ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Απέναντι στα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα
Μια πλευρά του Νίκου Γκάτσου, που
συνήθως δεν ταυτίζεται με το έργο του, είναι αυτή ενός δημιουργού με
έντονη πολιτική θέαση και θέση, με σαφή κοινωνική συνείδηση, και κυρίως
μ' έναν αιχμηρό και καταγγελτικό, σύγχρονο της εποχής του λόγο, που
αποσκοπεί κυρίως στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, και εντέλει στην
ποιητική/στιχουργική καταγραφή της.
Εχουμε να κάνουμε μ' έναν πολύπλευρο δημιουργό, που δεν πίστεψε
ποτέ πως η αποστολή του ποιητή μπορεί να ταυτιστεί με κάποια
-οποιαδήποτε- ιδεολογία που αυτός θα υπηρετήσει, και η οποία στοχεύει
άμεσα και κραυγαλέα στην αφύπνιση των συνειδήσεων του αναγνώστη/κοινού. Σ' αυτό το σημείο ταυτίζεται ιδεολογικά με τον Οδυσσέα Ελύτη, και ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος που κράτησε μια τέτοια στάση.
Η παρουσία του εξάλλου, όπως παρατηρούμε και από τα λιγοστά
βιογραφικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, υπήρξε (ίσως όμως μόνο
φαινομενικά) αφοπλιστικά αθόρυβη και σιωπηλή, ειδικά όλες τις ταραγμένες
περιόδους της μετακατοχικής περιόδου που ξεκινά το κυρίως στιχουργικό
του έργο.
Το ενδιαφέρον όμως στην περίπτωση του Γκάτσου αποτελεί το
γεγονός, πως, όσο «αφανής» και διακριτικός ήταν σε δημόσιες δηλώσεις,
τοποθετήσεις, εμφανίσεις, συνεντεύξεις κ.λπ., τόσο ουσιώδης,
καταγγελτικός και περιεκτικός αποδείχτηκε πολλές φορές στους στίχους του
της περιόδου 1970-1990, είτε με υπαινικτικό, είτε με διαυγέστατο τρόπο
και γραφή.
Από την «Αμοργό» που περιείχε σαφείς υπαινιγμούς κατά του
ναζιστικού ολοκληρωτισμού έως τα «πολιτικά» «Κατά Μάρκον» που αποτελούν
τη στιχουργική/ιδεολογική και πνευματική του παρακαταθήκη, δεν έλειψαν
ποτέ στο διάστημα του μισού αιώνα (1940-1990) της συνεχούς παρουσίας του
ως ποιητή/ στιχουργού/ μεταφραστή μέσα στο έργο του, νύξεις και σχόλια
που καθρεφτίζουν όλη αυτή την ταραγμένη, γεμάτη διαψευσμένα οράματα
περίοδο στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο, που ακολούθησε το τέλος του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου. Το θέμα είναι βέβαια ανεξάντλητο. Εδώ το
ψηλαφίζουμε εντελώς σημειωτικά:
* ΣΤΑΣΗ ΠΡΩΤΗ. Αν επικεντρωθούμε μόνο στα τραγούδια (διότι και
στα λιγοστά ποιήματα η διάσταση αυτή είναι καταλυτικά παρούσα), αυτή η
θεαματική θεματολογική «στροφή» (ή καλύτερα, διεύρυνση από το λυρικό
εγώ, στο πολιτικό εμείς) διακρίνεται δειλά και σχηματοποιείται πολύ
νωρίς, ήδη από το 1962, στους στίχους από το «Ματωμένο φεγγάρι» σε
μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Εχουν προηγηθεί τα πρώτα τραγούδια του ποιητή,
σε ελυτικό αιγαιοπελαγίτικο ύφος, με κυρίαρχα πολλά από τα γνωστά μοτίβα
του ονείρου, των ουράνιων περιβολιών, της αγάπης. Εδώ, μπορούμε να
θεωρήσουμε ως σύνθημα και διακήρυξη, μια οριακή δηλαδή μετάβαση από το
προσωπικό στο συλλογικό (κι ας μην ήταν απαραίτητα αυτή η πρόθεση) τους
στίχους:
«Ενας κρατούσε το μαχαίρι
άλλος κρατούσε το σπαθί
κι εγώ σου κράταγα το χέρι
στο χέρι μου να ζεσταθεί.
Αγάπη μου αγάπη μου
θα σου μιλήσω τώρα
για της χαράς την ώρα
και για τη λευτεριά».
Θα χρειαστεί ακόμη μια δεκαετία για να αποκτήσουν οι ποιητικοί
στίχοι του Γκάτσου συνειδητά ένα πιο συμπαγές και σταθερό «πολιτικό»
ύφος. Διάσπαρτοι σπόροι όμως ανιχνεύονται συχνά στους στίχους που γράφει
την περίοδο 1965-1972. Σε μια ρευστή πολιτικά περίοδο στον ελληνικό
χώρο, το 1965, το τραγούδι «Πάει ο καιρός» ξεκινούσε με τους προφητικούς
στίχους:
«Πάει ο καιρός
πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και κάθ' αυγή
ξεκινούσε μια πηγή
για να ποτίσει όλη τη γη.
Ηρθανε νύχτες και βροχές
και χειμωνιάσαν οι ψυχές κλπ».
Στίχοι που μπορούν να λειτουργήσουν διττώς, όπως τα περισσότερα
τραγούδια του Γκάτσου. Μπορούν πάντα να ενταχθούν στην κατηγορία των
λαϊκών ερωτικών τραγουδιών, που έγραφε εκείνη την περίοδο, ταυτόχρονα
όμως περικλείουν και μια κοινωνική διεύρυνση. Αυτός ήταν ίσως και ο
λόγος που το συγκεκριμένο τραγούδι λογοκρίθηκε (ήταν από τα ελάχιστα του
ποιητή). Με την ίδια μουσική, άλλη ενορχήστρωση και ερμηνεία, το «Πάει ο
καιρός» πήρε τον «αθώο» τίτλο «Πρωτομηνιά» το 1971, με στίχους
αλλαγμένους, λιγότερο «ενοχλητικούς», προφανώς για να μην υπάρχει
πρόβλημα με τη λογοκρισία. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στους στίχους
«Κράτησα δίκοπο μαχαίρι στον πικρό καιρό» από το τραγούδι «Στο Λαύριο
γίνεται χορός» που και αυτοί το 1967 (ενώ το τραγούδι κυκλοφόρησε το
1965) τελικά άλλαξαν.
* ΣΤΑΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Αρχές δεκαετίας του 1970, στην καρδιά της
δικτατορίας, και στο τραγούδι «Ηρθατε σαν κύματα» ακουγόταν μια πρώτη
ξεκάθαρη σύνοψη και αποτίμηση της πορείας της γενιάς του ποιητή από τον
ίδιο, στίχοι βέβαια που θα μπορούσαν να αναφέρονται ή να ταυτίζονται και
με την πορεία της επονομαζόμενης γενιάς της ήττας:
«Σημαδεμένη
και προδομένη
έμεινε πάντα η δική μας η γενιά.
Μας βρήκαν μπόρες
δύσκολες ώρες
κι ούτε λυχνάρι ούτε φως στη σκοτεινιά./.../
Ξεκληρισμένα
και πικραμένα
μείνανε πάντα
της γενιάς μου τα παιδιά.
Κάντε κουράγιο
κι απ' το ναυάγιο
κάπου θα βρούμε της χαράς την αμμουδιά».
Στο «Ολα τα τραγούδια», την επίτομη έκδοση του μελοποιημένου
Γκάτσου, σημειώνεται ότι «Το ρεφρέν, προτού λογοκριθεί προφανώς, ήταν:
Μαύρη μέρα χάραξε
μες στον ουρανό
η καρδιά μου σπάραξε
και γι' αυτό
θρηνώ».
Ο Γκάτσος «τραγουδούσε» τότε στους στίχους του τα λόγια του Γ.
Θεοτοκά στο σημείωμά του στον επίλογο του Λεωνή: «Πρώτα- πρώτα ,
αισθάνθηκα πως είμαστε μια γενεά σημαδεμένη από κάποια μοίρα, πως δεν
χρησιμεύει σε τίποτα να παραπονιέται κανείς ή να διαμαρτύρεται ή να
προσπαθεί να ξεχάσει, αλλά πως είναι προτιμότερο να το πάρει απόφαση ότι
έτσι είναι τα πράματα, ότι είμαστε παιδιά μιας μεγάλης ιστορικής κρίσης
που ορίζει όλη τη ζωή μας, ότι τα ονειροπολήματά μας, οι πράξεις μας
και τα έργα μας δεν θα είτανε φυσικό να ξεφύγουν ποτέ εντελώς από τον
ίσκιο που μας σκεπάζει».
Σκέψεις που ασφαλώς αντιπροσωπεύουν πλήρως την ιδεολογική,
κοινωνικοπολιτική θέση και του ίδιου του Γκάτσου, όπως τουλάχιστον αυτή
εμφανίζεται στους στίχους του. Τα τραγούδια του είναι σε μεγάλο μέρος
γεμάτα «προδοσία», «όνειρο», «μοίρα», και «παιδιά», λέξεις οριακές στο
κείμενο του Θεοτοκά, λέξεις οριακές και στους στίχους του ποιητή με
δεκάδες αναφορές.
* ΣΤΑΣΗ ΤΡΙΤΗ: Το «Νυν και αεί», που κυκλοφορεί το 1974,
αποτελεί με την ισορροπημένη σύζευξη μιας επικής μουσικής του Σταύρου
Ξαρχάκου και των στίχων του ποιητή μια ευτυχή συνάντηση των δύο
σπουδαίων δημιουργών. Αρχικά -έχει τη σημασία του- τα τραγούδια είχαν
γραφτεί για την «πολιτική» επιθεώρηση «Για μια χούντα δολάρια» του
Φρέντυ Γερμανού και του Κυρ. Τα κείμενα του «Νυν και αεί» θα μπορούσαμε
να τα χαρακτηρίζαμε και να τα ορίζαμε ως «θρηνητικά της ελευθερίας».
Διατηρούν όλα έναν απόηχο μανιάτικου μοιρολογιού. Θα μπορούσαμε δε, με
μια συγκεκριμένη λογική και οπτική, να τα θεωρήσουμε επίσης ως
αντιπροσωπευτικά δείγματα στη νεοελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, μερικών
από τα τελευταία ποιητικά κείμενα που συνταιριάζουν τόσο εύστοχα τη
λιτότητα και περιεκτικότητα του δημοτικού τραγουδιού σε επίπεδο λεκτικό,
μορφολογικό και ποιητικό. Ποιος άλλος θα χρησιμοποιούσε άλλωστε και
μάλιστα σ' ένα τραγούδι -εν έτει 1974- με απόλυτη φυσικότητα,
λειτουργικότητα και πειστικότητα λέξεις και φράσεις όπως οι: βόλι,
Διγενής, φασκιές, αγρίμι, δυόσμο κι αγιοκέρι, σκουτιά, σαράντα ρέματα,
σήμαντρα, ριζικό, προσκυνητάρι;
Με την είσοδο της ορχήστρας και προτού ακουστούν οι πρώτες
λέξεις, η δραματική και αγωνιώδης σαν αγκομαχητό ένταση της μουσικής
οδηγεί στο πρώτο στίγμα που σε μεταφέρει χρονικά στα σκοτεινά χρόνια της
Κατοχής:
«Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ' το σπίτι».
Ο Γκάτσος διαλέγει όπως και στο συγγενές θεματολογικά «Πού το
πάνε το παιδί», την ίδια χαρακτηριστική εικόνα του βίαιου «εκτοπισμού»
από την εστία του σπιτιού, χρησιμοποιώντας όμως αυτή τη φορά μια γραφή
απελέκητη, η οποία είναι πρόσφορη στο θέμα του, με λέξεις διόλου λυρικής
και «μουσικής» υφής, ή και υπερρεαλιστικής, όπως στα παλιότερα
τραγούδια του, αλλά ωμές, σκληρές και τραχιές, απανωτά, χωρίς αναπνοή
την μια μετά την άλλη, για να εντείνει και να υποστηρίξει έτσι
αποτελεσματικότερα και πειστικότερα το ανάλογο κλίμα που
διαπραγματεύεται. Ο σουγιάς, τα θεριά, ο μπόγιας, ο φονιάς, ο χάρος, η
μαύρη γη, το σώριασμα στη γη, ο ληστής, η καταλυτική παρομοίωση στην
τελευταία στροφή του δωσίλογου προδότη που θα πληρώσει («του 'χανε δέσει
στο λαιμό του μια τριχιά/ και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά»), όλα
διαμορφώνουν -και μόνο σε καθαρά λεκτικό επίπεδο- με την ασθματική
παράθεσή τους μια εικόνα που μένει χαραγμένη στη μνήμη και αδυνατείς να
προσπεράσεις. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτό το έργο του Γκάτσου, σε
επίπεδο στιχουργικής ωριμότητας και κυρίως ιδεολογικής και
κοινωνικοπολιτικής συνειδητοποίησης, αντίστοιχο με το «Αξιον Εστί» του
Ελύτη, που αποτέλεσε και για κείνον ένα οριακό σημείο καμπής στο έργο
του.
* ΣΤΑΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Το τραγούδι «Τσάμικος» από την ιστορική
«Αθανασία» (1976), έργο σταθμό για τους Χατζιδάκι - Γκάτσο με πολλούς
στίχους ποιητικής κοινωνικοπολιτικής υφής. Αποτελεί με τον συμπυκνωμένο
και ουσιώδη λόγο του ένα συνοπτικό μάθημα Ιστορίας, για όλες τις
βαθμίδες της εκπαίδευσης (υπάρχει πλέον στα βιβλία του Δημοτικού). Ο
«Τσάμικος», στους λιγοστούς του στίχους, περιλαμβάνει όλη την ελληνική
πορεία προς την απελευθέρωση του '21, αναφορές-αιχμές στις υπερδυνάμεις
του ψυχρού πολέμου με το τσακάλι και την αρκούδα και κυρίως έναν οριακό
στίχο -«το πανηγύρι κρατάει χρόνια»- που μετεωρίζει και μεταθέτει όλο το
ποίημα από το χθες στο σήμερα.
Τραγούδια που περιγράφουν με συγκλονιστικά λιτό και ποιητικό
τρόπο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας θα γράψει πολλά ο Γκάτσος τα
επόμενα χρόνια.
* ΣΤΑΣΗ ΠΕΜΠΤΗ: Ελλαδογραφία: Ενα κείμενο ποταμός, το επιλογικό
του έργου, συμπυκνώνει θαυμαστά σε ειρωνική καθαρεύουσα όλο το πολύχρωμο
ψηφιδωτό που είναι «Τα Παράλογα». Θα συναντήσουμε κι εδώ μεταξύ άλλων:
Ειρωνεία, χιούμορ, κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο, ιστορική αναδρομή του
γενέθλιου τόπου μέσα από ιστορικά φορτισμένες στιγμές, κριτική στα κακώς
κείμενα. Ενα από τα πρώτα, ουσιαστικότερα, και κυρίως ποιητικότερα
οικολογικά σχόλια σε τραγούδι γίνεται στο εισαγωγικό «Ο Εφιάλτης της
Περσεφόνης» από τον ίδιο κύκλο, ενώ παρελαύνουν επίσης μορφές ήθους
αντιηρωικές και καταλυτικές (Μάγδα), σχόλια για την Παλαιστίνη, ο
Μακρυγιάννης και ο Ομέρ Βρυώνης, η Σίβυλλα και οι εκτελεσμένοι
Διστομίτες με τους Καλαβρυτινούς μέσα από εξαίσιες ποιητικές εικόνες:
«Επίσκοποι και προεστοί
κατακτητές και στρατηλάτες
επαναστάτες και αστοί
της ιστορίας οι πελάτες».
Την τελευταία δημιουργική δεκαπενταετία του Γκάτσου θα
ακολουθήσουν και στους επόμενους κύκλους τραγουδιών πολλά ανάλογα
κείμενα-σχόλια ενός ευρύτερου κοινωνικού σχολιασμού, στίχοι και στροφές
-μεταξύ άλλων- για την αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος, τον
νεοπλουτισμό, την αστυφιλία, το χάσμα των γενεών, την τσιμεντοποίηση που
εισβάλλει στη μεγαλούπολη, την επέλαση του τεχνικού πολιτισμού και των
μηχανών με όλα τα δεινά που επιφέρει η υπερβολικά αλόγιστη χρήση τους.
* ΣΤΑΣΗ ΕΚΤΗ: «Μάνα μου Ελλάς». Πρόκειται για ένα από τα πιο
γνωστά και αγαπημένα τραγούδια του ποιητή, που, όπως ο Κεμάλ,
συγκεντρώνει στις λίγες συμπαγείς στροφές του πολλά από τα προτερήματά
του. Από το κλασικό «Ρεμπέτικο», κορυφογραμμή της συνεργασίας με τον Στ.
Ξαρχάκο. Κι εδώ θα συναντήσουμε την ανηλεή κριτική που ξεκίνησε με τα
«Παράλογα», σε άλλο ύφος όμως και στόχευση, με κυρίαρχο το παράπονο, την
πίκρα, τη διάψευση, η οποία θα κορυφωθεί μια δεκαετία σχεδόν μετά στα
«Κατά Μάρκον». Η προσφυγιά, η εξορία, ο πόλεμος, όλες οι αιματοβαμμένες
στιγμές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, από την καταστροφή της Σμύρνης
ώς τη μεταπολίτευση σε τραγούδια-ποιήματα όπως τα «Στης πίκρας τα
ξερόνησα», «Στη Σαλαμίνα» εκτός από το ομώνυμο, περνούν από μπροστά σου
μέσα από δραματικές εικόνες του ποιητή που τραγουδιούνται -σαν να
γράφτηκαν χθες- τριάντα χρόνια μετά. Δεκάδες «πολιτικοκοινωνικοί» στίχοι
του ποιητή, όπως π.χ. ο χαρακτηριστικός «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα»
από το «Μάνα μου Ελλάς» έχουν περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο κι
αυτή είναι η μεγαλύτερη καταξίωση. 7
* Ο Σταύρος Καρτσωνάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου
Αθηνών, δάσκαλος και μελετητής του έργου του Νίκου Γκάτσου.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=312260
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου