Την
δόξα της εκτέλεσης την πήρε ΟΛΗ ο Μπελογιάννης και όμως η τραγικότερη μορφή
ήταν ο Δημήτρης Μπάτσης.
Οι
επιπτώσεις της «δολοφονίας» του Δημ. Μπάτση.
Η
Ελλάδα θα βρεθεί κάτω από τον έλεγχο του διεθνούς μηχανισμού στήριξης λίγους
μήνες πριν λήξει η ισχύς της σύμβασης Κούπερ που πολέμησε ο Μπάτσης, τον Δεκέμβρη του 2010.
Ξέρω ότι κάποιο φίλοι μου
πραγματικά πατριώτες και ΕΛΛΗΝΕΣ πιθανότατα δυσαρεστήθηκαν επειδή εγώ, ένας έλληνας
αντιμνημονιακός πατριώτης, αναθυμάται ένα γεγονός όπως είναι η εκτέλεση του
Μπελογιάννη.
Αν έκανα την δημοσίευση
αυτή είναι όχι για να ανασκαλέψω εμφυλιοπολεμικές μνήμες και να δώσω πόντους
στην αριστερά αλλά επειδή η ιστορία όταν γράφεται αφήνει σημάδια που δεν πρέπει
να τα λησμονούμε οι μεταγενέστεροι γιατί μας γυρίζουν μπούμερανγκ.
Η εκτέλεση του Μπελογιάννη
ήταν ένα πολύ μεγάλο λάθος. Ένα λάθος που το αντιλαμβανόταν η ελληνική κοινή
γνώμη αλλά και η διεθνής διανόηση που ξεσηκώθηκε. Εκατοντάδες Άγγλοι και Ιταλοί
βουλευτές και γερουσιαστές, ο Τσόρτσιλ, ο Ντε Γκολ, το ζεύγος Κιουρί, ο
Αϊνστάιν, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Ελιάρ, ο Αραγκον, ο Νερούντα και
πλήθος άλλων μαζί με τον Πικάσο που είχε ζωγραφίσει το σκίτσο του Μπελογιάννη
με το γαρύφαλλο, είχαν ζητήσει να μην γίνουν οι εκτελέσεις.
Ακόμη και ο Αρχιεπίσκοπος
Σπυρίδων, που μόνο αριστερός δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί είχε ταχθεί ευνοϊκά υπέρ της απονομής χάριτος και είχε χαρακτηρίσει τον Μπελογιάννη, που πέθαινε
για τις ιδέες του χωρίς να πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή, «ανώτερο» σε πίστη κι
από τους πρώτους χριστιανούς.
Όμως κάποιοι ΗΘΕΛΑΝ οπωσδήποτε τον θάνατο του
Μπελογιάννη και των τριών συγκατηγορουμένων και το λάθος έγινε και όχι μόνο
αυτό αλλά διαπράχθηκε κάτω από ειδεχθείς και πρωτοφανείς συνθήκες. Οι
καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στο απόσπασμα
και η εκτέλεση τους έγινε υπό το φως των προβολέων στρατιωτικών οχημάτων·
και μάλιστα Κυριακή ημέρα που ούτε οι ναζιστές κατακτητές δεν τόλμησαν ποτέ να εκτελέσουν
κανένα.
Γιατί
όμως όλη αυτή βιασύνη σε μια τόσο ανορθόδοξη εκτέλεση;
Η απάντηση βρίσκεται σε
ένα όνομα Δημήτρης Μπάτσης. Γιατί ο
Μπελογιάννης, ο Καλούμενος, ο Αργυριάδης
είχαν συλληφθεί με αφορμή την ανακάλυψη των ασυρμάτων στα σπίτια των δύο τελευταίων
αλλά ο Μπάτσης, είχε καταδικαστεί και
εμπλακεί στην υπόθεση επειδή συναντούσε τον επικηρυγμένο αριστερό Πλουμπίδη και
δεν τον κατέδωσε. Όμως αυτό ήταν απλά η αφορμή και η πραγματικότητα άλλη.
Το
λάθος της εκτέλεσης του Μπάτση ήταν τραγικό με σοβαρές επιπτώσεις στην χώρα αφού ο
αστικής καταγωγής αριστερός διανοούμενος, ο «συνοδοιπόρος», που η πατριωτική
αποκαλυπτική αρθρογραφία του (σύμβαση Κούπερ κ.λπ.) θα αποτελούσε την αιχμή του
δόρατος ενάντια στους ξένους επικυρίαρχους και την ντόπια εξυπηρετική ολιγαρχία
σιώπησε για πάντα και το όραμά του για ανόρθωση της Ελλάδας μέσα από τον ορυκτό
της πλούτο θάφτηκε για πάντα.
Οι εκτελεστές – δολοφόνοι του
ήξεραν πολύ καλά την αστική καταγωγή του και το παρελθόν της οικογένειάς του.
Και ήξεραν πολύ καλά τι είχε προσφέρει ο πατέρας του στην πατρίδα και στην
βασιλική οικογένεια και ήθελαν να απαλλάξουν τον βασιλιά Παύλο από το να δώσει
μια αρνητική απάντηση σε ένα πιστό υποστηρικτή της μοναρχίας.
Πίστευαν, όπως γράφει στο
σχετικό άρθρο του ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ταταρούνης ότι βοηθούσαν τον βασιλιά Παύλο να απαλλαγή από τη πολύ δύσκολη συνάντηση του με τον
ναύαρχο Αντώνιο Μπάτση, τον πατέρα του Δημήτρη, τον οποίο θα δεχόταν σε
ορισμένη ακρόαση την Τρίτη, 1η Απριλίου, στις 9 το πρωϊ.
Ο
εξαφανισμένος βασιλιάς
Ο βασιλιάς Παύλος ήταν
αυτός που είχε τον τελευταίο λόγο για τις εκτελέσεις καθώς μετά το Συμβούλιο
Χαρίτων, μπορούσε να δώσει χάρη στους καταδικασθέντες ή σε κάποιους από αυτούς.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα, η
οποία δεν είχε συμφέρον να γίνουν εκτελέσεις, είχε παραδώσει τον φάκελο με την
εισήγησή της το Σάββατο 29 Μαρτίου στον βασιλιά Παύλο, μέσω του υπουργού
Δικαιοσύνης, Δημήτρη Παπασπύρου.
Η εισήγηση ζητούσε να
δοθεί χάρη και οι εκτελέσεις να μετατραπούν σε ισόβια δεσμά.
Ο βασιλιάς πήρε τον φάκελο
και είπε ότι θα πήγαινε, με τη βασίλισσα Φρειδερίκη μία βόλτα στη Χαλκίδα όπως
της είχε υποσχεθεί και όταν επέστρεφε το απόγευμα θα τον μελετούσε.
Πήγε, βέβαια, τη βόλτα του
στη Χαλκίδα αλλά μετά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Στην κυριολεξία ούτε
ακρόαση, καθώς εξαφανίστηκε για να μην αναγκαστεί να συναντήσει την Τρίτη, 1η
Απριλίου, στις 9 το πρωϊ, τον πατέρα του Δημήτρη, τον υπέργηρο ναύαρχο ε.α.
Αντώνιο Μπάτση, ο οποίος, όταν κατάλαβε ότι θα εκτελέσουν τον γιο του,
προσέφυγε, ως δηλωμένος φιλομοναρχικός που είχε υποστεί διώξεις για τους
βασιλείς, στο παλάτι.
Η
συνάντηση που δεν έγινε ποτέ
Ο Αντώνιος Μπάτσης γνώριζε
τον Παύλο προσωπικά από μικρό γιατί μετά το δημοψήφισμα του 1920, ως κυβερνήτης
του θωρηκτού Αβέρωφ είχε μεταφέρει στην Ελλάδα τον πατέρα του, τον βασιλιά
Κωνσταντίνο Α’, μαζί με τη βασιλική οικογένεια από την εξορία.
Έτσι, την Τρίτη το πρωϊ τα
πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για τον βασιλιά Παύλο, όταν θα βρισκόταν πρόσωπο
με πρόσωπο με τον πατέρα του Μπάτση.
«Δώδεκα χρόνια έκανα στις
εξορίες και στα ξερονήσια για το Βασιλιά, δεν μπορεί να μην μου κάνουν τούτη τη
χάρη. Έχω δουλέψει την πατρίδα μια ζωή, δεν ήμουνα ξέρεις από τους κουραμπιέδες
αξιωματικούς που θέλανε να μείνουνε στην Αθήνα στα γραφεία του Υπουργείου. Όλο στη
θάλασσα με τα καράβια, σ’ όλους τους πολέμους πολέμησα για την Ελλάδα και τον
Βασιλιά. Έχω κι εγώ το δικαίωμα να ζητήσω τη ζωή του μονάκριβου παιδιού μου,
δεν το έχω; Έχω μονάχα ένα γιο και αυτόν θέλετε να μου τον πάρετε; Σκοτώστε
εμένα καλύτερα, ζωή για τη ζωή», έλεγε στη νύφη του τη Λίλιαν κλαίγοντας ο
γερο-ναύαρχος. (Λίλιαν Καλαμάρο, «Βαρύτατο τίμημα-Η ζωή μου με τον Δημήτρη
Μπάτση», Δωδώνη, 1981, σελ.167 ).
Από
αριστερά ο ναύαρχος Αντώνιος Μπάτσης, ο πατέρας της νύφης, η Λίλιαν με τον
Δημήτρη και δίπλα η μητέρα της στον γάμο που έγινε τον Οκτώβρη του 1951.
Ο Παύλος θα αντίκριζε το
ικετευτικό βλέμμα του φιλομοναρχικού γέρου ναύαρχου, ο οποίος θα του ζητούσε να
σώσει τον μονάκριβο γιο του αλλά δεν θα τολμούσε να του δώσει χάρη, διότι είχε
απειληθεί από τους Αμερικανούς ότι θα κινδυνεύσει ο θρόνος του αν δεν
επισπευτούν οι εκτελέσεις.
Με την «εξαφάνισή» του στη
Χαλκίδα, προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από τους «ανεξέλεγκτους» δολοφονικούς
μηχανισμούς του μετεμφυλιακού κράτους τους οποίους εν γνώσει του άφησε να
δράσουν ελεύθερα.
Η ενοχή του δεν μπορεί να
παραγραφεί, γιατί αν ήθελε και δεν δείλιαζε
θα είχε σώσει τη ζωή ενός νέου λαμπρού επιστήμονα που αγαπούσε την πατρίδα του
και σίγουρα δεν ήταν κατάσκοπος.
Το
μνημειώδες έργο του Δημήτρη Μπάτση «Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα» που
δημοσίευσε το 1947, στο οποίο καταγράφει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας
μας με στόχο την ακηδεμόνευτη ανάπτυξή της, το αποδεικνύει.
Ο
Μπάτσης έπρεπε να πεθάνει Κυριακή…
Το στημένο παιγνίδι των
εχθρών της Ελλάδος φαίνεται και από τον τρόπο που έγινε η συνομωσία για την
εμπλοκή του Μπάτση
Στις 27.10.1951
αναλαμβάνει η κυβέρνηση Πλαστήρα – Βενιζέλου , η κυβέρνηση αυτή έχει
κληρονομήσει μια δίκη που διεξάγεται πέντε μέρες πριν από τις 22.10.1951 από το
έκτακτο στρατοδικείο για παράβαση του ΑΝ 509, οι κατηγορούμενοι είναι 94 και
ανάμεσά τους ο Ν Μπελογιάννης , η Έλλη Ιωαννίδου, ο Στάθης Δρομάζος, δικαστές
είναι ο αντισυνταγματάρχης Ανδρέας Σταυρόπουλος και μέλη ο Ν Κομνηνός, Γ
Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας) , Γ Καράκης και Θ Κυριακόπουλος, η δίκη
αυτή κατέληξε στις 8.11.1951 σε 12 θανατικές καταδίκες , 6 ισόβια και 7 σε 20
χρόνια ειρκτή και άλλες μικρότερες ποινές.
Την 23.10.1951, μια μέρα
μετά την έναρξη της δίκης, η αστυνομία πιάνει τον Δημήτριο Μπάτση στην οδό
Σοφοκλέους, ο Μπάτσης ήταν δικηγόρος και οικονομολόγος και είχε συγγράψει το βιβλίο
«Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα». Ο επιστήμονας αυτός ήταν γιός ναυάρχου
βασιλόφρονα που είχε εκτοπιστεί κατά την περίοδο του διχασμού, ήταν κοσμικός με
ευρύτατες κοινωνικές σχέσεις, είχε παντρευτεί την κόρη του υπουργού του Λαϊκού
κόμματος (βασιλικό κόμμα) με την οποία είχε χωρίσει και μετά παντρεύτηκε την κόρη
βιομηχάνου την Λίλιαν Καλαμάρο-Black.
Η σύλληψη του Δ Μπάτση
ανακοινώνεται την επομένη 24.10.1951 από το Υπ Εσωτερικών και γράφεται στις εφημερίδες:
«Ο φερόμενος ως
εξαφανισθείς δικηγόρος Δημήτριος Μπάτσης διευθυντής του περιοδικού Ανταίος,
συνελήφθη υπό της Γενικής Ασφαλείας Πειραιώς, όπου και κρατείται. Ούτος
ενέχεται εις υπόθεσιν δια την οποίαν διενεργείται ανάκρισις».
Στις 14.11.1951 η
αστυνομία ανακοινώνει ότι από την ημέρα που συνελήφθη ο Δ Μπάτσης ο ασύρματος
της βίλας «Αύρα» διέκοψε τις εκπομπές της για δέκα μέρες.
Στις 8.1.1952 ο Δ Μάτσης
μεταφέρεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, όπου τον ανακρίνει προσωπικά ο ίδιος ο
υπουργός με την βοήθεια των ανώτερων αστυνομικών διευθυντών Πανόπουλου ,
Λιαρομάτη και Ρακιτζή. Το πρωτοφανές αυτό γεγονός της ανάκρισης από τον ίδιο
τον Υπουργό δεν κρατείται μυστικό αλλά δίνεται η πληροφορία στις εφημερίδες ως
ανάκριση με κατηγορία κατασκοπίας.
Τι ζητούσαν όμως από τον
Μπάτση; Οι πιέσεις από τον Πανόπουλου και Ρακιτζή έτειναν να δεχτεί ο Μπάτσης
ότι είχε γίνει «συνδετικός κρίκος» στην «υπόθεση των ασυρμάτων» και στην
«υπόθεση της Αεροπορίας». Τον ήθελαν να «δηλώνει» ότι καθοδηγεί την
"συνωμοσία" στην Αεροπορία.
Ο Υπουργός και αστυνομικοί
έδειξαν μεγάλη σκληρότητα σε ένα άνθρωπο που είχε «σπάσει».
Στις 18.1.1952 στην Ελλάδα
πραγματοποιούνται συλλήψεις , κρατήσεις , εκτοπίσεις σημαντικών στελεχών της
αριστεράς , όπως του Σαράφη, του Ιμβριώτη, του Γαβριηλίδη, του Μ Πρωιμάκη , του
Ν Τσόχα (πρέπει να σημειωθεί ότι και οι πέντε είχαν εκλεγεί βουλευτές της ΕΔΑ
και η εκλογή τους είχε ακυρωθεί) αλλά και άλλων στελεχών, ακόμα σφραγίζουν την
εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική» και την βδομαδιάτικη «Φρουροί της Ειρήνης».
Την ίδια μέρα ο Ρέντης
ανακοινώνει ότι παραπέμπονται στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών : ερήμην η εκτός
Ελλάδος ηγεσία του ΚΚΕ και «κατ αντιμωλίαν» οι Ν Μπελογιάννης , Έλλη Ιωαννίδου,
Μπάτσης, Αργυριάδης, Καλούμενος κλπ
Στις ανακρίσεις των
κατηγορουμένων παίρνουν δραστήριο μέρος και οι Αμερικάνοι. Ο Ελληνοαμερικανός
πράκτορας Τομ Καραμπεσίνης είναι σε διαρκή επαφή με την ΚΥΠΕ και την Γεν
Ασφάλεια και τους μαθαίνει την αμερικανική «τεχνική» ανακρίσεων, των ψυχολογικών
πιέσεων ενώ ο Ρόμπερτ Ντρίσκολ παίρνει μέρος και σε βασανιστήρια.
Η ΔΙΚΗ
Στις; 15.2.1952 αρχίζει η
δίκη στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών αυτή την φορά είναι 29 οι κατηγορούμενοι,
δεκάδες οι συνήγοροι υπερασπίσεως, σε αυτή την δίκη τραγικό πρόσωπο είναι ο Δημ. Μπάτσης, που έχει πραγματικά λυγίσει,
ομολογεί και αποκηρύττει τις ιδέες του προσπαθώντας συγχρόνως να μην κάνει
μεγάλο κακό στους συντρόφους του. Στην περίπτωση του Δ Μπάτση ουσιαστικά δεν
υπάρχει κατηγορία πράγμα που παραδέχεται και καταθέτει ο διευθυντής της
Αστυνομίας Πανόπουλος, ο Μπάτσης δεν ήξερε τίποτα για τους ασυρμάτους, το μόνο
γεγονός είναι ότι πήρε χρήματα από το ΚΚΕ μέσω ενός ναυτικού και τα παρέδωσε σε
μια συγκατηγορούμενή του.
Η
ζωή του νεαρού νομικού-οικονομολόγου κρίνεται όχι για το τι έκανε πριν την
σύλληψή του, αλλά τι είπε και τι «έδωσε» μετά την σύλληψή του.
Ο Ρέντης και ο Πανόπουλος είχαν υποσχεθεί
στους συνηγόρους του και στην γυναίκα του Λίλιαν ότι δεν θα εκτελεστεί αν
βοηθήσει την ανάκριση (επιστολή του συνηγόρου του Μπάτση , Παν Παπανικολάου
στην εφημερίδα «Ακρόπολη» την 13/12/1972).
Στις 21 Φεβρουαρίου
καταθέτει ο διευθυντής της Αστυνομίας Πανόπουλος. Ελάχιστοι είναι οι μάρτυρες
υπερασπίσεως, ένας από αυτούς ήταν ο καθηγητής ΑΣΟΕΕ Δ Καλλιτσούνης, που μιλά
εγκωμιαστικά για τον επιστήμονα Μπάτση.
Δραματική είναι η απολογία
του Δ. Μπάτση λέει ότι πίστευε όσα του έλεγαν ο Πλουμπίδης και η Ιωαννίδου, ότι
δηλαδή το ΚΚΕ ζητούσε ειρήνευση και ανασυγκρότηση της χώρας, και ότι τα λεφτά
που ερχόντουσαν από το εξωτερικό ερχόντουσαν για αυτό τον σκοπό. Τέλος είπε ότι
δεν φανταζόταν ότι γινόταν κατασκοπία, αρνείται ότι είναι οικονομικός
διαχειριστής του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και παραδέχεται ότι τρεις φορές
πήρε και μετέφερε χρήματα, για να
αποδείξει ότι η μεταμέλειά του είναι αληθινή προσφέρεται να πολεμήσει κατά του
κομμουνισμού στη Κορέα...
Στις 29.2.1952 αγορεύουν
οι συνήγοροι. Στις 1.3.1952 εκδίδεται η απόφαση 8 σε θάνατο (μεταξύ αυτών και
Μπάτσης), 4 σε ισόβια, 2 σε 20 χρόνια φυλακή, 4 σε 15 χρόνια, 2 σε 10 χρόνια, 2
σε ένα χρόνο και 7 απαλλάσσονται.
Τα ανάκτορα ήθελαν να
«δοθεί ένα μάθημα» σε όλους εκείνους που προερχόντουσαν από την καλή κοινωνία,
έτσι σκεφτόντουσαν για την υπόθεση Χρυσικόπουλου (που οδηγήθηκε σε εκτέλεση)
έτσι σκεφτόντουσαν για την υπόθεση του εμπόρου Κατραμάνου που παρ ολίγο να
εκτελεστεί και με τον ίδιο τρόπο ενεργούσαν και για την υπόθεση του Μπάτση,
αρχή που εφαρμοζόταν ήταν «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια».
Η Λίλιαν ήταν σίγουρη ότι ο άνδρας της θα αθωωνόταν, διότι είχε πάρει υποσχέσεις από
υψηλά πρόσωπα, η αναγγελία της καταδίκης την οδηγεί σε απόπειρα αυτοκτονίας.
Ο ναύαρχος εα Αντώνιος
Μπάτσης πατέρας του, άνθρωπος που κυνηγήθηκε από του βενιζελικούς για τα
φιλοβασιλικά του πιστεύω, μέχρι την στιγμή της απόφασης κράτησε την ψυχρή
αξιοπρέπεια του παλιού στρατιωτικού, τώρα όμως θέλει να συναντήσει τον Βασιλιά
Παύλο που όμως όπως είδαμε κάτω από την πίεση των αμερικανών τον αποφεύγει.
Στις 28.3.1952 συνεδριάζει
το Συμβούλιο Χαρίτων και απορίπτει την
προσφυγή για χάρι.
Λίγο πριν την εκτέλεση το
πρωί 29.3.1952 ο Ι Πανόπουλος και Θ Ρακιτζής επισκέπτονται τον Μπάτση στις
φυλακές Καλλιθέας με σκοπό να πιεστεί
και με την υπόσχεσή να γλιτώσει το απόσπασμα, να δώσει ψεύτικη μαρτυρία για την
υπόθεση της Αεροπορίας, δίνοντας έτσι αληθοφάνεια στην φοβερή σκευωρία κατά τόσων
αξιωματικών. Ο Μπάτσης όμως το αρνείται και έτσι οδηγείται στο θάνατο.
Η σωτηρία των μελλοθανάτων
πια είναι στα χέρια του παλατιού, ο Παύλος και η Φρειδερίκη όμως είχαν πάρει την
απόφαση τους.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης
πήγε να κοιμηθεί σε ξενοδοχείο της Κηφισιάς και χάθηκαν τα ίχνη του, όλοι
πιστεύουν ότι στο τέλος θα δοθεί χάρη στον Μπάτση. Ο άρρωστος Πλαστήρας σε δύο
δημοσιογράφους που έφτασαν στο κρεβάτι του είπε «Παιδιά , έχετε το νου σας.
Αυτή τη νύχτα, οι σκοτεινές δυνάμεις φοβάμαι πως θα τον φάνε τον Μπάτση….». Ο
Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων σε βουλευτές της ΕΔΑ που τον επισκέφτηκαν εξέφρασε την
βεβαιότητά του ότι η εκτελέσεις θα γίνουν .
Σάββατο 29 προς 30 Μαρτίου
1952 παρατηρείται μεγάλη κίνηση της αστυνομίας στην περιοχή της Καλλιθέας,
βράδυ ξυπνούν τους μελλοθανάτους, ο Μπάτσης διατηρεί την ψυχραιμία του, ζητά
και του αγοράζουν τσιγάρα και χαρτί, γράφει κάτι και το δίνει στον φύλακα.
«Είναι οι τελευταίες μου θελήσεις». Την τελευταία στιγμή ο Μπάτσης ζητά να τον
φέρουν σε επαφή με τον Ι Πανόπουλο, στέκεται αδύνατο να βρουν τον αστυνόμο που
έχει πάει εξοχή στο Μεγάλο Πεύκο σαν να μη ήξερε για την εκτέλεση άραγε;
Απίθανο!!
Ο Μπάτσης εκτελέστηκε για
μία ψήφο που του αρνήθηκε το Συμβούλιο Χαρίτων.
Έπρεπε να πεθάνει Κυριακή
για να μην μπορέσει να εκμεταλλευτεί την ύστατη δυνατότητα που είχε να του
δοθεί χάρη από τον βασιλιά. Έτσι συνέβαλε ώστε και η εκτέλεση των άλλων τριών
να γίνει την Κυριακή.
Έπρεπε να πεθάνει, όχι
μόνο γιατί δεν πρόδωσε τον Πλουμπίδη που ήξεραν ότι συναντούσε και δεν τον
είχαν ακόμη συλλάβει, αλλά γιατί ήξεραν ότι παρά τη «μεταμέλεια» που επέδειξε
στη δίκη για χάρη της γυναίκας του Λίλιαν, δεν πρόδωσε ουσιαστικά τις ιδέες
του.
Γιατί θα συνέχιζε να ήταν
ο αστικής καταγωγής αριστερός διανοούμενος, ο «συνοδοιπόρος», που η πατριωτική
αποκαλυπτική αρθρογραφία του (σύμβαση Κούπερ κ.λπ.) θα αποτελούσε την αιχμή του
δόρατος ενάντια στους ξένους επικυρίαρχους και την ντόπια εξυπηρετική
ολιγαρχία.
Όμως όλα χάθηκαν για την
Ελλάδα πριν από εξήντα πέντε χρόνια, την Κυριακή 30 Μαρτίου του 1952, στις
4.12’ τα ξημερώματα, πίσω από το νοσοκομείο Σωτηρία όταν ο Μπάτσης έπεφτε από
τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος
Η
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΑΤΣΗ
Το
τι ακολούθησε στην κυβέρνηση και στην πολιτική ζωή είναι μια άλλη ιστορία, αυτό
που έχει αξία είναι οι αποκαλύψεις της Λίλιαν Μπάτση σε επιστολή της στον τύπο:
« Κύριε Διευθυντά
Νομίζω ότι η κοινή γνώμη
πρέπει να πληροφορηθεί κατά ποίον τρόπο ο σύζυγός μου έφτασεν είς το απόσπασμα,
εξαπατηθείς από όλους. Μετά την σύλληψίν του και πολύ προ της ανακαλύψεως των
ασυρμάτων, συνήντησα τον κ Ρέντην. Μου είπεν ότι οι κομμουνιστές πήραν στον
λαιμό τους τον άντρα μου , τον επρόδωσαν και τον εξηπάτησαν.
Μερικές ημέρες αργότερον
ανεκαλύφθησαν οι ασύρματοι. Είδον ξανά τον κ Ρέντην , ο ποίος μου είπεν ότι εις
τα σήματα αναφέρεται ονομαστικώς ο σύζυγός μου, ενώ οι άλλοι αναφέροντο με
αριθμούς και είναι φανερόν ότι οι
κομμουνισταί επεδίωκον να τον εξοντώσουν. Εάν δε ο σύζυγός μου κατέθετε
όσα εγνώριζε , εκείνος μου έδιδε την
ρητήν υπόσχεσιν ότι θα τον έσωζε, δεδομένου ότι ο άνδρας μου ήταν ένας παρασυρθείς ιδεολόγος.
Εζήτησα να μου επιτρέψουν
να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά δεν κατέστη δυνατόν. Τότε , έδωσα εις τον κ
Ρέντην μίαν επιστολήν προς τον άνδρα μου, όπου τον εκλιπαρούσα να καταθέσει όσα
εγνώριζε και τον πληροφορούσα δια την διαβεβαίωσιν του κ Ρέντη. Ο σύζυγός μου
κατέθεσεν ότι εγνώριζε.
Μίαν ημέραν των αρχών
Ιανουαρίου , μετά τα πέρας της ανακρίσεως, είδα τον άνδρα μου εις το γραφείον
του κ Πανόπουλου και επί παρουσία του κ Ρέντη δια πρώτην φοράν από της
συλλήψεώς του. Εις την συνάντησιν αυτήν μου είπε, παρουσία των δύο ανωτέρω, ότι
είπεν όλην την αλήθειαν , ο ίδιος ο κ Πανόπουλος το επεβεβαίωσεν. Απόδειξις του
πόσον εφαίνοντο πιστεύοντες εις την ειλικρίνειαν του συζύγου μου είναι ότι ο κ
Πανόπουλος γενομένης συζητήσεως ….. είπεν ότι αυτός ο ίδιος θα έδιδεν συμβουλάς
εις τον συνήγορον δια τον τρόπον με τον οποίον έπρεπε να γίνει η υπεράσπισις.
Επί παρουσία του κ. υπουργού ο κ. Πανόπουλος είπεν ότι η μετάνοια του ήταν
ειλικρινής και ότι εβοήθησεν την ανάκρισιν . Ακόμα και μετά την εις θάνατον
καταδίκην , ο κ Ρέντης με διαβεβαίωσεν ότι είχε αναλάβει ρητήν υποχρέωσιν
απέναντι του συζύγου μου και ότι αυτός έσωσεν τον φονέα του υπουργού Λαδά και
τον περίφημον Μπέρμαν, μόνον και μόνον διότι εβοήθησαν είς την ανάκρισιν θα
έσωζε οπωσδήποτε τον σύζυγό μου.
Κύριε Διευθυντά , ο σύζυγός
μου είναι πλέον νεκρός , αλλά ήθελα οι ναγνώστες σας να πληροφορηθούν πως
επίσημοι εκπρόσωποι του κράτους έπαιξαν με την αγωνίαν ενός ανθρώπου»
Κάτω
από το γράμμα της Λίλιαν Μπάτση ο πατέρας του σημείωσε την πικρία του προς το
ανάλγητο και άφιλο παλάτι:
«Προσυπογράφων κ Διευθυντά , τα όσα ανωτέρω η
νύφη μου εκθέτει, προσθέτω ότι μετά την υπό ενός ψήφου απόρριψιν αιτήσεως
χάριτος του υιού μου από το Συμβούλιον Χαρίτων, ανέμενον ότι η ανέκαθεν αφοσίωσης
μου προς τους βασιλείς, δι ους και μόνον εξωρίσθην και εφυλακίσθην, και οι
πολυετείς υπηρεσίαι μου προς το έθνος θα συνετέλουν ώστε το πλήγμα που υπέστην
μετά την σύλληψιν και καταδίκην του υιού μου να μη συνεπληρούτο με την
θανατικήν εκτέλεσίν του.
Α Μπάτσης αντιναύαρχος εα»
Είναι
τρομερό ένας υπουργός (Ρέντης) εν γνώσει του ότι ο άνθρωπος αυτός δεν είχε
καμιά ανάμιξη με την κατασκοπία και τους ασυρμάτους, παίζει με το κεφάλι ενός
νέου επιστήμονα, τα ερωτήματα όλα αυτά φιγουράρουν στον τύπο της εποχής και ο
υπουργός (προοδευτικός για την εποχή του)
στέλνει μια επιστολή στην Λίλιαν που λίγο πολύ λέει ότι και ο Πανόπουλος
στην επιστολή του, που εξηγεί ότι: «…..κατά
μίαν περίοδον εσχηματίσθη η εντύπωσις ότι ο κατηγορούμενος Μπάτσης υπήρξε ειλικρινής
και ανεκοινώθη τούτο εις την σύζυγό του……… Βραδύτερον όμως διεπιστώθη εξ
εγγράφων στοιχείων ότι η εντύπωσις αυτή ήτο εσφαλμένη, ……….. Επειδή ετελούσαμε
με την πεποίθησιν ότι ο κατηγορούμενος αποκρύπτει ουσιώδη περιστατικά ………».
Και
η κα Λίλιαν στέλνει το αξιοπρεπές σημείωμα στον αναξιοπρεπή υπουργό:
« Ως υπουργός των
Εξωτερικών και προιστάμενος κατά συνέπειαν των Αστυνομικών Αρχών, ανέλαβε την
ρητήν υποχρέωσιν απέναντί μου να σώσει τον σύζυγό μου, έναντι τιμήματος
βαρβάτου. Εμείς όμως είμεθα συνεπείς απέναντί του. Πληρώσαμε με την ανθρωπίνη
αξιοπρέπειά μας. Αυτό το τίμημα εζητήθη».
Ο
Δημ. Μπάτσης πλήρωσε ακριβό τίμημα για τα πιστεύω του:
«Η εργασία μου αυτή γράφτηκε με την βέβαιη
προοπτική, πως παρ’ όλα τα εμπόδια και παρ’ όλες τις πολύμορφες επεμβάσεις, ο
Ελληνικός Λαός, που πάντα αγωνίζεται ηρωικά, θα ανοίξει και πάλι με τον αγώνα
του διάπλατα τον δρόμο, για μια ελεύθερη δημοκρατική ανοδική πορεία, και θα
αρχίσει, με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια ορμή και αυτοθυσία, να χτίσει την
ερειπωμένη από την ναζιστοφασιστικη κατοχή και τον οικτρό εμφύλιο, πατρίδα.
Η Ελλάδα θα γίνει
οικονομικά και εθνικά πραγματικά ελεύθερη μόνον τότε που η ανοικοδόμηση αυτή
γίνει από το Λαό και για το Λαό.
Θα σπάσουν τα δεσμά και θα
αλλάξει ριζικά η διάρθρωση της σημερινής οικονομίας μας, θα ανοίξει ο δρόμος
για να λυτρωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις της νεοελληνικής κοινωνίας.
Και ο δρόμος αυτός μας
οδηγεί στην ορθολογιστική οργάνωση και στη σχεδιασμένη ανάπτυξη της εθνικής μας
οικονομίας, στη δημιουργία ανώτερης τεχνικής βάσης, στη γοργή συσσώρευση των
οικονομικών μέσων για ν’ ανθήσει και σ’ εμάς γερή, προοδεμένη κοινωνική ζωή.
Μόνον τότε θα δημιουργηθούν και θα εξασφαλιστούν όλες οι προϋποθέσεις για μια
ακόμα πιο ψηλή κοινωνική επιδίωξη: τη σοσιαλιστική κοινωνία.
Για το χτίσιμο αυτής της
νέας Ελλάδας δουλεύουν σήμερα, μέσα σε τραγικές πραγματικά συνθήκες και
αψηφώντας κάθε κίνδυνο, όλοι οι επιστήμονες που βλέπουν μπροστά, όλοι οι
προοδευτικοί άνθρωποι των επιστημών, πλάι και μαζί με τον αδάμαστο Ελληνικό
Λαό, προσφέροντας ακόμη και την ζωή τους, ότι πολυτιμότερο δηλαδή έχουν,
προσπαθώντας έτσι να στεριώσουν, όσο το δυνατό περισσότερο, την νίκη του.
Σε όλους αυτούς τους
πραγματικούς ηρωικούς αγωνιστές, προσφέρω και εγώ την μικρότατη αυτή συμβολή.
Δημήτρης Μπάτσης
Αθήνα, ΕΜΠ , Ιούνιος
1947».
Πηγές :
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΣΤΗΝ ΧΟΥΝΤΑ του Σπ
Λιναρδάτου τομ Α.
Βαρύτατο τίμημα (1941-1952) - της Λίλιαν
Μπάτση Εκδόσεις Δωδώνη, 1981.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου