ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ
& ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα
στον χρόνο
Τζαμάλες
Tου Νίκου Αμμανίτη
Ήταν περί τις αρχές του
1990, όταν εμείς, γέννημα θρέμμα Αθηναίοι, βρεθήκαμε να έχουμε παρτίδες με τα
Γιάννενα, γενόμενοι περιστασιακά ημιμόνιμοι κάτοικοί τους.
Ο λόγος ήταν πως η κόρη
μας είχε εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ως εκ
τούτου οφείλαμε να της συμπαρασταθούμε, μιας και για πρώτη φορά στη ζωή της
απομακρυνόταν από τα λημέρια της, για να βρεθεί μόνη και έρημη «σ’ άλλη γη, σ’ άλλα
μέρη, που κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει…», όπως έλεγε και το
παλιό εκείνο τραγουδάκι, που σε προετοίμαζε ψυχολογικά για μετανάστη. Δεν ήτανε
η πρώτη φορά που βρισκόμουν στη γραφική και πολύπαθη πρωτεύουσα της Ηπείρου.
Μια λαογραφική εκπομπή της
ΕΡΤ2, της οποίας παραγωγός και σκηνοθέτης ήταν η αφεντιά μου, παρέσχε την
ευκαιρία να γνωρίσω τον τόπο και τους ανθρώπους του αποκτώντας πλούσιες
αναμνήσεις. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Τώρα έπρεπε να μοιραζόμεθα εναλλάξ την Αθήνα
με τη γενέτειρα της κυρά Φροσύνης, πότε ο ένας, πότε η άλλη, πότε και οι δύο
μαζί. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι γονιός με τόσα προβλήματα που καθημερινά
αντιμετωπίζεις. Εμείς πάντως καταφέραμε και επιπλεύσαμε, η δε νεαρά, όπως ήτανε
φυσικό, σύντομα προσαρμόστηκε στην μπεκιάρικη ζωή.
Αλλά η φοιτητική
«προσφυγιά» της κοπελιάς δεν είναι το σημερινό μας θέμα. Η παρούσα αφήγηση
οφείλεται στις αναμνήσεις μιας τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, όπως τη ζήσαμε
αναπάντεχα στα Γιάννενα και που τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν, κάθε
που πλησιάζει αυτή η ημέρα το μυαλό μας ταξιδεύει στην Ήπειρο… Τότε, σαν
σήμερα, είπαμε να πάμε και να γιορτάσουμε οικογενειακώς εκεί τα Κούλουμα.
Φορτώσαμε στο αυτοκίνητο διάφορα συμπράγκαλα της ξενιτεμένης και ξεκινήσαμε.
Η μετάβαση προς Ιωάννινα
γινόταν μέσω Ρίου - Αντιρρίου. Καθώς η γέφυρα δεν υπήρχε ακόμη, η διαπεραίωση
γινόταν με φέρι μποτ. Όταν υπήρχε θαλασσοταραχή τα πλεούμενα έδεναν, η
συγκοινωνία διεκόπτετο και οι ταξιδιώτες περίμεναν καρτερικά πότε ο αέρας θα
κοπάσει. Ευτυχώς ο καιρός ήταν καλός και η διαδρομή προς τα Γιάννενα πάντα
συναρπαστική.
Φτάσαμε, ξεφορτώσαμε και
αφού τη ζαλίσαμε σαν καλοί γονείς με τις δέουσες… συμβουλές, βγήκαμε τσάρκα. Τα
Γιάννενα είναι μια αρχοντική πόλη. Έχουν ένα ξεχωριστό μεγαλείο που το νιώθεις
όπου βρεθείς.
Η ιστορία τους σε γεμίζει
υπερηφάνεια και η ανθρωπιά των ανθρώπων της σε παραπέμπει στην εποχή της
ρομαντικής Αθήνας, που για πάντα έχει χαθεί. Ήταν απόγευμα. Στο κέντρο υπήρχε
μια αφάνταστη πολυκοσμία. Ειδικά στην οδό Αβέρωφ υπήρχε πραγματικός συνωστισμός.
Νόμιζες πως όλοι είχανε βγει στους δρόμους. Οι φούρνοι ξεφούρνιζαν ήδη λαγάνες
που σκόρπιζαν παντού τη μυρωδιά της φρεσκοψημένης ζύμης. Ουρές σχημάτιζαν στα
φουρνάρικα οι αγοραστές.
Τα ζαχαροπλαστεία με τους
βελούδινους καναπέδες και τις κλασικές τους πάστες, τις τρούφες, τα σου α λα
κρεμ και τα κορνέ, που θύμιζαν χρόνια περασμένα, ήσαν ασφυκτικά γεμάτα. Στο
κυρίαρχο και διαχρονικό ζαχαροπλαστείο Ιωαννίνων, το «Διεθνές», δεν έπεφτε
βελόνι και όλα έδιναν την εντύπωση πανηγυριού.
Η ίδια πολυκοσμία υπήρχε
και στις γειτονιές. Εκεί επιπλέον στοίβαζαν σε σωρούς ξύλα, μέχρι ολόκληρους
κορμούς δένδρων που μοίραζε ο δήμος και τους έφερναν τα δημοτικά καμιόνια.
Στήνονταν σε διάφορα ανοίγματα της συνοικίας για να καούν στις Τζαμάλες, όπως
λένε στην Ήπειρο τις φωτιές που ανάβουνε στους δρόμους την τελευταία
αποκριάτικη Κυριακή.
Μόλις άρχισε να
σκοτεινιάζει τους έβαλαν φωτιά, που θέριεψε και οι φλόγες έφταναν έως τον
ουρανό.
Στην άκρη έφεραν κι έβαλαν
τραπέζια όπου άπλωσαν σαρακοστιανούς μεζέδες φερμένους από τα σπίτια και οι
παριστάμενοι κέρναγαν εαυτούς και αλλήλους. Με την πάροδο της ώρας γύρω από τις
φωτιές γινόταν «το πατείς με, πατώ σε» από τους συγκεντρωμένους που συνέχεια
πλήθαιναν. Το τσίπουρο έρεε.
Οι νταμιτζάνες άδειαζαν
στο άψε σβήσε, το ίδιο και οι πιατέλες. Σε μερικές γειτονιές στήθηκαν στην
ύπαιθρο καζάνια όπου κόχλαζε φασολάδα. Το κέφι φούντωνε. Άλλοι τσιμπολογούσαν
τα πικάντικα μεζεδάκια, τσακίζοντας τις καυτές λαγάνες, άλλοι έτρωγαν λαίμαργα
φασολάδα και άλλοι τσούγκριζαν «εις υγείαν».
Μερικοί τραγούδαγαν
ηπειρώτικα τραγούδια με τη συνοδεία κλαρίνου που έπαιζε ασταμάτητα και άλλοι
πιάνονταν χέρι χέρι και χόρευαν μπάλο και τσάμικο, γενικεύοντας το αυτοσχέδιο
αυτό γλέντι που διήρκεσε σχεδόν ως το πρωί. Ήταν μια απροσδόκητη τύχη για εμάς
τους περιστασιακούς γείτονες στα Σεισμόπληκτα να συμμετάσχουμε στο ανεπανάληπτο
αυτό πανηγύρι, όπου γίναμε όλοι μια παρέα, ήπιαμε, χορέψαμε, τραγουδήσαμε,
ήρθαμε στο τσακίρ κέφι και γλεντήσαμε με την ψυχή μας.
Τις Τζαμάλες, που κάθε
χρόνο αναπολούσαμε, δεν τις ζήσαμε ποτέ ξανά…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου