λιγότερο,
ανευλάβεια. Ξέρω άνθρωπο πού αντί πινακίου φακής, θα έδινε όχι μόνο τα πρωτοτόκια
του, άλλα πολύ περισσότερα πράγματα, . .
«Τα πάντα ρεί» — ο κλαυσίνος
φιλόσοφος της Εφέσου «δικαιώνεται ακόμα μια φορά. Και η ζωή συνεχίζει το δρόμο της...
Τρίκκαλα 27-10-41
Κλαύδιος Μαρκίνας**
Από την εφημερίδα «ΘΑΡΡΟΣ»
των Τρικάλων 29.10.1941
* ερασιτεχνική
** Ψευδώνυμο του ποιητή
και λογοτέχνη Γεώργιου Αργυρόπουλος (1890 Τρίκαλα-1960 Αθήνα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου