Οι
ζωγραφιές του Π. Ζωγράφου και ο Μακρυγιάννης
220
χρόνια από την γέννηση του μεγάλου ήρωα που έμαθε γράμματα για να καταγράψει την
εποχή του
Η
Επανάσταση του Γένους όπως την έζησε ο Μακρυγιάννης και την αποτύπωσε ο Π. Ζωγράφος.
Ο αγώνας του Έθνους μέσα από τα έργα του! Τρία χρόνια χρειάστηκαν για να
ολοκληρωθεί η εικονογράφηση του Αγώνα που έγινε σε συνεργασία του Μακρυγιάννη
με τον Ζωγράφο.
Γράφει
η Άννα Χατζηγιαννάκη
Είχε μια εμμονή, μανία πες
καλύτερα, να προλάβει να καταγράψει σε λόγο και εικόνες, τους αγώνες, τις
αλήθειες και την ψυχή εκείνης της υπόθεσης που ονομάσαμε «εθνικοαπελευθερωτική
επανάσταση». Έτσι κάθισε κι έμαθε στα γεράματα πέντε κολλυβογράμματα κι έγραψε
δυο αριστουργήματα στη λαλιά της εποχής του. Έβαλε κι έναν λαϊκό ζωγράφο να
ιστορήσει καθ' υπαγόρευσιν τους αγώνες σε ζωγραφιές. Σαν να είχε ένα φόβο ο
πληθωρικός στρατηγός, μη και φραγκέψει αδιάβαστο το Έθνος, μην ξεχάσει, μην
καβαλήσει καλάμι και χάσει την ψυχή του...
Αυτό το χρόνο
συμπληρώνονται 222 χρόνια από την γέννηση του στρατηγού Μακρυγιάννη, του ήρωα
της Επανάστασης, που κάθισε κι έμαθε γράμματα μόνο και μόνο για να καταγράψει
την εποχή του, ακριβώς όπως μιλούσε στα «Απομνημονεύματα» και στα «Οράματα και
θάματα». Χρησιμοποίησε τελικά 6.603 πρωτότυπες λέξεις από τις οποίες παράγονται
οι 200.000 που χρησιμοποιεί. Ο Σολωμός χρησιμοποιούσε 4.853 λέξεις, ο Σεφέρης
3.896, ο Καβάφης 3.366 και ο Κάλβος 1.791 λέξεις. Έβαλε και το λαϊκό ζωγράφο
Παναγιώτη Ζωγράφο με τους γιους του να ζωγραφίσει με δική του υπαγόρευση τις
κυριότερες στιγμές του εθνικοαπελευθερωτικοΰ αγώνα.
Η δίκαιης
απόφαση του Θεού για την απελευθέρωση της Ελλάδας
■ Το στίγμα
Ο μπαρουτοκαπνισμένος στρατηγός,
έδωσε με πηγαία και συγκινητική αυθεντικότητα την πεμπτουσία του πολιτισμικού
στίγματος της Ρωμιοσύνης της εποχής του, έτσι όπως κανένας δυτικοσπουδαγμένος
της εποχής δεν θα μπορούσε να το δώσει.
Εξάλλου, εκείνα τα χρόνια
-τα πρώτα του μόλις απελευθερωμένου, καινούργιου ελληνικού κράτους - ένα από τα
μεγάλα πολιτικά προβλήματα ήταν οι σύμμαχοι. Άγγλοι, Γάλλοι και Ρώσοι. Οι Έλληνες
ήταν χωρισμένοι σε ρωσόφιλους , σε αγγλόφιλους, σε γαλλόφιλους. Ο στρατηγός
Μακρυγιάννης φαίνεται ότι ήταν κυρίως φιλέλληνας... Περισσότερο βέβαια από τους
αλλοδαπούς φιλέλληνες με τις κλασικές σπουδές, που ίσως να εβίωναν σαν ηρωικό
φολκλόρ την υπόθεση των πέντε - δέκα ξυπόλητων που σήκωσαν τα όπλα ενάντια στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στα χρόνια του
Μακρυγιάννη, βιβλία των αγράμματων ήταν ακόμα οι εικόνες. Έτσι σκέφθηκε κι
αποφάσισε να ιστορήσει σε ζωγραφιές τέτοιες, που θ' αγαπούσαν οι Ρωμιοί, που θα
ήταν μέσα στην «αισθητική τους αντίληψη» όπως θα λέγαμε σήμερα. Τα γεγονότα του
Αγώνα, έπρεπε να κοινοποιηθούν, να διδαχθεί ο λαός την ιστορία, τα παραδείγματα...
Έτσι, έβαλε ο στρατηγός
και κάλεσαν έναν καλό ζωγράφο. Φράγκο. Έφτιαξε ένα - δυο πίνακες, δεν του
άρεσαν. Τον πλήρωσε και τον έδιωξε. Άλλο ήθελε ο στρατηγός. Αυθεντικό πράγμα.
Σαν τη λαλιά του, σαν τους αγώνες του. Φώναξε τον αγιογράφο Παναγιώτη Ζωγράφο,
αγωνιστή επίσης και αυτοδίδακτο. Τα βρήκαν.
Τρία χρόνια χρειάστηκαν
για να ολοκληρωθεί η εικονογράφηση του Αγώνα. Στη διάρκεια αυτών των τριών
χρόνων, ο Παναγιώτης Ζωγράφος και οι δύο γιοι του ζούσαν και εργάζονταν στο
σπίτι του Μακρυγιάννη. Ο στρατηγός ήθελε να ιστορηθεί ο Αγώνας σε 25 έργα, που
θα ζωγραφίζονταν σε πέντε σειρές. Κανείς δεν ξέρει ποιο ήταν το θέμα του 25ου
έργου. Οι φίλοι του στρατηγού το κατέστρεψαν μόλις το είδαν, για να τον
προστατεύσουν, επειδή φοβήθηκαν ότι ο Μακρυγιάννης θα είχε μεγάλα πολιτικά
προβλήματα εξαιτίας εκείνου του
25ου έργου.
Οι ζωγραφιές εκείνες ήταν
ο καρπός μιας πρωτότυπης συνεργασίας ανάμεσα στο στρατηγό και το ζωγράφο. Ο
στρατηγός υπαγόρευε την εικονογράφηση κάθε πίνακα, ενώ ο ζωγράφος προχωρούσε
στην εκτέλεση του έργου πάνω σε ξύλο. Αλλά και ο ίδιος ο Ζωγράφος συμμετείχε
στη θεματική σύνθεση του κάθε έργου, επειδή ήξερε πρόσωπα και πράγματα από τις
μάχες, σε μερικές από τις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος σαν πολεμιστής.
Ο στρατηγός, ανέβαζε τον
Ζωγράφο στους λόφους για να του περιγράψει λεπτομερώς κάθε μάχη. Φαίνεται
εξάλλου ότι είχαν χρησιμοποιήσει σαν μοντέλο το γεωγραφικό χάρτη για την
εικονογράφηση των περιοχών που ήταν δύσκολο να πάνε. Αυτό το συμπεραίνουμε από
τη χαρτογραφική παρουσίαση της τοποθεσίας σε αρκετές από τις ζωγραφιές.
Η ιδιότυπη καθ' υπαγόρευση
δημιουργία των έργων, με συγκεκριμένο στόχο τη χρήση τους σαν ιστορικών βιβλίων
για αγράμματους είναι και η αιτία της διπλής παράστασης που αναγνωρίζουμε σε
κάθε έργο:
Έχουμε σε κάθε ζωγραφιά
δυο συνθέσεις, τη μία πάνω - και μέσα - στην άλλη: τη συχνά χαρτογραφική
εικονογράφηση του τόπου, όπου έγινε κάθε μάχη, με τα χαρακτηριστικά τοπογραφικά
σημεία, που μνημονεύει ο ίδιος ο στρατηγός και την εικονογράφηση του γεγονότος,
δηλαδή ανθρώπους σε ώρα δράσης.
Αρκετά σχηματική είναι η
αναπαράσταση των πρωταγωνιστών των γεγονότων, ενώ το πλήθος των στρατιωτών
παριστάνεται με τη βυζαντινή εικονογραφική μέθοδο, κατά την οποία φαίνονται μεν
ολόκληροι οι πρώτοι άνδρες κάθε σειράς, ενώ απ' όσους βρίσκονται πίσω τους, δεν
διακρίνουμε παρά τα ημικύκλια που παριστάνουν τα κεφάλια τους. Κάθε έργο,
συνοδεύεται και από γραπτή επεξηγηματική λεπτομερή και εκτενή περιγραφή, στο
λαϊκό ιδίωμα.
Τα έργα ακολουθούν
ιστορική, αφηγηματική σειρά από το πρώτο μέχρι το 24ο: θα σταθούμε ειδικά στο
πρώτο που παριστάνει ένα μεταφυσικό θέμα, την εικονογράφηση της «δίκαιης
απόφασης του Θεού για την απελευθέρωση της Ελλάδας».
Είναι αξιοπρόσεκτη η
αντιστοιχία με το (ανθρωπολογικά) παμπάλαιο τυπικό έναρξης κάθε εργασίας και
έργου, που ήταν επίκληση στις θεϊκές δυνάμεις. Ας θυμηθούμε το «μήνιν άειδε
θεά», ή το «άνδρα μοι έννεπε μούσα πολύτροπον» του Ομήρου και το «πρώτα ο Θεός»
των νεοελλήνων.
Στα υπόλοιπα έργα,
εικονίζονται ιστορικές μάχες, ναυμαχίες και πολιορκίες σε διάφορα μέρη της
Ελλάδας. Στον 24ο πίνακα έχουμε ένα είδος «ηρώου» με τον καλλιγραφικό τίτλο «Η
Ελλάς ευγνωμονούσα γράφει εις την πλάκα της Αθανασίας τα ονόματα των
αγωνισθέντων υπέρ της Ελευθερίας της». Ψηλά στο κέντρο παριστάνεται η Ελλάδα
σαν γυναίκα ντυμένη με αρχαιοελληνικό χιτώνα και περικεφαλαία στην κορυφή έξι
στηλών με τα ονόματα των φιλελλήνων.
Την άνοιξη τον 1839, οι
ζωγραφιές ολοκληρώθηκαν. Ο Παναγιώτης Ζωγράφος είχε φτιάξει μια μόνο σειρά 25
έργων, πάνω σε ξύλο, την οποία κράτησε για τον εαυτό τον ο στρατηγός
Μακρυγιάννης, λέγοντας ότι θα προχωρούσε στη διόρθωση μερικών λεπτομερειών.
Οι τέσσερις υπόλοιπες
σειρές ήταν ακουαρέλες πάνω σε χαρτόνι, ζωγραφισμένες από τους δυο γιους του
Παναγιώτη Ζωγράφου. Από μια σειρά προσέφερε ο στρατηγός στους πρεσβευτές της
Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και μια σειρά στο βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνα.
■ Το στιλ
Δεν γνωρίζουμε γιατί ο
Ζωγράφος - πατέρας δεν ζωγράφισε παρά μόνο μία από τις πέντε. σειρές. Πιθανόν,
πέθανε στο μεταξύ και ολοκλήρωσαν τη δουλειά του οι γιοι του, μιμούμενοι το
στιλ του πατέρα τους.
Σήμερα, από τις πέντε
σειρές έργων, σώζονται μόνο δυο, αποτελούμενες από 24 πίνακες η καθεμία: είναι
η σειρά που είχε προσφερθεί στον Όθωνα και βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη
και η σειρά του πρεσβευτή της Αγγλίας που σώζεται στα ανάκτορα του Γουίντσορ
στο Λονδίνο. Άγνωστο είναι τι απέγινε η σειρά που είχε δωρηθεί στον πρεσβευτή
της Γαλλίας και κείνη που είχε δωρηθεί στον πρεσβευτή της Ρωσίας. Τώρα πια, από
την απόσταση δύο σχεδόν αιώνων ιστορίας, μπορούμε να δούμε τις ζωγραφιές
Μακρυγιάννη όχι μόνο σαν ένα ιστορικό και αισθητικό θησαυρό, αλλά και σαν
εθνολογική μαρτυρία για τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια της Νεότερης Ελλάδας.
Πιστεύω μάλιστα ότι οι
γέφυρες της ελληνικότητας που έψαχνε να ρίξει η γενιά του ‘30 από τη βυζαντινή
στην κοσμική ζωγραφική της Νεότερης Ελλάδας, περνάνε όχι μόνο από το Θεόφιλο,
αλλά και από τις ζωγραφιές Μακρυγιάννη - ίσως κυρίως από αυτές.
Η
προσφορά του στρατηγού Μακρυγιάννη στην πεζογραφία ..
Οι ζωγραφιές ήταν τα
βιβλία των αγραμμάτων. Αλλά ο στρατηγός θέλησε να αφήσει χνάρια της εποχής του
και για τους γραμματιζούμενους, στη ρουμελιώτικη λαλιά της εποχής.
Το βραβείο της Ακαδημίας
Αθηνών κέρδισε ο Νίκος Κυριαζίδης (απεβίωσε το 2002), για το επτάτομο έργο «Τα
ελληνικά του Μακρυγιάννη με υπολογιστή», που εκπονήθηκε με τη συμμετοχή του
καθηγητή Γιάννη Καζάζη και του αναλυτή Jean Brechier. Ο N. Κυριαζίδης, που είχε εκδώσει το 1983
το «Λεξικό του Μακρυγιάννη», αφιέρωσε πολλά χρόνια της ζωής του στη μελέτη της
γλώσσας του Μακρυγιάννη, για δυο λόγους, όπως ο ίδιος εξήγησε σε δημοσιογράφο του Ελεύθερου Τύπου
που του πήρε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στις 25 Μαρτίου 1995 στην εφημερίδα :
«Πρώτον, βρίσκαμε για πρώτη φορά μια φωνητική αποτύπωση της
νεοελληνικής γλώσσας της εποχής του 1821. Αυτό είναι ένα σπάνιο εύρημα.
Στην Αγγλία για να βρουν
πώς μιλούσανε στην εποχή του Σαίξπηρ, αναζητούνε λάθη στη γραφή. Εμείς έχουμε
καθαρή φωνητική καταγραφή της εθνικής γλώσσας του 1821!
»Δεύτερον, ο Μακρυγιάννης, όπως έγραψε και ο Σεφέρης, θα ήταν ο
μέγιστος νεοέλληνας πεζογράφος εάν δεν υπήρχε ο Παπαδιαμάντης. Δηλαδή, ο
Μακρυγιάννης είναι ένας από τους μέγιστους νεοέλληνες συγγραφείς.
Τόσο το ένα, όσο και το
άλλο επιβάλανε μια μελέτη αυτής της γλώσσας. Θα ήθελα να πω ότι το ότι ήταν ο
άνθρωπος που κατέγραψε φωνητικά την ελληνική γλώσσα, το αγνόησε τελείως η
νεοελληνική γραμματολογία και οι Έλληνες γλωσσοκαθηγητές».
ΕΡ.: Ποια είναι η ιστορική
και εθνική σημασία της καταγραφής της λαλιάς τον Μακρυγιάννη;
ΑΠ.: Για κάθε λαό είναι
εξαιρετικά σημαντικό να ξέρει ποια ήταν η λαλιά του κάθε ιστορική στιγμή.
Ιδιαίτερα εμείς, που ερχόμαστε μετά από 400 χρόνια τουρκικής κατοχής. Να τι
έμεινε στους Έλληνες από τα ελληνικά μετά την Τουρκοκρατία! Την έχουμε εδώ τη
γλώσσα! Βεβαίως, υπάρχουν πολλά τουρκικά στοιχεία μέσα στη γλώσσα του
Μακρυγιάννη, όπως είναι φυσικό...
ΕΡ.: Όπως σήμερα έχουμε
αμερικάνικα...
ΑΠ.: Η δύναμη της
ελληνικής γλώσσας είναι ακριβώς η προσαρμογή της ότι παίρνει ξένες λέξεις και
τις αναπροσαρμόζει στη δική της γραμματική. Βρίσκουμε ξαφνικά ότι αυτοί που
λέγαν ότι δεν υπήρχε νεοελληνική γλώσσα, δεν ξεύραν τίποτα. Υπήρχε μια
πλουσιότατη ελληνική γλώσσα με αυστηρότατους γραμματικούς κανόνες κι ένα πολύ
πλούσιο λεξιλόγιο. Αυτό είναι το πρώτο.
Το δεύτερο είναι η μεγάλη
αξία του Μακρυγιάννη ως πεζογράφου την οποία επεσήμανε ο Σεφέρης και την οποία
προσπαθεί σήμερα να ανατρέψει ο Μπαμπινιώτης που λέει ότι δεν είναι πρότυπο
γραφής ο Μακρυγιάννης.
Τι να πω; Μπορεί ένας
γλωσσολόγος να βάζει τον εαυτό του με τον Σεφέρη και να τον αμφισβητεί σε
θέματα λογοτεχνίας;
ΕΡ.: Αφού, όπως λένε,
ζούμε εποχή γλωσσικής πενίας, μήπως θα μπορούσε να βοηθήσει το να διαδοθεί
ευρύτερα, να διδαχθεί η λαλιά τον Μακρυγιάννη στους νέους;
ΑΠ.: Πρώτα απ' όλα δεν
πιστεύω ότι υπάρχει ούτε γλωσσική πενία, ούτε τίποτα. Απλούστατα, κάθε νέα
γενιά που έρχεται πλουτίζει τη γλώσσα με νέα σχήματα, με νέες εκφράσεις και
παίρνει κι από ξένες λέξεις τις οποίες προσαρμόζει στο ελληνικό γραμματικό
σύστημα. Διότι αυτή η αρχή του Ψυχάρη είναι απόλυτη: Από τη στιγμή που θα
πάρεις μια ξένη λέξη και θα τη βάλεις στο ελληνικό κλητικό σύστημα, γίνεται
ελληνική. Είναι ελληνική πλέον.
Από τον Ε.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου