Η
αρχαία Εγνατία οδός
Του Μ. Α. Τ1ΒΕΡΙΟΥ*
Η αρχαία Εγνατία οδός
υπήρξε ένας μεγάλος αρχαίος δρόμος, που
δικαίως έχει δώσει το όνομα του στην νέα οδό, αφού η τελευταία φιλοδοξεί να
ακολουθήσει ως προς τη χάραξη της ανάλογη μ' αυτόν στρατηγική.
Με την επέκταση του
ρωμαϊκού κράτους προς Ανατολάς και με την ίδρυση της επαρχίας της Μακεδονίας το
148 με 146 π.Χ., επιτακτική ήταν η ανάγκη για τη Ρώμη να μπορεί να προωθεί
γρήγορα τα στρατεύματά της προς τα
νέα εδάφη. Έτσι η δημιουργία ενός δρόμου, που θα επέτρεπε τη γρήγορη προέλαση
των ρωμαϊκών λεγεώνων προς τη Μακεδονία, μόλις αυτές θα αποβιβάζονταν από το Brindisi
(Βρεντέσιον) στις απέναντι ακτές της Αδριατικής, ήταν
επιβεβλημένη.
Στη γνώση της κατασκευής
τέτοιων έργων οι Ρωμαίοι όφειλαν πολλά στους Ετρούσκους, ενώ γρήγορα και οι
ίδιοι απόκτησαν μεγάλη σχετική εμπειρία. Την ιταλική χερσόνησο, ήδη από τον 4ο
αι. π.Χ., διέσχιζαν μεγάλες οδικές αρτηρίες, που είχαν ως αφετηρία τους τη
Ρώμη, με πρώτη ανάμεσα τους την περίφημη Via Appia, γνωστή και ως βασίλισσα των
δρόμων (Regina Viarum).
Για την αρχαία Εγνατία οδό
που, όταν ολοκληρώθηκε, συνέδεσε τις ακτές της Αδριατικής με τις ακτές του
Βορείου Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας, έχουμε αρκετές πληροφορίες. Το όνομα
της, όπως μάθαμε από δύο μιλιοδείκτες (μιλιάρια) που βρέθηκαν σχετικά πρόσφατα
έξω από τη Θεσσαλονίκη και κοντά στην Καβάλα, το οφείλει σ' έναν ρωμαίο ανθύπατο,
τον Γναίο Εγνάτιο του Γαΐου. ο οποίος και θα επέβλεψε προφανώς την κατασκευή
της. Ένα μεγάλο τμήμα της πρέπει να ολοκληρώθηκε κάπου ανάμεσα στο 148-146 π.Χ.
και το 118 π.Χ., εποχή που πεθαίνει ο ιστορικός Πολύβιος, ο οποίος και γνώριζε
την ύπαρξη της.
Σύμφωνα με πληροφορίες που
μας διασώζει ο Στράβων, το μήκος της, από την αφετηρία της στην Απολλωνία ή το
Δυρράχιο της σημερινής Αλβανίας, «μέχρι... Έβρου ποταμού» ήταν 535 ρωμαϊκά
μίλια (γύρω δηλαδή στα 800 χιλιόμετρα). Ωστόσο όλα αυτά τα χιλιόμετρα δρόμου
δεν φαίνεται να ανοίχτηκαν συγχρόνως αλλά σταδιακά. Σε μια πρώτη φάση θα έγινε
το τμήμα ως τη Θεσσαλονίκη, ενώ σε μια επόμενη, το τμήμα μέχρι τον ποταμό Έβρο.
Όπως μαθαίνουμε από τον Κικέρωνα, τον γνωστό ρωμαίο πολιτικό και ρήτορα, στα
μέσα περίπου του 1ου αι. π.Χ. ο δρόμος αυτός έφτανε ως τον Ελλήσποντο.
Πιθανόν η κατασκευή του
δεύτερου τμήματος να άρχισε αμέσως μετά το 101 π.Χ., χρονιά κατά την οποία την
ευθύνη της Θράκης ανέλαβε ο διοικητής της Μακεδονίας. Αργότερα ο δρόμος αυτός
θα επεκταθεί ακόμη ανατολικότερα ως το Βυζάντιο. Χωρίς άλλο οι κατασκευαστές
του δρόμου χρησιμοποίησαν και ενσωμάτωσαν σ' αυτόν και αρκετούς προϋπάρχοντες
δρόμους της περιοχής. μέσω των οποίων μετακινούνταν σε παλιότερες εποχές,
άνθρωποι και αγαθά. Ανάμεσα τους σίγουρα θα ήταν και μερικοί από τους δρόμους
που είχε υπόψη του ο Αριστοτέλης (ή ένας μαθητής του), όταν έκανε λόγο για
χιώτικο, θασίτικο. λεσβίο και κερκυραϊκό κρασί, που προωθείτο ανάμεσα στις
ακτές της Αδριατικής και του Αιγαίου.
Χάρη σε κείμενα αρχαίων
συγγραφέων, σε επιγραφές και σε αρχαιολογικές έρευνες, που έχουν εντοπίσει
ακόμη και τμήματα της ίδιας της Εγνατίας οδού μαζί με διάφορες εγκαταστάσεις
που βοηθούσαν στην εύρυθμη λειτουργία της, όπως π.χ. γέφυρες, φυλάκια,
σταθμούς, γνωρίζουμε σήμερα σχετικά καλά τη συνολική πορεία της. Ξεκινώντας από
τις αλβανικές ακτές, περνούσε από την Αχρίδα, το Μοναστήρι, λίγο βόρεια από το
Αμύνταιο, νότια από τη Βεγορίτιδα λίμνη, από την Έδεσσα, Πέλλα, Χαλκηδόνα,
Θεσσαλονίκη (χωρίς να την διασχίζει), από τις βορειοδυτικές παρυφές του
Χορτιάτη, αμέσως νότια από τις λίμνες του Λαγκαδά και της Βόλβης, από τις ακτές
του Στρυμονικού κόλπου, από τους Φιλίππους, την Καβάλα, Νέα Καρβάλη, Ξάνθη,
Κομοτηνή, Μάκρη, Αλεξανδρούπολη, Πέρινθο και κατέληγε στο Βυζάντιο.
Σε κάθε μίλι, που αντιστοιχεί
περίπου με μήκος λίγο μικρότερο από ενάμισι χιλιόμετρο, και σ' όλη την έκταση
της, υπήρχαν στην άκρη του δρόμου λίθινοι μιλιοδείκτες (μιλιάρια), στους
οποίους αναγράφονταν οι σχετικές αποστάσεις. Ως σήμερα γνωρίζουμε γύρω στα 30
τέτοια μιλιάρια και ο αριθμός τους συνεχώς αυξάνεται. Είναι χαρακτηριστικά τα
λόγια του Στράβωνα: «Η Εγνατία οδός εστίν... βεβηματισμένη κατά μίλιον και
κατεστηλωμένη μέχρι... Έβρου ποταμού».
Από Ρωμαϊκά Οδοιπορικά
(Itineraria romana) και από αρχαιολογικές έρευνες γνωρίζουμε αρκετούς σταθμούς
που υπήρχαν κατά μήκος της οδικής αυτής αρτηρίας, κατάλληλους για ανεφοδιασμό
σε τρόφιμα και νερό, για διανυκτέρευση ή για αλλαγή των καταπονημένων ίππων.
Ακόμη υπήρχαν και φυλάκια, αφού ο δρόμος αυτός εξυπηρετούσε κυρίως
στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ συγχρόνως βοηθούσε το ίδιο το κράτος στο να έχει μια
γρήγορη πρόσβαση στα απομακρυσμένα σημεία της επικράτειας του, πράγμα που
ενίσχυε τη συνοχή του.
Φυσικά την Εγνατία οδό
χρησιμοποιούσαν και οι απλοί άνθρωποι για τις μετακινήσεις τους και τη διακίνηση
αγαθών, αν και για τον τελευταίο σκοπό η θαλάσσια επικοινωνία ήταν η
οικονομικότερη και αυτή που προτιμούνταν όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Στη μακρόχρονη ιστορία της
η Εγνατία οδός γνώρισε περιόδους ακμής και εγκατάλειψης. Κατά καιρούς συνδέθηκε
και με δευτερεύοντες δρόμους για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της
ενδοχώρας. Εκτεταμένα έργα συντήρησης και επιδιόρθωσης γνωρίζουμε ότι έγιναν
στην εποχή πολλών αυτοκρατόρων, όπως του Τραϊανού, Αδριανού, Μάρκου Αυρηλίου,
Σεπτημίου Σεβήρου, Καρακάλλα και Διοκλητιανού. Για τη συντήρηση των επιμέρους
τμημάτων της οδού υπεύθυνα ήταν συνήθως τα αστικά εκείνα κέντρα, από την
περιοχή ευθύνης των οποίων συνέβαινε να περνά η Εγνατία οδός.
*Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος
είναι καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
ΤΟ ΒΗΜΑ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΕΣ
8.1.1995
Μερικά
συμπληρωματικά στοιχεία
από
την ιστοσελίδα της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ.
Η Εγνατία είχε
ανακατασκευασθεί μερικώς πολλές φορές μέχρι το 300 μ.Χ.
Το 1270 μ.χ. η via Εγνατία
αναφέρεται ως συνδετικός οδικός άξονας ανάμεσα στο Δυρράχιο και στην
Κωνσταντινούπολη και μέχρι το 16ο αιώνα χρησιμοποιείται βασικά ως εμπορικός
δρόμος που διακινούσε φυλές, θρησκεύματα, κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες, ήθη,
έθιμα, οικονομίες, νοοτροπίες, αντιλήψεις.
Πάνω στα ίχνη της αρχαίας
Εγνατίας συναντούσε κανείς ομάδες από πραματευτές, ή συνηθέστερα βιοτέχνες,
χωρικούς ή εργάτες, από τη Δυτική Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία κ.λ.π. που αναζητούσαν
καλύτερους όρους ζωής. Πολλοί από αυτούς ήταν οικοδόμοι και έφευγαν κατά
συντροφιές, που περιελάμβαναν όλες τις σχετικές ειδικότητες του χτίστη και του
ξυλουργού. Μέσα στα πλανόδια αυτά σμήνη, μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς τους
εποχιακούς εργάτες αλλά και τους κατά παράδοση επαγγελματίες ζητιάνους, τους
Κραβαρίτες.
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν
κατ' αρχήν την Εγνατία για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά γρήγορα γενικεύτηκε η
χρήση της και έγινε η κυριότερη οδική αρτηρία που συνέδεε την Αδριατική με τον
Εύξεινο Πόντο. Λειτούργησε μάλιστα παράλληλα, ή και ανταγωνιστικά, προς τον
άλλο αρχαίο θαλάσσιο δρόμο που από την Ιταλία διαμέσου του Ισθμού έφτανε ως το
βόρειο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο, ιστορία που επαναλαμβάνεται και σήμερα.
Η Εγνατία οδός διαδραμάτισε
σπουδαίο ρόλο στα βυζαντινά και στα μεταβυζαντινά χρόνια. Ζωγράφοι και
συνεργεία ψηφιδογράφων ξεκινούσαν από την Κωνσταντινούπολη προς όλες τις
κατευθύνσεις και με όλα τα συγκοινωνιακά μέσα, θαλάσσια και χερσαία. Η Εγνατία
διακινούσε συνεχώς τις ομάδες των καλλιτεχνών, ή και τα έργα τους, όταν επρόκειτο
για μικρογραφημένα χειρόγραφα, φορητές εικόνες, σμάλτα, είδη μικροτεχνίας,
χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας, χαλκουργίας ή κεντητικής. Παράλληλα, η Θεσσαλονίκη,
ιδιαίτερα από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο και ύστερα, αποτέλεσε το χώρο των
καλλιτεχνικών ζυμώσεων και την αφετηρία των περισσότερων αποστολών προς τους
βορειότερους, δυτικότερους, και νοτιότερους πληθυσμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου