Το μυστήριο της λευκής γαρδένιας
Της MARSHA ARONS
Κάθε χρόνο την ημέρα των
γενεθλίων μου και από τη στιγμή που έγινα 12 χρονών, μια λευκή γαρδένια παραδινόταν
στο σπίτι μου στην Bethesda
της Modena. Καμία κάρτα ή σημείωμα δεν την συνόδευε. Τα
τηλεφωνήματα μου στον ανθοπώλη για να ανακαλύψω του αποστολέα δεν είχαν κανένα
αποτέλεσμα μιας και η αγορά της γινόταν τοις μετρητοίς. Μετά από λίγο σταμάτησα
να προσπαθώ να βρω την ταυτότητα του αποστολέα και απλά απολάμβανα το πανέμορφο
μαγικό άσπρο λουλούδι με το μεθυστικό άρωμα που έφθανε τυλιγμένο μέσα σε ένα
όμορφο ροζ περιτύλιγμα..
Όμως ποτέ δεν σταμάτησε να
φαντάζομαι διάφορα γύρω από το ποιος θα μπορούσε να ήταν ο ανώνυμος δωρητής. Σας
διαβεβαιώνω ότι μερικές από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου πέρασαν μέσα στην ονειροπόληση
μου σχετικά με την δημιουργία της μορφής του εξαιρετικού, συναρπαστικού, αλλά και
πάρα πολύ ντροπαλού ή εκκεντρικού ατόμου που με σκεπτότανε αλλά απέφευγε να
γνωστοποιήσει την ταυτότητά του.
Η μητέρα μου με
σιγοντάριζε με τον τρόπο της σε αυτές τις φαντασιώσεις μου. Έτσι με ρωτούσε
μήπως και υπήρχε κάποιος στον οποίο είχα φερθεί με ιδιαίτερη ευγένεια και που
ήθελε με αυτό τον τρόπο να μου εκφράσει την βαθειά του εκτίμηση.. Ή μήπως ήταν
ο γείτονας που τον βοήθησα στην εκφόρτωση του αυτοκινήτου του που ήταν γεμάτο
ψώνια. Ή ίσως να ήταν ο γέρος από το απέναντι σπίτι, του οποίου μάζευα την
αλληλογραφίας και την πήγαινα στην πόρτα του κατά τη διάρκεια του χειμώνα, έτσι
ώστε να μην κινδυνεύει βαδίζοντας στα πλακάκια που ήταν γεμάτα πάγο.
Σαν έφηβη βέβαια φαντασιωνόμουν
διασκεδαστικότερες ιστορίες, κάνοντας εικασίες ότι θα μπορούσε να είναι ένα
αγόρι που είχα πέσει κάποια στιγμή πάνω του ή κάποιος που με είχε προσέξει στον
δρόμο, και μου ξέφυγε και δεν τον είχα προσέξει.
Όταν ήμουν 17 χρονών ένα αγόρι
μου ράγισε την καρδιά. Το βράδυ που μου τηλεφώνησε για τελευταία φορά, έκλαψα
μέχρι που αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα το πρωί, υπήρχε ένα μήνυμα γραμμένα στον
καθρέφτη μου με κόκκινο κραγιόν: «Από καρδιάς ξέρω ότι όταν κάποιοι μισό-θεοί
εξαφανίζονται, τότε φθάνουν οι
πραγματικοί θεοί.» Σκεφτόμουνα αυτό το απόσπασμα από νουβέλα του Έμερσον, για
πολύ καιρό, και το έβλεπα καθημερινά, έτσι όπως το είχε αφήσει γραμμένο στον
καθρέπτη η μητέρα μου, μέχρι που επουλώθηκε τελείως η καρδιά μου. Όταν τελικά καθάρισα το μήνυμα από
τον καθρέπτη, η μητέρα μου γνώριζε ότι όλα ήταν εντάξει και πάλι.
Δεν θυμάμαι ποτέ την
μητέρα μου να χτυπά την πόρτα του δωματίου μου με θυμό φωνάζοντας, «Απλά δεν καταλαβαίνεις!»· απλά γιατί ήξερε και
καταλάβαινε τα πάντα.
Ένα μήνα πριν από την
αποφοίτησή μου από το σχολείο, ο πατέρας μου πέθανε από καρδιακή προσβολή. Τα
συναισθήματά μου κυμαίνονταν τότε από θλίψη μέχρι ολική εγκατάλειψη, φόβο και
τρομακτική οργή γιατί ο μπαμπάς μου έχανε μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα
στη ζωή μου. Κατέληξα να είμαι παγερά αδιάφορα για την επερχόμενη αποφοίτησή
μου το θεατρικό έργο που θα ανεβάζαμε και τον χορό της αποφοίτησης. Αλλά η
μητέρα μου, μέσα στη δική της θλίψη, δεν με άφησε να παρακάμψω καμιά από αυτές
τις εκδηλώσεις.
Μια μέρα πριν πεθάνει ο
πατέρας, η μητέρα μου με είχε πάει για να αγοράσουμε μια τουαλέτα για τις
εκδηλώσεις. Είχαμε ανακαλύψεις ένα φανταστικό φόρεμα σε κόκκινο, άσπρο και
μπλε. Κάτι που με έκανε να νιώθω σαν άλλη Σκάρλετ ο ' Χάρα, αλλά ήταν μεγάλο σε
μέγεθος. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, όπως ήταν για μένα φυσικό ξέχασα τις
εκδηλώσεις, ξέχασα και το φόρεμα.
Όμως η μητέρα δεν το
ξέχασε. Την παραμονή από το χορό αποφοίτησης, βρήκα ξαφνικά το αγαπημένο μου
φόρεμα — διορθωμένο στο σωστό μου μέγεθος-— να είναι μεγαλόπρεπα απλωμένο πάνω στον
καναπέ του σαλονιού. Δεν μου το παρουσίασε όπως ήλθε επιδιορθωμένο μέσα στην
κούτα του καταστήματος, μου το παρουσίασε σαν έκπληξη με ένα τρόπο όμορφο,
καλλιτεχνικό και με ιδιαίτερη αγάπη για εμένα. Δεν με ένοιαξε ότι ήταν ένα
καινούργιο φόρεμα ή όχι. Αλλά ότι η μητέρα μου το θυμήθηκε και μου το προσέφερε
με περισσή αγάπη.
Η μητέρα ήθελε τα παιδιά
της να αισθάνονται ότι τα αγαπάνε και είναι αξιαγάπητα, δημιουργικά και γεμάτα
φαντασία, διαποτισμένα με μια αίσθηση ότι υπήρχε μαγεία στον κόσμο και ομορφιά
ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Στην πραγματικότητα, η μητέρα μου
ήθελε τα παιδιά της να βλέπουν τους εαυτούς τους όπως μια γαρδένια — όμορφη,
ισχυρή και τέλεια — με μια αύρα μαγικού και ίσως και ένα κομμάτι μυστηρίου.
Η μητέρα μου πέθανε δέκα
μέρες μετά τον γάμο μου. Ήμουν τότε 22 χρονών και ήταν η ηλικία που οι
γαρδένιες σταμάτησαν να έρχονται πια την μέρα των γενεθλίων μου!!!
Μετάφραση Κων. Γραικιώτης
Από το Reader s Digest
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου