Ταξίδι θανάτου
Ξέραμε
ότι κάναμε το ταξίδι του θανάτου, αλλά δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε
Περάσαμε το Αιγαίο χωρίς
να ξέρουμε κολύμπι, δώσαμε ό,τι είχαμε στους δουλεμπόρους, αλλά τώρα αρχίσαμε
πάλι να ελπίζουμε... - Οι τζιχαντιστές δεν είναι άνθρωποι, είναι τέρατα!
της Mαρίας Ανδρέου,
Διερμηνέας: Ahmad Hassan
Ένα από τα τελευταία
Σάββατα, στις 11 το πρωί, στην προσφυγική δομή του Ελαιώνα. Με τη βοήθεια της
υπεύθυνης Επικοινωνίας της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, Σοφίας Τσούρτη,
του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και την αφιλοκερδή αρωγή του
παλαιστίνιου διερμηνέα μας Ahmad Hassan, το «ΠΑΡΟΝ» περνάει το φυλάκιο του
Ελαιώνα, όπου διαμένουν σε κοντέινερ 3.000 πρόσφυγες -Σύριοι, Αφγανοί,
Ιρακινοί- και συνομιλεί με δύο μητέρες από τη Συρία και δύο πρόσφυγες από το
Ιράκ.
Στη χώρα μας έχουν
καταμετρηθεί 57.000 πρόσφυγες οι οποίοι μένουν σε δομές σε όλη την ελληνική
επικράτεια (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Λάρισα κ.α.) Ωστόσο, οι πρώτοι χώροι
υποδοχής (hot-spots), με τις γνωστές σε όλους μας σκηνές, που αντικρίζουν οι
πρόσφυγες, όπου γίνεται η καταγραφή και ο διαχωρισμός τους, είναι στη Λέσβο,
στη Χίο και στη Σάμο.
Μετά τη συμφωνία της ΕΕ με
την Τουρκία στις 20 Μαρτίου του 2016, οι πρόσφυγες έχουν την υποχρέωση με το
που βρεθούν σε ελληνικό έδαφος να ζητήσουν άσυλο στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι
δεν θέλουν να μείνουν στη χώρα μας, αυτό που θέλουν είναι η μετεγκατάστασή τους
σε χώρες της ΕΕ, όπου εκεί βρίσκεται και εργάζεται ένα μέλος της οικογένειάς
τους. Η έγκριση του αιτήματός τους μπορεί να καθυστερήσει και έναν χρόνο, καθώς
τα σύνορα είναι κλειστά. Στις δομές, το φαγητό, την περίθαλψη, την εκπαίδευση
-αν και τα περισσότερα προσφυγόπουλα δεν ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν
μαθήματα- αναλαμβάνει ο Ελληνικός Στρατός αλλά και μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ),
όπως οι «Γιατροί του Κόσμου», οι «Γιατροί Χωρίς Σύνορα», η «PRAXIS». Μέχρι να
εγκριθεί το άσυλό τους στην Ελλάδα οι πρόσφυγες δεν μπορούν να εργαστούν στη
χώρα μας.
Η πρώτη εικόνα που
εισπράξαμε από τον Ελαιώνα ήταν ένας περιποιημένος και καθαρός χώρος, με
διατεταγμένα κοντέινερ, τα οποία διαθέτουν air-condition, κουζινάκι και
κρεβάτια για τις οικογένειες -οι περισσότερες είναι μονογονεϊκές-, όπου
υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι υπάλληλοι με καταγωγή από αραβόφωνες χώρες αλλά και
από την Αφρική, που ήξεραν τους πρόσφυγες με τα μικρά τους ονόματα αλλά και τις
προσωπικές τους ιστορίες. Ενώ περιμέναμε με τον Ahmad στο κοντέινερ για να
μιλήσουμε με τους ταλαιπωρημένους αυτούς ανθρώπους -που η προσωπική τους
ιστορία επιβίωσης θα ήταν και ένα διαφορετικό ντοκιμαντέρ -ήρθε ένα φορτηγό με
κουβέρτες. Αμέσως έπεσε σήμα και πρόσφυγες που είχαν πάει για ψώνια εκτός
καταυλισμού -σε κάθε οικογένεια δίνονται 300 ευρώ τον μήνα για τα έξοδά της-
βρέθηκαν αμέσως στον προαύλιο χώρο για να πάρουν τα καλύμματα. Ας είναι καλά τα
κινητά νέας τεχνολογίας, τα οποία κατέχουν οι περισσότεροι. Με λίγη
καθυστέρηση, όπως ήταν φυσιολογικό, ξεκίνησε η συνάντησή μας. Έτσι, όταν έφτασε
η στιγμή να ζητήσουμε να μιλήσουμε με κάποιες μητέρες, μας έφεραν στο κοντέινερ
μια «μάνα κουράγιο». Την κυρία Γάιντα... με τα δέκα παιδιά, το θλιμμένο βλέμμα
της οποίας δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Όπως δεν θα φύγει από τη μνήμη μας ο μεγάλος
Σταυρός της Νάντιας από το Ιράκ, τον οποίο φορούσε πλέον με ελευθερία.
Γάιντα:
600 ευρώ το κεφάλι
Η κυρία Γάιντα, μια
ταλαιπωρημένη γυναίκα 36 ετών, έφυγε από τη Συρία λόγω του ISIS. Έζησε επί
τέσσερα χρόνια τον πόλεμο στη Συρία, με όλη του τη φρίκη.
«Είχαμε ένα ωραίο σπίτι
στη Συρία το οποίο καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. Παντρεύτηκα 15 ετών και
απέκτησα δέκα παιδιά. Ο άνδρας μου ήταν έμπορος αυτοκινήτων και είχαμε μια καλή
ζωή. Το μεγαλύτερο παιδί μου βρίσκεται στη Γερμανία. Έφυγε πρώτο από τη Συρία.
Πλέον είναι 17 ετών και μας περιμένει. Πρόλαβε να φύγει από την Ελλάδα όταν τα
σύνορα ήταν ακόμη ανοιχτά. Δεδομένου ότι είναι ανήλικο, πιστεύω ότι θα
εγκρίνουν την αίτησή μας για μετεγκατάσταση. Μου έχουν πει ότι θα φύγουμε σε
έναν μήνα. Το μικρότερό μου παιδί είναι πέντε ετών. Πουλήσαμε όλα τα υπάρχοντά
μας για να σωθούμε. Το αποφασίσαμε ένα βράδυ που έπεσε μια βόμβα στο σπίτι μας
και ένα από τα παιδιά μου τραυματίστηκε από τα θραύσματα», λέει η κυρία Γάιντα
και αναστενάζει: «Περάσαμε μεγάλη πείνα. Δεν είχαμε φαγητό. Τα αγαθά ελάχιστα.
Η οικογένειά μου περπατούσε με τα πόδια 25 ημέρες μέχρι να φτάσει στην Τουρκία.
Με το που περάσαμε τα σύνορα οι Τούρκοι μας φυλάκισαν για δύο ημέρες και μετά
μας άφησαν ελεύθερους. Ξέραμε ότι ξεκινάμε ένα ταξίδι θανάτου. 50% να ζήσουμε -
50% να πεθάνουμε. Βρήκαμε τους Τούρκους λαθρέμπορους για να μας περάσουν
απέναντι. 600 ευρώ το κεφάλι. Ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου ήξεραν να κολυμπούν.
Ύστερα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες φτάσαμε στη Χίο, τον Μάρτιο. Μείναμε
στο νησί μέχρι τις 27 Ιουλίου. Από τον Αύγουστο μέχρι σήμερα μένουμε στον
Ελαιώνα. Το φαγητό που μας προσφέρει το Πολεμικό Ναυτικό δεν μας φτάνει. Πώς να
ταΐσω εννέα στόματα με 300 ευρώ τον μήνα που μας δίνουν οι ΜΚΟ; Η κόρη μου, που
είναι δέκα ετών, παθαίνει κρίσεις από όσα έχει ζήσει στον πόλεμο και κατουριέται
στον ύπνο της. Ο γιος μου έχει τραυματικό στρες και αυτό έχει ξεσπάσει σε
δερματικές παθήσεις. Για μένα φταίνε όλοι για τη συνέχιση του πολέμου στη
Συρία. Και οι αντάρτες και ο Άσαντ και η παγκόσμια κοινότητα, αλλά την πλήρωσε
ο λαός».
Όταν τη ρωτάμε για το
ΙSIS, η γλυκύτατη γυναίκα με τη φοβερή υπομονή και στωικότητα δεν μασάει τα
λόγια της: «Μας έλεγαν οι στρατιώτες του ISIS ότι δεν είμαστε σωστές
μουσουλμάνες και μας ζητούσαν να φορέσουμε μπούργκα. Να καλύψουμε όλο το σώμα
και το πρόσωπο. Απαγόρευαν την τηλεόραση, τη μουσική. Κατά περιόδους έκαναν
παιδομάζωμα. Στρατολογούσαν παιδιά. Με το παραμικρό λάθος αποκεφάλιζαν άνδρες
που τολμούσαν να καπνίσουν μπροστά τους».
Ράντα:
Ο γιος μου παθαίνει κρίσεις πανικού
ΔΑΜΑΣΚΟΣ 2015
Η κυρία Ράντα,
παλαιστινιακής καταγωγής, ζούσε από τότε που θυμάται τον εαυτό της στο
σταυροδρόμι των λαών, στην ιστορική Δαμασκό της Συρίας. Μια μητέρα τριών
παιδιών που αναγκάστηκε να φύγει από το σπιτικό της όταν οι στρατιώτες του
Άσαντ πήραν τον άνδρα της και τον φυλάκισαν.
«Τον σύζυγό μου τον θεωρώ
νεκρό. Τον αναζήτησα αλλά είναι εξαφανισμένος», λέει, με τα μεγάλα φωτεινά
μάτια της και τη μαύρη μαντίλα να καλύπτει τα μαλλιά της. Παρά τις κακουχίες,
στο πρόσωπό της διακρίνει κανείς την αρετή της υπομονής: «Αντλώ δύναμη από την
πίστη μου στον Θεό. Η μεγάλη μου κόρη βρίσκεται με τον άνδρα της στη Γερμανία
και έχω κάνει αίτηση για μετεγκατάσταση. Ίσως είναι η μοίρα της οικογένειάς
μου. Οι γονείς μου έφυγαν από την Παλαιστίνη και έμειναν σε προσφυγικό
καταυλισμό στη Δαμασκό και εγώ παίρνω ξανά τον δρόμο της προσφυγιάς.
Τον Φλεβάρη του 2016,
έπειτα από περπάτημα ημερών μαζί με τα παιδιά μου, βρεθήκαμε στην Τουρκία και
από εκεί οι λαθρέμποροι, με 700 ευρώ, μας πέρασαν με μια μικρή βαρκούλα από τη
Σμύρνη στη Μυτιλήνη. Ένα ταξίδι μέσα στον χειμώνα. Ούτε εγώ ούτε τα παιδιά
ήξεραν να κολυμπούν», λέει με υγρά μάτια η κυρία Ράντα και συνεχίζει : «Η μικρή
μου κόρη δεν γνώρισε πότε τον πατέρα της. Ο γιος μου παθαίνει κρίσεις πανικού
και οι ψυχολόγοι μου έχουν μιλήσει για την οδύνη του πολέμου και ότι δύσκολα θα
φύγει από το υποσυνείδητό του. Τη βγάζει μέσα στις ζωγραφιές του. Δεν ήθελα να
φύγω από τη Συρία. Ούτε τα παιδιά μου. Και τα τρία ήταν άριστοι μαθητές. Θα
ήθελα να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Η γνώση είναι δύναμη. Δεν θέλω να
μείνουμε στην Ελλάδα, ούτε στη Γερμανία. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου και σε
μια ειρηνική Συρία».
Νάντια:
Κρύψε τον σταυρό που φοράς
Με το που μπαίνει η κυρία
Νάντια στο κοντέινερ, μια μικροκαμωμένη γυναίκα από το Ιράκ, το βλέμμα μου
έπεσε πάνω στον σταυρό που κρεμόταν από τον λαιμό της και φτάνει μέχρι την
κοιλιά της. Αμέσως τη ρωτάω αν είναι χριστιανή και εκείνη με αγκαλιάζει και με
φιλάει. Ανατρίχιασα από το άγγιγμά της και το χαμόγελο. «Ναι, είμαι χριστιανή»,
λέει με υπερηφάνεια. «Ήμουν βαθμοφόρος στον στρατό στη Βαγδάτη. Από ευκατάστατη
οικογένεια. Ο πατέρας μου αγαπούσε τη μόρφωση και έτσι έκανα ανώτερες σπουδές,
με αποτέλεσμα να είμαι χρήσιμη στον στρατό της χώρας. Στον στρατό γνώρισα τον
άνδρα μου, ο οποίος είχε μεγάλο αξίωμα και μισθό. Και οι δύο είμαστε
χριστιανοί. Αυτό δεν άρεσε στο καθεστώς αλλά και στους ηγέτες των φυλών. Με τον Σαντάμ υπήρχε ανεξιθρησκία,
λειτουργούσαν εκκλησίες, μετά την πτώση του και την εκτέλεσή του όλα άλλαξαν.
Φυλετικές διακρίσεις, θρησκευτικές
διακρίσεις», αναφέρει με παράπονο η Νάντια και συνεχίζει:« Τόσο εγώ όσο και
ο άνδρας μου δεχθήκαμε βασανιστήρια στον στρατό. ‘‘Κρύψτε τον σταυρό που
φοράτε’’, μας έλεγαν οι διοικητές μας. Κάντε σιωπή, μη διαμαρτύρεστε. Μια μέρα,
πηγαίνοντας προς το σπίτι μου, μέσα από ένα αγροτικό αμάξι βγαίνει ένα χέρι και
με ένα μαχαίρι μου χαρακώνει το χέρι από τον αγκώνα μέχρι τα δάχτυλα.
Κουκουλοφόροι μου προκάλεσαν το τραύμα. Δεν είδα ποτέ τα μάτια τους. Ο άνδρας
μου τότε παίρνει την απόφαση. Τα πουλάμε όλα, παραιτούμαστε από τον στρατό. Δεν
μας ένοιαζε τίποτα, πλέον Δεν μπορούσαμε να λατρέψουμε τη μοναδική μας αλήθεια,
τον Ιησού Χριστό. Ο άνδρας μου φεύγει για τη Φιλανδία. Έπειτα από λίγους μήνες
παίρνω τη 13χρονη κόρη μου και πετάμε για την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί με
κρουαζιερόπλοιο ερχόμαστε Ελλάδα και φτάνουμε στη Μύκονο. Μετά τις απειλές για
απαγωγές και τη βία να βρεθούμε στη Μύκονο (γέλια). Στη ζωή χρειάζεται
αισιοδοξία και καλή διάθεση. Τώρα τα πράγματα θα είναι καλύτερα για εμάς».
Μοχάμεντ:
Δεν είναι άνθρωποι οι τζιχαντιστές, είναι τέρατα και εγκληματίες
Ο κ. Μοχάμεντ, καθηγητής
Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαγδάτης, με ομιλίες ανά την Ευρώπη, φεύγει
από το Ιράκ μαζί με την οικογένειά του και έρχεται στην Ελλάδα. Η αγάπη του για
την Ιστορία τον κάνει πρόσφυγα. Για να μην υποδείξει στους τρομοκράτες του ΙSIS
τις εκκλησίες και τους αρχαιολογικούς χώρους, που ξέρει ότι θα καταστρέψουν, θα
λεηλατήσουν, θα ανατινάξουν, παίρνει τον δρόμο της μεγάλης φυγής.
«Στο Ιράκ έχει ξεσπάσει
ένας θρησκευτικός πόλεμος ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες. Μιλάμε για έναν
θρησκευτικό διχασμό και διωγμό. Στη Μοσούλη, στο Βόρειο Ιράκ γίνεται χαμός από
τους τζιχαντιστές. Για μένα αυτοί δεν είναι άνθρωποι, είναι τέρατα και
εγκληματίες. Δεν έχουν να κάνουν με το Ισλάμ. Δεν έχουν να κάνουν με καμιά
θρησκεία. Είναι αμόρφωτα ζώα, που στο όνομα μιας λανθασμένης θρησκείας
καταστρέφουν την Ιστορία, ακόμη και τζαμιά, επειδή δεν τους αρέσουν. Σκοτώνουν
ανθρώπους, βιάζουν γυναίκες», λέει ο κ. Μοχάμεντ και συνεχίζει με πάθος, ενώ η
μικρή του κόρη μας εξερευνά με τα μεγάλα της καστανά μάτια: «Αποφάσισα να μη
δώσω οδηγίες για τους πολιτιστικούς θησαυρούς της χώρας μου αλλά και της
παγκόσμιας κληρονομιάς σε αυτούς τους απολίτιστους που κάποιοι τους προμηθεύουν
με όπλα για να σφάζουν και να σπέρνουν τον φόβο στον πλανήτη. Η γυναίκα μου,
Αρμένισσα με χριστιανικές ρίζες, υποστήριξε την απόφασή μου και με τα τέσσερα
παιδιά μου ξεριζωθήκαμε. Ζούμε σε έναν άδικο κόσμο, με πολλά συμφέροντα, όπου
κυβερνά το χρήμα. Η μεγάλη αυτοκρατορία των ημερών μας θερίζει αυτά που έχει
σπείρει...».
ΤΟ
ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου