Πώς
κυβερνάται η Αμερική
Ποια
είναι τα καθήκοντα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες του Προέδρου; Είναι
παντοδύναμος; Ποιες δεσμεύσεις έχει... Ο αντιπρόεδρος και οι υπουργοί.
Γερουσία, Βουλή, Κογκρέσο, Ανώτατος Δικαστής... Πόλεμος, συνθήκες, οικονομία.
Μια
ανατομία του αμερικανικού πολιτεύματος με την ευκαιρία της εκλογής Τραμπ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ορκίστηκε
στις 20 Ιανουαρίου2017 Ως 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο κύριος στόχος που
έχει θέσει από την αρχή της προεδρίας είναι να αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα της
χώρας του, δίνοντας περισσότερη έμφαση σε κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά
θέματα. Ο άνθρωπος που εξέλεξαν οι πολίτες των ΗΠΑ θα ασκήσει επί τέσσερα
χρόνια το αξίωμα του αρχηγού του κράτους και του αρχηγού της εκτελεστικής
εξουσίας. Θα είναι επίσης αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων.
Στις 2 Ιουλίου 1776 οι
Αμερικανοί διέκοψαν τις σχέσεις τους με την Αγγλία και αποτίναξαν τον ζυγό του
Λονδίνου και την «τυραννία» του Γεωργίου Γ'. Σύντομα κατάλαβαν, όμως, ότι κάπως
έπρεπε να εφαρμόζονται οι ομοσπονδιακοί νόμοι και ότι θα χρειαζόταν κάποιος
αρχηγός. Συμφώνησαν λοιπόν να εκλέγουν κάθε τέσσερα χρόνια ένα πρόεδρο, που οι
ενέργειες του θα έπρεπε να εγκρίνονται από το Κονγκρέσο.
Σαν αρχηγός της χώρας ο
πρόεδρος μιλάει εξ ονόματος όλων των Αμερικανών. Σαν αρχηγός της εκτελεστικής
εξουσίας είναι αρχηγός της κυβερνήσεως. Σαν αρχηγός της κοινής γνώμης είναι το
σημαντικότερο πολιτικό πρόσωπο της χώρας του. Ό,τι κάνει, λέει ή σκέπτεται
ενδιαφέρει όλη τη χώρα αλλά και όλη την Υφήλιο.
Η θητεία του προέδρου των
ΗΠΑ είναι τετραετής. Το Σύνταγμα δεν διευκρινίζει αν μπορεί να του δοθεί
δεύτερη εντολή για τη συνέχιση της θητείας του. Ο Γεώργιος Ουάσινγκτον, που
εξελέγη πρώτος πρόεδρος το 1789, σκόπευε να αποσυρθεί το 1793. Η πολιτική
κατάσταση της χώρας του, όμως, τον ανάγκασε να παραμείνει στην εξουσία για
τέσσερα χρόνια ακόμη.
Έτσι, έγινε κατά κάποιο
τρόπο παράδοση το γεγονός, ότι όποιος εκπλήρωνε το χρέος του ικανοποιητικά,
είχε την δυνατότητα επανεκλογής. Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ άλλαξε αυτή την τακτική
την ταραγμένη εποχή της δεκαετίας του 1940. Το 1944 ανέλαβε για τέταρτη φορά το
αξίωμα, αλλά ο θάνατος δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τη θητεία του. Το
Κονγκρέσο πρότεινε μια τροπόλογία στο Σύνταγμα, την 22η, η οποία άρχισε να
ισχύει από το 1951. Από τότε ο πρόεδρος δεν έχει δικαίωμα να επανεκλεγεί πάνω
από μία φορά.
Ο πρόεδρος εκλέγεται
έμμεσα από το λαό μέσω του Εκλογικού Σώματος και είναι ο ένας -εκ των δύο-
δημοκρατικά εκλεγμένος ομοσπονδιακός ηγέτης· ο δεύτερος είναι ο Αντιπρόεδρος
των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τραμπ με τον
Αντιπρόεδρο, Μάικ Πενς
Ο αντιπρόεδρος της
κυβερνήσεως εκλέγεται μαζί με τον πρόεδρο και ανήκει στο ίδιο κόμμα. Κάτω από
φυσιολογικές συνθήκες προεδρεύει στις συνεδριάσεις της Γερουσίας, αλλά δεν
συμμετέχει στην ψηφοφορία παρά μόνο σε περίπτωση ακυρώσεως της ψηφοφορίας. Αν ο
πρόεδρος πεθάνει κατά τη διάρκεια της θητείας του, τον διαδέχεται αυτομάτως ο
αντιπρόεδρος, ολοκληρώνει τη θητεία τού αποθανόντος και έχει το δικαίωμα να
υποβάλει υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές. Η τροποποίηση του 1951 προβλέπει
ότι μπορεί να επανεκλεγεί, αν έχει συμπληρώσει λιγότερο από το μισό της θητείας
τού νεκρού προέδρου.
Το 1845, το 1865 και το
1881 ο αντιπρόεδρος αντικατέστησε τον πρόεδρο που είχε δολοφονηθεί, αλλά δεν
έθεσε υποψηφιότητα. Απεναντίας, ο Θεόδωρος Ρούσβελτ, που έγινε πρόεδρος το 1901
μετά τη δολοφονία του προέδρου Μακ Κίνλεϋ από έναν αναρχικό, εξασφάλισε τις
ψήφους προτιμήσεως των συμπατριωτών του το 1904.
Το ίδιο συνέβη και όταν
πέθανε ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ τον Απρίλιο του 1945. Τον διαδέχτηκε ο Χάρυ
Τρούμαν, ο οποίος επανεξελέγη το 1948. Τον Νοέμβριο του 1963 ο Λύντον Τζόνσον
πήρε τη θέση του προέδρου Κέννεντυ επί 14 μήνες. Επειδή εξελέγη πρόεδρος το
1964 θα είχε το δικαίωμα, αν το επιθυμούσε, να ξαναθέσει υποψηφιότητα το 1968,
όπως προέβλεπε η 22η τροπολογία.
Στην περίπτωση που ο
πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος πεθάνουν συγχρόνως, η σειρά διαδοχής είναι η
ακόλουθη, σύμφωνα με τον νόμο του 1947: Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων,
πρόεδρος της Γερουσίας. υπουργός Εξωτερικών, υπουργός Οικονομικών, υπουργός
Αμύνης. Δικαιοσύνης, Εσωτερικών κλπ
Στις ύπατες
θέσεις του Κογκρέσου φθάνει κανείς ανάλογα με την
αρχαιότητα. Το 1963 ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων ήταν 77 ετών, ο
πρόεδρος της Γερουσίας 86. Σύμφωνα με την 25η τροπολογία που έγινε στο Σύνταγμα
το 1967 ο νέος πρόεδρος έχει το δικαίωμα να διορίσει αντιπρόεδρο με την έγκριση
της πλειοψηφίας του Κογκρέσου.
Η τροπολογία αυτή λύνει
ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα. Το Σύνταγμα ορίζει, ότι «σε περίπτωση καθαιρέσεως,
θανάτου ή παραιτήσεως του προέδρου, ή σε περίπτωση ανικανότητας ασκήσεως των καθηκόντων
του, αντικαθίσταται από τον αντιπρόεδρο».
Από το 1965 ως το 1957 ο
Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, που έπασχε από την καρδιά του, είχε αναθέσει στον
αντιπρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον την αρχηγία της ομοοπονδιακής κυβερνήσεως. Το
Σύνταγμα όμως δεν του επέτρεπε να αναλάβει την πρωτοβουλία να του μεταβιβάσει
τις εξουσίες του. Τί θα συνέβαινε, άλλωστε, αν ο πρόεδρος αρνιόταν να
αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της καταστάσεως του και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα;
Η 25η τροπολογία προσπαθεί
να δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Στο άρθρο 3 δίνει στον πρόεδρο την
ευκαιρία να αναγνωρίσει μόνος του την ανικανότητα του και βέβαια μόλις
αισθανθεί ότι μπορεί να αναλάβει και πάλι τα καθήκοντα του να το δηλώσει. Ο
αντιπρόεδρος αναλαμβάνει λοιπόν καθήκοντα προσωρινού προέδρου. Αφετέρου ο
αντιπρόεδρος και «η πλειοψηφία των κυριότερων στελεχών των υπουργείων» μπορούν
να κηρύξουν «ανίκανο» τον πρόεδρο.
Οι προβλέψεις αυτές δεν
ανήκουν σε κάποιο φανταστικό σενάριο. Ο θεσμός του προέδρου αντιπροσωπεύει την
ίδια την εξουσία σε στιγμές μάλιστα που οι σοβαρές αποφάσεις πρέπει να ληφθούν
όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
Ο αντιπρόεδρος δεν είναι
μέλος της κυβερνήσεως και όποιες ευθύνες και αρμοδιότητες αποκτήσει, εκτός από
την διεύθυνση των συνεδριάσεων της Γερουσίας, τις οφείλει στον πρόεδρο ο οποίος
μπορεί να του εμπιστευθεί σοβαρές υποθέσεις ή να τον κρατήσει στην αφάνεια. Ο
πρόεδρος δεν αισθάνεται ότι έχει κάποιον αντίζηλο μέσα στην κυβέρνηση. Δεν
μοιράζεται την εξουσία του. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι αντιπρόεδροι ήταν ως
επί το πλείστον διακοσμητικοί. Τα πράγματα άλλαξαν κάπως από την δεκαετία του
1950 και πέρα.
Ο πρόεδρος έχει αρκετές
εξουσίες στα χέρια του. Διοικεί τις ένοπλες δυνάμεις. Έχει το δικαίωμα να
απονείμει χάρη στους εγκληματίες, που έχουν καταδικαστεί από τα ομοσπονδιακά
δικαστήρια. Με την έγκριση της Γερουσίας
υπογράφει συμφωνίες, διορίζει
τους κυριότερους διπλωμάτες και τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Εφαρμόζει τους νόμους που
έχουν ψηφιστεί από το Κογκρέσο, αλλά μπορεί να προβάλει βέτο σε ένα σχέδιο
νόμου που δεν εγκρίνει. Το Κογκρέσο τότε πρέπει να συγκεντρώσει πλειοψηφία δύο
τρίτων για να επικρατήσει η δική του άποψη σε βάρος της γνώμης του προέδρου. Ο
πρόεδρος έχει στη διάθεση του δέκα μέρες για να υπογράψει ή να απορρίψει ένα
νόμο. Πέρα από το χρονικό αυτό διάστημα η σιωπή του θεωρείται κατάφαση.
Ο πρόεδρος δεν έχει
δικαίωμα να διαλύσει το Κογκρέσο, εκείνο όμως μπορεί να τον θέσει υπό
κατηγορία. (Για να το κάνει αυτό όμως πρέπει να έχει την έγκριση των δύο τρίτων
των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων) και να τον απαλλάξει από τα καθήκοντα
του. Είναι η διαδικασία τού «impeacement»,
που πρέπει να την εγκρίνουν και τα μέλη της Γερουσίας επίσης με πλειοψηφία δύο
τρίτων. Το Κογκρέσο επεμβαίνει άμεσα στον διορισμό των πρεσβευτών, των δικαστών
του Ανώτατου Δικαστηρίου και των μελών της κυβερνήσεως. Όταν ο Λευκός Οίκος
πρόκειται να διορίσει δικαστή σε κατώτερο ομοσπονδιακό δικαστήριο,
συμβουλεύεται συχνά τους γερουσιαστές της Πολιτείας στην οποία θα ασκήσει τα
καθήκοντα του ο δικαστής.
Η Γερουσία επικυρώνει τις
συμφωνίες που υπογράφονται με πλειοψηφία δύο τρίτων. Το 1920 η Γερουσία
απέρριψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών που
είχε διαπραγματευτεί ο Ουίλσον με τους «εταίρους» του το 1919. Αργότερα όμως ο
Λευκός Οίκος πολλαπλασίασε την υπογραφή συμφωνιών οι οποίες δεν ήταν απαραίτητο
να εγκριθούν από τη Γερουσία, γιατί περιλαμβάνονταν στις αρμοδιότητες του
προέδρου, όπως προέβλεπε το Σύνταγμα.
Η Γερουσία επίσης είναι το
μόνο σώμα που έχει δικαίωμα να κηρύξει πόλεμο. Η αμερικανική επέμβαση στο
Βιετνάμ όμως βασίστηκε στην απόφαση που έγινε γνωστή σαν απόφαση του Κόλπου του
Τονκίνου και την ψήφισε το Κονγκρέσο το 1964 για να προστατεύσει τα αμερικανικά
πλοία που ναυλοχούσαν στην περιοχή.
Το μεγαλύτερο μέρος της
εργασίας για τη σύνταξη κάποιου νομοσχεδίου γίνεται στα γραφεία του
Εκτελεστικού Σώματος. Άλλωστε δεν είναι παράδοξο. Ο πρόεδρος έχει στην υπηρεσία
του μεγάλο αριθμό στελεχών. Οι σπουδαιότεροι ειδικοί κάθε τομέως πηγαίνουν να
εργαστούν στο πλευρό του.
Βασικό λειτούργημα του
προέδρου είναι η εφαρμογή των νόμων. Τούτη η ευρεία αποστολή δικαιολογεί τον
αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν στους κυβερνητικούς οργανισμούς.
Πάνω από δύο εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες υπάλληλοι εξαρτώνται από την
Εκτελεστική εξουσία, πάνω από τριάντα χιλιάδες από τη Νομοθετική και πάνω από
επτά χιλιάδες από τη Δικαστική.
Με λίγα λόγια οι
αντιπρόσωποι του λαού ελέγχουν την εκτελεστική εξουσία, αλλά δεν χαράζουν
πολιτική. Οι πρωτοβουλίες βρίσκονται στα χέρια του προέδρου. Ο πρόεδρος είναι
έμμεσα ή άμεσα ο εκλεκτός του λαού και δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει λόγο σε
άλλον παρά μόνο στους συμπατριώτες του. Το Κονγκρέσο εκφράζει κι αυτό τη γνώμη του
λαού, αλλά αποτελείται από 535 μέλη και χωρίζεται σε διάφορες τάσεις.
Μετά την εκλογή του στις
αρχές Νοεμβρίου, ο πρόεδρος αναλαμβάνει επίσημα τα καθήκοντα του στις 20
Ιανουαρίου.
Οι υπουργοί, που
διορίζονται από τον πρόεδρο κατόπιν εγκρίσεως της Γερουσίας, είναι υπεύθυνοι
μόνο απέναντι του. Βέβαια, δεν διστάζουν να παρουσιαστούν ενώπιον των μόνιμων
επιτροπών του Κογκρέσου για να δώσουν λόγο για την πολιτική τους. Αντίθετα από
ό,τι συμβαίνει στα δημοκρατικά καθεστώτα της Δύσης, ο πρόεδρος δεν συνεδριάζει
με όλους τους υπουργούς του και για τις αποφάσεις που παίρνουν οι υπουργοί δεν
ευθύνεται η κυβέρνηση στο σύνολο της. Πρέπει να σημειώσουμε, ότι αν εκλεγούν
μέλη του Κογκρέσου είναι αναγκασμένοι να παραιτηθούν από τα καθήκοντα του
υπουργού.
Ο αριθμός των υπουργών δεν
είναι σταθερός. Ο πρόεδρος Νίξον είχε διορίσει δώδεκα υπουργούς το
1989.
Ο υπουργός Εξωτερικών
κατέχει την ανώτατη θέση στην κυβέρνηση εφόσον το υπουργείο του είναι από τα
αρχαιότερα Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής είναι ο υπ’ αριθμόν ένα
σύμβουλος του Προέδρου αλλά τις αποφάσεις τις παίρνει ο πρόεδρος. Ο Ουίλσον
είχε βασικό σύμβουλο του γι' αυτά τα θέματα ένα φίλο του, τον συνταγματάρχη
Χάουζ, και δεν ασχολούταν καθόλου με τον υπουργό του των Εξωτερικών. Και ο
Ρούσβελτ εφάρμοσε την ίδια τακτική. Προτιμούσε να αναθέτει τις πιο σημαντικές αποστολές
στον Χόπκινς και άφηνε στο περιθώριο τον Κόρντελ Χωλ.
Σήμερα ο υπουργός
Εξωτερικών μοιράζεται με τους προσωπικούς βοηθούς και συμβούλους τού προέδρου
τις κυριότερες αρμοδιότητες. Επιπλέον είναι επικεφαλής όλης της Διπλωματίας της
χώρας του. Στον πολιτικό τομέα η επιρροή της κυβερνήσεως είναι περιορισμένη.
Λέγεται μάλιστα ότι κάποτε οι υπουργοί του Λίνκολν είχαν εκφράσει διαφορετική
άποψη από τη δική του. Και η απάντηση του προέδρου ήταν: «Επτά όχι, ένα ναι. Τα
ναι κερδίζουν».
Εκατό χρόνια αργότερα το
ανέκδοτο εξακολουθεί να διατηρεί την επικαιρότητα του. Τα υπουργεία είναι
οργανισμοί που εφαρμόζουν την πολιτική του προέδρου, η οποία, πολιτική,
σχεδιάζεται από άλλους.
Γι' αυτό τον σκοπό
ολόκληρη σειρά υπηρεσιών έχει δημιουργηθεί από το 1939 στο Εκτελεστικό Γραφείο
του Προέδρου, που απασχολεί κάπου πέντε χιλιάδες άτομα. Σε αυτή την υπηρεσία
ανήκουν οι υπάλληλοι και τα στελέχη του Λευκού Οίκου οι οποίοι ασχολούνται με
αποστολές που τους αναθέτει ο πρόεδρος. Κατόπιν υπάρχουν έντεκα υπηρεσίες με
συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, η Επιτροπή
Οικονομικών Συμβούλων, που αποτελείται από τρεις ειδικούς συμβούλους για την
εφαρμογή της πολιτικής του προέδρου, το Συμβούλιο για θέματα του Περιβάλλοντος,
η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CΙΑ),
το Συμβούλιο για θέματα Αεροναυτικής και Διαστήματος, η υπηρεσία Οικονομικής
και Κοινωνικής Αναπτύξεως, η υπηρεσία Διαχειρήσεως και Προϋπολογισμού, η
υπηρεσία Επιστημών και Τεχνολογίας, η υπηρεσία Προγραμμάτων Εκτάκτου Ανάγκης, η
υπηρεσία ειδικών εκπροσώπων για τις οικονομικές διαπραγματεύσεις, η υπηρεσία
Θαλασσίων Ερευνών και Τεχνικής Αναπτύξεως.
Πέρα από αυτές τις
υπηρεσίες, που έχουν άμεση σχέση με την προεδρία, η εκτελεστική εξουσία
διαθέτει και πολλές άλλες υπηρεσίες που δημιουργήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου
και ανάλογα με τις ανάγκες.
Η ανεξαρτησία αυτών των
υπηρεσιών και κυρίως των επιτροπών γεννά μερικά ερωτηματικά. Μήπως αυτές οι
υπηρεσίες έχουν γίνει μια τέταρτη εξουσία; Μήπως το Κογκρέσο, με την ίδρυση του
αποπειράται να περιορίσει τη δύναμη των υπουργείων; Μήπως πρέπει να ενισχυθεί η
εξουσία του προέδρου σε σχέση με αυτές; Συμφέρει να συντονιστούν οι ενέργειες
τους με τον διορισμό ενός ή δύο υπουργών άνευ χαρτοφυλακίου; Τα ερωτήματα
μένουν, δυστυχώς, αναπάντητα.
Το Κογκρέσο εδρεύει στην
Ουάσινγκτον. Στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο στον λόφο του Καπιτωλίου.
Αποτελείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής
των Αντιπροσώπων εκλέγονται κάθε δύο χρόνια, τον Νοέμβριο.
Κάθε υποψήφιος πρέπει να
έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του και να είναι Αμερικανός υπήκοος
τουλάχιστον επί επτά χρόνια. Μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα μόνο στην Πολιτεία
στην οποία διαμένει. Κάθε Πολιτεία έχει δικαίωμα να παρουσιάσει αριθμό
αντιπροσώπων ανάλογο με τον πληθυσμό της. Εννοείται βέβαια ότι θα έχει
απαραιτήτως έναν αντιπρόσωπο.
Από το 1910 η Βουλή των
Αντιπροσώπων είχε 435 μέλη. Αν το 1789 ένας αντιπρόσωπος μιλούσε για λογαριασμό
τριάντα χιλιάδων Αμερικανών, σήμερα εκπροσωπεί κάπου πεντακόσιες χιλιάδες.
Η Γερουσία εκλέγει τα μέλη
της κάθε έξη χρόνια και ανανεώνει το ένα τρίτο των μελών της κάθε δύο χρόνια. Η
εκλογή γίνεται την ίδια εποχή που γίνεται και για τα μέλη της Βουλής των
Αντιπροσώπων. Ο υποψήφιος πρέπει να έχει συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας
του και να έχει την αμερικανική υπηκοότητα τουλάχιστον επί εννέα χρόνια. Πρέπει
να διαμένει στην Πολιτεία όπου θα θέσει υποψηφιότητα.
Από το 1914 οι
γερουσιαστές εκλέγονται από τον λαό. Κάθε Πολιτεία στέλνει στην Ουάσινγκτον δύο
γερουσιαστές, ανεξάρτητα από τον πληθυσμό της.
Ο αντιπρόεδρος προεδρεύει
στις συνεδριάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων και δίνει τον λόγο σε όποιον τον
ζητήσει. Διορίζει τα μέλη των ειδικών επιτροπών αλλά όχι και των μόνιμων.
Επειδή έχει εκλεγεί από το κόμμα της πλειοψηφίας, αποτελεί συνδετικό κρίκο
μεταξύ προέδρου και μελών του Κογκρέσου του κόμματος του. Στη Γερουσία και ο
προσωρινός πρόεδρος έχει τις ίδιες αρμοδιότητες.
Το Κογκρέσο προτείνει
τροπολογία του Συντάγματος, ελέγχει τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών,
αποφασίζει τον διορισμό κάποιας επιτροπής ερεύνης, ψηφίζει την αναγνώριση
ιδρύσεως νέων Πολιτειών. Στον νομοθετικό τομέα το Κογκρέσο ρυθμίζει τις
εμπορικές σχέσεις μεταξύ Η ΠΑ και άλλων χωρών, θεσπίζει τους νόμους που διέπουν
τη Δικαιοσύνη, τον στρατό, ρυθμίζει τους φόρους. Το Σύνταγμα εξουσιοδοτεί το Κογκρέσο
να «θεσπίζει όλους τους νόμους που είναι απαραίτητοι για να ασκηθούν οι
παραπάνω εξουσίες καθώς και οι άλλες που το Σύνταγμα παρέχει στην κυβέρνηση των
ΗΠΑ ή σε οποιοδήποτε υπουργείο ή στέλεχος».
Με τη μέθοδο της ρυθμίσεως
των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, το Κογκρέσο επεξέτεινε τις
αρμοδιότητες του. Η αρχή τhς
αρχαιότητας, οι εξουσίες των προέδρων των επιτροπών, η πίεση που ασκούν τα
ισχυρότερα «λόμπυς», είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε
να ρυθμιστεί σωστότερα η εργασία του νομοθετικού σώματος. Η δυσκολία έγκειται
στη διατήρηση μιας ισορροπίας μεταξύ εφαρμογής της δημοκρατίας, των παραδόσεων
και της αποτελεσματικότητας.
GEORGES ESCOFIER
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ
ΕΚΛΟΓΕΣ
ΔΕΝ υπήρχε ευκολότερο
πράγμα από την ανάδειξη του πρώτου Αμερικανού προέδρου. Την εποχή εκείνη ο
Γεώργιος Ουάσινγκτον κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή του τόπου του. Το κύρος του
ήταν τόσο μεγάλο ώστε θα μπορούσε, αν ήθελε, να στεφτεί και βασιλιάς ακόμα ή να
ανακηρυχθεί ισόβιος πρόεδρος. Τα προβλήματα αρχίζουν με τους διαδόχους του.
Επιπλέον κάνουν την πρώτη εμφάνιση τους κόμματα, τα οποία δεν προβλέπονται από
το Σύνταγμα και οι συντηρητικοί της Φιλαδέλφειας τα αποκαλούν «φατρίες». Καθένα
από τα πολιτικά κόμματα έχει τον δικό του υποψήφιο, διοργανώνει. προεκλογική
εκστρατεία και επενδύει στο άτομο που υποστηρίζει, εκτός από τις ελπίδες για τη
νίκη, και χρήμα. Δεν πρόκειται για λαϊκά κόμματα ούτε για το Ομοσπονδιακό που
ίδρυσε ο Χάμιλτον ούτε για το Ρεπουμπλικανικό-Δημοκρατικό που ίδρυσαν οι
Τζέφερσον και Μάντισον. Απεναντίας. Συγκέντρωσαν την αφρόκρεμα της κοινωνίας
και τους οικονομικά ισχυρούς για να
αποτελέσουν την πολιτική ελίτ.
Η άνοδος στην εξουσία του
Άντριου Τζάκσον, που εξελέγη πρόεδρος το 1828 και επανεξελέγη το 1832, έφερε
κάποια αλλαγή. Ο λαός έπρεπε τώρα να εκφράσει τη δική του γνώμη, όχι μόνο με
την εκλογή προέδρου αλλά και με τη συμμετοχή του στη διαδικασία της επιλογής
των υποψηφίων. Έτσι γεννήθηκαν τα κομματικά συνέδρια. Κάθε κόμμα συγκεντρώνεται
την παραμονή των εκλογών και διαλέγει τον υποψήφιο του για προεδρία. Η
βιομηχανική επανάσταση όμως έρχεται να ανακατέψει τα χαρτιά της κατά τα άλλα
ομαλής παρτίδας. Οι τραπεζίτες και οι ισχυροί επιχειρηματίες έχουν τον πρώτο
λόγο στην επιλογή του κατάλληλου υποψήφιου και φροντίζουν να διαλέξουν κάποιον
που να είναι όσο το δυνατόν του χεριού τους. Έτσι τα συνέδρια μεταβάλλονται σε
«παζάρι». Με λίγα λόγια αρχίζει η βασιλεία της μετριότητας. «Γιατί», έγραφε το 1888
ο Τζέημς Μπράις, «αυτό το μεγάλο αξίωμα, το μεγαλύτερο στον κόσμο, αν εξαιρέσει
κανείς το παπικό, όπου όλοι φτάνουν ανάλογα με τις ικανότητες τους, να μην
κατέχεται πιο συχνά από σπουδαίους άνδρες που να επιβάλλονται στους άλλους χάρη
στην αξία τους;»
Ξαφνικά το ντεκόρ αλλάζει.
Το 1900-1910 επινοούνται οι προκριματικές εκλογές, κατά τις οποίες εκλέγονται
οι βουλευτές και τα μέλη της τοπικής αυτοδιοικήσεως. Ο πρόεδρος θα εκλεγεί στο
τέλος. Το 1916, είκοσι δύο Πολιτείες προκηρύσσουν προκριματικές εκλογές κατά
τις οποίες θα εκλεγούν οι αντιπρόσωποι του κόμματος για την Εθνοσυνέλευση.
Εκείνη την εποχή, μάλιστα, έγινε λόγος για διεξαγωγή γενικών προκριματικών
εκλογών, ένα είδος πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών. Σύντομα όμως ο
ενθουσιασμός κόπασε. Οι Πολιτείες απέρριψαν την ιδέα και έτσι οι ισχυροί της
οικονομικής και βιομηχανικής ζωής της χώρας δεν έχασαν την επιβολή τους.
Η τηλεόραση έρχεται με τη
σειρά της να ανοίξει νέους ορίζοντες. Το 1948 πέντε εκατομμύρια Αμερικανοί
ψήφισαν για να εκλέξουν τον υποψήφιο του κάθε κόμματος. Ο αριθμός είναι μικρός.
Το 1953 φθάνουν τα 13 εκατομμύρια. Τα πράγματα σημειώνουν κάποια βελτίωση,
μολονότι πλησιάζουν τα εκατό εκατομμύρια όσοι έχουν δικαίωμα ψήφου.
Σήμερα όποιος γράφεται
στους εκλογικούς καταλόγους δεν είναι υποχρεωμένος να αναφέρει ποιο κόμμα
υποστηρίζει. Οι οπαδοί τού Δημοκρατικού Κόμματος ψηφίζουν στις αντίστοιχες
προκριματικές του κόμματος τους. Το ίδιο ισχύει και για τους οπαδούς του
Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι, όμως, που δηλώνουν
«ανεξάρτητοι», πολλαπλασιάζονται. Αποτελούν σήμερα το 40% του εκλογικού
σώματος, πράγμα που σημαίνει ότι δύο στους πέντε Αμερικανούς δεν εκπροσωπούνται
από κανένα πολιτικό κόμμα. Κατά συνέπεια δεν ψηφίζουν στις προκριματικές. Η
πλειοψηφία των Αμερικανών αρνείται να πάρει μέρος στην εκλογή των υποψηφίων.
Η παρακμή των πολιτικών
κομμάτων σημαδεύει βαθιά τη σημερινή Αμερική. Οι Αμερικανοί προτιμούν να
συγκεντρώνονται στις τοπικές οργανώσεις, στα λόμπυ, για να προασπίσουν τα
συμφέροντα τους. Τα κόμματα με τον διαφορετικό μηχανισμό τους και τους αρχηγούς
τους δεν τους ενδιαφέρουν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες όποιος θέλει να
αναδειχτεί υποψήφιος δημιουργεί γύρω του ένα επιτελείο από εθελοντές που δεν
ανήκουν απαραίτητα στο δικό του κόμμα και προσπαθεί με σφυγμομετρήσεις να
πλησιάσει ένα ετερόκλιτο και σχετικά αδιάφορο εκλογικό σώμα. Όλα αυτά τα είχε
διαισθανθεί ο Τζων Κέννεντυ το 1960. Οι διάδοχοι του τελειοποίησαν τη μέθοδο. Η
συγκέντρωση οικονομικών πόρων για την προεκλογική εκστρατεία αποτελεί σημαντικό
πρόβλημα. Η χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας για την προεδρία από τον
λαό έχει γίνει πια κάτι συνηθισμένο και ενισχύει την ανεξαρτησία του υποψήφιου
σε σχέση με το κόμμα του.
Σημαντική επίδραση,
άλλωστε, στην κοινή γνώμη έχουν τα μέσα μαζικής ενημερώσεως. Ο κάτοικος του
Ουισκόνσιν, για παράδειγμα, κάθεται μπροστά στον δέκτη του και παρακολουθεί
νωχελικά κάποιον προεκλογικό λόγο από τη Μασαχουσέτη ή τη Ν. Υόρκη και
ανακαλύπτει μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Μπροστά στην κάμερα το πρόσωπο του
ανθρώπου μετράει περισσότερο από τις ιδέες του. Ο θεατής-ψηφοφόρος παρακολουθεί
την παραμικρή κίνηση του, το βλέμμα του, τις χειρονομίες και την φυσιογνωμία
του. Προσπαθεί να ανακαλύψει αν ο υποψήφιος φαίνεται έντιμος, αν κρύβει τίποτα
από το παρελθόν του, αν απαντάει άνετα στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων.
Ο θεατής δεν δίνει τόση
σημασία στο πολιτικό πρόγραμμα του υποψήφιου. Ένα διαφημιστικό σλόγκαν για τον
πρόεδρο Κάρτερ κατέληγε έτσι: «Μπορεί να μην συμφωνείτε πάντα με τον πρόεδρο
Κάρτερ, αλλά να είστε σίγουροι ότι σας λέει την αλήθεια». Ο κόσμος δεν ψηφίζει
ανάλογα με τα προβλήματα που θα του λύσει ο μελλοντικός πρόεδρος. Του αρέσει
όμως να βλέπει τους πολιτικούς να μιλούν γι’ αυτά τα προβλήματα. Ένας υποψήφιος
με φωτογένεια αξίζει πάντα περισσότερο για τους ψηφοφόρους από έναν που είναι
έξυπνος, αλλά δεν έχει το χάρισμα να προσελκύει τον κόσμο.
Παρόλα αυτά το παρελθόν,
είτε μακρινό, είτε άμεσο, δεν μας επιτρέπει να υπερβάλουμε όσον αφορά στην
εξέλιξη των πολιτικών ηθών. Στην ιστορία των ΗΠΑ υπήρξαν καλοί και μέτριοι
υποψήφιοι, καλοί και κακοί πρόεδροι. Αν ο Τζέφερσον, ο Τζάκσον και ο Λίνκολν
άφησαν τα σημάδια τους στη ζωή των συγχρόνων τους, ο Θεόδωρος Ρούσβελτ, ο Γούντροου
Ουίλσον, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ και ο Χάρυ Τρούμαν κατάφεραν, παρά τα λάθη τους,
να οδηγήσουν τη χώρα σε διαφορετικό κανάλι. Ο Ρίτσαρντ Νίξον παρά το ότι
κυβέρνησε ιμπεριαλιστικά, άσκησε σπουδαία εξωτερική πολιτική. Ο σημερινός
υποψήφιος δεν είναι «ουρανοκατέβατος». Συνήθως έχει κάνει στο παρελθόν τη
θητεία του σε κάποιο σημαντικό πεδίο δράσης και του έχουν αναγνωριστεί κάποιες
αξίες που δικαιολογούν την φιλοδοξία του να εξασφαλίσει το ύπατο αξίωμα. Τίποτα
όμως δεν προδικάζει ότι ένας καλός υποψήφιος θα είναι και καλός πρόεδρος ή ότι
ένας μέτριος υποψήφιος θα είναι και μέτριος πρόεδρος. Οι ψηφοφόροι δεν μπορούν
να είναι ποτέ σίγουροι. Είναι περισσότερο θέμα τύχης.
Τα χρώματα δείχνουν την κομματική τοποθέτηση κάθε Προέδρου.
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΦΡΑΦΗΜΕΝΗ
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου