ΤΟ
ΝΟΜΠΕΛ, ΜΙΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2016
δόθηκε στον Bob
Dylan·
υπάρχουν όμως, στα χρόνια που απονέμεται αυτό το βραβείο, συναρπαστικές
λεπτομέρειες με τα ονόματα ξεχωριστών δημιουργών του κόσμου, που όμως όπως και ο Νίκος Καζαντζάκης υποσκελίστηκαν από…
κορυφαίες μετριότητες, προκειμένου η επιτροπή να εξυπηρετήσει πολιτικές
σκοπιμότητες. Το παρασκήνιο από τη μελέτη των πρακτικών, που είχαν κρατηθεί
απόρρητα σχετικά με το Νόμπελ που
επρόκειτο να δοθεί στον Καζαντζάκη και δεν δόθηκε, δόθηκαν στην δημοσιότητα το
2014 και δείχνει ότι τα μέλη της σουηδικής Ακαδημίας έδειξαν εξοργιστική
μονομέρεια.
ΤΟ
ΝΟΜΠΕΛ ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΔΟΘΗΚΕ
Τρεις φορές προτάθηκε ο
Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ· τις δύο από αυτές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική
Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας.
Η απονομή πάντως του
Νόμπελ στον Καζαντζάκη πολεμήθηκε αφάνταστα από τους εχθρούς του στην Ελλάδα. Τις
«άοκνες προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας, των κυβερνήσεων και των φορέων
της» ώστε ο μεγάλος συγγραφέας μας Νίκος Καζαντζάκης να μην πάρει ποτέ το
βραβείο Νόμπελ περιγράφει ο συγγραφέας Κώστας Αρκουδέας στο βιβλίο του «Το
χαμένο Νόμπελ-μια αληθινή ιστορία», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη
και είναι εμπλουτισμένο με πολλές παραπομπές, παραθέματα
και εξαντλητική βιβλιογραφία.
Όπως αναφέρεται αυτός που πρωτοστάτησε για να μην τιμηθεί ο
τιμώμενος από τους κριτικούς λογοτεχνίας και από το ευρωπαϊκό αναγνωστικό
κοινό, Καζαντζάκης, ήταν ο ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς. Στο βιβλίο παρατίθενται
πολλά αποσπάσματα για την πολεμική του Μελά στην εφημερίδα Εστία: «Ο προφητάναξ
του ΕΑΜ συναγωνιστής Καζαντζάκης, αφού δεν επέτυχεν ως Ρώσος συγγραφέας Νικολάι
Καζάν, έγινε τώρα… Σουηδός».
Και όμως, παρά τον λίβελο,
ο Καζαντζάκης, που έβλεπε να μεταφράζονται στα σουηδικά τα έργα του «Ο Χριστός
ξανασταυρώνεται», «Ο Καπετάν Μιχάλης» και «Ο τελευταίος πειρασμός», όταν η
σύντροφός του Ελένη, βρήκε μια γκραβούρα του Κολοκοτρώνη της ζήτησε να την
στείλει στον Σπύρο Μελά! Στην απορία της «Μα, Νίκο μου, αυτός σε βρίζει κάθε
μέρα από τις εφημερίδες», της απάντησε: «Ναι, αλλά εκείνος έγραψε τον «Γέρο του
Μοριά» και όχι εγώ».
Και τι έκανε ο Μελάς για
τον Καζαντζάκη ; Ταξίδεψε ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας και της Εταιρίας Ελλήνων
Συγγραφέων μέχρι την Στοκχόλμη διαβάλλοντας τον Έλληνα υποψήφιο όχι μόνο στην
επιτροπή απονομής αλλά και στον Σουηδό βασιλέα ο οποίος απονέμει τα βραβεία,
προειδοποιώντας τους ότι τυχόν βράβευση του κομμουνιστή θα ξεσήκωνε θύελλα στην
Ελλάδα.
Ακόμη και η τότε βασίλισσα
Φρειδερίκη είχε γράψει επιστολή στον βασιλιά της Σουηδίας, συμβουλεύοντάς τον
να μην δοθεί το Νόμπελ «σε ριζοσπαστικούς Έλληνες , γιατί κάτι τέτοιο θα είναι βλαβερό
για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξόνων».
Ο συγγραφέας του βιβλίου
που αναφέραμε, ο Κώστας Αρκουδέας, φωτίζει και την πολεμική της επίσημης
Εκκλησίας κατά του Καζαντζάκη με την κατηγορία του άθεου, ενώ μια απροκάλυπτη
ανάγνωση των έργων του από κάποιο μη εμπαθή ιερωμένο θα έπειθε ότι ο
Καζαντζάκης, που στο ξεκίνημα του μαζί με τον Σικελιανό ήθελαν να ιδρύσουν μια
διαθρησκεία, περισσότερο υπέφερε αναζητώντας τον Θεό παρά τον αρνιόταν. Στις 17
Φεβρουαρίου 1954 η Ιερά Σύνοδος έστειλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έγγραφο
κατηγορώντας τον ως ιερόσυλο και ζήτησε να απαγορευτούν τα βιβλία του
αναθεματίζοντας τον.
«Το ανάθεμα είναι πάντα
εδώ. Η κατάρα που έριξαν οι παπάδες στον Καζαντζάκη, όλο αυτό το συμπυκνωμένο
μίσος που οδήγησαν η άγνοια και ο φανατισμός, παραμένει εν ισχύ» σημειώνει ο
συγγραφέας στην κατακλείδα του πονήματος του απευθυνόμενος στην ιεραρχία της
ελληνικής Εκκλησίας: «Αν υπάρχει ένα αίτημα που ξεπηδά μέσα από τις σελίδες αυτού
του βιβλίου είναι τούτο: «Σβήστε, διαγράψτε αυτό το ηλίθιο ανάθεμα».
ΜΕΡΙΚΑ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο συγγραφέας που
μεταφράστηκε σε περισσότερες γλώσσες από κάθε άλλο Έλληνα. Ο δημιουργός που
προτάθηκε τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ, εισερχόμενος σε ρεύματα από το
χριστιανισμό έως τον κομμουνισμό. Ο Νίκος Καζαντζάκης έφυγε από τη ζωή σαν
σήμερα, στις 26 Οκτώβρη του 1957.
Μυθιστοριογράφος,
φιλόσοφος, δημοσιογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ο Νίκος Καζαντζάκης
(18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957) θεωρείται ένας από τους
σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα.
Πιο γνωστός για τα έργα
του: Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο
Τελευταίος Πειρασμός (έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο), προτάθηκε τρεις
φορές για το βραβείο Νόμπελ.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της
Κρήτης, όταν αποτελούσε ακόμη μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο Ηράκλειο
έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ξεκίνησε νομικές
σπουδές.
Εμφανίστηκε στα ελληνικά
γράμματα, το 1906, δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο
του μυθιστόρημα « Όφις και Kρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη). Τον επόμενο
χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές, στο Παρίσι. Εκεί, επηρεάστηκε από τις διαλέξεις
του Ανρί Μπεργκσόν. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσίευσε κριτικές
μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εξέδωσε το 1909 τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο
Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε
εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη
συνέχεια πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω
του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν
στο Άγιον Όρος όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε
πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Τότε ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, που
τον χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον
Όμηρο και τον Μπεργκσόν.
Το 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον
Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, με αποστολή τον
επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα
στο μυθιστόρημα του «Ο Χριστός
Ξανασταυρώνεται».
Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των
Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και ταξίδεψε
στην Ευρώπη. Τον Αύγουστο του 1924, φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή
είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων
προσφύγων. Το Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της
Οδύσσειας.
Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε
την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του
Ταξιδεύοντας. Το περιοδικό, Αναγέννηση, του Δημήτρη Γληνού, δημοσίευσε την
Aσκητική, το φιλοσοφικό του έργο.
Τον Οκτώβριο του 1927, ο
Καζαντζάκης επισκέπτεται τη Μόσχα, προσκεκλημένος της Σοβιετικής κυβέρνησης για
να συμμετάσχει στα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με
τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη, Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην
Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928, στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, και οι δύο
εξυμνούν τη Σοβιετική Ένωση. Μετά την ομιλία, ακολούθησε και διαδήλωση. Τόσο ο
Καζαντζάκης, όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης, Δημήτρης Γληνός,
διώχθηκαν, ωστόσο, ποτέ δεν δικάστηκαν.
Το 1930, ο Καζαντζάκης
κατηγορήθηκε για αθεϊσμό(Ασκητική), ωστόσο, επίσης δεν δικάστηκε ποτέ. Το 1935
ταξίδεψε στην Ιαπωνία και την Κίνα, εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα.
Το 1938 ολοκλήρωσε την Οδύσσεια, ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της Οδύσσειας του
Ομήρου, αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες.
Μετά από την αποχώρηση των
Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας
την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης. Διατέλεσε και υπουργός άνευ
χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις
11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Το 1953 προσβλήθηκε από μόλυνση στο μάτι,
γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο
Παρίσι. Τελικά, έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Μετά την επιστροφή του από
την Αντίμπ, η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία επιχειρούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε
ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του Kαπετάν Mιχάλη και ολόκληρου του
Τελευταίου Πειρασμού (1953), που ακόμη δεν είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.
«Μου δώσατε μια κατάρα,
Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο
καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ»,
έγραψε ο ίδιος σε επιστολή του, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της εκκλησίας.
Λόγω των αντιρρήσεων από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Αθηναγόρα, δεν αφορίστηκε, ωστόσο, η Ιεραρχία της
Εκκλησίας της Ελλάδας τον καταράστηκε.
Ο Ζορμπάς εκδόθηκε στο
Παρίσι το 1947. Με την επανέκδοσή του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο
βιβλίο της χρονιάς. Μετά από δεύτερο ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της
κινεζικής κυβέρνησης τον Ιούνιο του 1957, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του
–λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ της
Γερμανίας, όπου απεβίωσε στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών.
ΤΟ
ΤΕΛΟΣ
Οι στερνές ώρες του Ν.
Καζαντζάκη περιγράφονται στο βιβλίο Ο ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ που έγραψε η γυναίκα του Ελένη Καζαντζάκη.
«—Νίκο μου, Νίκο μου,
φώναξα, με ακούς, αγάπη μου;
Έμεινε ακίνητος. Η
«παιδική καρδιά» του χτυπούσε ακόμα. Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο γρήγορη και
πιο σύντομη. Πήρα το αριστερό του χέρι, μεταξωτό, ποτέ ιδρωμένο, το απόθεσα στο
κεφάλι μου:
—Δώσ' μου την ευχή σου,
Καλέ μου. Κάνε ν' ακολουθήσω πάντα το δρόμο, που χάραξες. Το χέρι έμεινε ώρα
πολλή πάνω στο κεφάλι μου. Ζεστό, μεταξωτό, πάντα δροσερό, όπως το αγαπούσα.
Έπειτα το απόθεσα απαλά πάνω στα σεντόνια.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν
υπήρχε πια. Θα 'θελα ν' ανοίξω πόρτες και παράθυρα και να φωνάξω:
—Φεγγάρι, άστρα, δέντρα,
νύχτα μαύρη, εσείς που τόσο αγάπησε, ο Καζαντζάκης σας δεν υπάρχει πια!
Γύρισα δίπλα του, τον
κοίταζα πολλή ώρα. Του έκλεισα τα μάτια. Τα μάτια που ' χαν το χρώμα της ελιάς
δε θα 'βλεπαν ποτέ πια τον ήλιο. Η πηχτή νύχτα του θανάτου, έκλεινε τον κύκλο
της, τα τριάντα τρία χρόνια φως.
Όρθιος, όπως έζησε,
παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά, που αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι,
σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα, και, χωρίς να στραφεί πίσω, διάβηκε το κατώφλι.
Αμέσως το βράδυ της ημέρας που ανακοινώθηκε ο θάνατος του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, ένας ανιψιός του κατόρθωσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την χήρα του νεκρού η οποία τον διαβεβαίωσε ότι θα μεταφέρει τη σορό του στο Ηράκλειο, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του συζύγου της και ότι υπολόγιζε, ότι η σορός θα βρίσκεται στο Ηράκλειο κατά τα μέσα της επόμενης εβδομάδας. Εν τω μεταξύ έγινε γνωστό ότι ο μεγαλοεφοπλιστής και ιδιοκτήτης της «Ολυμπιακής Αεροπορίας» Αριστοτέλης Ωνάσης προσφέρθηκε να διαθέσει δωρεάν αεροπλάνο για την μεταφορά του νεκρού στην Κρήτη, πράγμα όμως που για διάφορους λόγους δεν έγινε.
Τη νύχτα της Κυριακής 3
Νοεμβρίου έγινε γνωστό από την Αθήνα ότι η σορός του Νίκου Καζαντζάκη θα
μεταφερόταν την επόμενη Δευτέρα στην Αθήνα από το Φράιμπουργκ της Γερμανίας με
αυτοκινητάμαξα,
Η σορός του Καζαντζάκη μεταφέρθηκε
στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας.
Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε
από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο
αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος το αρνήθηκε αφού ο
νεκρός είχε κατηγορηθεί ως ιερόσυλος, με
βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του
Τελευταίου Πειρασμού. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η σορός του Καζαντζάκη να
παραμείνει στο νεκρικό θάλαμο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών, απόντος και του
ιερέα. Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και
ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του Καζαντζάκη, να
μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας μέχρι την αναχώρησή της για την Κρήτη.
Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών Θεόκλητος δεν τόλμησε το αυτονόητο, φοβούμενος ίσως όχι αδίκως, και τις
αντιδράσεις κάποιων ακραίων χριστιανικών ομάδων που ξεσπάθωσαν και ηρνούντο την
ταφή του Καζαντζάκη σε οποιοδήποτε ελληνικό νεκροταφείο.
Η σβελτάδα όμως και το
τετραπέρατο μυαλό το Αριστοτέλη Ωνάση έσωσε την Ελλάδα από τον διεθνή εξευτελισμό
και την εθνική ταπείνωση. Το ίδιο απόγευμα της Δευτέρας 4 Νοεμβρίου διέθεσε ένα έκτακτο δρομολόγιο με
αεροπλάνο της Ολυμπιακής και μετέφερε την σορό του γίγαντα της λογοτεχνίας στο
Ηράκλειο της Κρήτης.
Έτσι ύστερα από προσμονή
μιας βδομάδας το Ηράκλειο με φανερή θλίψη και σοβαρότητα
ανάλογη στην περίσταση, δέχτηκε το απόγευμα της Δευτέρας 4 Νοεμβρίου 1957, την
σορό, του Μεγάλο συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη.
Πάνω από 700 άτομα πήγαν στο αεροδρόμιο για να βρεθούν στην άφιξη της σορού και να συνοδεύσουν αυτή μέχρι την πόλη. Κατά τις 4:30 μ.μ προσγειώθηκε στον αερολιμένα Ηρακλείου το ειδικό αεροπλάνο που έφερε τη σορό του Νίκου Καζαντζάκη. Κατά τις 5 μ.μ. το αυτοκίνητο που έφερε το νεκρό και τα άλλα μέλη της συνοδείας έφθασαν στον Άγιο Μηνά. Το φέρετρο κατέβηκε και τοποθετήθηκε σε ειδική θέση. Στη συνέχεια εψάλη σύντομη επιμνημόσυνος δέηση και μετά το τέλος αυτής ο νεκρός εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα που συνεχίστηκε ως αργά τη νύχτα και την επομένη μέχρι της κηδείας του.
Λίγο πριν της 11 το πρωί
της Τρίτης 5 Νοεμβρίου 1957, άρχισαν να έρχονται στο Μητροπολιτικό Ναό οι
επίσημοι. Ο Μητροπολιτικός ναός του Άγιου Μηνά ήταν ασφυκτικά γιομάτος. Κάθε
δρόμος και σοκάκι του Ηρακλείου είχε σκεπαστεί από μια τεράστια πυκνή
ανθρωποθάλασσα που θρηνούσε σιωπηλά και με αξιοπρέπεια τον μεγάλο νεκρό. Στα
μπαλκόνια και τα καταστήματα κυμάτιζαν σημαίες. Έκλεισαν τα σχολειά, άνοιξαν
παράθυρα και πόρτες και ξεμύτισαν έξω οι Καστρινοί για να αποχαιρετήσουν τον
συμπατριώτη τους —την καυτή ανάσα της Κρήτης.
Στις 11:05 π.μ ακριβώς
άρχισε η Νεκρώσιμος Ακολουθία, χοροστατώντας του Σεβ. Μητροπολίτη Κρήτης κ.
Ευγένιου, παρουσία του πρωτοσύγκελου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Βουζουνεράκη,
μετέπειτα Μητροπολίτη Ιεροσητείας. Ο δήμαρχος του Ηρακλείου, ο συναρχηγός των
Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου, ο Νορβηγός συγγραφέας Μαξ Τάου, πρυτάνεις του
Πανεπιστημίου, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος
και διάφοροι λογοτεχνικοί σύλλογοι προσφώνησαν και τίμησαν με γενναιοδωρία τον
μεγαλύτερο λογοτέχνη του αιώνα μας. Ανάμεσα τους και ο λόγιος της Κρήτης
Μενέλαος Παρλαμάς. Μετά το τέλος της ιεροτελεστίας άρχισε η κατάθεση στεφάνων.
Η
ΚΗΔΕΙΑ
Μετά την κατάθεση των στεφάνων το φέρετρο μεταφέρεται από το ναό και τοποθετείται σε ειδικό αυτοκίνητο. Αμέσως μετά αρχίζει η εκκίνησης της νεκρικής πομπής.
Προηγείται η Φιλαρμονική
του Δήμου παίζοντας τον Κρητικό ύμνο, ακολουθεί Τμήμα Οδηγών και Ομάδα
Σπουδαστών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, η οποία κρατεί Ελληνικές Εκδόσεις των
Έργων του Καζαντζάκη και στις δυο πλευρές της πομπής έρχονται κοπέλες του Λυκείου Ελληνίδων και νεαροί βρακοφόροι,
οι οποίοι και κρατούν τα κατατεθέντα στέφανα. Ακολουθούν τα Ιερά Εξαπτέρυγα και
στη συνέχεια το φέρετρο το οποίο περιβάλλεται από επιβλητικούς βρακοφόρους του
Συλλόγου Βρακοφόρων Χανίων, που ήρθαν γι’ αυτό από τα Χανιά. Το φέρετρο
συνοδεύουν η χήρα του νεκρού Ελένη
Καζαντζάκη, οι αδελφές του Αναστασία και Μαρία, και Έλληνες και λοιποί επίσημοι
Η νεκρική πομπή ακολούθησε την λεωφόρο
Καλοκαιρινού, την οδό 1821, έκαμψε την οδό Κόσμων, ανήλθε τις οδούς 1856 και
Έβανς και στη συνέχεια την Λεωφόρο Ν. Πλαστήρα, από όπου ανέβηκε στο Ενετικό
Τείχος. Κατά μήκος των οδών από όπου πέρασε η πομπή χιλιάδες λαού είχαν
καταλάβει τα πεζοδρόμια και τους εξώστες των σπιτιών, ενώ άλλες χιλιάδες είχαν
κατακλύσει κυριολεκτικά τον Προμαχώνα Μαρτινέγκο, στον οποίο είχε αποφασισθεί
να ενταφιαστεί ο νεκρός. Την 1:30μ.μ. ακριβώς η νεκρική πομπή ανέβηκε στον
Προμαχώνα,
Σαν τοποθετήθηκε ο νεκρός
μέσα στον πρόχειρο τάφο στην γη που τον γέννησε, η Ελλάδα ολόκληρη έγειρε το
κεφάλι και τον μοιρολόγησε. Αυτή την συγκινητική εικόνα ζωγράφισαν οι ελληνικές
εφημερίδες. Η Φιλαρμονική του Δήμου έπαιξε ξανά με δέηση τον ύμνο της Κρήτης:
"Από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη, τα βαριά της τα σίδερα σπα, και σαν πρώτα
χτυπιέται χτυπά, και γοργή κατεβαίνει".
Την ίδια κιόλας μέρα ο
αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης στο Ορθόδοξο περιοδικό της Κοζάνης «Σπίθα»
σφεντόνισε μίζερο φαρμάκι ενάντια στους Έλληνες επίσημους που τόλμησαν να
παρασταθούν στην κηδεία του «ανήθικου βλάστημου του Χριστού» και έγραψε πολλά με
παράφορη οργή.
Η κηδεία πάντως του
Καζαντζάκη, δεν έγινε χωρίς επεισόδια. Γύρω από τον Άγιο Μηνά έκαιγαν
εφημερίδες και φωνασκούσαν φανατικοί και ακραίοι θρησκευόμενοι και κατά την ώρα
της κηδείας, ενώ όπως αναφέρει κι ο Ευγένιος : «Κάμποσοι κληρικοί χωρίς ράσα
ακολούθησαν την νεκρική πομπή βρίζοντας τον νεκρό, αρπάχτηκαν στα χέρια με
ντόπιους Κρητικούς».
Το τελευταίο
αμφισβητούμενο γεγονός, είναι αν η ταφή του Καζαντζάκη έγινε με την παρουσία
ιερέα. Σύμφωνα με τον Ευγένιο «Είχαμε διαταγή να μην γίνει η ταφή του από
κανένα ορθόδοξο παπά. Εγώ δεν ήμουνα κοντά στην σωρό του Καζαντζάκη. [...] Ο
κόσμος είχε άγνοια. Όταν έφτασε η σωρός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε
επικήδειο λόγο (Σημείωση: Τον επικήδειο εκφώνησε ο Μενέλαος Παρλαμάς), μα
κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά
στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς τύπου!
Πουθενά παπάς. Οι βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από
άλλους παρόντες, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το
θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Κείνη την τραγική στιγμή ως εκ θαύματος
παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και με θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και
πως βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!».
Ο ιερέας αυτός, φοβούμενος
μάλλον, θέλησε τότε να διατηρήσει την ανωνυμία και την διατήρησε για πολλά
χρόνια. Ήταν ο στρατιωτικός ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης (αργότερα τιμωρήθηκε
ως αριστερός) που περιέγραψε το 1973 σε δημοσιογράφο που τον ανακάλυψε το γεγονός:
«Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης
και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία
του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή
να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοέμβριου. Οι αρχές και ο
στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να
μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το 'παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν
μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδηση μου με πείραζε
πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα
να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ' ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι
ανήθικο η εγκληματικό. Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον
κρίνω. [...] Το 'σκασα κρυφά από το στρατόπεδο την μέρα της κηδείας. Πήρα
αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα. [...] Όλοι
νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη
Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια! [...]
Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες!».
Η τελευταία επιθυμία του
Καζαντζάκη ήταν να ταφεί στο Ηράκλειο, όπως και έγινε. Ο Καζαντζάκης υπολόγιζε
να κατέβει στο Ηράκλειο τον Δεκέμβριο εκείνου του έτους (1957) για να γιορτάσει
τα Χριστούγεννα, μα ο θάνατος τον πρόλαβε. Κατά διαταγή του Προέδρου της
Κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, η κηδεία του
Καζαντζάκη, έγινε δημοσία δαπάνη.
Μεγάλη συζήτηση έγινε στον
Τύπο του Ηρακλείου τις μέρες που περίμεναν το μεγάλο νεκρό περί του μέρους που
έπρεπε να ταφεί. Ένας πρότεινε την κορφή Γιούχτα, άλλος κοντά στα ερείπια της
Κνωσού, άλλος το ύψωμα «Βίγλα», άλλος την «Ολάτεια» κοντά στο Ιστορικό Μουσείο
παρά το Μπεντενάκι και άλλοι τον Ενετικό Προμαχώνα Μαρτινέγκρο. Έγινε εν τέλει
δεκτό με μεγάλη πλειοψηφία να ταφεί ο μεγάλος στοχαστής στον υψηλό Ενετικό
Προμαχώνα Μαρτινέγκρο όπου και θάφτηκε.
Στον τάφο του Νίκου
Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα,
δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Πηγές :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου