Ήταν κάποτε
μια γέφυρα
Της ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Πριν από δύο μήνες ο Σταύρος Τζίμας έγραψε στην «Καθημερινή» για μια
γέφυρα που εξαφανίστηκε, σαν να άνοιξαν τα νερά του ποταμού Στρυμόνα και την
κατάπιαν. Δεν την εξαφάνισε κάποιος διάσημος μάγος σαν τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ
(illusionist, παραγωγός ψευδαισθήσεων είναι η επίσημη ιδιότητά του), αλλά η
«συμμορία του σκραπ» που την ξήλωσε και τη μετέφερε για πούλημα στη Βουλγαρία.
Ηταν μια μεταλλική γέφυρα στον νομό Σερρών, κοντά στα σύνορα, που είχε
κατασκευαστεί μεταπολεμικά από τον ελληνικό στρατό. Εδώ και τριάντα χρόνια είχε
περιπέσει σε αχρηστία, καθώς εκεί κοντά φτιάχτηκε μια άλλη, πιο σύγχρονη. Από
την παλιά είχε απομείνει μόνο ένα σιδερένιο κουφάρι, στηριγμένο σε τσιμεντένια
βάθρα ενώ κλαριά υδρόβιων δέντρων απλώνονταν και πλέκονταν ανάμεσα στις
σκουριασμένες σιδηροδοκούς. Η παλιά γέφυρα, άχρηστη πια και επικίνδυνη, ίσως
δεν ήταν λαμπρό δείγμα της τέχνης της γεφυροποιίας, όμως ήταν κομμάτι του
τοπίου και της μνήμης της περιοχής. Δεν είναι η πρώτη γέφυρα που χάνεται. Από
το Διαδίκτυο μαθαίνουμε για παλιές σιδερένιες γέφυρες στην Τσεχία, τη Ρωσία,
την Ουκρανία, την Πολωνία, την Πενσυλβάνια που είχαν το ίδιο άδοξο τέλος. Ολες
τους, τραγουδισμένες και ατραγούδιστες, κατέληξαν στη χώρα των φαντασμάτων.
Γνώριμη είναι πια η εικόνα του συλλέκτη μετάλλων (Ρομά, λαθρομετανάστη,
αλλά και Ελληνα) που μέρα νύχτα περιφέρεται από κάδο σε κάδο σέρνοντας ένα
καροτσάκι του σούπερ μάρκετ. Τόσο γνώριμη που έχει πάψει να τραβάει την
προσοχή. Κάγκελα, κολονάκια, μαντεμένια καπάκια φρεατίων, ράγες, καλώδια,
μετασχηματιστές της ΔΕΗ, ακόμα και τα καντήλια από τα μνήματα είναι περιζήτητα.
Ομως, η κλοπή μιας ολόκληρης γέφυρας είναι μια οργανωμένη επιχείρηση λεηλασίας
της δημόσιας περιουσίας, έστω και αν αυτή είναι αξιοποιήμιση μόνο με τη μορφή
παλιοσίδερων προς πώληση.
Αποσυναρμολογημένα γεφύρια σε μια αποσυναρμολογημένη εποχή, σε μια
κλυδωνιζόμενη ήπειρο. Το κράτος πρόνοιας χαρακτηρίζεται αμαρτωλό, πελατειακό,
αναχρονιστικό και άχρηστο και, κάτω από τα πόδια μας, το κενό, τα θολά νερά.
Χωρίς να έχει κηρυχτεί πόλεμος, βαδίζουμε ανάμεσα σε ορατά και αόρατα
χαλάσματα, σε γέφυρες που σειούνται και κλονίζονται.
Πέρασε ο καιρός του κράτους - περαματάρη, του κράτους - γέφυρας. Οποιος
θέλει να περάσει στην απέναντι όχθη, να διασχίσει το ποτάμι που χωρίζει τη ζωή
από την επιβίωση, τη ζωή από τον θάνατο, την αξιοπρέπεια από τον εξευτελισμό,
πρέπει διαρκώς να πληρώνει διόδια, ασφάλιστρα, δίδακτρα, νοσήλια, τέλη,
έκτακτες εισφορές. Αλίμονο σε όποιον γεννήθηκε σε λάθος τόπο, σε λάθος εποχή,
σε όποιον έμαθε να κερδίζει το ψωμί του με μια τίμια αλλά λάθος εργασία. Σε
μέρες σαν τις τωρινές, η εξαφάνιση μιας γέφυρας μοιάζει να αποκτά δυσοίωνη
σημασία, αφού πάντα τα γιοφύρια ήταν σύμβολο της ευφυΐας του μυαλού και των
χεριών, αλλά και της ελευθερίας της μετακίνησης και της επικοινωνίας.
«Ηταν κάποτε μια χώρα» και αυτό το «ήταν» αφηγήθηκε έξοχα ο Κουστουρίτσα
στο «Underground». Ηταν κάποτε μια γέφυρα, θα αφηγούνται οι κάτοικοι των χωριών
Βυρώνεια και Γόνιμο των Σερρών. Κανείς δεν νοσταλγεί την παλιά σκουριά, όμως
δεν μας αξίζει αυτή η πολύπλευρη λεηλασία.
(KAΘΗΜΕΡΙΝΗ, “Αποτυπώματα”, 1-7-2012)
Σημείωση: Η φωτογραφία της γέφυρας, πριν ξηλωθεί, από το makisgonimo.blogspot.com.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου