ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
ΜΟΥΣΙΚΗ
ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΑ
Της Αύρας Θεοδωροπούλου*
Φεύγουν τα νιάτα τα
ελληνικά για το μέτωπο. Φεύγουν τραγουδώντας. Την ψυχή τους φτερώνει το
τραγούδι. Είναι γεμάτοι απόφαση, γεμάτοι χαρά. Ξέρουν πώς βαδίζουν προς το μεγάλο
αγώνα, μα και πιστεύουν στη νίκη. Είναι περήφανοι κι είμαστε κι εμείς περήφανοι
για τα παλικάρια μας. Τι τραγουδούν; ποιος ξέρει. Απλά τραγούδια, λαϊκά,
ρυθμικά, εμβατήρια Δεν το εξετάζουμε. Αφού τα τραγουδούν με τόση χαρά, θα πει
πώς είναι καλά.
Όμοια φτέρωνε την ψυχή του
αρχαίου πολεμιστή το τραγούδι. Κινούσαν για την εκστρατεία οι Σπαρτιάτες
χορεύοντας αρματωμένοι την «πυρρίχην» και τραγουδώντας με τη συνοδεία αυλών το
« καστόρειον μέλος», το πολεμικό τραγούδι πού ήταν αφιερωμένο στους Διόσκουρους.
Η ελληνική ψυχή, από τα
προϊστορικά ακόμα χρόνια, αποζητάει στο ρυθμό την εξόρμηση της προς τα
μεγάλα έργα. Και με το «Έπος», το
πανάρχαιο δημοτικό τραγούδι ψάλλει ο ραψωδός τα ηρωικά κατορθώματα των
πολεμιστών για να μην απολησμονηθούν και για να στέκονται παράδειγμα και
κίνητρο στη νέα γενεά.
Κι όταν, κατά τα 1000 π.
Χ., επικρατεί στην Ελλάδα η σεμνή κι αυστηρή Δωρική φυλή, παίρνει και την
ηγεμονία της μουσικής. Επιβάλλει τη μουσική στην παιδεία κάθε ελεύθερου πολίτη.
Με τη μουσική ζητεί να τον εξυψώσει και γι’ αυτό επιβλέπει αυστηρά το «ήθος» της
μουσικής. Δεν είναι κάθε είδος μουσικής κατάλληλο για να δημιουργήσει καλούς
πολίτες και γενναίους πολεμιστές. Τα γένη, οι τρόποι έχουν το ξεχωριστό « ήθος
» τους κι απ’ αυτούς διαλέγει εκείνους πού ταιριάζουν στο ιδανικό πού έχει διαμορφώσει.
Η μουσική παίρνει όλο και
μεγαλύτερη θέση στην κοινωνική ζωή, κι έχει όλο και μεγαλύτερη επίδραση στην
εξέλιξη του ελληνικού λαού. Στην πνευματική εκείνη εποχή, όπου η Τέχνη είναι ο
μόνος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις διάφορες ελληνικές πολιτείες, η μουσική
είναι το σύμβολο της ενότητας της φυλής. Στους μουσικούς και ποιητικούς αγώνες,
Ολύμπια, Πύθια, Καρνεία κτλ. δεν κρίνονται τα έργα των ποιητών - μουσικών τόσο από
αισθητική, όσο από ηθική άποψη. Την ηθική δύναμη της μουσικής την αναγνωρίζουν
τόσο, πού προσκαλούν στη Σπάρτη το χωλό ποιητή · μουσικό Τυρταίο για να
ενθουσιάσει τους πολεμιστές με τα θούρια τραγούδια του. Και το τραγούδι του
τους ενθουσιάζει τόσο πού τους κάνει να νικήσουν.
Ο μεγαλύτερος λυρικός
ποιητής, μουσικός, ο Θηβαίος Πίνδαρος, γράφει άπειρες επινίκιες ωδές σ' όλη τη μακριά
ζωή του, για να εξυμνήσει τα κατορθώματα των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους.
Τον υψηλό αυτά χαρακτήρα
της τον χάνει η μουσική αμέσως έπειτα από τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας.
Γίνεται επάγγελμα, επίδειξη, μόδα για το νεόπλουτο καταχτητή. Την αντίληψη των
αρχαίων Ελλήνων για την κοινωνική σημασία της μουσικής θα την ξαναβρούμε στη
Γαλλική Επανάσταση, όπως το αναγνωρίζει ο Κομπαριέ στή μνημειώδη « Ιστορία της
μουσικής » του: «Κάτω από την επίδραση πού τους άφησε η ανάμνηση των αρχαίων και
ειδικά η ελληνική παράδοση, οι άντρες της Επανάστασης είχαν θαυμάσια αντίληψη για
τον κοινωνικό ρόλο της μουσικής και για τις υπηρεσίες πού μπορεί να προσφέρει στο
Κράτος. Χρησιμοποιούν το ομαδικό τραγούδι, τη χορωδία, σα μιαν ακατάβλητη ηθική
δύναμη προς όφελος της πατρίδας. Ζητούν από τους ποιητές και τους μουσικούς να
γράψουν ύμνους πατριωτικούς».
«Τίποτα δεν μπορεί να
ηλεκτρίσει πιο πολύ τις ελεύθερες ψυχές από τους Ύμνους και τα πατριωτικά
τραγούδια », διακηρύττει ο Ντυμπουσέ από το βήμα της Βουλής. Κι ο Λαφαγέτ έλεγε
συχνά πώς «η Γαλλία χρωστούσε τις νίκες της πολύ περισσότερο στη μουσική παρά στις
λόγχες ». Οι πιο σπουδαίοι μουσικοί της εποχής, Γκοσέκ, Μεούλ, Λεζυέρ και
τόσοι άλλοι, γράφουν πατριωτικά
τραγούδια. Ανάμεσα στην πλούσια αυτή
παραγωγή ξεχωρίζει ή « Μαρσεγέζα », το περίφημο τραγούδι πού έγραψε ο Ρουζέ ντέ
Λίλ, λοχαγός του μηχανικού και μαζί ποιητής και μουσικός, στο Στρασβούργο, τη βραδιά
που κηρύχτηκε ο πόλεμος με την Αυστρία.
Έτσι βλέπουμε πώς το
αρχαίο ελληνικό πνεύμα, μεταπηδώντας ολόκληρο τον Μεσαίωνα, γονιμοποιεί έπειτα από
αιώνες ολόκληρους, έναν άλλο λαό πού αποζητά κι αυτός να ξεπεράσει τον εαυτό
του, να εξορμήσει προς μεγάλες πνευματικές κατακτήσεις. Κι όχι μόνο αυτός, άλλα
κι όλοι οι λαοί, όπου ξυπνά μέσα τους η συνείδηση της ελευθερίας, αντλούν από την
αστείρευτη πηγή πού ανέβλυσε
στην αρχαία Ελλάδα, τη
δύναμη πού θα τους οδηγήσει στην εθνική τους ολοκλήρωση.
Τη δύναμη αυτή τη ζητούν κι αυτοί από τη μουσική. Η νέα Αμερική, στον
απελευθερωτικό της αγώνα νιώθει πώς της χρειάζεται ένα μουσικό σύμβολο, ένας
ύμνος, πού θα γίνει η μουσική της σημαία. Τον χρειάζεται, μα δεν τον έχει. Δεν έχει
ακόμα δικούς της συνθέτες. Τι πειράζει; Θα πάρει τον ύμνο από άλλου, θα του
βάλει λόγια δικά της, θα τον κάνει δικό της. Έτσι έγινε ό εθνικός αμερικανικός ύμνος
«Η αστερόσπαρτη σημαία». Τα λόγια τα έγραψε ένας νεαρός αμερικανός, πού τον
είχαν κρατήσει οι Άγγλοι αιχμάλωτο σ΄ένα καράβι τους, ενώ ο στόλος τους
βομβάρδιζε ένα φρούριο αμερικανικό. Όλη νύχτα παρακολουθούσε ό νέος με αγωνία την
πολιορκία. Όταν το πρωί είδε να κυματίζει πάντα η αμερικανική σημαία πάνω στις
επάλξεις του φρουρίου, η συγκίνηση κι ο ενθουσιασμός του ήταν τόσοι, πού έγραψε
αμέσως τους στίχους του σημερινού αμερικανικού ύμνου απάνω σ’ ένα γνωστό και
πολύ αγαπητό αγγλικό λαϊκό τραγούδι.
Κι όταν ήρθε ή σειρά της
μικρής μας Ελλάδας να ζητήσει να αποτίναξη τον ξένο ζυγό, το τραγούδι του «Ρήγα
του Φεραίου «Ως πότε παλληκάρια» αντιλάλησε πέρα ως πέρα στη σκλαβωμένη χώρα
και ξύπνησε τη ναρκωμένη συνείδηση του λαού και του έδωσε φτερά για το πέταγμα το
μεγάλο. Και σαν έλαμψε πια ο ήλιος της λευτεριάς για την Ελλάδα, και τη
λευτεριά της την ύμνησε ο μεγάλος μας Σολωμός, τον ζωντάνεψε με τον παλμό της
μουσικής ο Μάντζαρος, για να τον χαίρεται και να τον τραγουδά κάθε ελληνική
ψυχή. Εκατόν εξήντα έξη στροφές έχει ο "Ύμνος στην Ελευθερία» του Σολωμού.
Άλλες τόσες μουσικές στροφές έγραψε κι ο Μάντζαρος. Και οι δυό πρώτες έγιναν ο εθνικός
μας ύμνος.
Είναι ωραίος ο ύμνος μας; Έχει
αξία καλλιτεχνική άλλη από τη συναισθηματική; Αυτό μπορούν να το πουν ξένοι. Για μας είναι ωραίος,
γιατί όπου κι όποτε τον ακούσουμε μας
συγκινεί βαθιά, γιατί μας θυμίζει τα
μεγαλουργήματα των ηρώων της "Ελληνικής "Επανάστασης και κάνει την
ψυχή μας να σκιρτά από περηφάνια. Για κάθε παιδί, η μάνα του είναι η πεντάμορφη
του κόσμου. Έτσι και για μας ο ύμνος μας.
Η νεώτερη Ελλάδα δεν
αδιαφόρησε για τη μουσική την πατριωτική. Οι τελευταίοι πόλεμοι έδωσαν την
ευκαιρία σ’ όλους τους συνθέτες μας να γράψουν πατριωτικά τραγούδια, Ύμνους,
εμβατήρια, επινίκια. Σαμαράς, Λαυράγκας, Λαμπελέτ, Καλομοίρης, έγραψαν όσο
μπόρεσαν απλά, για να γίνουν τα τραγούδια τους αγαπητά στο λαό και να τα τραγουδά
εύκολα και σωστά. Κι άλλοι λαϊκότεροι συνθέτες, Ρόδιος, Λάβδας, Ξανθόπουλος κι
άλλοι έγραψαν κι αυτοί και τα’ αγάπησε και τα τραγούδησε ό λαός τά τραγούδια
τους. Και σ’ όλη αυτή τη δημιουργία κριτής είναι ο λαός κι όχι ο τεχνοκρίτης.
Χαρά στο μουσουργό πού το τραγούδι του θα πετάξει μαζί με τα παλληκάρια μας στα
χαρακώματα του μετώπου, θα σκαρφαλώσει με τα ευζωνάκια μας πάνω στα βουνά της Αλβανίας,
θα σηκώσει με το ρυθμό του τον Ακρίτα μας πάνω από τις μικροφροντίδες και τις
στενοχώριες του οικογενειακού του κύκλου για να τον κάνει να γίνει ένα με τη
μεγάλη οικογένεια του Έθνους.
Φεύγουν τα παλληκάρια μας
τραγουδώντας, Δεν έσβησε η φλόγα πού άναψαν στην ελληνική ψυχή οι Πίνδαροι και οι
Τυρταίοι.
Περιοδικό "ΝΕΑ
ΕΣΤΙΑ" 15.11.1940
ΑΥΡΑ Σ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Η Αύρα Θεοδωροπούλου (1880 - 20 Ιανουαρίου 1963) ήταν Ελληνίδα μουσικός, κριτικός και αγωνίστρια. Έγινε περισσότερο γνωστή από τους αγώνες της για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Υπήρξε ιδρύτρια (1920) και πρόεδρος του συνδέσμου για τα δικαιώματα της γυναίκας.
Διακαής πόθος της είναι να
εδραιώσει τη θέση της γυναίκας. Χαρακτηριστικό είναι το ψήφισμα που επέδωσε ο
Σύνδεσμος στη Βουλή και την κυβέρνηση, το 1920, μία φλογερή διαμαρτυρία για την
ανισότητα των ελληνικών νόμων έναντι των γυναικών. Με το ψήφισμα, ο Σύνδεσμος
ζητούσε, πρωτίστως, να αναγνωριστεί στις γυναίκες (ο μισός πληθυσμός της χωράς),
το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Το ψήφισμα στάλθηκε, ταυτόχρονα,
στη Διεθνή Ένωση της γυναικείας ψήφου και τους αδελφούς συνδέσμους της
αλλοδαπής.
Γεννήθηκε στην
Αδριανούπολη (το γένος Δρακοπούλου), το 1880. Καταγόταν από πλούσια αστική
οικογένεια. Συνέβαλε στην ίδρυση του Εθνικού Ωδείου.
Εργάστηκε 52 χρόνια ως
καθηγήτρια πιάνου και ιστορίας της μουσικής στα Ωδεία Αθηνών, Ελληνικό και
Εθνικό, ενώ ως το τέλος της ζωής της, ως μουσικό-κριτικός, έγραφε,
επαγγελματικά, σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Στη μακρά επαγγελματική
σταδιοδρομία της, η Αύρα προωθούσε πάντα με αληθινή στοργή και χαρά τα
πραγματικά ταλέντα, όσα συναντούσε σε νεαρούς σπουδαστές της μουσικής.
Προσέφερε τις υπηρεσίες
της σε όλους τους μεγάλους πολέμους, από την ηλικία των 17 ετών ως και τον
Πόλεμο του 1940.
Συνέγραψε τα έργα
"Ιστορία της Μουσικής" και "Δέκα Μεγάλοι Μουσουργοί".
Πηγές
:
Βικιπαίδεια, η ελεύθερη
εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου